Απίων | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 20 π.Χ. Όαση Σίβα |
Θάνατος | 45 Ρώμη[1] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνιστική Κοινή Αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα Λατινικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας φιλόσοφος[2] ρήτορας |
Συνεργάτης | Diodorus the grammarian |
Ο Απίων (αρχ. ελλ. Ἀπίων, 30/20 π.Χ. – περ. 45 με 48 μ.Χ.)[3], προσδιοριζόμενος ως Απίων Πλειστονίκης ή Απίων ο Μόχθος, ήταν αρχαίος Έλληνας ή εξελληνισμένος[4] γραμματικός, σοφιστής, ρήτορας και σχολιαστής των ομηρικών επών. Γεννήθηκε στην Όαση Σίβα και η ακμή του τοποθετείται στο πρώτο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ.. Σε λίγες πηγές το όνομά του γράφεται λανθασμένα ως «Αππίων», ενώ η Σούδα (ή Σουίδας) τον αποκαλεί «Ἀπίωνα Πλειστονίκου», υπαινισσόμενη ότι «Πλειστονίκης» ήταν το όνομα του πατέρα του, ωστόσο άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ορθότερα ότι «Πλειστονίκης» είναι μια επωνυμία του και ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Ποσειδώνιος.[5][6][7]
Ο Απίων σπούδασε στην Αλεξάνδρεια με δασκάλους τον Απολλώνιο τον Σοφιστή και τον Δίδυμο, από τους οποίους κληρονόμησε την αγάπη του για τα έπη του Ομήρου.[8][9] Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη σε άγνωστη χρονολογία και δίδαξε ρητορική ως ο διάδοχος του γραμματικού Θέωνος μέχρι τη βασιλεία του Κλαυδίου.[10]
Φαίνεται ότι ο Απίων είχε μεγάλη φήμη για την έκταση των γνώσεών του και για την ευστροφία του ως ρήτορας. Από την άλλη, όλες οι αρχαίες πηγές καυτηριάζουν την επιδεικτική ματαιοδοξία του.[11][12] Διεκήρυξε ότι όποιον ανέφερε στα έργα του θα είχε αθάνατη δόξα, τοποθετούσε τον εαυτό του δίπλα στους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας και συνήθιζε να δηλώνει πως η Αλεξάνδρεια θα έπρεπε να είναι υπερήφανη που είχε έναν άνδρα όπως αυτός ανάμεσα στους πολίτες. Και όμως, δεν σώθηκε ούτε ένα έργο του. Είναι πιθανό ότι η φράση «κύμβαλον κόσμου» (cymbalum mundi), με την οποία συνήθιζε να τον αποκαλεί ο Τιβέριος, ήθελε να εκφράσει τόσο την ευγλωττία του όσο και τον γεμάτο καύχηση χαρακτήρα του. Λεγόταν ότι ήταν ο πιο δραστήριος από όλους τους γραμματικούς και κατά τη Σούδα επιλεγόταν «ο Μόχθος», που ερμηνεύεται συνήθως ως προσδιοριστικό του ζήλου και της κοπιώδους μελέτης στην οποία επιδιδόταν.
Την εποχή του Αυτοκράτορα Καλιγούλα ο Απίων ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου γινόταν δεκτός παντού με τις υψηλότερες τιμές ως μέγας ερμηνευτής των ομηρικών έργων. Περί την ίδια εποχή, το 38 μ.Χ., οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας παραπονέθηκαν εναντίον της διαμονής Εβραίων στην πόλη τους και επεχείρησαν να περιορίσουν τα δικαιώματα και τα προνόμιά τους. Απέστειλαν πρεσβεία (αντιπροσωπεία) προς τον Καλιγούλα θέτοντας επικεφαλής της τον Απίωνα ως επιδέξιο ομιλητή και ηγέτη της αντισημιτικής παρατάξεως της πόλεως. Ο Απίων φαίνεται ότι ξεπέρασε τα όρια της αποστολής του, καθώς όχι μόνο εξέφρασε τα παράπονα των συμπολιτών του, αλλά επεχείρησε να υποκινήσει μίσος του Αυτοκράτορα εναντίον των Εβραίων, υπενθυμίζοντάς του ότι είχαν αρνηθεί να στήσουν αγάλματα προς τιμή του και να ορκισθούν στο ιερό όνομά του. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών του Απίωνος, καθώς και η μετέπειτα ζωή του, μάς είναι άγνωστα. Αν πιστεύαμε τα όσα γράφει ο Εβραίος εχθρός του Ιώσηπος στον δεύτερο από τους δύο λόγους του που φέρουν τον «διαφωτιστικό» τίτλο Κατ' Απίωνος (2.14), ο Απίων πέθανε από μία νόσο που είχε προκαλέσει ο ίδιος με τον άσωτο τρόπο ζωής του.
Ο Απίων συνέγραψε αρκετά έργα, από τα οποία κανένα δεν διασώζεται σήμερα. Η γνωστή ιστορία για τον Ανδροκλή και το λιοντάρι (που τη διασώζει ο Αύλος Γέλλιος[13]) είναι δική του, από το έργο Αἰγυπτιακά. Κάποια σωζόμενα σπαράγματα του έργου του έχουν δημοσιευθεί στο Etymologicum Gudianum (επιμ. Sturz, 1818). Τα έργα του Απίωνος είναι τα εξής:
Στο λεξικό Σούδα βρίσκονται αναφορές σε κάποιον «Απίωνα» ως συνθέτη επιγραμμάτων (λήμματα «Ἀγύρτης», «σπιλάδες», «σφάραγον», και «τρίγληνα»), αλλά είναι αβέβαιο το εάν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον γραμματικό.
![]() |
Αυτό το λήμμα βασίζεται ή περιλαμβάνει κείμενο από λήμμα στo Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής βιογραφίας και μυθολογίας του Ουίλλιαμ Σμιθ (1870) που αποτελεί κοινό κτήμα. |