Το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας (εσθονικά: Riigikohus) είναι το ανώτατο δικαστήριο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης της Εσθονίας. Αποτελεί τόσο ακυρωτικό δικαστήριο όσο και συνταγματικό δικαστήριο. Η έδρα του δικαστηρίου βρίσκεται στο Τάρτου.[1]
Η Γενική Συνέλευση (Üldkogu) είναι το ανώτατο όργανο του Δικαστηρίου και αποτελείται από τους 19 δικαστές του.[2] Οποιαδήποτε απόφαση ψηφίζεται με το σύστημα της απλής πλειοψηφίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Ανώτατος Δικαστής μπορεί να κρίνει την τελική έκβαση. Για να είναι το Δικαστήριο σε θέση να λαμβάνει αποφάσεις, πρέπει να παρίστανται τουλάχιστον 11 από τους δικαστές.
Μόνο η Γενική Συνέλευση έχει την εξουσία να προτείνει διορισμούς και απολύσεις κατώτερων δικαστών, να αποφασίζει για πειθαρχικές καταγγελίες κατά δικαστών και να υιοθετεί δηλώσεις ανικανότητας μελών του κοινοβουλίου, του Προέδρου της Εσθονίας, του Καγκελάριου της Δικαιοσύνης ή του Γενικού Ελεγκτή.[3]
Μια υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί στη Γενική Συνέλευση από οποιοδήποτε από τα κατώτερα τμήματα του Δικαστηρίου, ενώ όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την επιτροπή της Συνέλευσης είναι δεσμευτικές για τα κατώτερα τμήματα.[3] Το 2012, για παράδειγμα, η Γενική Συνέλευση αποφάσισε σχετικά με τη νομιμότητα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Συνέλευση από το Τμήμα Συνταγματικής Αναθεώρησης, λόγω του δημόσιου και αμφιλεγόμενου χαρακτήρα της.[4]
Η Μικτή Συνέλευση (Erikogu) καλείται να επιλύσει διαφορές μεταξύ τμημάτων του δικαστηρίου, σχετικά με την ερμηνεία της νομοθεσίας, και να αποφασίσει επί των ενδοδικαστικών διαφορών δικαιοδοσίας. Η Συνέλευση συγκαλείται και προεδρεύεται από τον Προϊστάμενο επί της Δικαιοσύνης και περιλαμβάνει δύο Δικαστές από όλα τα σχετικά τακτικά δικαστήρια (Αστικά, Ποινικά και Διοικητικά). Οι αποφάσεις της Συνέλευσης είναι δεσμευτικές για τα κατώτερα σώματα, εκτός αν έχουν απορριφθεί από τη Γενική Συνέλευση.[5]
Το Τμήμα Συνταγματικής Αναθεώρησης (Põhiseaduslikkuse järelevalve kolleegium) εκτελεί το ρόλο του συνταγματικού δικαστηρίου στο εσθονικό νομικό σύστημα. Ο Ανώτατος Δικαστής του Δικαστηρίου είναι αυτεπάγγελτος πρόεδρος του Τμήματος Συνταγματικής Αναθεώρησης. Το Τμήμα Συνταγματικής Αναθεώρησης αποτελείται από τον Ανώτατο Δικαστή και οκτώ Δικαστές, οι οποίοι εκπροσωπούν όλα τα κατώτερα δικαστικά σώματα. Κάθε χρόνο, δύο από τα ανώτερα μέλη του Τμήματος απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους και δύο νέα εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση. Το Τμήμα Συνταγματικής Αναθεώρησης μπορεί να αποφανθεί για οποιαδήποτε νομοθεσία καταγγελθεί ως αντισυνταγματική και μπορεί να συμβουλεύσει το κοινοβούλιο για τη συνταγματικότητα οποιουδήποτε προτεινόμενου σχεδίου νόμου.[6]