Ανθέμιο (μουσική)

Το ανθέμιο είναι μουσικός όρος και αναφέρεται σε χορωδιακά ή φωνητικά κομμάτια, που ορίζονται ως μέρος της μουσικής που χρησιμοποιείται στην Αγγλικανική Εκκλησία. Ετυμολογικά, προέρχεται από την ελληνική λέξη αντίφωνο, παραφθορά της οποίας είναι η λέξη antefn στην αρχαία αγγλική γλώσσα. Παλαιότερα, το ανθέμιο είχε την ίδια σημασία με το Αντίφωνο· το κείμενο αντλείται συνήθως από εδάφια της Αγίας Γραφής, σπανιότερα δε από μέρη της Λειτουργίας και είναι πάντοτε στα Αγγλικά. Πλέον αναγνωρίζεται μουσικά και λειτουργικά ως αντίστοιχο του μοτέτου, καθώς η γραφή του προϋποθέτει επαγγελματίες τραγουδιστές ή χορωδία, εν αντιθέσει με τους πιο απλοϊκούς Ύμνους και Ψαλμούς, που ενυπάρχουν στη μουσική όλων των χριστιανικών εκκλησιών.

Η χρυσή εποχή του ανθέμιου είναι τα μέσα του 16ου αιώνα, με πληθώρα συνθέσεων των Τόμας Τάλις, Ουίλιαμ Μπερντ, Ορλάντο Γκίμπονς κ.ά. Την ίδια εποχή αναπτύχθηκε και το μονοφωνικό ανθέμιο (verse anthem), όπου μια ή περισσότερες σόλο φωνές αντιπαρατίθενται με την υπόλοιπη χορωδία και διαχωρίζεται μ' αυτόν τον τρόπο από το full anthem. Εν αντιθέσει με το μοτέτο, στην περίπτωση του ανθέμιου η ενόργανη συνοδεία (με εκκλησιαστικό όργανο ή μικρό οργανικό σύνολο) δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, κυρίως δε σε μεταγενέστερα έργα της εποχής του μπαρόκ, όπως αυτά του Χένρυ Πέρσελ και του Τζον Μπλόου.

Στον 19ο αιώνα συνεχίζονται να γράφονται ανθέμια, με κυριότερους εκφραστές τους Άγγλους συνθέτες Σάμιουελ Σεμπάστιαν Ουέσλεϋ και Τσαρλς Βίλιερς Στάνφορντ. Αργότερα εμφανίζονται ανθέμια του Έντουαρντ Έλγκαρ, Ραλφ Βων Ουίλιαμς και Μπέντζαμιν Μπρίτεν, τα οποία είναι μεγαλύτερα σε διάρκεια, συχνά έχουν συμφωνικό χαρακτήρα και ενίοτε είναι μελοποιήσεις κειμένων στα λατινικά.

Ο όρος anthem υποδηλώνει επίσης και τον εθνικό ύμνο μιας χώρας (National Anthem) καθώς και τον Ύμνο μιας πολιτικής παράταξης, ενός αθλητικού γεγονότος κλπ.

  • Peter Le Huray The New Grove Dictionary of Music and Musicians London, 1995