Ο απιδίτης ή αχλαδόκρασο είναι οινοπνευματώδες ποτό το οποίο παράγεται από την αλκοολική ζύμωση χυμού από νωπά αχλάδια, ακριβώς όπως o μηλίτης παράγεται από τη ζύμωση μήλων. Η περιεκτικότητά του απιδίτη σε οινόπνευμα είναι σχετικώς μικρή και η γεύση του χαρακτηρίζεται ως «δροσερή» και «ευχάριστη», με έντονη την ιδιαίτερη ευωδιά του αχλαδιού, εξαιτίας της υψηλής συγκεντρώσεως δεκα-2,4-διενοϊκών εστέρων.[1]
Η ζύμωση του χυμού του αχλαδιού γίνεται όπως και εκείνη του γλεύκους. Συνήθως υποβοηθείται με την προσθήκη καλλιεργημένης ζύμης. Για την παραγωγή απιδίτη μπορούν καταρχήν να χρησιμοποιηθούν αχλάδια οποιασδήποτε ποικιλίας. Ωστόσο, στην Κεντρική Ευρώπη, όπου το ποτό έχει παράδοση, καλλιεργούνται ειδικές ποικιλίες αχλαδιάς. Εκτός από την Κ. Ευρώπη, ο απιδίτης παράγεται παραδοσιακά στην Αγγλία, ιδίως στις κομητείες Γκλώστερσηρ, Χέριφορντσηρ και Γούστερσηρ, μέρη της νότιας Ουαλίας, στη Γαλλία (ιδίως στη Νορμανδία και την Ανδεγαυία), στον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Οι ποικιλίες αχλαδιάς από τις οποίες παρασκευάζεται απιδίτης πιστεύεται ότι κατάγονται από άγρια υβρίδια (wildings), ανάμεσα στην ήμερη αχλαδιά Pyrus communis communis και τη σπάνια πλέον άγρια αχλαδιά Pyrus pyraster.[2] Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Ιερώνυμος αναφέρεται στον απιδίτη με την ονομασία piracium.[3] Τέτοια υβρίδια επιλέγονταν ανά τους αιώνες κατά τόπους για επιθυμητές ιδιότητες και μέχρι τον 19ο αιώνα είχαν ήδη καθιερωθεί τοπικές ποικιλίες.[4]