Ο ανθρώπινος κορονοϊος NL63 ή HCoV-NL63 είναι ένα είδος κορονοϊου που εντοπίστηκε στα τέλη του 2004 σε επτά μηνών παιδί με βρογχιολίτιδα στην Ολλανδία.[1]Ο μολυσματικός ιός είναι ένας ιός με περίβλημα και με θετικής(+) πολικότητας μονόκλωνο RNA για γονιδίωμα.[2][3] Η μόλυνση με αυτόν τον ιό έχει επιβεβαιωθεί σε όλο τον κόσμο, και συσχετίζεται με πολλά κοινά συμπτώματα και ασθένειες. Σχετικές ασθένειες περιλαμβάνουν ήπιες έως μέτριες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, σοβαρή λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, λαρυγγίτιδα και βρογχιολίτιδα.
Ο ιός εντοπίστηκε αρχικα σε μικρά παιδιά, ηλικιωμένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς με οξεία αναπνευστική ασθένεια. Έχει, επίσης, εποχική σύνδεση σε εύκρατα κλίματα. Μια μελέτη που διεξήχθη στο Άμστερνταμ εκτίμησε την παρουσία του HCoV-NL63 σε περίπου 4,7% κοινές ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος.[4] Περαιτέρω μελέτες επιβεβαίωσαν ότι ο ιός δεν είναι αναδυόμενος, αλλά ότι πιθανόν κυκλοφορεί συνεχώς στον ανθρώπινο πληθυσμό. Ο ιός προήλθε από μολυσμένες νυχτερίδες και αλλα θηλαστικα (palm civets) .[5] Η απόκλισή του από τον ιό HCoV-229E εκτιμάται περίπου στα 1000 χρόνια πριν: είναι πιθανόν να έχει κυκλοφορήσει στους ανθρώπους για αιώνες.[6]
Τα πρώτα κρούσματα της μόλυνσης με HCoV-NL63, βρέθηκαν σε μικρά παιδιά με σοβαρές λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού που εισάχθηκαν σε νοσοκομεία. Ενώ η κλινική παρουσία του ιού μπορεί να είναι σοβαρή, έχει, επίσης, βρεθεί σε ήπιες περιπτώσεις μόλυνσης του αναπνευστικού. Η συννοσηρότητα της HCoV-NL63 με άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού, έχει κάνει τα συγκεκριμένα συμπτώματα του ιού δύσκολα να εντοπισθούν. Μελέτη των κλινικών συμπτωμάτων σε HCoV-NL63 ασθενείς χωρίς δευτερογενή λοίμωξη, ανέφερε ότι τα πιο κοινά συμπτώματα είναι πυρετός, βήχας, ρινίτιδα, πονόλαιμος, βραχνάδα, βρογχίτιδα, βρογχιολίτιδα, πνευμονία, και λαρυγγίτιδα. Μια πρώιμη μελέτη που διερεύνησε τα παιδιά με ασθένεια του κατώτερου αναπνευστικού διαπίστωσε ότι HCoV-NL63 εντοπιζόταν πιο συχνά σε εξωτερικούς ασθενείς από ότι σε νοσηλευόμενους ασθενείς, γεγονός που υποδηλώνει ότι είναι ένα κοινό κρυολόγημα παρόμοιο με HCoV-229E και HCoV-OC43, τα οποία προκαλούν γενικά λιγότερο σοβαρά συμπτώματα.[7] Ωστόσο, η υψηλή συχνότητα της λαρυγγίτιδας είναι συγκεκριμένη στη μόλυνση με τον HCoV-NL63.
Πιστεύεται ότι η διαδοση του HCoV-NL63 γίνεται μέσω της άμεσης πρόσωπο-με-πρόσωπο μετάδοσης σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Ο ιός μπορεί να επιβιώσει για πάνω από μια βδομάδα έξω από το σώμα σε υδατικά διαλύματα σε θερμοκρασία δωματίου, και τρεις ώρες σε στεγνές επιφάνειες.[8] Οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν μολυνθεί με έναν κορονοϊό στην διάρκεια της ζωής τους, αλλά κάποιοι πληθυσμοί είναι πιο επιρρεπείς στον HCoV-NL63. Αυτοί οι πληθυσμοί περιλαμβάνουν παιδιά κάτω από την ηλικία των 5 ετών, ηλικιωμένους και ανοσοκατεσταλμένα άτομα. Ο ιός φαίνεται να έχει εποχική συχνότητα, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες σε εύκρατα κλίματα. Σε πιο ακραία και τροπικά κλίματα, ο ιός δεν έχει προτίμηση σε μια συγκεκριμένη εποχή. Πολλές μελέτες έχουν αναφέρει την συν-εμφάνιση HCoV-NL63 με άλλους ανθρώπινους κορονοϊούς, τον ιό της Γρίπης Α, τον ανθρώπινο ορθοπνευμονοϊό (RSV), τον ιό της παραγρίπης, και τον ανθρώπινο μεταπνευμονοϊό (hMPV).[1]
Η μετάδοση του HCoV-NL63 είναι πιθανή μέσω σταγονιδίων από το αναπνευστικό σύστημα, η οποία μπορεί να μεταδίδεται με τον αέρα ή να εξαπλωθεί μέσα από τη στενή προσωπική επαφή. Ο ιός μπορεί να επιβιώσει έως και επτά μέρες σε αναπνευστικές εκκρίσεις και παραμένει μολυσματικός σε θερμοκρασία δωματίου [9] Μόλις ο ιός εισέλθει στον υποδοχέα συνδέεται με κυτταρικούς υποδοχείς χρησιμοποιώντας πρωτεΐνες αιχμής, όπως σε ασθενείς με HIV-1. Ο ιός είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το ένζυμο ACE2 ως υποδοχέα εισόδου του ώστε να δεσμευτεί και να εισέλθει στα στοχευμένα κύτταρα. Η είσοδος στο κύτταρο γίνεται είτε μέσω της άμεσης σύντηξης κυττάρων με τη μεμβράνη του πλάσματος ή με ενδοκυττάρωση, ακολουθούμενη από τη σύντηξη με τη μεμβράνη. Λόγω της έλλειψης ενός cDNA κλώνου του HCoV-NL63, η έρευνα σχετικά με τον κύκλο αναπαραγωγής είναι περιορισμένη. Επειδή είναι ένας ιός με θετικής(+) πολικότητας μονόκλωνο RNA για γονιδίωμα, οι διαδικασίες της αναπαραγωγής μέσω μεταγραφής και η μετάφρασης μπορεί να πραγματοποιηθούν στο κυτταρόπλασμα του μολυσμένου κυττάρου.
Είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των συμπτωμάτων που προκαλούνται από λοίμωξη του HCoV-NL63 ιό και εκείνων που προκαλούνται από άλλους κοινούς ανθρώπινους ιούς, καθιστώντας τη διάγνωση και την ανίχνευση περίπλοκες. Η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδος για την ανίχνευση του ιού γίνεται με την τεχνική RT-PCR δειγμάτων ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος.[1] Ιογενής καλλιέργεια ή ορός αίματος για εξέταση αντισωμάτων μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την επιβεβαίωση της μόλυνσης.
Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) συνιστούν διάφορα μέτρα για την πρόληψη της μόλυνσης με HCoV-NL63, συμπεριλαμβανομένων: πλύνετε τα χέρια σας συχνά με σαπούνι και νερό, αποφεύγετε την στενή επαφή με άρρωστα άτομα, και μην αγγίζετε τα μάτια, το στόμα ή τη μύτη σας.[10]
Η θεραπεία για τον ιό HCoV-NL63 εξαρτάται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Οι περισσότερες ήπιες έως μέτριες λοιμώξεις εξαφανίζονται από μόνες τους. Τα συμπτώματα μπορεί να μετριαστούν με ένα παυσίπονο ή αντιπυρετικό φάρμακο, με ένα ζεστό μπάνιο, ή τη χρήση ενός υγραντήρα. Αντι-ιική θεραπεία μπορεί να είναι απαραίτητη για μολυσμένους ασθενείς που καταλήγουν στην μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), λόγω οξείας αναπνευστικής λοίμωξης. Η ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη είναι ένας εγκεκριμένος ανασταλτικός παράγοντας του HCoV-NL63, που χρησιμοποιείται επίσης για τη θεραπεία της πρωτογενούς ανοσολογικής ανεπάρκειας, του ιού RSV, και της νόσου Kawasaki.[4]
Πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν μια συσχέτιση του HCoV-NL63 με τη νόσο Kawasaki, μια συστηματική αγγειίτιδα στην παιδική ηλικία που μπορεί να οδηγήσει σε ανευρύσματα των στεφανιαίων αρτηριών. Στον ανεπτυγμένο κόσμο, η νόσος Kawasaki είναι η πιο συχνή αιτία επίκτητης καρδιοπάθειας στα παιδιά.[11] Περαιτέρω ανάλυση της παθογένειας του HCoV-NL63 είναι απαραίτητη, ιδίως λόγω πρόσφατων στοιχείων ότι αυτός ο ιός χρησιμοποιεί τον ίδιο κυτταρικό υποδοχέα όπως και ο SARS-CoV (ACE2).[9] Ο HCoV-NL63 έχει βρεθεί επίσης στο έντερο μολυσμένων ατόμων και συνδέεται με γαστρεντερίτιδα.[12] Αυτό το είδος της λοίμωξης είναι το άμεσο αποτέλεσμα της ιογενής εισβολής της βλεννογόνου επένδυσης των εντέρων. Ο ρόλος της HCoV-NL63 στη γαστρεντερίτιδα είναι ασαφής λόγω χαρακτηριστικής συν-λοίμωξης με άλλους ιούς σε αυτή την κατάσταση. Ο HCoV-NL63 είναι πιθανό υπο-ανιχνευμένος λόγω του ρόλο του σε πολλές ήπιες έως μέτριες λοιμώξεις του αναπνευστικού και συννοσηρότητα με άλλες παθήσεις. Ερευνητές έχουν προτείνει ότι πιο ολοκληρωμένη, με βάση τον πληθυσμό μελέτες είναι αναγκαίες για να διαπιστωθεί η επίδραση αυτού του ιού σε συστήματα εκτός του αναπνευστικού.
The protein encoded by this gene belongs to the angiotensin-converting enzyme family of dipeptidyl carboxydipeptidases and has considerable homology to human angiotensin 1 converting enzyme. This secreted protein catalyzes the cleavage of angiotensin I into angiotensin 1-9, and angiotensin II into the vasodilator angiotensin 1-7. The organ- and cell-specific expression of this gene suggests that it may play a role in the regulation of cardiovascular and renal function, as well as fertility. In addition, the encoded protein is a functional receptor for the spike glycoprotein of the human coronavirus HCoV-NL63 and the human severe acute respiratory syndrome coronaviruses, SARS-CoV and SARS-CoV-2 (COVID-19 virus).