Αουρίνη | |
---|---|
Γενικά | |
Όνομα IUPAC | 4-[δι(4-υδροξυφαινυλο-)μεθυλιδενο-]κυκλοεξα-2,5-διεν-1-όνη |
Άλλες ονομασίες | αουρίνη, κοραλλίνη, p-ροσολικό οξύ C.I. 43800 |
Χημικά αναγνωριστικά | |
Χημικός τύπος | C19H14O3 |
Μοριακή μάζα | 290,318 amu |
Αριθμός CAS | 603-45-2 |
PubChem CID | 5100 |
ChemSpider ID | 4921 |
Φυσικές ιδιότητες | |
Σημείο τήξης | 308 °C (581 K) (αποσυντίθεται) |
Πυκνότητα | 1,283 gr/κυβ.cm |
Διαλυτότητα στο νερό |
αδιάλυτο |
Χημικές ιδιότητες | |
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Η αουρίνη είναι οργανική χημική ένωση, γνωστή και ως C.I. 43800, ροσολικό οξύ ή κοραλλίνη. Σχηματίζει κιτρινωπούς ή βαθυκόκκινους (κεραμιδί) κρυστάλλους με πρασινωπή μεταλλική λάμψη. Από χημικής απόψεως είναι ο ανυδρίτης της 4-4΄-4΄΄-τριοξυτριφαινυλοκαρβινόλης. Η αουρίνη είναι πρακτικώς αδιάλυτη στο νερό, αλλά ευδιάλυτη στην αιθανόλη, διαλυτή σε ισχυρά οξέα, οπότε δημιουργεί κίτρινο διάλυμα, και σε υδατικά διαλύματα αλκαλικών αλάτων, οπότε δημιουργεί βαθυκόκκινα διαλύματα. Εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς, χρησιμεύει ως δείκτης pH στην περιοχή τιμών pH από 5,0 μέχρι 6,8. Χρησιμοποιείται επίσης ως ενδιάμεση ένωση για την παραγωγή χρωμάτων, αλλά όχι ως βαφή η ίδια, επειδή δεν είναι σταθερή.
Η αουρίνη παρασκευάσθηκε για πρώτη φορά το 1834 από τον Γερμανό χημικό Φρήντλημπ Φέρντιναντ Ρούνγκε, με απόσταξη ανθρακόπισσας. Ο Ρούνγκε την ονόμασε Rosölsäure ή Rosaölsäure, δηλαδή κόκκινο ελαιώδες οξύ.[1] Το 1861 οι Χέρμαν Κόλμπε και Ρούντολφ Σμιτ δημοσίευσαν τη σύνθεση της αουρίνης με θέρμανση οξαλικού οξέος και πισσελαίου σε πυκνό διάλυμα θειικού οξέος.[2] Με τον καιρό, οι χημικοί συνειδητοποίησαν ότι η παραγόμενη έτσι αουρίνη ήταν ένα μείγμα παρόμοιων ενώσεων.[3])
Η καθαρή αουρίνη παρασκευάζεται παρόμοια, με θέρμανση φαινόλης και οξαλικού οξέος μέσα σε πυκνό θειικό οξύ:
Η αουρίνη μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό των ματιών, του δέρματος και της αναπνευστικής οδού. Η κατάποση και η εισπνοή θα πρέπει να αποφεύγονται. Επίσης έχει αναφερθεί ότι η αουρίνη έχει ιδιότητες που επηρεάζουν το ενδοκρινικό σύστημα.[4]:149