Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 22 Ιουνίου του 1930 |
Θάνατος | Πιθανόν την 1η Μαρτίου του 1932 (1,5 ετών) |
Αιτία θανάτου | Ανθρωποκτονία που οφείλεται σε τραύμα στο κεφάλι |
Χώρα πολιτογράφησης | Αμερική |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Γονείς |
|
Σχετικά πολυμέσα | |
Την 1η Μαρτίου του 1932, ο 20 μηνών Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ (αγγλικά: Charles Augustus Lindbergh Jr., γεννημένος στις 22 Ιουνίου του 1930), πρωτότοκος γιος του αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ και της συγγραφέως Αν Μόροου Λίντμπεργκ, έπεσε θύμα απαγωγής και ανθρωποκτονίας στο Ιστ Άμγουελ του Νιου Τζέρσεϊ των Ηνωμένων Πολιτείων Αμερικής.[1]
Τον Σεπτέμβριο του 1934 συνελήφθη ως δράστης του εγκλήματος ένας Γερμανός μετανάστης και ξυλουργός ονόματι Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν. Η δίκη του διήρκεσε από τις 2 Ιανουαρίου έως τις 13 Φεβρουαρίου του 1935 και εκείνος βρέθηκε ένοχος για δολοφονία πρώτου βαθμού και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά εκτελέστηκε στις 3 Απριλίου του 1936.[2] Ωστόσο, η ενοχή του Χάουπτμαν ή η αθωότητα του, συνεχίζουν να είναι θέμα συζήτησης μέχρι σήμερα. Ο δημοσιογράφος Χένρι Λούις Μένκεν χαρακτήρισε την απαγωγή του Τσαρλς Λίντμπεργκ Τζούνιορ και τη δίκη του Χάουπτμαν ως "τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, μετά από την ίδια την "Ανάσταση του Ιησού Χριστού".[3] Οι νομικοί μελετητές εκείνης της εποχής , όταν αναφερόντουσαν στην συγκεκριμένη υπόθεση την αποκαλούσαν το "έγκλημα του αιώνα".[4] Μάλιστα, η σοβαρότητα της συγκεκριμένης απαγωγής που έφτασε σε ανθρωποκτονία κινητοποίησε το Κογκρέσο των ΗΠΑ στο να εγκρίνει έναν Ομοσπονδιακό Νόμο Ασφαλείας (που συνήθως αναφέρεται ως "νόμος του Λιτλ Λίντμπεργκ"), ο οποίος επέτρεψε στο FBI να καταδιώκει και να συλλαμβάνει απαγωγείς σε οποιαδήποτε Πολιτεία και αν βρίσκονταν μαζί με το θύμα τους. Μέχρι τότε, οι αρχές μπορούσαν να πιάσουν εγκληματίες μόνο όσο βρίσκονταν μέσα στην Πολιτεία όπου διέπραξαν το έγκλημα τους. Γι’ αυτό και όλοι οι απαγωγείς έσπευδαν να φτάσουν σε μια άλλη περιοχή, γιατί εκεί κανείς δεν μπορούσε να τους συλλάβει.[5]
Το κρύο απόγευμα της 1η Μαρτίου του 1932, το ζεύγος Λίντμπεργκ βρισκόταν στο σπίτι του και είχε μόλις αναβάλει την επίσκεψη που σκόπευε να κάνει στην οικογένεια Μόροου, δηλαδή στους γονείς της Αν Λίντμπεργκ, οι οποίοι ζούσαν με 32 υπηρέτες σε ένα αρχοντικό που ήταν σχεδόν 50 μίλια μακριά. Ο λόγος ήταν ότι ο γιος τους, ο 20 μηνών Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπέργκ Τζούνιορ είχε κρυολογήσει και δεν ήθελαν να τον εκθέσουν στο κρύο. Έτσι αποφάσισαν να αναβάλουν την επίσκεψη για δύο ημέρες αργότερα. Αφού το ζεύγος Λίντμπεργκ δείπνησε, η Αν αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα της για να ξεκουραστεί γιατί ήταν έγκυος, ενώ ο Τσαλρς κάθησε για λίγο μπροστά στο τζάκι και έπειτα πήγε στο γραφείο του. Κάποια στιγμή άκουσε έναν κρότο, αλλά δεν έδωσε σημασία.
Περίπου στις 22:00, η γκουβερνάντα του Αγκάστους, η Μπέτυ Γκόου, ανακάλυψε ότι το μωρό δεν βρισκόταν στην κούνια του. Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι το αγοράκι ήταν μαζί με τη μητέρα του, την Αν Μόροου Λίντμπεργκ. Παρόλα αυτά διαπίστωσε σύντομα ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, αφού είδε την Αν να βγαίνει μόνη της από το μπάνιο. Σε κατάσταση πανικού, η Γκόου πήγε στο γραφείο της έπαυλης που ήξερε ότι βρισκόταν ο πατέρας του μωρού, ο Τσαρλς Λίντμπεργκ, με την ελπίδα ότι ο γιος του ήταν μαζί του. Βρήκε όμως μόνο του τον Τσαρλς και τον ενημέρωσε αμέσως για την κατάσταση. To σπίτι ψάχτηκε εξονυχιστηκά, αλλά ο Αγκάστους δεν βρέθηκε πουθενά. Κατά την έρευνα στο δωμάτιο του μωρού, βρέθηκαν ίχνη λάσπης στο πάτωμα. Επίσης, το μάτι του Τσαρλς έπεσε πάνω σε έναν λευκό φάκελο πάνω στο περβάζι του παραθύρου. Όταν τον άνοιξε, διαπίστωσε ότι το περιεχόμενο του ήταν μια σύντομη επιστολή λύτρων, η οποία είχε πολλά ορθογραφικά και συντακτικά λάθη και ανέφερε τα εξής:
Αγαπητέ κύριε! Να έχετε 50.000$ έτιμα. Τα 25 000$ σε χαρτονομίσματα των 20$ τα 15000$ σε χαρτονομίσματα των 10$ και τα 10000$ σε χαρτονομίσματα των 5$. Μετά από 2 - 4 ημέρες θα σας ενημερώσουμε που να παραδώσετε τα χρίματα. Σας προειδοποιούμε να μην το διμοσιοποιήσετε ή να μην ενημερώσετε την αστινομία το παιδί βρίσκεται σε καλί φροντίδα. Αναγνώριση για όλες τις επιστολές θα είναι η υπογραφή και οι 3 κίκλοι.[6]
Στο κάτω μέρος του σημειώματος μαζί με την υπογραφή, υπήρχαν δύο αλληλένδετοι μπλε κύκλοι, στο κέντρο των οποίων υπήρχε ένας κόκκινος κύκλος με μια μαύρη κουκίδα στο κέντρο του. Άλλες δύο μαύρες κουκίδες υπήρχαν επίσης αριστερά και δεξιά από τους μπλε κύκλους.
Παίρνοντας ένα όπλο, ο Τσαρλς ξεκίνησε να ερεύνα ολόκληρο το σπίτι και τον κήπο με την βοήθεια του οικογενειακού μπάτλερ, του Όλι Γουίτλι.[7] Στο έδαφος και στη περίμετρο που ήταν κάτω από το δωματίου του μωρού βρήκαν στο χώμα σημάδια (που αποδείκνυαν ότι κάποιος είχε τοποθετήσει νωρίτερα εκεί μια πτυσσόμενη σκάλα) και κάποια κομμάτια ξύλου. Βγήκαν επίσης μια παιδική κουβέρτα.[7] Μετά από εντολή του Τσαρλς, ο Γουίτλι έσπευσε να τηλεφωνήσει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα του Χόπγουελ. Ταυτόχρονα, ο Λίντμπεργκ επικοινώνησε με τον δικηγόρο και τον φίλο του, Χένρι Μπρέκινριτζ, και αμέσως μετά με το αστυνομικό τμήμα της πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ.[7]
Μια εκτεταμένη έρευνα του σπιτιού και της γύρω περιοχής ξεκίνησε λίγο αργότερα από τα δυο αστυνομικά τμήματα. Εν τω μεταξύ, η φήμη της απαγωγής του Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ εξαπλώθηκε αστραπιαία το ίδιο βράδυ σε όλη την πόλη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν εκατοντάδες άνθρωποι στο κτήμα των Λίντμπεργκ, καταστρέφοντας άθελα τους τις πατημασιές (αν αυτές υπήρχαν) που ήταν βασικά στοιχεία για την έρευνα.[8] Επιπρόσθετα στο αρχοντικο των Λίντμπεργκ ήρθαν και σημαντικοί εθελοντές για να προσφέρουν την βοήθεια τους στην έρευνα, οι οποίοι ήταν: ο επιθεωρητής της αστυνομίας του Νιου Τζέρσεϊ Χέρμπερτ Νόρμαν Σβάρσκοπφ και ο Γουίλιαμ Τζ. Ντόνοβαν, ο οποίος ήταν στρατιωτικός ήρωας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα ηγήθηκε του Γραφείο στρατηγικών υπηρεσιών (OSS), δηλαδή την μετέπειτα CIA.
Σύντομα οι αστυνομικοί εντόπισαν τα δυο τμήματα μιας χειροποίητης ξύλινης σκάλας που χρησιμοποιήθηκε στην απαγωγή, η οποία είχε σπάσει ακριβώς στην μέση. Μετά τα μεσάνυχτα, κατέφθασε στην έπαυλη ένας ειδικός στα δαχτυλικά αποτυπώματα και εξέτασε το σημείωμα των λύτρων και την σκάλα. Εντούτοις, δεν εντόπισε σε αυτά δαχτυλικά αποτυπώματα. Επειδή όμως δεν βρέθηκαν ούτε πατημασιές στο έδαφος, οι αρχές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι οι απαγωγείς σίγουρα φορούσαν γάντια και είχαν κάποιου είδους υφασμάτινης προστασίας στις σόλες των παπουτσιών τους για να μην αφήσουν πίσω τους στοιχεία που θα πρόδιδαν την ταυτότητα τους.
Τις επόμενες μέρες, το σημείωμα των λύτρων ερευνήθηκε από ειδικούς γραφολόγους. Έφτασαν στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός της επιστολής πρέπει να ήταν ξένος που μιλούσε γερμανικά ως μητρική του γλώσσα και πιθανότατα είχε περάσει λίγο χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της ιδιαίτερης χρήσης της αγγλικής γλώσσας στον γραπτό του λόγο.[9]
Σε μια άλλη προσπάθεια να αναγνωριστούν οι απαγωγείς, οι αρχές με την βοήθεια ειδικών εξέτασαν περεταίρω τα σπασμένα κομμάτια ξύλου που εντοπίστηκαν από τον Τσαλς Λίντμπεργκ, καθώς και την σκάλα που χρησιμοποιήθηκε για την απαγωγή του παιδιού. Παρατήρησαν ότι αυτή είχε κατασκευαστεί με ιδιαίτερο τρόπο. Παρόλα αυτά, ήταν εμφανές ότι την έφτιαξε κάποιος που ήταν πεπειραμένος στις κατασκευές από ξύλο.
Το πρωί μετά την απαγωγή, οι αρχές ενημέρωσαν τον Πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ για το έγκλημα. Εκείνη την εποχή, η απαγωγή ήταν καταχωρημένη ως κρατικό έγκλημα και η υπόθεση δεν φαινόταν να έχει κανένα λόγο για ομοσπονδιακή εμπλοκή. Παρόλα αυτά, ο διευθυντής του FBI, ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ επικοινώνησε με το αστυνομικό Τμήμα του Τρέντον στο Νιου Τζέρσεϊ και αργότερα συναντήθηκε με τον Γενικό Εισαγγελέα Ουίλιαμ Ντ. Μίτσελ τονίζοντας και στις δύο περιπτώσεις ότι εκείνος και η υπηρεσία του θα βοηθήσαν με οποιοδήποτε τρόπο χρειαζόταν. Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο ο Χουβερ χειρίστηκε έτσι την κατάσταση, ήταν επειδή στην ουσία το FBI δεν είχε τότε ακόμα δικαιοδοσία ερευνάς, καθώς την έλαβε επίσημα στις 13 Μαΐου του 1932.[10]
Εν τω μεταξύ, στις 4 Μαρτίου του 1932, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ ονόματι Γκαστόν Μινς (ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν πλαστογράφος και απατεώνας) πλησίασε την Έβελυν Γουόλς Μάκλιν, (μια από τις πιο εύπορες γυναίκες, καθώς και από τα σημαντικότερα μέλη της αριστοκρατίας του Νιού Τζέρσεϊ) και της ανέφερε ότι θα ήταν πολύ χρήσιμος στις διαπραγματεύσεις για την ασφαλή επιστροφή του μωρού στην οικογένεια του. Ο Μινς πίστευε ότι μπορούσε να βρει τους απαγωγείς επειδή όπως ισχυρίστηκε στην Έβελυν, εκείνοι τον προσέγγισαν εβδομάδες πριν την απαγωγή για να του ζητήσουν να συμμετείχε σε αυτή. Επίσης της αποκάλυψε ότι ο βασικός απαγωγέας του μωρού ήταν κάποιος φίλος του. Την επόμενη μέρα, ο Γκαστόν πλησίασε ξανά την Μάκλιν και της είπε ότι είχε έρθει σε επαφή με το πρόσωπο που είχε στην κατοχή του το παιδί. Στη συνέχεια την έπεισε να του δώσει 100.000 δολάρια για να πάρει πίσω το μωρό επειδή όπως της είπε, το ποσό των λύτρων είχε ήδη διπλασιαστεί. Η Έβελυν τον πίστεψε και περίμενε για μέρες την επιστροφή του παιδιού. Όταν αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, εκείνη ζήτησε από τον Γκαστόν να της επιστρέψει πίσω τα χρήματα που του είχε δώσει. Εκείνος το αρνήθηκε, και έτσι η Μάκλιν τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Ο Μινς καταδικάστηκε σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκισης με κατηγορίες εξαπάτησης.[11]
Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ χρησιμοποίησε την επιρροή του για να ελέγξει την κατεύθυνση της έρευνας.[12] Επικοινώνησε με τον Μίκι Ρόσνερ, έναν τραγουδιστή του Μπρόντγουεϊ που φημολογείται ότι είχε γνωριμίες μέσα στην μαφία. Ο Ρόσνερ ζήτησε βοήθεια από δύο ιδιοκτήτες παράνομων μπαρ, τον Σαλβατόρε "Σάλβι" Σπατάλε και τον Ιρβίνγκ Μπιτς. Ο Λίντμπεργ συμφώνησε σε αυτό και συνεργάστηκε με τους μεσάζοντες του για να αντιμετωπίσουν την μαφία. Εντούτοις αυτή του η κίνηση δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Προφανώς ο Τσαρλς σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από τον υπόκοσμο, επειδή η απαγωγή του γιου του είχε ήδη γίνει γνωστή σε όλη την χώρα και πολλοί από τους κορυφαίους οργανωμένους εγκληματίες που βρίσκονταν μέσα στη φυλακή είχαν εκφράσει την επιθυμία τους να βοηθήσουν την οικογένεια Λίντμπεργκ. Δύο από αυτούς ήταν ο Γουίλι Μορέτι και ο Αμπνερ Ζουίλμαν, οι οποίοι προσφεραν χρήματα για να βοηθήσουν στην επιστροφή του μωρού στην οικογένεια του, με ανταλλαγμα όμως να λάβουν νομικές χάρες. Ενδιαφέρον όμως είχε προκαλέσει κυρίως η προσφορά του διαβόητου κακοποιού Αλ Καπόνε. Εκείνος βρισκόταν ήδη στη φυλακή για τέσσερις μήνες αναμένοντας την έφεση της ενδεκαετούς ποινής του για φοροδιαφυγή. Παρόλο αυτά πρόσφερε 10.000 δολάρια με αντάλλαγμα την προσωρινή του απελευθέρωση με το πρόσχημα ότι θα χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να αναζητήσει τους απαγωγείς. Μάλιστα δήλωσε στους δημοσιογράφους τα εξής: "Ξέρω πώς θα αισθανόμασταν η κυρία Καπόνε και εγώ αν απήγαγαν τον δίκο μας γιο και συμπάσχω με τους Λίντμπεργκ". Ωστόσο οι αρχές δεν πείστηκαν και δεν δέχτηκαν την βοήθεια του.
Τις επόμενες μέρες, η αστυνομία του Νιού Τζέρσεϊ δημοσιοποίησε επίσημα την απαγωγή όταν προσέφερε αμοιβή 25.000 δολαρίων (ισοδύναμη με 558.000 δολάρια το 2023), σε οποιονδήποτε μπορούσε να δώσει αξιόπιστες πληροφορίες που θα βοηθούσαν στην επίλυση της υπόθεση και στην ασφαλή επιστροφή του μικρού "Λίντι" στην οικογένεια του. Επιπρόσθετα, το ζεύγος Λίντμπεργκ πρόσθεσε στο ποσό της αστυνομίας άλλες 50.000 δολάρια. Εκείνη την εποχή, η συνολική ανταμοιβή των 75.000 δολαρίων (περίπου 1.801.000 δολάρια το 2024) ήταν ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, επειδή το έθνος βρισκόταν στη μέση της Μεγάλης Ύφεσης.
Στις 6 Μαρτίου του 1932, ένα νέο σημείωμα λύτρων έφτασε με ταχυδρομείο στο σπίτι των Λίντμπεργκ. Το γράμμα είχε σταλεί στις 4 Μαρτίου από το Μπρούκλιν. Στο κάτω μέρος είχε ξανά την ίδια υπογραφή και τα ιδιαίτερα μπλε και κόκκινα σύμβολα που περιλάμβανε και η προηγούμενη επιστολή. Τα λύτρα πλέον είχαν αυξηθεί σε 70.000 δολάρια. Σύντομα έφτασε και τρίτο σημείωμα λύτρων στο ταχυδρομείο του Μπρέκινριτζ, το οποίο παρέλαβε ο δικηγόρος της οικογένειας Λίντμπεργκ, ο Χένρι Μπρέκινριτζ. Αυτή η επιστολή ενημέρωνε τους γονείς του μωρού ότι ο κολεγιακός προπονητής ποδοσφαίρου και συνταξιούχος δάσκαλος Τζον Κόντον, θα ήταν ο συνδετικός κρίκος για την επικοινωνία ανάμεσα στο ζεύγος Λίντμπεργκ και τους απαγωγείς. Επίσης τους ζητούσε να φροντίσουν να δημοσιευτεί σε εφημερίδα ότι είχαν λάβει και το τρίτο γράμμα των λύτρων. Τέλος τους έδινε επιπλέον οδηγίες που διευκρίνιζαν το μέγεθος του κουτιού στο οποίο έπρεπε να εισέλθουν τα χρήματα. Για άλλη μια φορά και σε αυτή την επιστολή η οικογένεια προειδοποιήθηκε να μην επικοινωνήσει με την αστυνομία. Ο Τζον Κόντον προφανώς επιλέχθηκε από τους απαγωγείς επειδή είχε εμπλακεί στην υπόθεση με το να δηλώσει δημόσια ότι προσφέρει 1.000 δολάρια σε αυτούς που κρατούσαν όμηρο το μωρό, με την προϋπόθεση όμως ότι θα το παρέδιδαν σώο και αβλαβές σε έναν Καθολικό ιερέα.[13] Οι Λίντμπεργκ δέχτηκαν τον Τζον ως μεσολαβητή και εκείνος άρχισε αμέσως τις διαπραγματεύσεις με τους απαγωγείς μέσω αγγελιών στις εφημερίδες, χρησιμοποιώντας το κωδικό όνομα "Τζάφσι". Πολύ σύντομα έλαβε το τέταρτο γράμμα των λύτρων.
Στις 8.30 το απόγευμα της 12ης Μαρτίου του 1923, μετά από ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, ο Τζον Κόντον πήρε στα χέρια του το πέμπτο σημείωμα των απαγωγέων, μέσω του Τζόζεφ Περόνε, ενός οδηγού ταξί, ο οποίος το είχε παραλάβει με την σειρά του από έναν άγνωστο. Αυτή η επιστολή ζητούσε στον Κόντον να εντοπίσει ένα ακόμα γράμμα με οδηγίες, το οποίο θα έβρισκε κάτω από μια πέτρα. Αυτή η πέτρα βρισκόταν 100 μέτρα μακριά από την έξοδο ενός σταθμού του μετρό. Ο Τζον Κόντον βρήκε εκεί την έκτη επιστολή λύτρων, μέσα στην οποία του ζητήθηκε να συναντήσει έναν άντρα, ο οποίος αναφερόταν ως μέλος της ομάδας των απαγωγέων. Σύμφωνα με τον Κόντον, οι δυο τους συναντήθηκαν ένα βράδυ στο νεκροταφείο Γούντλον στο Μπρονξ και ο άλλος άνδρας φαινόταν αλλοδαπός λόγω της προφοράς του. Όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει καλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του επειδή ο άγνωστος στεκόταν σε κάποιο σκοτεινό σημείο του νεκροταφείου κατά τη διάρκεια όλης της συζήτησης τους. Ο μυστηριώδης άντρας υποστήριξε ότι ονομαζόταν "Τζον" και ισχυρίστηκε ότι ήταν "Σκανδιναβός" ναυτικός και μέλος μιας συμμορίας που αποτελούνταν από τρεις άνδρες και δύο γυναίκες. Όσο για το μωρό, είπε στον Κόντον ότι είναι ασφαλές και ότι θα το επιστρέφαν στην οικογένεια του μόνο αφότου λάμβαναν τα λύτρα. Όταν ο Κόντον εξέφρασε αμφιβολίες για τα λεγόμενα του "Τζόν", εκείνος υποσχέθηκε να του φέρει σύντομα μια απόδειξη που θα αποδείκνυε ότι έλεγε την αλήθεια. Επίσης πρόσθεσε το εξής: "Θα με έκαιγαν αν το πακέτο ήταν νεκρό;'' Ο Κόντον τον ρώτησε τι εννοούσε και συνέχισε να τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις για να βεβαιωθεί για την ειλικρίνεια του. Ωστόσο ο "Τζον" απάντησε απλώς ότι το μωρό ήταν ζωντανό και επέμενε σε αυτό. Ο Κόντον συνοδευόταν από έναν σωματοφύλακα σε όλη τη διάρκεια της συνάντησης, εκτός από τις στιγμές που συνομίλησε με το "Τζον".
Στις 16 Μαρτίου του 1932 ο Κόντον έλαβε με ταχυδρομείο ένα πακέτο που περιλάμβανε τις πιτζάμες του παιδιού μαζί με την έβδομη επιστολή λύτρων.[14] Αφού ο Τσαρλς Λίντμπεργκ αναγνώρισε τις πιτζάμες ως εκείνες του γιου του, ο Κόντον δημοσίευσε ακόμα μια αγγελία προς τους απαγωγείς στην Εθνική Εφημερίδα αναφέροντας ότι: "Τα χρήματα είναι έτοιμα" [15]
Τις μέρες που ακολούθησαν μέχρι να πληρωθούν τα λύτρα, διάφοροι επιτήδειοι επισκέπτονταν την οικογένεια Λίντμπεργκ με την πρόφαση ότι γνώριζαν που βρίσκεται ο μικρός Αγκάστους. Φυσικά είχαν ως απώτερο σκοπό τους να τους ξεγελάσουν και να τους αποσπάσουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν. Στις 29 Μαρτίου του 1932, η Μπέτυ Γκόου η γκουβερνάντα του Αγκάστους, καθώς βρισκόταν κοντά στην είσοδο του κτήματος των Λίντμπεργκ, βρήκε την μεταλλική συσκευή που φορούσε συχνά το μωρό στο χέρι του, για να το εμπόδιζε να πιπιλάει τον αντίχειρα του.
Την επόμενη μέρα ο Τζόν Κόντον έλαβε το ένατο σημείωμα από τους απαγωγείς, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα ανέβαζαν τα λύτρα στις 100.000 δολάρια. Την 1η Απριλίου του 1932 έφτασε και η δέκατη επιστολή λύτρων, η οποία ζητούσε από τον Κόντον να έχει τα χρήματα έτοιμα μέχρι το επόμενο βράδυ. Ο Κόντον ενημέρωσε τις αρχές και την οικογένεια του μωρού για τις τρέχουσες εξελίξεις και έπειτα έβαλε μια αγγελία στην εφημερίδα για να γνωστοποιήσει στους απαγωγείς ότι δέχεται το αίτημα τους.
Τα χρήματα των λύτρων τοποθετήθηκαν σε ένα ξύλινο κουτί που είχε κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε αργότερα να υπήρχε η δυνατότητα να αναγνωριστεί. Επιπλέον, τα χρήματα αποπληρωμής των λύτρων δεν είχαν σημαδευτεί με κάποιον τρόπο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αποτελούνταν από χρυσά πιστοποιητικά (ένα είδος χρηματικής συναλλαγής που χρησιμοποιήθηκε από το 1865 έως το 1933 και αποσκοπούσε στο να μπορεί κάποιος να πληρώνει σε χρυσό μέσω αυτών των χαρτονομισμάτων).[14] Με αυτή την μέθοδο, οι αρχές θεωρούσαν ότι θα έπιαναν τους δράστες. Συγκεκριμένα όταν αυτοί θα τα χρησιμοποιούσαν θα γίνονταν πιο εύκολα αντιληπτοί.[2][16] Προς αυτό τον σκοπό, η αστυνομία σημείωσε στα αρχεία της τους σειριακούς αριθμούς που ήταν καταγεγραμμένοι πάνω στα ομόλογα χρυσού.
Στις 2 Απριλίου του 1932, ο Κόντον έλαβε το εντέκατο γράμμα από τους απαγωγείς μέσο ενός ταξιτζή, το οποίο τον καθοδηγούσε πώς να βρει το δωδέκατο σημείωμα κάτω από μια πέτρα, μπροστά από ένα θερμοκήπιο στο Μπρονξ. Σε αυτό το σημείωμα ζητούσαν από το Κόντον να συναντηθεί με τον "Τζον" το ίδιο βράδυ. Πράγματι ο Κόντον βρέθηκε ξανά τετ α τετ με τον μυστηριώδη άντρα και του παρέδωσε τις 50.000 δολάρια λέγοντας του πως δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν περισσότερα. Αυτή την φορά όμως κατάφερε να δει καθαρά το πρόσωπο του. Ο άντρας δέχθηκε τα χρήματα και του είπε πως το μωρό «το προσέχουν δύο αθώες γυναίκες» σε ένα σκάφος. Επιπρόσθετα, ο "Τζον" έδωσε στον Κόντον το δέκατο τρίτο σημείωμα, στο οποίο περιλαμβάνονταν οδηγίες για το πώς θα εντόπιζαν το σκάφος που ονομαζόταν «Νέλλη» στο νησί Μάρθας Βίνιαρντ της Μασαχουσέτη. Ο Κόντον ενημέρωσε αμέσως τις αρχές και άρχισαν οι έρευνες για το σκάφος. Έπειτα από αυτό, το ζεύγος Λίντμπεργκ περίμενε ότι ο εφιάλτης τους θα τελείωνε, καθώς ο γιος τους θα επέστρεφε στην αγκαλιά τους. Δυστυχώς όμως, το σκάφος δεν βρέθηκε ποτέ. Παρόλα αυτά ο Κόντον διαβεβαίωσε τους πάντες πως πλέον θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον "Τζον" αν τον έβλεπε οπουδήποτε.
Στις 12 Μαΐου του 1932, ένας οδηγός φορτηγού ονόματι Όρβιλ Γουίλσον και ο νέγρος βοηθός του, ο Ουίλιαμ Άλεν, σταμάτησαν στην πλευρά ενός δρόμου στην κοινότητα Μάουντ Ρόουζ, στο γειτονικό Χόπγουελ Τάουνσιπ του Νιού Τζέρσεϊ, το οποίο ήταν περίπου 8 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι των Λίντμπεργκ.[17] Όταν ο Άλεν πήγε να ουρίσει σε ένα άλσος που βρισκόταν κοντά στον δρόμο, ανακάλυψε το άψυχο σώμα ενός μικρού παιδιού. Η σορός του μωρού ήταν σε προχωρημένη αποσύνθεση και ήταν εμφανές ότι την είχαν κατασπαράξει τα άγρια ζώα. Επίσης το κεφάλι του νεκρού παιδιού ήταν σπασμένο και υπήρχε μια τρύπα στο κρανίο του, ενώ επίσης έλειπαν το αριστερό του πόδι και τα δυο του χέρια. Τέλος υπήρχαν ενδείξεις ότι το μωρό είχε θαφτεί πολύ βιαστικά σε ένα πρόχειρο τάφο.[18][19] Η Ανν Λίντμπεργκ δεν ήταν σε θέση να κάνει εκείνη την αναγνώριση και έτσι έστειλε στην θέση της την γκουβερνάντα του παιδιού της, την Μπέτυ Γκόου. Εκείνη αναγνώρισε την σωρό ως τον Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ, από το φανελάκι που φορούσε, καθώς η Μπέτυ είχε ράψει πάνω σε αυτό μια μπλε μεταξωτή κορδέλα. Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ, που απουσίαζε κατά την ανακάλυψη του πτώματος, επέστρεψε εσπευσμένα και επέμεινε να κάνει και εκείνος την αναγνώριση. Του πήρε μόλις 90 δευτερόλεπτα καθώς αναγνώρισε τον γιο του από την οδοντοστοιχία του και από την κυρτοδακτυλία που υπήρχε στο πόδι του. Με βάση τις πρώτες εκτιμήσεις του ιατροδικαστή, το παιδί είχε πεθάνει πριν δύο μήνες εξαιτίας ενός δυνατού χτυπήματος στο κεφάλι. Οι αρχές θεώρησαν ότι το μωρό πρέπει να έπεσε κατά λάθος από τα χέρια του απαγωγέας την ώρα που κατέβαινε από την σκάλα. Κατασκευάζοντας κάποια αντίγραφα της σκάλας της απαγωγής, η αστυνομία έκανε αρκετές δοκιμές για να επαληθέψει την θεωρία της για τον θάνατο του Αγκάστους. Κάθε φορά η σκάλα έσπαγε κάτω από το βάρος ενός αστυφύλακα που κουβαλούσε ένα σάκο στο βάρος του μωρού. Αν και οι αρχές ζήτησαν επίσημη νεκροψία, το ζεύγος Λίντμπεργκ και ιδιαίτερα ο Τσαρλς, δεν ήθελε να γίνει και επέμεινε να γίνει άμεση αποτέφρωση στο σώμα του παιδιού τους.[20] Η επιθυμία τους πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου του 1932 και στην συνέχεια οι στάχτες του μωρού σκορπίστηκαν στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Οι αξιωματούχοι πίστευαν ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα το έγκλημα το είχε διαπράξει κάποιος που ήξεραν οι Λίντμπεργκ. Οι αρχικές υποψίες της αστυνομίας έπεσαν πάνω στο προσωπικό του σπιτιού της οικογένειας Λίντμπεργκ και ιδιαίτερα στην Σκωτσέζα 30χρονη γκουβερνάντα του μωρού, την Μπέτυ Γκόου. Επίσης ύποπτη θεωρήθηκε η 28χρονη καμαριέρα των πεθερικών του Τσαρλς Λίντμπεργκ, η Βάιολετ Σαρπ. Η Γκόου ήταν το τελευταίο άτομο που είδε το μωρό ζωντανό. Όμως μετά από εξαντλητική ανάκριση στην οποία επιβεβαιώθηκαν τα λεγόμενα της από τα αφεντικά της, εκείνη βγήκε από την λίστα των υπόπτων. Ανόμοια δεν συνέβη το ίδιο με την Βάιολετ, η οποία βρέθηκε ύποπτη για διαφορετικούς λόγους. Εκείνη έλειπε από σπίτι των Μόροου την βράδυ της απαγωγής και οι αρχές ήθελαν να μάθουν που βρισκόταν, τι είχε κάνει και με ποιον. Μολαταύτα εκείνη ήταν αγενής και μη συνεργάσιμη κατά την ανάκριση. Γι' αυτό χρειάστηκε να την ανακρίνουν αρκετές φορές. Ωστόσο η Σαρπ έπεφτε σε πολλές αντιφάσεις καθώς έδινε ασαφείς απαντήσεις ή άλλαζε τα λεγόμενα της από κατάθεση σε κατάθεση. Δυστυχώς, στις 10 Ιουνίου του 1932 και λίγο πριν προλάβει η αστυνομία να την ανακρίνει για τέταρτη φορά, η Βάιολετ αυτοκτόνησε καταπίνοντας υδροκυάνιο.[21][22] Η αυτοχειρία της, έκανε πολλούς τότε να αναρωτηθούν αν πραγματικά γνώριζε λεπτομέρειες για την απαγωγή και κατά συνέπεια αυτοκτόνησε επειδή φοβόταν να αποκαλύψει αυτή την αλήθεια. Εντούτοις, λίγο μετά τον θάνατο της επιβεβαιώθηκε ότι δεν είχε σχέση με την υπόθεση και απλώς δεν άντεξε την πίεση που της άσκησε η αστυνομία κατά τις ανακρίσεις. Άλλωστε είχε ακλόνητο άλλοθι για τη νύχτα της απαγωγής, που άργησε να το ομολογήσει στις αρχές και το οποίο επιβεβαιώθηκε από μαρτυρίες μετά την αυτοχειρία της.[23] Η Βάιολετ φοβήθηκε να το φανερώσει αμέσως, επειδή ήταν αρραβωνιασμένη με τον μπάτλερ της οικογένειας Λίντμπεργκ, τον Όλι Γουίτλι. Συγκεκριμένα, το μοιραίο βράδυ είχε βγει για ποτό με ένα άλλον άντρα και είχαν συντροφιά τους ένα άλλο ζευγάρι. Πίστευε ότι αυτή η αλήθεια θα διέλυε τον αρραβώνας της και θα την άφηνε στο δρόμο και χωρίς εργασία, καθώς τα αφεντικά της θα την θεωρούσαν ελευθέρων ηθών.[24]
Εν τω μεταξύ ο Τύπος της εποχής άρχισε να γράφει καυστικά άρθρα εναντίον της αστυνομίας, αλλά κυρίως εναντίον του διευθυντή των εγκληματολογικών ερευνών, του Τζον Λαμπ. Αυτή η σφοδρή δημοσιογραφική επίθεση πήγαζε κυρίως από το γεγονός ότι ο Λαμπ έχει εστιάσει τις υποψίες του κυρίως στην Βάιολετ Σαρπ. Γι' αυτό όταν εκείνη αυτοκτόνησε, οι δημοσιογράφοι τον χαρακτήριζαν ως δολοφόνο της.
Μετά την ανακάλυψη του πτώματος του Αγκάστους Λίντμπεργκ, ύποπτος ήταν και ο Τζον Κόντον, ο οποίος παρέμεινε για αρκετό διάστημα, αν και ανεπίσημα, ως εμπλεκόμενος στην υπόθεση. Οι αρχές των καλούσαν συχνά για ανακρίσεις ή του ζητούσαν να δίνει το παρόν σε διάφορα αστυνομικά τμήματα για τα επόμενα δύο χρόνια. Ερευνήθηκε επίσης το σπίτι του, αλλά δεν βρέθηκε τίποτα ενοχοποιητικό. Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ στήριξε και ήταν δίπλα στον Κόντον κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου.[25]
Την ίδια στιγμή όμως η θέση του Κόντον άρχισε να επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο μέσα από διαφορά έντυπα που δημοσιοπιουσαν συνεχώς τις εξελίξεις. Για παράδειγμα, το περιοδικό Liberty δημοσίευσε σε μια σειρά άρθρων με τον τίτλο "Jafsie Tells All" ("Ο Τζάφσι τα Αναφέρει Όλα",) οι οποίες έκαναν αναφορά στην εμπλοκή του Τζον Κόντον στην απαγωγή του μωρού.[26] Ταυτόχρονα όμως είχε γίνει ύποπτος για το κοινό και μάλιστα σε ορισμένους κοινωνικούς κύκλους είχε διασυρθεί το όνομα του.[27]
Κάποιες φορές οι ίδιες οι ενέργειες και τα λεγόμενα του Κόντον δεν τον βοηθούσαν να φτιάξει την δημόσια εικόνα του. Προσπαθούσε με υπερβάλλοντα ζήλο να βρει στοιχεία για τον "Τζον", με αποτέλεσμα άθελα του να γίνεται πολύ αυθόρμητος και αλλοπρόσαλλος. Λόγου χάρη, μια μέρα που βρισκόταν μέσα σε ένα λεωφορείο ισχυρίστηκε ότι είδε έναν ύποπτο που έμοιαζε με τον "Τζον", να περπατά στο πεζοδρόμιο. Αποκαλύπτοντας στον οδηγό την ταυτότητα του και τον μυστικό ρόλο που είχε αναλάβει, του ζήτησε να σταματήσει αμέσως το λεωφορείο. Ο σαστισμένος οδηγός συμφώνησε και ο Κόντον βγήκε τρέχοντας στο δρόμο για να καταδιώξει τον ύποπτο άντρα, αλλά αυτός του ξέφυγε.
Κάτι που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του Τζον Κόντον και επικρίθηκε ως εκμετάλλευση δημοσιότητας προς το πρόσωπο του, ήταν το ότι συμφώνησε να εμφανιστεί στην θεατρική σκηνή ενός Βουντέβιλ που αναφερόταν στην απαγωγή του Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ για να ξεκαθαρίσει την θέση του στην υπόθεση.[28] Τελικά οι αρχές πείστηκαν ότι δεν έχει σχέση με τους απαγωγείς και έτσι τον έβγαλαν από την λίστα των υπόπτων. Τότε η αστυνομία του ζήτησε να τους βοηθήσει να αναγνωρίσουν τον μυστήριο "Τζον", δείχνοντας του φωτογραφίες διάφορων κακοποιών. Αλλά ο Κόντον δεν αναγνώρισε σε κανέναν από αυτούς τον άντρα που είχε συναντήσει δύο φορές. Την ίδια στιγμή όμως, το FBI προσέλαβε σκιτσογράφους για να φτιάξουν το σκίτσο του "Τζον", με βάση τις περιγραφές που τους έδωσε ο Κόντον και Τζόζεφ Περόνε (ο οδηγός ταξί που είχε δει και εκείνος τον ύποπτο όταν του παρέδωσε μια από τις επιστολές λύτρων). Επίσης οι αρχές ζήτησαν από τον Τζον Κόντον να καταγράψει λεπτομερώς όλες τις συνομιλίες που είχε μαζί του στις 12 Μαρτίου και στις 2 Απριλίου του 1932 σε φωνόγραφο. Κατά την διάρκεια της ηχογράφησης, ο Κόντον μιμήθηκε την προφορά "Τζον" και στην συνέχεια το αρχείο φυλάχτηκε στα αρχεία της αστυνομίας για μελλοντική χρήση.
Επειδή οι συναντήσεις του Κόντον με τον "Τζον", λάμβαναν χώρα στο νεκροταφείο, εξετάστηκαν όλοι οι μόνιμοι και εποχιακοί υπάλληλοι όλων των νεκροταφείων της Νέας Υόρκης αλλά δεν βγήκε κάτι από όλο αυτό. Οι ερευνητές σύντομα βρέθηκαν σε αδιέξοδο καθώς δεν υπήρχαν εξελίξεις ή νέα στοιχεία. Γι' αυτό το λόγο έστρεψαν την προσοχή τους στην επιχείρηση παρακολούθησης των λύτρων. Προς αυτό τον σκοπό, έφτιαξαν ένα φυλλάδιο που ανέφερε όλους τους σειριακούς αριθμούς των πιστοποιητικών χρυσού που δόθηκαν ως αποπληρωμή των λύτρων και στην συνέχεια διανεμήθηκαν 250.000 αντίτυπα σε τράπεζες, κυρίως στη Νέα Υόρκη.[14][16] Πράγματι, μερικά από τα ομόλογα χρυσού εμφανίστηκαν σε διαφορές τράπεζες των ΗΠΑ, όπως στο Σικάγο και την Μινεάπολη. Εντούτοις εκείνοι που τα χρησιμοποίησαν δεν αναγνωρίστηκαν και δεν εντοπίστηκαν ποτέ.
Με προεδρική εντολή, έγινε γνωστό σε όλη την χώρα ότι όσοι είχαν ομόλογα χρυσού έπρεπε να τα ανταλλάξουν στις τράπεζες με δολάρια μέχρι την 1η Μαΐου του 1933.[29] Λίγες μέρες πριν το τέλος της προθεσμίας, ένας άντρας εμφανίστηκε σε μια τράπεζα του Μανχάταν ζητώντας να ανταλλάξει κάποια πιστοποιητικά χρυσού αξίας 2.980 δολαρίων. Στις 2 Μάϊου του 1933 η τράπεζα συνειδητοποίησε ότι αυτά άνηκαν σε ένα μέρος των λύτρων. Ο άντρας στην αίτηση που συμπλήρωσε για να πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή, είχε δηλώσει ότι ονομαζόταν Τζ. Τζ. Φόλκνερ (J. J. Faulkner) και ότι κατοικούσε στην οδό 149η Γουέστ στον αριθμό 537.[16] Παρόλα αυτά, κανένας άντρας με το επώνυμο Φόλκνερ δεν έμενε σε αυτή τη διεύθυνση. Λίγες μέρες αργότερα, η αστυνομία έμαθε ότι ένα αυτοκίνητο που είχε κλαπεί από το Λέικχερστ του Νιου Τζέρσεϊ, είχε εμφανιστεί απέναντι από την συγκεκριμένη οικεία. Επιπρόσθετα, ανακάλυψαν ότι μια γυναίκα με το όνομα Τζέιν Φόλκνερ είχε ζήσει σε αυτή την οικεία πριν από 20 χρόνια. Όμως πλέον εκείνη κατοικούσε στην Νέα Υόρκη με νέο επώνυμο καθώς είχε παντρευτεί με έναν ανθοπώλη που ονομαζόταν Καρλ Ο Γκάισλερ. Όταν οι αρχές ανέκριναν το ζεύγος Γκάισλερ, εκείνοι αρνήθηκαν ότι είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη με τα πιστοποιητικά χρυσού και γενικά με την απαγωγή.[16] Μάλιστα έδωσαν δείγματα γραφής, τα οποία συγκρίθηκαν με τις επιστολές των λύτρων και έτσι φανερώθηκε περίτρανα ότι δεν είχαν καμία σχέση με την υπόθεση. Έτσι βγήκαν σύντομα από την λίστα των υπόπτων.
Μολαταύτα, η αστυνομία άρχισε να πιστεύει ότι το όνομα δεν επιλέχθηκε τυχαία από τον καταθέτη των πιστοποιητικών. Ίσως αυτός να ήταν κάποιος που μισούσε την Τζέιν Φόλκνερ και να ήθελε να της δημιουργήσει προβλήματα με τον νόμο. Παρόλα αυτά, αυτό το σενάριο δεν μπορούσε να συνδεθεί με κάποιο πρόσωπο που να σχετίζεται με την Φόλκνερ. Έτσι οι αρχές άρχισαν να ερευνούν παραβατικά άτομα που συνήθιζαν αυτές τις τακτικές με τις τράπεζες, όπως ήταν ο πλαστογράφος Τζέικομπ Νοβίτσκι. Όμως ούτε αυτό απέδωσε καρπούς, καθώς με βάση τα στοιχεία κανένας από εκείνους που θεωρήθηκαν ως πιθανοί ύποπτοι δεν μπορούσαν να συνδεθούν με την απαγωγή και τα πιστοποιητικά χρυσού που δόθηκαν στην τράπεζα. Η έρευνα είχε οδηγηθεί για άλλη μια φορά σε αδιέξοδο.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1933, σε μια προσπάθεια βοήθειας των αρχών, ο πολιτικός Φραγκλίνος Ρούζβελτ ανακοίνωσε ότι το Ομοσπονδιακο Γραφείο Ερευνών (το μετέπειτα FBI) θα αναλάμβανε επίσημα την υπόθεση.
Κατά τους επόμενους μήνες κάποια ακόμα ομόλογα χρυσού που ανήκαν σε αυτά των λύτρων, ανταλλάχτηκαν σε τράπεζες της Νέας Υόρκης και συγκεκριμένα κατά μήκος της διαδρομής του μετρό της Λεξίντον Αβενού, που συνδέει το Μπρονξ με την ανατολική πλευρά του Μανχάταν, συμπεριλαμβανομένης της γειτονιάς Γιόρκβιλ στην οποια έμεναν πολλοί Γερμανοί και Αυστριακοί.[2]
Μάλιστα, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1934, ένας τραπεζίτης του Μανχάταν παρατήρησε ένα πιστοποιητικό χρυσού αξίας 10 δολαρίων και μέρος των λύτρων το οποίο είχε κατατεθεί στην τράπεζα από ένα πρατήριο βενζίνης.[14] Όταν έγινε ερευνά στο εν λόγω βενζινάδικο, οι αρχές έμαθαν από τον ιδιοκτήτη του, ότι εκείνος είχε λάβει το συγκεκριμένο ομόλογο χρυσού από έναν οδηγό που μιλούσε την αγγλική γλώσσα με γερμανική προφορά. Μάλιστα σημειώσε τον αριθμό άδειας του αυτοκινήτου του (ο οποίος ήταν ο: 4U-13-41-N.Y) επειδή ο συγκεκριμένος πελάτης του φάνηκε ύποπτος.[2][14][16][30] Σύντομα η αστυνομία έμαθε ότι η πινακίδα αφορούσε ένα όχημα μάρκας sedan που ανήκε σε έναν άντρα ονόματι Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν. Εκείνος κατοικούσε στο νούμερο 1279 της οδού 222η Ιστ στο Μπρονξ[2] και ήταν μετανάστης με καταγωγή από την Σαξονία και ποινικό μητρώο στη Γερμανία. Όταν ο Χάουπτμαν συνελήφθη, είχε πάνω του ένα πιστοποιητικό χρυσού αξίας 20 δολαρίων[2][14]. Επιπλέον, πάνω από 14.000 δολάρια (που διαπιστώθηκε γρήγορα ότι ανήκαν στα λύτρα) βρέθηκαν στο γκαράζ της οικίας του .[31]
Ο Μπρούνο ανακρίθηκε για 48 ώρες και χτυπήθηκε από τους αστυνομικούς. Επίσης δεν του επέτρεψαν να κοιμηθεί.[16] Ο Μπρούνο αρνούνταν συνεχώς οποιαδήποτε σχέση με το έγκλημα ή ότι είχε γνώση ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στο σπίτι του ήταν από τα λύτρα. Αντίθετα δήλωσε ότι τα χρήματα βρίσκονταν μέσα σε ένα κουτι που του είχε εμπιστευτει ο Ίσιντορ Φις, δηλαδή ένας φίλος και πρώην συνεργάτη του, ο οποίος είχε πεθάνει στις 29 Μαρτίου του 1934, λίγο μετά την επιστροφή του στη Γερμανία.[2] Ο Χάουπτμαν υποστήριξε ότι αποθήκευσε αυτό το κουτί στο πάνω ράφι της ντουλάπας του χωρίς να το ανοίξει. Όμως μετά το θάνατο του Ίσιντορ ανακάλυψε τα χρήματα, τα οποία ήταν λίγο περισσότερα από 40.000 δολάρια (περίπου ισοδύναμα με 713.000 δολάρια το 2023). Ο Χάουπτμαν είπε ότι, επειδή ο Φις του χρωστούσε περίπου 7.500 δολάρια σε επιχειρηματικά κεφάλαια, κράτησε τα χρήματα για τον εαυτό του και ζούσε από αυτά από τον Ιανουάριο του 1934.
Όταν η αστυνομία έψαξε πιο σχολαστικά το σπίτι του Χάουπτμαν, βρήκε αρκετές ενοχοποιητικές αποδείξεις που τον συνέδεαν με την υπόθεση του άτυχου Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ. Ένα από αυτά τα στοιχεία ήταν ένα σημειωματάριο που περιείχε ένα σκίτσο της κατασκευής μιας σκάλας παρόμοιας με εκείνη που βρέθηκε στο σπίτι των Λίντμπεργκ τον Μάρτιο του 1932. Ο Χάουπτμαν δήλωσε σχετικά με αυτή η ζωγραφιά ότι αυτή ήταν φτιαγμένη από το χέρι ενός παιδιού.[32] Επίσης, ο αριθμός τηλεφώνου και η διεύθυνση του Τζον Κόντον βρέθηκαν γραμμένα σε ένα τοίχο μέσα σε μια ντουλάπα. Η εξήγηση που έδωσε ο Μπρούνο για αυτό το ζήτημα ήταν η εξής:
Πρέπει να την διάβασα στην εφημερίδα καθώς αναφερόταν στην υπόθεση. Με ενδιέφερε λίγο και την κατέγραψα .. ίσως όταν βρισκόμουν στην ντουλάπα, και διάβαζα την εφημερίδα και έτσι έγραψα την διεύθυνση... Δεν μπορώ να σας δώσω καμία εξήγηση για τον αριθμό του τηλεφώνου.
Ένα ακόμη επιπλέον ενοχοποιητικό στοιχείο, ήταν ένα κομμάτι ξύλου, που ανακαλύφθηκε στην σοφίτα του σπιτιού. Μετά την εξέταση από έναν ειδικό, διαπιστώθηκε ότι ήταν ο ακριβής τύπος ξύλου που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή της σκάλας που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.[33] Μετά το τέλος των ανακρίσεων, ο Μπρούνο αναγνωρίστηκε από τον ταξιτζή Τζόζεφ Περόνε ως ο "Τζον" που του είχε παραδώσει το σημείωμα των λύτρων. Επίσης το αυτοκίνητο του Χάουπτμαν αναγνωρίστηκε από γείτονες των Λίντμπεργκ ως ένα από τα οχήματα που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του μωρού μια ημέρα πριν την απαγωγή του.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1934, ο Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν κατηγορήθηκε επίσημα στο Μπρονξ, για τον εκβιασμό ενάντια στον Τσαρλς και την Αν Λίντμπεργκ που αφορούσε τις 50.000 δολάρια.[2] Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου του 1934, ο Μπρούνο κατηγορήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ για την απαγωγή και την δολοφονία του Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ.[14] Δύο μέρες αργότερα, παραδόθηκε στις αρχές του Νιου Τζέρσεϊ από τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Χέρμπερτ Χ. Λίμαν για να αντιμετωπίσει αυτές τις κατηγορίες. Ο Χάουπτμαν μεταφέρθηκε στη φυλακή του Χάντερντον στο Φλέμινγκτον του Νιου Τζέρσεϊ στις 19 Οκτωβρίου του 1934.[14]
Η εφημερίδα New York Daily Mirror προσέλαβε τον δικηγόρο Έντουαρντ Ράιλι ως δικηγόρο υπεράσπισης του Μπρούνο, με αντάλλαγμα να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να δημοσιεύει άρθρα με την εξέλιξη της δίκης.[34]
Μέσα στις αποδείξεις εναντίον του Χάουπτμαν ήταν ο τρόπος γραφής και η ορθογραφία του. Οκτώ ειδικοί στη γραφή, όπως ο Άλμπερτ Σ. Όσμπορν,[35] ανέφεραν ότι βρήκαν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ των επιστολών των λύτρων και των δειγμάτων γραφής του Μπρούνο. Για να αντικρούσει αυτό το δεδομένο, η υπεράσπιση κάλεσε τρεις ειδικούς για να απορρίψουν αυτά τα στοιχεία. Όμως οι δύο από αυτούς αρνήθηκαν να καταθέσουν.[35] Ο λόγος ήταν ότι ζήτησαν 500 δολάρια πριν εξετάσουν τα στοιχεία γραφής και απολύθηκαν από τον Λόιντ Φίσερ, μέλος της νομικής ομάδας του Χάουπτμαν[36] όταν αρνήθηκε να τους καταβάλει το ποσό.[37] Η κατηγορούσα αρχή είχε προσλάβει και εκείνη και άλλους γραφολόγους, αλλά τελικά δεν τους κάλεσε να καταθέσουν.[38]
Στην δίκη χρησιμοποιήθηκε επίσης ως στοιχείο κατηγορίας το έργο του Άρθουρ Κόλερ, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής τεχνολόγος ξυλείας της έρευνας και ο υπεύθυνος της Δασικής Υπηρεσίας του Αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας. Εκείνος διέλυσε τη σκάλα και εξέτασε τα είδη ξύλου από τα οποία την είχαν κατασκευάσει. Παρατήρησε, τα σημάδια από παλιά καρφιά που υπήρχαν και αντιλήφθηκε ότι κάποια από τα κομμάτια της, είχαν χρησιμοποιηθεί πριν για κάποια άλλη κατασκευή. Επισκέφθηκε επίσης 1.598 πριονιστήρια που θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει αυτός που έφτιαξε την σκάλα. Αυτά βρίσκονταν σε μια διαδρομή που αφορούσε περιοχές από την Αλαμπάμα μέχρι την Νέα Υόρκη. Τελικά ο Άρθρουρ κατέληξε ότι μόνο ένα από αυτά τα πριονιστήρια χρησιμοποιούσε τον συγκεκριμένο τύπο μηχανικής, ο οποίος άφηνε στα ξύλα τα ίδια χαρακτηριστικά σημάδια που είχαν και τα ξύλα της σκάλας, εξαιτίας ενός ελαττώματος που υπήρχε στην λεπίδα. Με βάση αυτή την έρευνα η κατηγορούσα πλευρά παρουσίασε φωτογραφίες που αποδεικνύαν ότι η σανίδα που είχε βρεθεί στην σοφίτα του σπιτιού του κατηγορούμενου ήταν ο ίδιος τύπος ξύλου με εκείνα που είχε η πτυσσόμενη σκάλα που χρησιμοποιήθηκε στην απαγωγή του Τσαρλς Αγκάστους Λίντμπεργκ Τζούνιορ.[39][40]
Κατόπιν η νομική ομάδα της κατηγορούσας πλευράς φανέρωσε ένα σημαντικό δεδομένο για την ζωή του Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν κατά τους μήνες που ακολούθησαν μετά την απαγωγή. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε προφανή πηγή εισοδήματος, ο Μπρούνο είχε αγοράσει ένα ραδιόφωνο αξίας 400 δολαρίων (περίπου ισοδύναμο με 9.110 δολάρια το 2023) και επίσης είχε καλύψει τα έξοδα της γυναίκα του για να ταξιδέψει στην Γερμανία.
Επιπλέον, ο Χάουπτμαν αναγνωρίστηκε από τον Τζον Κόντον ως ο άνθρωπος στον οποίο παρέδωσε τα λύτρα. Άλλες καταθέσεις μαρτύρων αναγνώριζαν επίσης τον Μπρούνο ως το άτομο που είχε ξοδέψει μερικά από τα χρυσά ομόλογα. Άλλες καταθέσεις υποστήριξαν ότι ο κατηγορούμενος έλειπε από τη δουλειά του την ημέρα που πληρώθηκαν τα λύτρα και έπειτα από δύο ημέρες δήλωσε παραίτηση από την εργασία του. Αποδείχτηκε ακόμα ότι ο Χάουπτμαν δεν αναζήτησε ξανά άλλη εργασία και παρόλα αυτά συνέχισε να ζει άνετα.
Κατόπιν η υπεράσπιση ξεκίνησε με μια μακρά εξέταση του Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν. Στην κατάθεσή του, ο Χάουπτμαν αρνήθηκε την ενοχή του, επιμένοντας στην ιστορία που αφορούσε τον Ισίντορ Φις. Εν τω μεταξύ η υπεράσπιση είχε ζητήσει τηλεφωνικά από την Άννα Χάουπτμαν, να έρθει να καταθέσει υπέρ του συζύγου της. Πράγματι εκείνη το έκανε και κατά την ακροαματική διαδικασία, η Άννα δήλωσε ότι χρησιμοποιούσε κάθε μέρα την συγκεκριμένη ντουλάπα που ο Μπρούνο υποστήριξε ότι φύλαξε το κουτί του φίλου του. Εντούτοις, παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί να είχε δει κάποιο κουτί παπουτσιών στο ψηλότερο ράφι της ντουλάπας, όπως αυτό που περιέγραψε ο σύζυγος της στην κατάθεση του.
Η κατηγορούσα αρχή εκμεταλλεύτηκε τα λεγόμενα της Άννα Χάουπτμαν, προσθέτοντας σε αυτά άλλες μαρτυρίες που υποστήριξαν ότι ο Φις δεν θα μπορούσε να ήταν ο άντρα που θεαθεί να βρίσκεται με το αυτοκίνητο του κοντά στο σημείο του εγκλήματος μια μέρα πριν την απαγωγή, αλλά ούτε και εκείνος που πήρε τα λύτρα. Ο λόγος ήταν ότι σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Ισίντορ ζούσε πολύ φτωχικά, καθώς δεν είχε χρήματα ούτε για να καλύψει την ιατρική του περίθαλψη όταν πέθανε από φυματίωση στην Γερμανία. Επιπρόσθετα η σπιτονοικοκυρά του Φις κατέθεσε ότι εκείνος δυσκολευόταν πολύ οικονομικά που δεν μπορούσε να αντέξει ούτε τα 3,50 δολάρια της εβδομαδιαίας ενοικίασης του δωματίου του.
Οι μαρτυρίες και τα στοιχεία κατά του Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν ήταν συντριπτικά. Όμως ο Έντουαρντ Ράιλι προσπάθησε να το ανατρέψει αυτό, όταν στην τελική του αγόρευση υποστήριξε ότι τα στοιχεία εναντίον του πελάτη του ήταν εντελώς περιστασιακά, επειδή κανένας αξιόπιστος μάρτυρας δεν είχε θέσει με βεβαιότητα τον Χάουπτμαν στον τόπο του εγκλήματος την ημέρα της απαγωγής, άλλα ούτε βρέθηκαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα στην σκάλα, στις επιστολές των λύτρων ή οπουδήποτε στο παιδικό δωμάτιο.[41]
Οι εξηγήσεις που επιχείρησε να δώσει ο κατηγορούμενος δεν έπεισαν. Έτσι στις 13 Φεβρουαρίου του 1935 ο Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν καταδικάζεται σε θάνατο. Οι δικηγόροι του έκαναν έφεση στο Εφετείο του Νιου Τζέρσεϊ, το οποίο ήταν τότε το μεγαλύτερο δικαστήριο της πολιτείας. Η έφεση διεξήχθη στις 29 Ιουνίου του 1935.[42]
Ο κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ Χάρολντ Γ. Χόφμαν επισκέφθηκε κρυφά τον Χάουπτμαν στο κελί του το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου του 1935, συνοδευόμενος από έναν στενογράφο που μιλούσε άπταιστα γερμανικά. Ο Χόφμαν ζήτησε από τα μέλη του Εφετείου να επισκεφθούν τον Χάουπτμαν πριν βγάλουν απόφαση.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1936 ο Χόφμαν δήλωσε ότι δεν είχε δικαιοδοσία για την ενοχή ή την αθωότητα του Χάουπτμαν. Ωστόσο μετά από την δική του έρευνα, βρήκε στοιχεία που έδειχνα ότι το έγκλημα δεν ήταν δουλειά "μόνο ενός ατόμου αλλά πολλών". Με βάση αυτό το δεδομένο, διέταξε τον επιθεωρητής της αστυνομίας Νόρμαν Σβαρσκοπφ να κάνει μια πιο λεπτομερή και αμερόληπτη έρευνα για την υπόθεση σε μια προσπάθεια να φέρει όλα τα εμπλεκόμενα άτομα ενώπιων της δικαιοσύνης.[43]
Λίγους μήνες αργότερα, στα δημοσιογραφικά λημέρια γνωστοποιήθηκε ότι στις 27 Μαρτίου του 1936, ο Χόφμαν εξέταζε μια δεύτερη αναβολή της θανατικής ποινής του Μπρούνο Χάουπτμαν και ζητούσε νομικές απόψεις σχετικά με το αν ο κυβερνήτης είχε το δικαίωμα να εκδώσει μια δεύτερη απαλλαγή.[44]
Στις 30 Μαρτίου του 1936, η δεύτερη και τελευταία έφεση του Χάουπτμαν απορρίφθηκε.[45] Ο Χόφμαν αργότερα ανακοίνωσε ότι η απόφαση αυτή θα ήταν η τελική νομική ενέργεια στην υπόθεση, και ότι δεν θα χορηγούνταν άλλη αναβολή.[46] Ωστόσο, υπήρξε και άλλη αναβολή, καθως το μεγάλο δικαστήριο της περιφέρειας του Μέρσερ ερευνούσε την σύλληψη, την εμπλοκή στην υπόθεση και την ομολογία του δικηγόρου Πολ Γουέντελ και έτσι ζήτησε παράταση από τον Διευθυντή Μαρκ Κιμπερλινγκ.[47] Αυτή η τελική παραμονή τερματίστηκε όταν ο εισαγγελέας της επαρχίας Μέρσερ ενημέρωσε τον Κιμπερλίνγκ ότι το δικαστήριο είχε ματαιωθεί μετά από ψηφοφορία που ζητούσε να σταματήσει η έρευνα εναντίον του Πολ Γουέντελ.[48]
Παρότι ο εκδότης Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ προσέφερε ένα τεράστιο ποσό στον Χάουπτμαν για να ομολογήσει, εκεινος δεν το έκανε. Επίσης απέρριψε την πρόταση των αρχών να αποδεχθεί την ενοχή του και έτσι η ποινή του να μετατραπεί σε ισόβια. Τελικά εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα στις 3 Απριλίου του 1936.
Μετά το θάνατο του, μερικοί δημοσιογράφοι και ανεξάρτητοι ερευνητές έθεσαν πολλές ερωτήσεις αμφιβολίας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη η έρευνα και όσον αφορά την αξιοκρατία της δίκης, συμπεριλαμβανομένης της παρεμπόδισης μαρτύρων και της εμφύτευσης αποδεικτικών στοιχείων. Δύο φορές στη δεκαετία του 1980, η Άννα Χάουπτμαν κατηγόρησε την πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ για την άδικη εκτέλεση του συζύγου της. Οι αγωγές απορρίφθηκαν λόγω της ασυλίας του εισαγγελέα και επειδή το καθεστώς των προθεσμιών είχε ήδη τελειώσει.[49] Παρόλα αυτά εκείνη συνέχισε να αγωνίζεται για να καθαρίσει το όνομα του Μπρούνο μέχρι το θάνατο της το 1994, στα 95 της έτη.[50]
Αρκετά βιβλία έχουν επιβεβαιώσει την αθωότητα του Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν, τονίζοντας γενικά την ανεπαρκή αστυνομική έρευνα στον τόπο του εγκλήματος, την έντονη παρέμβαση Τσαρλς Λίντμπεργκ σε ολόκληρη την έρευνα, την αναποτελεσματικότητα του δικηγόρου του Χάουπτμαν και τα κενά στις μάρτυρες και τα φυσικά στοιχεία. Ο Λούντοβιτς Κένεντι, ειδικά, αμφισβήτησε πολλά από τα στοιχεία, όπως την προέλευση της σκάλας και τα λεγόμενα πολλών μαρτύρων.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Λόιντ Γκάρντνερ, ένας ειδικός στα αποτυπώματα, ο Έραστους Μιντ Χάντσον, εφάρμοσε την σπάνια για την τότε εποχή διαδικασία αποτυπώματος από νιτρικό άργυρο στη σκάλα και στον τόπο του εγκλήματος και δεν βρήκε πουθενά τα αποτυπώματα του Μπρούνο. Σύμφωνα με τον Γκάρντνερ, η ομάδα έρευνας αρνήθηκε να εξετάσει τα ευρήματα αυτού του ειδικού, και έσπευσε να καθαρίσει την σκάλα με αποτέλεσμα να χαθούν όλα τα δαχτυλικά αποτυπώματα.[51]
Ο Τζιμ Φίσερ, πρώην πράκτορας του FBI και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Εντίνμπορο της Πενσυλβάνιας,[52] έχει γράψει δύο βιβλία: (α) "The Lindbergh Case" ("Η Υπόθεση Λίντμπεργκ") - (Εκδόθηκε το 1987) [53] και (β) "The Ghosts of Hopewell" ("Τα Φαντάσματα του Χόπγουελ") - (Εκδόθηκε το 1999),[54] που επανεξετάζουν τα στοιχεία σχετικά με την υπόθεση.[55] Συνοψίζει:
Τα φαινόμενα που αναπτύχθηκαν γύρω από την υπόθεση Λίντμπεργκ [sic] είναι μια γιγαντιαία απάτη ανθρώπων που εκμεταλλεύτηκαν το αδαές και κυνικό κοινό. Ο Χάουπτμαν είναι το ίδιο ένοχος σήμερα όσο ήταν το 1932 όταν απήγαγε και σκότωσε τον γιό των Λίντμπεργκ.[56]
Ένα άλλο βιβλίο του Ρίτσαρντ Τ. Κάχιλ Τζούνιορ με τίτλο: Hauptmann's Ladder: "A step-by-step analysis of the Lindbergh kidnapping" ("Η Σκάλα του Χάουπτμαν: Βήμα προς βήμα η ανάλυση της απαγωγής του Λίντμπεργκ") , καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Χάουπντμαν ήταν ένοχος αλλά αμφισβητεί αν θα έπρεπε να εκτελεστεί.
Σύμφωνα με τον Τζον Ράιζινγκερ στο βίβλίο του με τίτλο: "Master Detective" ("Ο Ερευνητής Αυθεντία"), ο ντετέκτιβ Έλις Πάρκερ από το Νιου Τζέρσεϊ διεξήγαγε μια ανεξάρτητη έρευνα το 1936 και έλαβε μια υπογεγραμμένη ομολογία από τον πρώην δικηγόρο Πολ Γουέντελ και προσωρινή αναστολή της εκτέλεσης του Χάουπντμαν. Όμως η υπόθεση εναντίον του Γουέντελ τελικά κατέρρευσε, όταν ο ίδιος ο Πολ υποστήριξε ότι η ομολογία του είχε δοθεί κάτω από εξαναγκασμό.[57]
Το βιβλίο του Ρόμπερτ Ζορν το 2012 με τίτλο: "Cemetery John" ("Ο Τζον του Νεκροταφείου") προτείνει ότι ο Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν ήταν μέρος μιας συνωμοσίας με δύο άλλους άνδρες γερμανικής καταγωγής, τον Τζον και τον Γουόλτερ Νολ. Ο πατέρας του Ζορν, ο οικονομολόγος Γιουτζίν Ζορν , πίστευε ότι ως έφηβος είχε δει και ακούσει αυτή την συνωμοσία να συζητείται.[58]
|archivedate=
και |archive-date=
specified (βοήθεια)
For the Lindbergh case, the revisionist movement began in 1976 with the publication of a book by a tabloid reporter named Anthony Scaduto. In Scapegoat, Scaduto asserts that the Lindbergh baby was not murdered and that Hauptmann was the victim of a mass conspiracy of prosecution, perjury and fabricated physical evidence.
In it, I am the Lindbergh baby.