Η Αντιγόνεια ήταν ελληνιστική πόλη στη βόρεια Συρία.
Ιδρύθηκε από τον Αντίγονο Α΄ Μονόφθαλμο το 307 π.Χ. και διετέλεσε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Σκοπός του ήταν να εποπτεύει τις κινήσεις τόσο του Σελεύκου Α΄, αλλά και του Πτολεμαίου Α΄. Για την τοποθεσία της πόλεως έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις[1]. Το πιο πιθανόν ήταν να βρισκόταν σε απόσταση 7 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της μεταγενέστερης Αντιόχειας.
Η νέα πόλη δεν έμεινε για πολύ καιρό πρωτεύουσα του Αντιγόνου. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν περίπου 5.300 πολίτες, Αθηναίοι και Μακεδόνες. Πάντως σε αυτό το λίγο χρονικό διάστημα, μαθαίνουμε από τον Διόδωρο, ο Δημήτριος συνέτριψε στα ανοικτά της Σαλαμίνας τον πτολεμαϊκό στόλο (306 π.Χ.) και έστειλε τον έμπιστό του Αριστόδημο από τη Μίλητο να αναγγείλει το χαρμόσυνο γεγονός στον Αντίγονο που βρισκόταν στην Αντιγόνεια. Ήδη –σύμφωνα με μαρτυρία του Διοδώρου- αν και η πόλη κτιζόταν ακόμη, ωστόσο το ανάκτορο του βασιλιά είχε ολοκληρωθεί. Στην ίδια χρονιά βρίσκουμε τον Αντίγονο να προετοιμάζει, στη νέα του πρωτεύουσα, τον στρατό του για εισβολή στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Το 302 π.Χ., ενώ ετοίμαζε δραματικούς και μουσικούς αγώνες στην Αντιγόνεια, μόλις έμαθε τις κινήσεις των αντιπάλων του (Λυσίμαχος, Πτολεμαίος, Κάσσανδρος και Σέλευκος) στη Μικρά Ασία, ετοίμασε τον στρατό του. Ηττήθηκε στην Ιψό, ένα χρόνο αργότερα.
Μετά τον ηρωικό θάνατο του Αντιγόνου, ο Σέλευκος έκτισε λίγο πιο νότια τη νέα του πρωτεύουσα (Αντιόχεια), στην οποία μετοίκησε τους Αντιγονείς. Για τη σελευκιδική πρωτεύουσα χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από την Αντιγόνεια. Μέχρι και η Τύχη της Αντιγόνειας έγινε σύμφωνα με τον Ιωάννη Μαλάλα Τύχη της Αντιόχειας. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν και στη Σελεύκεια Πιερίας (ίσως λανθασμένα). Η πόλη συνέχιζε να υπάρχει σαν σκιά του παλαιού της εαυτού ως τον 1ο αιώνα π.Χ., οπότε την αναφέρει ο Δίων Κάσσιος, στην εξιστόρηση των πολέμων του Κράσσου κατά των Πάρθων.
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Ιστορική Γεωγραφία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |