Αντρέ Γκρετρί | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | André Ernest Modeste Grétry (Γαλλικά) |
Γέννηση | 8 Φεβρουαρίου 1741[1][2][3] Liège[4][5][6] |
Θάνατος | 24 Σεπτεμβρίου 1813[1][2][7] ή 14 Σεπτεμβρίου 1813[5] Μονμορανσί[5][6] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ[8][9] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία Επισκοπή της Λιέγης (1741–1795) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[1][10] |
Σπουδές | Fondation Lambert-Darchis (1761–1766) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης συγγραφέας[5] |
Αξιοσημείωτο έργο | Guillaume Tell Richard Coeur-de-lion[11] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ζαν Μαρί Γραντόν (από 1771) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής[12] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αντρέ Ερνέστ Μοντέστ Γκρετρύ [i] (André Ernest Modeste Grétry, Λιέγη βάπτιση 11 Φεβρουαρίου 1741 [ii] – Παρίσι 24 Σεπτεμβρίου 1813) ήταν βελγικής υπηκοότητας Γάλλος συνθέτης γνωστός, κυρίως, για τις κομίκ όπερές του, που τον έκαναν διάσημο πριν και κατά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης.[13][14]
Ο Γκρετρύ γεννήθηκε στη Λιέγη του σημερινού Βελγίου, που εκείνη την εποχή ανήκε στην Πριγκηπική Επισκοπή της Λιέγης, ανεξάρτητη εδαφική κυριότητα των Κάτω Χωρών, εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πατέρας του ήταν ένας μουσικός περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων και, αρχικά, τραγούδησε στην χορωδία της Εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου (St. Denis) της γενέτειράς του. Το 1753, έγινε μαθητής του Ζαν-Πανταλεόν Λεκλέρκ (Jean-Pantaléon Leclerc) και, αργότερα, του οργανίστα της Εκκλησίας του Αγίου Πέτρου (St-Pierre), Νικολά Ρενεκέν (Nicolas Rennekin) στα πληκτροφόρα. Σπούδασε σύνθεση με τον Ανρί Μορό (Henri Moreau), δάσκαλο μουσικής στην κολλεγιακή Εκκλησία του Αγίου Παύλου (St. Paul) της Λιέγης.[13]
Αλλά μεγαλύτερη σημασία για τον Γκρετρύ είχαν τα «πρακτικά» μαθήματα που πήρε, παρακολουθώντας τις παραστάσεις ενός ιταλικού θιάσου όπερας. Εδώ, πρωτοάκουσε όπερες του Γκαλούπι, του Περγκολέζι και άλλων συνθετών όπερας, με αποτέλεσμα την σφοδρή επιθυμία του να ολοκληρώσει τις μουσικές του σπουδές στην Ιταλία. «Η ιταλική σχολή είναι η καλύτερη που υπάρχει, τόσο για τη σύνθεση, όσο και για το τραγούδι», θα γράψει αργότερα στα απομνημονεύματά του.[13] Για να βρει τους αναγκαίους πόρους συνέθεσε, το 1759, μια 4-φωνη λειτουργία [15] που αφιέρωσε στους Kανονικούς κληρικούς (Canons) του Kαθεδρικού Nαού της Λιέγης. Πληρώθηκε γι’ αυτήν [13] και πήγε στην Ιταλία, τον Μάρτιο του 1759 και, συγκεκριμένα, στο Κολλέγιο της Λιέγης που έδρευε στη Ρώμη. Παρέμεινε εκεί για πέντε χρόνια, κάνοντας επίπονες σπουδές με τον Τζοβάνι Μπατίστα Καζάλι (Giovanni Battista Casali). Υπήρξε μέλος της Academia dei Filarmonici της Μπολόνια.[13] Ωστόσο, οι επιδόσεις του στην αρμονία και την αντίστιξη ήταν, κατά δική του ομολογία, πολύ μέτριες.[16]
Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήλθε με το Η Τρυγήτρια, ένα ιταλικό intermezzo (ή οπερέτα), που δημιουργήθηκε για το Θέατρο Αλιμπέρτι (Aliberti) στη Ρώμη (για το Καρναβάλι του 1765) και που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό.[13] Λέγεται ότι η μελέτη της παρτιτούρας μιας όπερας του Πιερ-Αλεξάντρ Μονσενί (Pierre-Alexandre Monsigny), που του δόθηκε από κάποιον γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας στη Ρώμη, έκανε τον Γκρετρύ να αφιερωθεί στη γαλλική όπερα-κομίκ. Έτσι, την Πρωτοχρονιά του 1767 εγκατέλειψε τη Ρώμη και, μετά από σύντομη παραμονή στη Γενεύη (όπου συνάντησε τον Βολταίρο και έγραψε άλλη μία οπερέτα), έφθασε στο Παρίσι. Εκεί, για δύο χρόνια, βρέθηκε αντιμέτωπος με σημαντικές οικονομικές δυσκολίες και την αφάνεια. Ωστόσο, δεν έμεινε χωρίς φίλους και, με τη μεσολάβηση του Σουηδού πρεσβευτή, ο Γκρετρύ έλαβε ένα λιμπρέτο από τον Ζαν-Φρανσουά Μαρμοντέλ πάνω στο οποίο έγραψε την όπερα Ο Χιούρον σε λιγότερο από έξι εβδομάδες και η οποία, τον Αύγουστο του 1768, σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν δύο ακόμη όπερες, οι Λουσίλ και Ο Πίνακας που Μιλάει, που καθιέρωσαν τον Γκρετρύ ως ηγετικό συνθέτη της όπερας-κομίκ.[16]
Το 1771 νυμφεύθηκε τη ζωγράφο Ζαν-Μαρί Γκραντόν (Jeanne-Marie Grandon).[17] Συνολικά, συνέθεσε περίπου πενήντα όπερες, από τις οποίες θεωρούνται αριστουργήματα οι Ζεμίρ και Αζόρ (1771) βασισμένη στο παραμύθι Η Πεντάμορφη και το Τέρας, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος (1784) και Γουλιέλμος Τέλος (1791). Ο Γκρετρύ ήταν ο πρώτος που έγραψε για tuba curva, ένα όργανο που υπήρχε από τους ρωμαϊκούς χρόνους ως cornu και το χρησιμοποίησε στη μουσική που συνέθεσε για την κηδεία του Βολταίρου.[18] Χρησιμοποίησε, επίσης, το μαντολίνο στις συνθέσεις του· ο εκτελεστής του οργάνου Φίλιπ Μπόουν (Philip J. Bone) υποθέτει ότι ο Γκρετρύ εξοικειώθηκε με το μαντολίνο όταν ήταν στην Ιταλία, και αναφέρει ότι, «το χρησιμοποιεί σε διάφορες περιπτώσεις, με ξεχωριστή και έντονη παρουσία».[19]
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης ο Γκρετρύ έχασε μεγάλο μέρος της περιουσίας του, αλλά οι διαδοχικές κυβερνήσεις της Γαλλίας έδειξαν να ευνοούν τον συνθέτη, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους διαφορές. Από την παλαιά Αυλή έλαβε διακρίσεις και ανταμοιβές κάθε είδους, ενώ η Δημοκρατία τον έκανε επιθεωρητή του Ωδείου του Παρισιού.[13] Ο ίδιος ο Ναπολέοντας τον παρασημοφόρησε με τον Σταυρό της Τιμητικής Λεγεώνας και του χορήγησε σύνταξη.[13]
Πέθανε στο Μονμορανσί του Παρισιού, στο Ερμιτάζ, το πρώην σπίτι του Ρουσό, το οποίο είχε αγοράσει το 1798 όταν είχε ακόμη μεγάλη περιουσία.[13] Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, η καρδιά τού Γκρετρύ μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του, μετά από παρατεταμένες δικαστικές διαμάχες. Το 1842 κατασκευάστηκε μεγάλο χάλκινο άγαλμα του συνθέτη στη Λιέγη. Η καρδιά του έχει τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτό, ενώ το σώμα του παραμένει θαμμένο στο Παρίσι, στο Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ.
Ο Γκρετρύ επηρεάστηκε από τα μεγάλα γεγονότα που έζησε, και οι τίτλοι κάποιων από τις όπερες του, όπως La rosière républicaine και La fête de la raison, αντικατοπτρίζουν επαρκώς την εποχή στην οποία ανήκουν, χωρίς να αποτελούν έργα ιδιαίτερης πνοής. Λιγότερο επιτυχής ήταν ο συνθέτης στις επαφές του με τα κλασικά θέματα, καθώς η γνήσια δύναμή του βρισκόταν στην οριοθέτηση του χαρακτήρα και στην έκφραση του τρυφερού και -τυπικά- γαλλικού συναισθήματος. Η δομή των κοντσερτάντε κομματιών του, από την άλλη είναι, συχνά, ισχνή, και οι ενορχηστρώσεις είναι τόσο αδύναμες ώστε, τα ορχηστρικά μέρη κάποιων από τα έργα του έπρεπε να ξαναγραφούν από άλλους συνθέτες, προκειμένου να γίνουν αποδεκτά από το κοινό της εποχής. Άλλωστε, η μουσική του γλώσσα δεν διαθέτει την περιπλοκότητα του προγενέστερού του, Ραμό, ή των συγχρόνων του Χάιντν και Μότσαρτ.
Πέρα από όπερες, ο Γκρετρύ συνέθεσε ρέκβιεμ, μοτέτα, κουαρτέτα εγχόρδων, 6 σονάτες για πιάνο, κοντσέρτο για φλάουτο και αρκετά τραγούδια.[15] Έγραψε, επίσης, Απομνημονεύματα ή Δοκίμιο για τη Μουσική, σε τρεις τόμους (1789, 1796-7, 1812), καθώς και το έργο Σκέψεις Ενός Ερημίτη (1801-13, ημιτελές).[13]
i. ^ Παλαιότερη γραφή Γκρετρύ [13]
ii. ^ Πιθανή ημερομηνία γέννησης αναφέρεται η 8η Φεβρουαρίου [16]