Αντρέας φαν Αχτ

Αντρέας φαν Αχτ
Πρωθυπουργός των Κάτω Χωρών
Περίοδος
19 Δεκεμβρίου 1977 – 4 Νοεμβρίου 1982
ΜονάρχηςΤζουλιάνα
Βεατρίκη
ΠροκάτοχοςΓιοπ ντεν Όιλ
ΔιάδοχοςΡούουντ Λούμπερς
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση2  Φεβρουαρίου 1931, Geldrop
Θάνατος5  Φεβρουαρίου 2024[1]
Ναϊμέχεν
ΥπηκοότηταΒασίλειο των Κάτω Χωρών
Πολιτικό κόμμαΚαθολικό Λαϊκό Κόμμα της Ολλανδίας και Χριστιανοδημοκρατική Έκκληση
ΣύζυγοςΕζενί Κρέκελμπεργκ (1958–2024)[2][3]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Ράντμπουντ του Ναϊμέχεν
Επάγγελμαδικηγόρος
πολιτικός[4][5]
διπλωμάτης
διδάσκων πανεπιστημίου[6][5]
ακτιβιστής για την ειρήνη
Βραβεύσειςμεγαλόσταυρος του τάγματος της Οράγγης-Νάσσαου
Eremedaille voor Voortvarendheid en Vernuft (19  Σεπτεμβρίου 1974)[7]
honorary citizen of North-Brabant (1987)[8]
Order of Jerusalem (2021)
Υπογραφή
Ιστοσελίδαhttp://www.driesvanagt.nl
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αντρέας Αντόνιους Μαρία "Ντρις" φαν Αχτ (Andreas Antonius Maria "Dries" van Agt, 2 Φεβρουαρίου 1931 - 5 Φεβρουαρίου 2024) ήταν Ολλανδός πολιτικός, διπλωμάτης και νομικός, ο οποίος διατέλεσε Πρωθυπουργός της Ολλανδίας από τις 19 Δεκεμβρίου 1977 έως τις 4 Νοεμβρίου 1982.

Ο Αντρέας Αντόνιους Μαρία φαν Αχτ γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1931 στο Χέλντροπ (Geldrop) της Ολλανδίας, γιος μίας ρωμαιοκαθολικής οικογένειας. Αφού τελείωσε τη βασική του εκπαίδευση στο Αυγουστινιανό Γυμνάσιο, σπούδασε νομική στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Ναϊμέχεν, από όπου έλαβε το διδακτορικό του στις Νομικές Επιστήμες το 1955. Μετά την αποφοίτησή του, άσκησε τα καθήκοντα του δικηγόρου στο Άιντχοβεν έως το 1957 και στη συνέχεια εργάστηκε στον τομέα νομικών και επιχειρησιακών υποθέσεων του Υπουργείου Γεωργίας και Αλιείας μέχρι το 1962. Μεταξύ του 1962 και του 1968 εργάστηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο φαν Αχτ έγινε καθηγητής ποινικού δικαίου το 1968, στο Πανεπιστήμιο του Ναϊμέχεν. Το 1971, διορίστηκε δικαστής στο δικαστήριο της πόλης Άρνεμ.

Πολιτική σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 6 Ιουλίου 1971, ο φαν Αχτ διορίστηκε Υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπάρεντ Μπισχέφελ (Barend Biesheuvel), ως μέλος του Λαϊκού Καθολικού Κόμματος. To 1972, o φαν Αχτ προκάλεσε σάλο σε όλη τη χώρα όταν προσπάθησε να παραχωρήσει χάρη στους τρεις τελευταίους φυλακισμένους για εγκλήματα του ναζιστικού καθεστώτος. Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1972, ο Γιόοπ ντελ Όιλ (Joop Den Uyl) του Εργατικού Κόμματος έγινε Πρωθυπουργός της Ολλανδίας και ο φαν Αχτ ανέλαβε στις 11 Μαΐου 1973 το αξίωμα του Αναπληρωτή Πρωθυπουργού, ενώ διατήρησε και αυτό του Υπουργού Δικαιοσύνης στη νέα κυβέρνηση. Ο Αντρέας φαν Αχτ διατέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης και Αναπληρωτής Πρωθυπουργός στην κυβέρνηση του ντεν Ούιλ από τις 11 Μαΐου 1973 έως τις 8 Σεπτεμβρίου 1977. Στις 10 Δεκεμβρίου 1976, ο φαν Αχτ ανέλαβε αρχηγός της νεοσύστατης Χριστιανοδημοκρατικής Έκκλησης, ενός συνασπισμού μεταξύ του Λαϊκού Καθολικού Κόμματος και δύο άλλων κεντροδεξιών κομμάτων, της Χριστιανικής Ιστορικής Ένωσης και του Αντεπαναστατικού Κόμματος. Στις βουλευτικές εκλογές του 1977, ο συνασπισμός αυτός συμμετείχε σε κοινό ψηφοδέλτιο, έως ότου συγχωνεύτηκε τελείως το 1980. Μετά από αυτές τις εκλογές, όπου το Εργατικό Κόμμα κέρδισε την πλειοψηφία φάνηκε πιθανός ο σχηματισμός μίας δεύτερης κυβέρνησης υπό το ντεν Ούιλ. Ωστόσο αυτό δεν επιτεύχθηκε λόγω των τριβών μεταξύ του Εργατικού Κόμματος και του Λαϊκού Καθολικού Κόμματος και μετά από επτά μήνες διαπραγματεύσεων συμφωνήθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό τον φαν Αχτ, με τη συμμετοχή του Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία.

Πρωθυπουργός της Ολλανδίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αντρέας φαν Αχτ ανέλαβε Πρωθυπουργός της Ολλανδίας στις 19 Δεκεμβρίου 1977, διαδεχόμενος τον Γιουπ ντεν Ούιλ. Η κυβέρνησή του είχε να αντιμετωπίσει μία σοβαρή οικονομική κρίση με αυξανόμενο έλλειμμα, αλλά δεν πραγματοποίησε περικοπές στις κυβερνητικές δαπάνες λόγω της αντίδρασης των αριστερών αντιπολιτευόμενων κομμάτων, τα οποία κατείχαν σχεδόν τις μισές έδρες του κοινοβουλίου. Επίσης πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα στις κυβερνητικές υπηρεσίες. Έγιναν πολλές διαδηλώσεις από αριστερές οργανώσεις, με τις χειρότερες να ξεσπούν κατά την ενθρόνιση της νέας Βασίλισσας της Ολλανδίας Βεατρίκης στις 30 Απριλίου 1980. Στις βουλευτικές εκλογές του 1981, η Χριστιανοδημοκρατική Έκκληση, το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία και το Εργατικό Κόμμα υπέστησαν απώλεια εδρών στο κοινοβούλιο και ως εκ τούτου δεν ήταν εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων. Ο φαν Αχτ αναγκάστηκε να στραφεί στο Εργατικό Κόμμα για το σχηματισμό άλλης κυβέρνησης. Μετά από τρεις μήνες δύσκολων διαπραγματεύσεων, συμφωνήθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης με τον φαν Αχτ ως πρωθυπουργό και το Γιουπ ντεν Ούιλ Αναπληρωτή Πρωθυπουργό και Υπουργό Κοινωνικών Ζητημάτων και Απασχόλησης. Η δεύτερη κυβέρνηση του Αντρέας φαν Αχτ ανέλαβε καθήκοντα στις 11 Σεπτεμβρίου 1981, με τη συμμετοχή του Εργατικού Κόμματος και του κόμματος των Δημοκρατών 66. Παρόλα αυτά, οι σχέσεις μεταξύ του φαν Αχτ και του ντεν Ούιλ ήταν εξαιρετικά τεταμένες και υπήρξαν πολλές διαφωνίες σε πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο. Στις 29 Μαΐου 1982, το Εργατικό Κόμμα απέσυρε την εμπιστοσύνη του από τη δεύτερη κυβέρνηση του φαν Αχτ και αυτό προκάλεσε την πτώση της, μόλις εννέα μήνες μετά από το σχηματισμό της. Οι σχέσεις μεταξύ του φαν Αχτ και του ντεν Ούιλ επλήγησαν ανεπανόρθωτα και μάλιστα ο φαν Αχτ δεν έλαβε καν πρόσκληση για να παρευρεθεί στην κηδεία του ντεν Ούιλ το 1987. Η τρίτη υπηρεσιακή κυβέρνηση του φαν Αχτ σχηματίστηκε την ίδια ημέρα μετά την πτώση της δεύτερης, με τη συμμετοχή μόνο των Δημοκρατών 66 και φυσικά της Χριστιανοδημοκρατικής Έκκλησης. Ο φαν Αχτ διατέλεσε και Υπουργός Εξωτερικών στην τρίτη του κυβέρνηση. Στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του 1982, ο φαν Αχτ διεκδίκησε ξανά επιτυχώς την αρχηγία της Χριστιανοδημοκρατικής Έκκλησης, αλλά λίγο μετά από τη διεξαγωγή τους ανακοίνωσε απροσδόκητα ότι δε θα συνεχίσει τη θητεία του ως πρωθυπουργός. Στις 25 Οκτωβρίου 1982, παρέδωσε την αρχηγία της Χριστιανοδημοκρατική Έκκλησης στον Ρουντ Λούμπερς, ο οποίος τον διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία της Ολλανδίας στις 4 Νοεμβρίου 1982.

Φωτογραφία από την επίσημη επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ολλανδία κατά την διάρκεια της Πρωθυπουργίας του φαν Αχτ (Απρίλιος 1978)

Μετά την πρωθυπουργία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αντρέας φαν Αχτ δεν αποσύρθηκε από την πολιτική μετά το τέλος της θητείας του και συνέχισε να είναι ενεργός. Στις 16 Ιουνίου 1983 αποσύρθηκε ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ο φαν Αχτ διατέλεσε Πρεσβευτής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στην Ιαπωνία από τις 1 Ιανουαρίου 1987 έως τις 1 Ιανουαρίου 1990 και στις Η.Π.Α. από τις 1 Ιανουαρίου 1990 έως τις 1 Απριλίου 1995, οπότε αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική σε ηλικία 64 ετών. Από το 1995 έως το 2004 δίδαξε σπουδές διεθνών σχέσεων στα Πανεπιστήμια του Ριτσουμεϊκάν στο Κιότο, των Ηνωμένων Εθνών και του Κβανσέι Γκακουίν στην Ιαπωνία. Ο φαν Αχτ έχει εκφράσει τη γνώμη του στη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, προτείνοντας τη δημιουργία παλαιστηνιακού κράτους, αυστηρά διαχωρισμένο από το Ισραήλ. Έχει επίσης συμμετάσχει σε διάφορα συμβούλια υπέρ της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 2016, ο φαν Αχτ δήλωσε ότι ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου πρέπει να καταδικαστεί ως εγκληματίας πολέμου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, προκαλώντας αντιδράσεις για τα λεγόμενά του.

Προσωπική ζωή και θάνατος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παντρεύτηκε το 1958 με τη δικαστικό Εζενί Κρέκελμπεργκ. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά. Η εγγονή τους, Εύα, είναι πρωταθλήτρια ποδηλασίας. Ο φαν Άχτ απεβίωσε μαζί με τη σύζυγο του με τη μέθοδο της ευθανασίας, στις 5 Φεβρουαρίου 2024 αμφότεροι σε ηλικία 93 ετών. Κηδεύτηκαν σε στενό κύκλο στις 8 Φεβρουαρίου, ενώ η ανακοίνωση του θανάτου τους δημοσιοποιήθηκε την επόμενη ημέρα.[9]