Ο ανταρόλυκος (Canis dirus) είναι ένα εξαφανισμένο είδος του γένους Κύων. Είναι ένα από τα διασημότερα προϊστορικά σαρκοφάγα στη Βόρεια Αμερική, μαζί με τον εξαφανισμένο ανταγωνιστή του, τον σμιλόδοντα τίγρη. Ο ανταρόλυκος έζησε στην Αμερική κατά τη διάρκεια των εποχών του Ύστερου Πλειστόκαινου και του Πρώιμου Ολόκαινου (125.000- 9.440 χρόνια πριν). Το είδος ονομάστηκε το 1858, τέσσερα χρόνια μετά την εύρεση του πρώτου δείγματος. Δύο υποείδη αναγνωρίζονται: Canis dirus guildayi και Canis dirus dirus. Ο ανταρόλυκος πιθανώς εξελίχθηκε από τον λύκο του Αρμπρούστερ (Canis armbrusteri) στη Βόρεια Αμερική. Η μεγαλύτερη συλλογή των απολιθωμάτων του έχει ληφθεί από το Ράντσο Λάκκων Πίσσας Λα Μπρέα στο Λος Άντζελες.
Απομεινάρια ανταρόλυκου έχουν βρεθεί διά μέσου μιας ευρείας ακτίνας οικοτόπων, συμπεριλαμβανομένων των πεδιάδων, των βοσκοτόπων και ορισμένων δασωμένων ορεινών περιοχών της Βόρειας Αμερικής και της ξηρής σαβάνας της Νότιας Αμερικής. Οι τοποθεσίες κυμαίνονται σε υψόμετρο από τη στάθμη της θάλασσας στα 2.255 μέτρα. Σπάνια μπορούν να βρεθούν απολιθώματα ανταρόλυκου βορείως του γεωγραφικού πλάτους 42°Β· υπήρξαν μόνο πέντε ανεπιβεβαίωτες αναφορές πάνω από αυτό το γεωγραφικό πλάτος. Αυτός ο περιορισμός εύρους θεωρείται ότι οφείλεται σε περιορισμούς οικοτόπων, θηραμάτων ή θερμοκρασιών επιβεβλημένους από την εγγύτητα με τα φύλλα πάγου Λαυρέντιος και Κορδιλιέρα που υπήρχαν εκείνη την εποχή.
Ο ανταρόλυκος ήταν περίπου το ίδιο μέγεθος με τους μεγαλύτερους σύγχρονους γκρίζους λύκους (Canis lupus): τον λύκο του Γιούκον και τον βορειοδυτικό λύκο. Ο C. d. guildayi ζύγιζε κατά μέσο όρο 60 κιλά και ο C. d. dirus ήταν κατά μέσο όρο 68 κιλά. Το κρανίο και η οδοντοστοιχία του ταίριαξαν με του C. lupus, αλλά τα δόντια του ήταν μεγαλύτερα με μεγαλύτερη κοπτική ικανότητα και η δύναμη δαγκώματός του στον κυνόδοντα ήταν η ισχυρότερη από οποιοδήποτε γνωστό είδος Κυνός. Αυτά τα χαρακτηριστικά θεωρήθηκαν προσαρμογές για τη θήρευση σε μεγαφυτοφάγα του Πλειστόκενου, και στη Βόρεια Αμερική είναι γνωστό ότι η λεία του περιλάμβανε ίππους, βραδύποδες του εδάφους, μαστόδοντες, βίσονες και καμήλωπες. Όπως και σήμερα με άλλους μεγάλους υπερσαρκοφάγους Κύνες, ο ανταρόλυκος θεωρείται ότι ήταν αγελαίος κυνηγός. Η εξαφάνισή του έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του γεγονότος μαζικού αφανισμού της τεταρτογενούς περιόδου μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής μεγαπανίδας της εποχής, συμπεριλαμβανομένων και πολλών άλλων σαρκοφάγων,[note 1] που σημειώθηκε λίγο μετά την εμφάνιση των ανθρώπων στον Νέο Κόσμο. Η εξάρτησή του από τα μεγαφυτοφάγα έχει προταθεί ως η αιτία της εξαφάνισής του, μαζί με την αλλαγή κλίματος και τον ανταγωνισμό με άλλα είδη, αλλά η αιτία παραμένει αμφιλεγόμενη. Οι ανταρόλυκοι έζησαν μόλις 9.440 χρόνια πριν, σύμφωνα με τα χρονολογημένα απομεινάρια.
Κατά τη διάρκεια του αμερικανικού γεγονότος μαζικού αφανισμού της μεγαπανίδας περίπου 12.700 χρόνια πριν, 90 γένη θηλαστικών που ζύγιζαν πάνω από 44 κιλά εξαφανίστηκαν.[1][2] Η εξαφάνιση των μεγάλων σαρκοφάγων και πτωματοφάγων θεωρείται ότι προκλήθηκε από την εξαφάνιση των μεγαφυτοφάγων θηραμάτων στα οποία βασίζονταν.[3][4][5][6] Η αιτία της εξαφάνισης των μεγαφυτοφάγων είναι συζητηθείσα[7] αλλά έχει αποδοθεί στον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής, στον ανταγωνισμό με άλλα είδη συμπεριλαμβανομένου της υπερεκμετάλλευσης από τους νεοεισερχόμενους ανθρώπους κυνηγούς, ή συνδυασμός και των δύο.[7][8] Μία μελέτη προτείνει να διερευνηθούν αρκετά υποδείγματα εξαφάνισης, επειδή ελάχιστα είναι γνωστά για τη βιογεωγραφία του ανταρόλυκου και των δυνητικών ανταγωνιστών του και της λείας του, και για το πώς όλα αυτά τα είδη αλληλεπιδρούσαν και ανταποκρίνονταν στις περιβαλλοντικές αλλαγές που συνέβησαν τη στιγμή της εξαφάνισης.[5]
Δεδομένα ραδιοάνθρακα και αρχαίου DNA δείχνουν ότι οι τοπικοί γενετικοί πληθυσμοί αντικαταστάθηκαν από άλλους του ίδιου είδους ή από άλλους του ίδιου γένους.[9] Τόσο ο ανταρόλυκος όσο και ο βερίγγειος λύκος εξαφανίστηκαν στη Βόρεια Αμερική, αφήνοντας μόνο τη λιγότερο σαρκοβόρα και λεπτότερη μορφή του λύκου να ακμάσει,[10] που μπορεί να εξουδετέρωσε τον ανταρόλυκο.[11] Απομεινάρια ανταρόλυκων που έχουν τις νεότερες γεωλογικές ηλικίες χρονολογούνται στα 9.440 χρόνια στο Σπήλαιο Μπρύνιουλφσον στην Κομητεία Μπουν του Μιζούρι,[12][11] στα 9.860 χρόνια στο Ράντσο Λα Μπρέα της Καλιφόρνιας και στα 10.690 χρόνια στη Λα Μιράντα της Καλιφόρνιας.[11] Απομεινάρια ανταρόλυκων που έχουν χρονολογηθεί με ραδιοάνθρακα χρονολογούνται στα 8.200 χρόνια από το Γουάιτγουοτερ Ντρο στην Αριζόνα.[8][13] Ωστόσο, ένας συντάκτης έχει δηλώσει ότι η ραδιοχρονολόγηση του άνθρακα των οστών είναι γνωστή πως είναι αναξιόπιστη, και ότι ενώ πολλά απομεινάρια ανταρόλυκων βρίσκονται σε συσσωρευμένα απολιθώματα που χρονολογούνται στο έσχατο Πλειστόκενο, δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα ευρήματα του Ολόκαινου.[5]