Έκδοση του 1842 | |
Συγγραφέας | Μπενζαμέν Κονστάν |
---|---|
Τίτλος | Adolphe |
Υπότιτλος | Anecdote trouvée dans les papiers d'un inconnu |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1806 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1816 |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Εμπνευσμένο από | Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου |
BL Class | 9574 |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Αντόλφ (γαλλικός τίτλος: Adolphe, με υπότιτλο Anecdote trouvée dans les papiers d’un inconnu - Ανέκδοτο κείμενο που βρέθηκε στα χαρτιά ενός αγνώστου), είναι μυθιστόρημα του Μπενζαμέν Κονστάν που δημοσιεύτηκε το 1816. Αφηγείται την κατάρρευση μιας ρομαντικής σχέσης. Ο νεαρός Αντόλφ, αφού σαγήνευσε την Ελενόρ, περισσότερο από επιθυμία να ερωτευθεί παρά από αληθινό έρωτα, και βλέποντας την παράνομη σχέση του να τον απομονώνει από τους φίλους του και τον κοινωνικό περίγυρο, προσπαθεί να απεγκλωβιστεί.[1]
Το βιβλίο, χαρακτηριστικό του Ρομαντισμού στη γαλλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, αποφεύγει τις συμβατικές περιγραφές των εξωτερικών χώρων και επικεντρώνεται στην λεπτομερή περιγραφή των συναισθημάτων και την αφήγηση της αποσύνθεσης ενός έρωτα, είναι μια διεισδυτική ψυχολογική απεικόνιση του έρωτα, των παθών, των κινήτρων και των ασυνεπειών του ανθρώπινου χαρακτήρα.[2]
Το μυθιστόρημα είναι αυτοαναλυτικό και εν μέρει εμπνευσμένο από τη θυελλώδη σχέση του Μπενζαμέν Κονστάν με τη Ζερμαίν ντε Σταλ αλλά και την Καρλότα φον Χάρντενμπεργκ και κατά τη δημοσίευσή του θεωρήθηκε ευρέως ότι αναφέρεται σ'αυτές. Ο συγγραφέας αγανακτισμένος έγραψε μια επιστολή στο Morning Chronicle του Λονδίνου (23 Ιουνίου 1816) αρνούμενος οποιαδήποτε αντιστοιχία μεταξύ της μυθοπλασίας και της ζωής του και αυτές οι αντιρρήσεις του δημοσιεύθηκαν στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης.[3]
Το τέχνασμα του χειρόγραφου που βρέθηκε από έναν πανδοχέα και δημοσιεύθηκε από έναν «συντάκτη» χρησιμεύει στην αποστασιοποίηση του συγγραφέα από το έργο. Ωστόσο, οι στενοί παραλληλισμοί μεταξύ γεγονότων της ζωής του και των χαρακτήρων του μυθιστορήματος έχουν οδηγήσει σε πολλές εικασίες από τότε.[4]
Το μυθιστόρημα ξεκινά με μια «ειδοποίηση του εκδότη» που προσδιορίζει τις συνθήκες μιας συνάντησης που είχε, σε ένα πανδοχείο στην Καλαβρία, με έναν άγνωστο. Υποτίθεται ότι διαβάζουμε το χειρόγραφο που αυτός ο άγνωστος εγκατέλειψε μετά από βιαστική αναχώρηση. [5]
Ο Αντόλφ είναι γιος υπουργού της κυβέρνησης, ένας νεαρός ανώτερης ευφυΐας που ετοιμάζεται για μια λαμπρή καριέρα. Εσωστρεφής από νεαρή ηλικία, η μελαγχολική του διάθεση, η αποστροφή για τον περίγυρό του, την ανοησία και την υποκρισία του κόσμου μάλλον τον εμπόδισε παρά τον βοήθησε στη ζωή. Όταν αρχίζει το μυθιστόρημα, είναι 22 ετών και μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Ταξιδεύει σε μια άλλη γερμανική πόλη, όπου γίνεται δεκτός στη μικρή πριγκιπική Αυλή. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του κερδίζει τη φήμη του μελαγχολικού πνεύματος. Μετά από πολλές κατακτήσεις χωρίς νόημα, πλήττοντας και αισθανόμενος μια αόριστη επιθυμία να ερωτευθεί, προσπαθεί να σαγηνεύσει την Ελενόρ, μια 32χρονη Πολωνή, ερωμένη και προστατευόμενη ενός κόμη, πολύ όμορφη αλλά κοινωνικά απόβλητη. Όσο περισσότερο αυτή αρχικά αντιστέκεται, τόσο αυτός αισθάνεται το πάθος να τον καταλαμβάνει και όταν οι ελπίδες του ευοδώνονται, διαπιστώνει ότι αυτή η παράνομη σχέση τον απομονώνει από τους φίλους του και τον κοινωνικό περίγυρο. Ο έρωτάς του φθείρεται πολύ γρήγορα: «Δεν ήταν οι τύψεις του έρωτα, ήταν ένα πιο σκοτεινό και θλιβερό συναίσθημα. Ο έρωτας ταυτίζεται τόσο πολύ με το αγαπημένο πρόσωπο που μέσα στην ίδια του την απελπισία υπάρχει κάποια γοητεία...».[6]
Ανησυχώντας μήπως ο γιος του θέσει σε κίνδυνο το μέλλον και τη σταδιοδρομία του λόγω αυτής της σκανδαλώδους υπόθεσης, ο πατέρας του Αντόλφ τον διατάζει να επιστρέψει. Αλλά η Ελενόρ είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα, τα δύο παιδιά της, περιουσία και προστασία, για να κρατήσει κοντά της τον νεαρό εραστή της. Τον πείθει να παρατείνει την παραμονή του κατά έξι μήνες, αυτός συγκινείται από μια τόσο υπερβολική προσφορά. Αλλά πολύ σύντομα απομακρύνεται από αυτήν, και μάλιστα συνειδητοποιεί με φρίκη ότι ποτέ δεν την αγάπησε αληθινά. Ωστόσο μένει με την Ελενόρ, η οποία δεν αργεί να καταλάβει ότι δεν σημαίνει πια τίποτα για εκείνον.
Όταν φεύγει από την πόλη, η Ελενόρ τον ακολουθεί στην πατρίδα του, αλλά ο πατέρας του τη διώχνει. Έξαλλος ο Αντόλφ την ακολουθεί σε μια πόλη της Βοημίας. Ανίκανος να εγκαταλείψει την Ελενόρ, αλλά εξίσου ανίκανος να συνεχίσει να ζει μαζί της - γράφει: «Είναι τρομαχτική δυστυχία να μη σ’ αγαπούν όταν αγαπάς, αλλά είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν σ’ αγαπούν με πάθος κι εσύ έχεις πάψει ν’ αγαπάς» - βρίσκεται σε αδιέξοδο ώσπου τον πλησιάζει ένας φίλος του πατέρα του, ο οποίος τον πείθει να υποσχεθεί ότι θα διακόψει τη σχέση του με την Ελενόρ για χάρη της σταδιοδρομίας του. Όταν η Ελενόρ διαβάζει την επιστολή που περιέχει την υπόσχεση, κυριευμένη από θλίψη, αρρωσταίνει και λίγο αργότερα πεθαίνει. Ο Αντόλφ χάνει το ενδιαφέρον του για τη ζωή και η μελαγχολική διάθεση με την οποία ξεκίνησε το βιβλίο επιστρέφει σε πιο σοβαρή μορφή.[2]
Το μυθιστόρημα τελειώνει με ένα ηθικό σχόλιο του εκδότη, ο οποίος δέχεται να δημοσιεύσει το χειρόγραφο και καταδικάζει τη στάση του ήρωα: «...ο καθένας μαθαίνει μόνο με δικό του κόστος...».[7]