Η ανοσοκαταστολή ορίζεται ως η καταστολή ενός ή περισσότερων συστατικών του έμφυτου ή επίκτητου ανοσοποιητικού συστήματος,[1] με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καταπολεμά λοιμώξεις και άλλες ασθένειες.[2] Η ανοσοκαταστολή μπορεί να προκληθεί από ορισμένες ασθένειες, όπως το AIDS ή το λέμφωμα, αλλά μπορεί επίσης να προκληθεί από φάρμακα που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα, όπως τα αντικαρκινικά φάρμακα ή τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Ορισμένες ιατρικές διαδικασίες μπορεί επίσης να προκαλέσουν ανοσοκαταστολή, όπως στην προετοιμασία για μεταμόσχευση μυελού των οστών ή άλλων οργάνων, για να αποτραπεί η απόρριψη του ιστού του δότη.[3][2][4]
Η προσωρινή ανοσοκαταστολή μπορεί να προκληθεί από μια ποικιλία κοινών λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένης της γρίπης και της μονοπυρήνωσης, που αποδυναμώνουν την ανοσολογική απόκριση. Ωστόσο, όταν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος ή άλλες πτυχές του ανοσοποιητικού συστήματος είναι στόχος μόλυνσης, μπορεί να συμβεί πιο σοβαρή ανοσοκαταστολή.[3] Για παράδειγμα, η μόλυνση με ιό HIV, αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και αυξάνει τον κίνδυνο ορισμένων μορφών καρκίνου.[5] Άλλες ασθένειες που προκαλούν ανοσοκαταστολή είναι η πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια (κληρονομική πάθηση),[3] το λέμφωμα,[2] η λευχαιμία, και η ασπληνία (απουσία φυσιολογικής λειτουργίας του σπλήνα).[3]
Υπάρχει μια σειρά από φάρμακα που λαμβάνονται για τη μείωση της φλεγμονής. Ορισμένοι φάρμακα, που ταξινομούνται ως ανοσοκατασταλτικά, καταστέλλουν συγκεκριμένα μέρη ή το σύνολο του ανοσοποιητικού συστήματος.[6] Τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ανοσοανεπάρκεια, η οποία μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία σε ευκαιριακές λοιμώξεις και να μειώσει την ανοσοεπιτήρηση του καρκίνου.[7]
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος είναι τα κορτικοστεροειδή (ανοσοκατασταλτικά) για την αντιμετώπιση αλλεργιών, αυτοάνοσων ασθενειών, αιματολογικών διαταραχών κ.α., τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα, τα μονοκλωνικά αντισώματα (ανοσοκατασταλτικά) για την αντιμετώπιση καρκίνου, αυτοάνοσων ασθενειών και ιογενών λοιμώξεων, και οι αναστολείς TNF για την αντιμετώπιση αυτοάνοσων ασθενειών (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα).[3]
Υπάρχουν αρκετές διαδικασίες που μπορούν να προκαλέσουν ανοσοκαταστολή, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν ένα βασικό συστατικό του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως ο σπλήνας ή ο μυελός των οστών, έχει καταστραφεί ή αφαιρεθεί.[3] Επίσης, πολλοί άνθρωποι που προχωρούν στη μεταμόσχευση οργάνων λαμβάνουν φάρμακα για την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε το σώμα να μην απορρίψει το όργανο.[7][4]