Αντιτοξίνες

Φιαλίδιο του έτους 1895 με διφθεριτική αντιτοξίνη

Αντιτοξίνη στη βιοχημεία ονομάζεται κάθε αντίσωμα που έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει τη δράση μιας συγκεκριμένης τοξίνης. Συνεπώς οι αντιτοξίνες είναι όλες πρωτεΐνες μεγάλου μοριακού βάρους και παράγονται από ορισμένα ζώα, φυτά και βακτήρια ως απόκριση στην έκθεση των οργανισμών αυτών σε κάποια τοξίνη. Η μέγιστη αποτελεσματικότητά τους παρουσιάζεται στην εξουδετέρωση τοξινών, αλλά οι αντιτοξίνες μπορούν επίσης να σκοτώσουν βακτήρια και άλλους μικροοργανισμούς. Ο άνθρωπος μπορεί να εξαγάγει την αντιτοξίνη από τον «μητρικό» οργανισμό της και να την ενέσει σε άλλο οργανισμό, ανθρώπου, ζώου ή και φυτού, προκειμένου να θεραπεύσει μια λοίμωξη. Η διαδικασία αυτή γίνεται στην περίπτωση ενός ζώου με αιμοληψία και η λαμβανόμενη ουσία καθαρίζεται και μετά ενίεται σε άνθρωπο ή άλλο ζώο, στους οργανισμούς των οποίων επιφέρει προσωρινή παθητική ανοσία. Συχνά είναι καλύτερο να χρησιμοποιείται αντιτοξίνη που παράχθηκε από το ίδιο είδος οργανισμού (π.χ. ανθρώπινη αντιτοξίνη σε ανθρώπους).

Τα περισσότερα παρασκευάσματα αντιτοξίνης παράγονται από δότες με υψηλούς τίτλους αντισωμάτων κατά της τοξίνης («υπεράνοσες σφαιρίνες»).

Οι πρώτες αντιτοξίνες που απομονώθηκαν ήταν εκείνες εναντίον των τοξινών της διφθερίτιδας και του τετάνου, το 1890 και μετά, από τον Έμιλ φον Μπέρινγκ και τους συνεργάτες του, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο Ιάπωνας Κιτασάτο. Η χρήση της αντιτοξίνης της διφθερίτιδας για τη θεραπεία της διφθερίτιδας θεωρήθηκε από το ιστορικό ιατρικό περιοδικό The Lancet ως «η σημαντικότερη πρόοδος όλου του [19ου] αιώνα στην ιατρική αντιμετώπιση μιας οξείας μολυσματικής νόσου».[1][2]


  1. «Report of the Lancet special commission on the relative strengths of diphtheria antitoxic antiserums». Lancet 148 (3803): 182-195. 1896. doi:10.1016/s0140-6736(01)72399-9. 
  2. Dolman, C.E. (1973). «Landmarks and pioneers in the control of diphtheria». Canadian Journal of Public Health 64 (4): 317-336. PMID 4581249. 
  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σσ. 120-122