Αουγκούστ φον Πλάτεν-Χάλερμυντε | |
---|---|
Ο Αουγκούστ φον Πλάτεν-Χάλερμυντε γύρω στο 1830 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Karl August Georg Maximilian Graf von Platen-Hallermünde (Γερμανικά) |
Γέννηση | 24 Οκτωβρίου 1796[1][2][3] Άνσμπαχ[4] |
Θάνατος | 5 Δεκεμβρίου 1835[1][2][3] Συρακούσες[5] |
Αιτία θανάτου | χολέρα |
Τόπος ταφής | Museo archeologico regionale Paolo Orsi, August von Platen tomb και Non-Catholic Cemetery, Syracuse |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Βαυαρίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[6][7] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Βύρτσμπουργκ |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεατρικός συγγραφέας ποιητής συγγραφέας[8] ποιητής-νομικός δημιουργός γραπτών έργων[9] |
Οικογένεια | |
Οικογένεια | von Platen family |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο κόμης Αουγκούστ φον Πλάτεν-Χάλερμυντε (γερμανικά: August Graf von Platen-Hallermünde, 24 Οκτωβρίου 1796 - 5 Δεκεμβρίου 1835) ήταν Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Αν και μαθήτευσε στη ρομαντική παράδοση, τα έργα του χαρακτηρίζονται από κλασικό ύφος.[10]
Ο Αουγκούστ φον Πλάτεν γεννήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1796 στο Άνσμπαχ και ήταν γιος του κόμη Φίλιπ Αουγκούστ φον Πλάτεν-Χάλερμυντε, δασοκόμου ανώτερου υπαλλήλου. Λίγο μετά τη γέννησή του, το Άνσμπαχ και άλλα πριγκιπάτα της Φραγκονίας ενσωματώθηκαν στη Βαυαρία. Από το 1806, φοίτησε στη στη σχολή αξιωματικών του Βαυαρικού Στρατού στο Μόναχο, από το 1810 ως έφηβος πέρασε στη Βασιλική σχολή αξιωματικών. Εκεί ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις ξένες γλώσσες και την ιστορία και έγραψε τους πρώτους του στίχους.[11]
Το 1814, έγινε ανθυπολοχαγός στο σύνταγμα σωματοφυλάκων του Βαυαρού βασιλιά Μαξιμιλιανού Α' Ιωσήφ. Έλαβε μέρος στη σύντομη εκστρατεία στη Γαλλία του 1815 και βρέθηκε για αρκετούς μήνες κοντά στο Μάνχαϊμ και στο Ιόν. Ωστόσο, δεν συμμετείχε σε καμία μάχη και επέστρεψε με το σύνταγμά του προς τα τέλη της ίδιας χρονιάς. Επιθυμώντας να σπουδάσει και θεωρώντας τη ζωή στη φρουρά δυσάρεστη, έλαβε μια 3ετή άδεια σπουδών και μετά από μια περιοδεία στην Ελβετία και τις Βαυαρικές Άλπεις, το 1818 εγγράφηκε στο πανεπιστήμιο του Βύρτσμπουργκ για να σπουδάσει νομικά. Παρακολουθούσε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας, ζωολογίας και βοτανικής. Επιπλέον -με την πρόθεση να γίνει διπλωμάτης- παρακολουθούσε διαλέξεις για θέματα γερμανικής ιστορίας και διεθνούς δικαίου σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. Τον επόμενο χρόνο, εγκατέλειψε τη νομική και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν, όπου μαθήτευσε κοντά στον φιλόσοφο του Γερμανικού ιδεαλισμού Φρίντριχ Σέλινγκ και έγινε ένας από τους πιο ενθουσιώδεις θαυμαστές του. [12]
Ως αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος για τις ανατολικές σπουδές, ο Πλάτεν δημοσίευσε μια μικρή συλλογή ποιημάτων - Ghaselen (1821), το καθένα αποτελούμενο από δέκα έως είκοσι στίχους, στα οποία μιμείται το ύφος του φίλου του Φρίντριχ Ρύκερτ. Ακολούθησαν και άλλες συλλογές που κίνησαν το ενδιαφέρον επιφανών συγγραφέων, ανάμεσά τους και του Γκαίτε, τόσο λόγω του περιεχομένου τους, που απέπνεε το άρωμα της Ανατολής, όσο και λόγω της καθαρότητας και της κομψότητας της μορφής και του ύφους.[13]
Αν και ο Πλάτεν αρχικά επηρεάστηκε από τη σχολή του Ρομαντισμού, και ιδιαίτερα από τα Ισπανικά μοντέλα, τα θεατρικά έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της πανεπιστημιακής του ζωής στο Έρλανγκεν δείχνουν σαφήνεια πλοκής και έκφρασης, μακριά από το ρομαντικό ύφος. Η αρνητική στάση του εναντίον της λογοτεχνίας του ρομαντισμού γινόταν ολοένα και πιο έντονος και επιτέθηκε στις υπερβολές και την έλλειψη τέχνης των Ρομαντικών με τις πνευματώδεις αριστοφανικές κωμωδίες του Το μοιραίο πιρούνι (1826) και Ο ρομαντικός Οιδίποδας (1828).
Στον Ρομαντικό Οιδίποδα, ο Πλάτεν διακωμώδησε το έργο του θεατρικού συγγραφέα Καρλ Ίμερμαν, φίλου του Χάινριχ Χάινε, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την εχθρότητα των δύο διακεκριμένων Γερμανών συγγραφέων. Ο Χάινε σατίρισε την εμμονή του με την ποίηση της Ανατολής και ο προσβεβλημένος Πλάτεν απάντησε με αντισημιτικά αισθήματα κατά του Χάινε, ο οποίος αντέδρασε με τη σειρά του δημοσιοποιώντας την ομοφυλοφιλία του Πλάτεν.
Αυτή η κλιμακούμενη αντιπαλότητα - ένας «πόλεμος εξόντωσης» καταστροφικός και για τους δύο ποιητές - [14]και η έλλειψη ενδιαφέροντος με την οποία έγινε δεκτός στους ρομαντικούς λογοτεχνικούς κύκλους στη Γερμανία ο ενθουσιασμός του Πλάτεν για την καθαρότητα της ποίησης αύξησαν την απομόνωση και τη νοσηρή διάθεση του ποιητή από την οποία δεν συνήλθε ποτέ.
Το φθινόπωρο του 1824, ο Πλάτεν έκανε το πρώτο του ταξίδι στη Βενετία, όπου ένα χρόνο αργότερα έγραψε τα Σονέτα από τη Βενετία, στα οποία συνειδητοποιούσε όλο και πιο οδυνηρά τον ρόλο του ως κοινωνικού παρία και εξέφρασε την καταθλιπτική και αυτοκτονική ψυχική του κατάσταση.
Το 1826 ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου παρέμεινε στο εξής, ζώντας στη Φλωρεντία, τη Ρώμη και τη Νάπολη. Τα οικονομικά του ήταν αδύνατα, αλλά ένιωθε ευτυχισμένος στη ζωή του «περιπλανώμενου ραψωδού» που είχε επιλέξει. Στη Νάπολη έγραψε το τελευταίο του θεατρικό έργο Η ένωση του Καμπραί (1833) και το επικό παραμύθι Οι Αμπασίδες (1834). Έγραψε επίσης πολλά λυρικά ποιήματα, ωδές και μπαλάντες. Τα Τραγούδια των Πολωνών (1831) στα οποία εξέφραζε τη θερμή του συμπάθεια για τους Πολωνούς που εξεγέρθηκαν ενάντια στην κυριαρχία του Τσάρου, κατατάσσονται μεταξύ των καλύτερων κλασικών ποιημάτων της εποχής του. Το ιστορικό του έργο Ιστορία του βασιλείου της Νάπολης από το 1414 έως το 1443 (1838), δεν είχε αξιοσημείωτη επιτυχία.
Το 1832, ο πατέρας του πέθανε και μετά από απουσία 8 ετών ο Πλάτεν επέστρεψε στη Γερμανία για λίγο και τον χειμώνα του 1832-1833 έζησε στο Μόναχο, όπου αναθεώρησε την πρώτη πλήρη έκδοση των ποιημάτων του.
Το καλοκαίρι του 1834, επέστρεψε στην Ιταλία και αρχικά έζησε στη Φλωρεντία και τη Νάπολη. Το 1835, κατέφυγε στις Συρακούσες για να γλιτώσει από την επιδημία χολέρας που μαινόταν στη Νάπολη. Αρρώστησε από τύφο και πέθανε στις Συρακούσες τον Δεκέμβριο του 1835 σε ηλικία 39 ετών. [15]
Το Βαυαρικό λογοτεχνικό βραβείο Αουγκούστ κόμης φον Πλάτεν φέρει το όνομά του.[16]
Μουσική βασισμένη στα ποιήματα του Πλάτεν γράφτηκε από τους Ρόμπερτ Σούμαν, Φραντς Σούμπερτ, Γιοχάνες Μπραμς, Χούγκο Βολφ, Ένγκελμπερτ Χούμπερντινκ, Πάουλ Χίντεμιτ, Άντον Μπρούκνερ και άλλους συνθέτες.