Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ανρί Βαν Ντε Βέλντε | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Henry Clemens Van de Velde (Ολλανδικά) |
Γέννηση | 3 Απριλίου 1863[1][2][3] Αμβέρσα[4][3] Antwerp[5] |
Θάνατος | 15 Οκτωβρίου 1957[6][3][7] Ζυρίχη[8][3] και Oberägeri[5] |
Τόπος ταφής | Tervuren Communal Cemetery |
Κατοικία | Villa Bloemenwerf (1896–1900) |
Χώρα πολιτογράφησης | Βέλγιο[9][3][10] Γερμανία |
Σπουδές | Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και Πανεπιστήμιο της Γάνδης |
Ιδιότητα | αρχιτέκτονας[3][11], σχεδιαστής[12][11][5], ζωγράφος[11][13][14], διδάσκων πανεπιστημίου[15], μηχανικός, διακοσμητής εσωτερικών χώρων, σχεδιαστής κοσμημάτων και σχεδιαστής επίπλων[5] |
Σύζυγος | Maria Van de Velde |
Κίνημα | Αρ Νουβό και μοντερνισμός |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Αρ Νουβό και μοντερνισμός |
Σημαντικά έργα | Boekentoren, Μουσείο Κρύλερ-Μύλερ, Villa Bloemenwerf και National Institute for Technical Education Leuven |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κλέμενς Χένρυ Βαν Ντε Βέλντε (Clemens Henry Van de Velde, ορθή προφορά Κλέμενς Χένρυ φαν ντε Φέλντε, 3 Απριλίου 1863 - 15 Οκτωβρίου 1957) ήταν Βέλγος, Φλαμανδός ζωγράφος, αρχιτέκτονας και σχεδιαστής εσωτερικών χώρων.
Μαζί με τους Βικτόρ Ορτά (Victor Horta) και Πωλ Ανκάρ (Paul Hankar) θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας από τους κύριους ιδρυτές και τους εκπροσώπους της Art Nouveau στο Βέλγιο. Ο Χένρυ Βαν Ντε Βέλντε, πέρασε το πιο σημαντικό μέρος της καριέρας του στη Γερμανία και είχε αποφασιστική επιρροή στη γερμανική αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό, στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Χένρυ Βαν Ντε Βέλντε γεννήθηκε στην Αμβέρσα, όπου σπούδασε ζωγραφική με καθηγητή τον Charles Verlat. Το 1889 έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας των Βρυξελλών των 20. Αφού ο Βίνσεντ βαν Γκογκ εκθέτει ορισμένες εργασίες για την ετήσια έκθεση των 20, ο Βαν Ντε Βέλντε έγινε ένας από τους πρώτους που θα επηρεαστεί από την Ολλανδική ζωγραφική. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα αναπτύξει μια μόνιμη φιλία με τον ζωγράφο Τέο φαν Ρίσελμπέργκε (Theo van Rysselberghe) και τον γλύπτη Κονσταντέν Μενιέ (Constantin Meunier).
Το 1892 εγκατέλειψε τη ζωγραφική και αφιερώνει το χρόνο του στην τέχνη της διακόσμησης και τον εσωτερικό σχεδιασμό. Το προσωπικό του σπίτι, "Μπλούμενβερφ" (Bloemenwerf) στο Ούκκελ (Ukkel) του Βελγίου, ήταν η πρώτη του προσπάθεια στο αρχιτεκτονική, και εμπνεύστηκε από τις βρετανικές και αμερικανικές πλευρές του κινήματος Arts and Crafts. Σχεδίασε επίσης εσωτερικούς χώρους και έπιπλα για την γκαλερί "L'Art Nouveau" του Samuel Bing στο Παρίσι, το 1895. Αυτή η κίνηση έδωσε και το πρώτο χαρακτηρισμό της τέχνης του ως Art Nouveau.
Το έργο του Βαν Ντε Βέλντε, λάμβανε καλές κριτικές στη Γερμανία, μέσω περιοδικών, όπως το Innen-Dekoration, στη συνέχεια έλαβε παραγγελίες για σχέδια εσωτερικής διακόσμησης στο Βερολίνο. Στην αλλαγή του αιώνα, σχεδίασε επίσης τη Villa Leuring στην Ολλανδία, και τη Villa Esche στο Κέμνιτς (Chemnitz), δύο έργα που δείχνουν το Αρ Νουβό στυλ του στην αρχιτεκτονική.
Το 1905 κλήθηκε από το Μεγάλο Δούκα της Βαϊμάρης για τη δημιουργία του School of Arts and Crafts του Μεγάλου Δουκάτου της Βαϊμάρης, σχολή η οποία ήταν ο προκάτοχος του Μπαουχάους, η οποία, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αντικαταστάθηκε τελικά από τη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων. Διευθύνων της καινούργιας σχολής ήταν ο Βάλτερ Γκρόπιους (Walter Gropius), ο οποίος προτάθηκε για τη θέση από τον Βαν Ντε Βέλντε.
Παρά το γεγονός ότι ήταν Βέλγος, ο Βαν Ντε Βέλντε, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Γερμανική Werkbund (σωματείο που ιδρύθηκε για να συμβάλει στη βελτίωση και την προώθηση του γερμανικού σχεδιασμού με τη δημιουργία στενών σχέσεων μεταξύ της βιομηχανίας και των σχεδιαστών. Θα αντιταχθεί στον Hermann Muthesius στη συνάντηση της Werkbund του 1914 και η συζήτηση τους θα στιγματίσει την ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Ο Βαν Ντε Βέλντε θα κάνει έκκληση για τη διατήρηση της ατομικότητας των καλλιτεχνών, ενώ ο Hermann Muthesius θα υποστηρίξει ότι η τυποποίηση είναι το κλειδί για την ανάπτυξη. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βαν Ντε Βέλντε, ως αλλοδαπός, ήταν υποχρεωμένος να αφήσει τη Βαϊμάρη, και να επιστρέψει στη γενέτειρά του, το Βέλγιο. Αργότερα συμμετείχε στην ίδρυση στις Βρυξέλλες, το 1926, του τμήματος των εικαστικών τεχνών της σχολής La Cambre, κάτω από το όνομα "Arts Institut des supérieur Décoratifs".
Συνέχισε την πρακτική του στην αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό, η οποία έχει επηρεαστεί σημαντικά από την Αρ Νουβό φάση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν ο μέντορας του μεγάλου Βέλγου αρχιτέκτονα Βικτόρ Μπουρζουά (Victor Bourgeois).
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στην Ελβετία και στις Κάτω Χώρες, όπου και σχεδίασε το Kröller-Müller Museum στο Όττερλο.
Από το 1926 - 1936, ο Βαν Ντε Βέλντε ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης. Πέθανε σε ηλικία 94 ετών στη Ζυρίχη.