Ο αντινομισμός γενικώς είναι η απόρριψη νόμων ή του νομικισμού. Ακόμα, η αντίθεση κατά ηθικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών κανόνων. Ο όρος έχει ξεχωριστά κοσμική και θρησκευτική σημασία. Ειδικότερα ωστόσο στη θεολογία αντινομισμός ονομάζεται η τάση, σημειωθείσα σε διάφορες περιόδους στην ιστορία του Χριστιανισμού εναντίον του κύρους του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και του ηθικού νόμου της Αγίας Γραφής γενικότερα.
Το θέμα προέκυψε ήδη κατά τα πρώτα χρόνια της διαδόσεως του Χριστιανισμού και συζητήθηκε μεταξύ των «εξ Ιουδαίων» και «εξ Εθνών» Χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος αγωνίσθηκε για να πείσει τους πιστούς της νέας θρησκείας ότι ο Μωσαϊκός νόμος (ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης) είχε μόνο προπαρασκευαστικό χαρακτήρα. Οι Απόστολοι απεφάσισαν για τους νέους Χριστιανούς που δεν ήταν προηγουμένως Ιουδαίοι[1] να τους συστήσουν να τηρούν λίγες μόνο διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Από το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. και κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα ο αγώνας κατά του Νόμου έγινε οξύτερος, με αποτέλεσμα μερικοί γνωστικίζοντες αιρετικοί με επικεφαλής τον Μαρκίωνα να φθάσουν να αποκηρύξουν και την ίδια την Παλαιά Διαθήκη.
Στη νεότερη εποχή, κατά τον 16ο αιώνα έγιναν σφοδρές συζητήσεις μεταξύ του θεολόγου Ιωάννη Αγρικόλα από τη μία πλευρά και των Μελάγχθονα και Λούθηρου από την άλλη για τη σημασία του Νόμου στον Χριστιανισμό. Ο πρώτος δίδασκε ότι η πίστη στο Ευαγγέλιο είναι αρκετή για τη σωτηρία των ανθρώπων, ενώ οι Μελάγχθων και Λούθηρος αποφάνθηκαν ότι ο φόβος μπροστά στην αμαρτία και η μετάνοια είναι καρποί του Νόμου. Τελικώς οι αντινομιστές αρνήθηκαν κάθε αξία στην ηθική τελείωση του ανθρώπου και κατέληξαν στη θεωρία του απόλυτου προορισμού, γνωστή από τον Καλβινισμό, ενώ αντινομισμός υιοθετήθηκε στους μετέπειτα αιώνες και από κοινότητες των Βαπτιστών.