Αντιπάθεια

Η αντιπάθεια είναι η αρνητική στάση μέχρι την απέχθεια και την αποστροφή για κάτι ή κάποιον, το αντίθετο της συμπάθειας. Αν και η αντιπάθεια μπορεί να προκληθεί από την εμπειρία, μερικές φορές υπάρχει χωρίς να υπάρχει μια λογική εξήγηση αιτίου-αποτελέσματος στα εμπλεκόμενα άτομα.[1]

Η προέλευση της αντιπάθειας έχει υποβληθεί σε διάφορες φιλοσοφικές και ψυχολογικές εξηγήσεις, τις οποίες κάποιοι βρίσκουν πειστικές και άλλοι θεωρούν άκρως εικασιακές. Η εξερεύνηση μιας φιλοσοφικής πτυχής για την αντιπάθεια έχει βρεθεί σε ένα δοκίμιο του Τζων Λοκ, ενός πρώιμου σύγχρονου φιλόσοφου του 17ου αιώνα.[1]

Διαπροσωπική αντιπάθεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαπροσωπική αντιπάθεια συχνά αποδίδεται παράλογα σε τρόπους ή σε ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά, τα οποία γίνονται αντιληπτά ως σημάδια για χαρακτηριστικά χαρακτήρα (π.χ., κλειστά, βαθιά στραβά μάτια ως σημάδι βαρύτητας ή σκληρότητας[2]). Επιπλέον, το αρνητικό συναίσθημα μερικές φορές λαμβάνει χώρα γρήγορα και χωρίς αιτιολογία, λειτουργώντας κάτω από το επίπεδο της προσοχής, θυμίζοντας έτσι μια αυτόματη διαδικασία.[3]

Τα εμπειρικά ευρήματα του Τσέστερ Αλεξάντερ (Chester Alexander) υποδηλώνουν ότι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των αντιπαθειών είναι ότι είναι «περιθωριακές ως προς την αντανακλαστική συνείδηση». Ο Αλεξάντερ στήριξε αυτό το συμπέρασμα στο γεγονός ότι πολλά από τα υποκείμενα της μελέτης ανέφεραν ότι δεν σκέφτηκαν ποτέ πολύ τις αντιπάθειές τους, δεν προσπάθησαν να τις αναλύσουν ή να τις συζητήσουν με άλλους.[3]

Η συμπάθεια και η αντιπάθεια τροποποιούν την κοινωνική συμπεριφορά. Αν και γενικά θεωρείται ότι η αντιπάθεια προκαλεί αποφυγή, ορισμένες εμπειρικές μελέτες συγκέντρωσαν στοιχεία ότι μια αντιπαθητική αντίδραση σε αντικείμενα δεν ακολουθήθηκε από καμία προσπάθεια αποφυγής μελλοντικών συναντήσεων.[2]

Ψυχολογία προσωπικότητας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ψυχολογία προσωπικότητας, η αντιπάθεια μπορεί να σχετίζεται με χαμηλή τερπνότητα.

Η Σόφι Μπράιαντ παρατήρησε την εμφάνιση ψευδοαντιπάθειας, η οποία συνίσταται στην «απρόσεχτη και αυθαίρετη ερμηνεία των πράξεων και των εκφράσεων ενός άλλου ατόμου σύμφωνα με τη χειρότερη πλευρά του εαυτού του».[4] Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι τείνουν να προβάλλουν τα δικά τους ελαττώματα στους άλλους και να τα αντιπαθούν ή να τα μισούν. Η ψευδοαντιπάθεια βασίζεται στην (σιωπηρή) γνώση για τις αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα ενός ατόμου. Η Μπράιαντ συγκρίνει το συναίσθημα που προκύπτει με «μια ορισμένη λανθασμένη αίσθηση κάθαρσης».[4]

  1. 1,0 1,1 William Fleming (1890). «Vocabulary of Philosophy: Moral, Ethical, Metaphysical». TORRE DE BABEL EDICIONES Philosophy, Psychology and Humanities Web Site. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2015. 
  2. 2,0 2,1 Alexander, Chester. (1946a). Antipathy and Phobia. Sociometry, 9 (2/3), 226-232.
  3. 3,0 3,1 Alexander, Chester. (1946b). Antipathy and Social Behavior. The American Journal of Sociology, 51 (4), 288-292.
  4. 4,0 4,1 Bryant, Sophie. (1895). Antipathy and Sympathy. Mind, 4 (15), pp. 365-370.