Το αντιπηκτικό φάρμακο, λέγεται και αραιωτικό αίματος, είναι μια χημική ουσία που αποτρέπει ή επιβραδύνει το σχηματισμό θρόμβων αίματος, παρατείνοντας τον χρόνο πήξης.[1] Οι θρόμβοι στις αρτηρίες, στις φλέβες και στην καρδιά μπορεί να προκαλέσουν καρδιακές προσβολές, εγκεφαλικά επεισόδια και θρομβώσεις. Τα αντιπηκτικά λαμβάνονται για να αποφευχθούν ορισμένες παθήσεις της καρδιάς ή των αιμοφόρων αγγείων, όταν υπάρχει κολπική μαρμαρυγή, μετά την αντικατάσταση της καρδιακής βαλβίδας, σε όσους έχουν αυξημένο κίνδυνο θρόμβων αίματος μετά από επέμβαση, και σε συγγενείς καρδιοπάθειες.[2][3][4]
Τα αντιπηκτικά σχετίζονται στενά με τα αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα και τα θρομβολυτικά φάρμακα χειραγωγώντας τις διάφορες οδούς πήξης του αίματος.[5][2] Συγκεκριμένα, τα αντιαιμοπεταλιακά, όπως η ασπιρίνη, εμποδίζουν τα αιμοπετάλια να συσσωρευτούν μεταξύ τους (συσσωμάτωση) για να σχηματίσουν θρόμβους.[2] Τα αντιπηκτικά, όπως η ηπαρίνη ή η βαρφαρίνη, επιβραδύνουν τη διαδικασία της δημιουργίας των θρόμβων μετά τη συσσωμάτωση, αλλά πριν από το σχηματισμό ινώδους και σταθερών συσσωματωμένων προϊόντων των αιμοπεταλίων.[6][7] Τέλος, τα θρομβολυτικά φάρμακα, όπως η στρεπτοκινάση, χρησιμοποιούνται για τη διάλυση των θρόμβων με την ενεργοποίηση της ινωδόλυσης και τη μετατροπή του πλασμινογόνου σε πλασμίνη που λύει τον θρόμβο. Χρησιμοποιούνται αμέσως μετά το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή προσβολή, και πνευμονική εμβολή.[8]
Τα από του στόματος αντιπηκτικά λαμβάνονται σε μορφή χαπιού ή δισκίου, ενώ τα διάφορα ενδοφλέβια αντιπηκτικά παρέχονται στο νοσοκομείο.[4][9]