Αντιτοξίνη στη βιοχημεία ονομάζεται κάθε αντίσωμα που έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει τη δράση μιας συγκεκριμένης τοξίνης. Συνεπώς οι αντιτοξίνες είναι όλες πρωτεΐνες μεγάλου μοριακού βάρους και παράγονται από ορισμένα ζώα, φυτά και βακτήρια ως απόκριση στην έκθεση των οργανισμών αυτών σε κάποια τοξίνη. Η μέγιστη αποτελεσματικότητά τους παρουσιάζεται στην εξουδετέρωση τοξινών, αλλά οι αντιτοξίνες μπορούν επίσης να σκοτώσουν βακτήρια και άλλους μικροοργανισμούς. Ο άνθρωπος μπορεί να εξαγάγει την αντιτοξίνη από τον «μητρικό» οργανισμό της και να την ενέσει σε άλλο οργανισμό, ανθρώπου, ζώου ή και φυτού, προκειμένου να θεραπεύσει μια λοίμωξη. Η διαδικασία αυτή γίνεται στην περίπτωση ενός ζώου με αιμοληψία και η λαμβανόμενη ουσία καθαρίζεται και μετά ενίεται σε άνθρωπο ή άλλο ζώο, στους οργανισμούς των οποίων επιφέρει προσωρινή παθητική ανοσία. Συχνά είναι καλύτερο να χρησιμοποιείται αντιτοξίνη που παράχθηκε από το ίδιο είδος οργανισμού (π.χ. ανθρώπινη αντιτοξίνη σε ανθρώπους).
Τα περισσότερα παρασκευάσματα αντιτοξίνης παράγονται από δότες με υψηλούς τίτλους αντισωμάτων κατά της τοξίνης («υπεράνοσες σφαιρίνες»).
Οι πρώτες αντιτοξίνες που απομονώθηκαν ήταν εκείνες εναντίον των τοξινών της διφθερίτιδας και του τετάνου, το 1890 και μετά, από τον Έμιλ φον Μπέρινγκ και τους συνεργάτες του, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο Ιάπωνας Κιτασάτο. Η χρήση της αντιτοξίνης της διφθερίτιδας για τη θεραπεία της διφθερίτιδας θεωρήθηκε από το ιστορικό ιατρικό περιοδικό The Lancet ως «η σημαντικότερη πρόοδος όλου του [19ου] αιώνα στην ιατρική αντιμετώπιση μιας οξείας μολυσματικής νόσου».[1][2]