Απολλωνία Κυρηναϊκής | |
---|---|
32°54′0″N 21°58′0″E | |
Χώρα | Λιβύη |
Διοικητική υπαγωγή | Τζαμπάλ αλ Ακντάρ |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Απολλωνία ήταν αρχαία πόλη της Κυρηναϊκής, σημερινής Λιβύης που ιδρύθηκε από Έλληνες αποίκους και έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο στη νότια Μεσόγειο. Χρησίμευε ως το επίνειο-λιμάνι της Κυρήνης[1], όπου βρισκόταν 20 χλμ στα νοτιοδυτικά της.
Η πόλη ιδρύθηκε στα τέλη του 7ου αιώνα από έλληνες αποίκους ως λιμάνι της Κυρήνης[2] Η πόλη κατακτήθηκε από τους Πέρσες κι έπειτα από τον Μέγα Αλέξανδρο κι αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Πτολεμαίων[2]. Η Απολλωνία αυτονομήθηκε από την Κυρήνη όταν η περιοχή ήρθε στην εξουσία της Ρώμης[2], ήταν μία από τις πέντε πόλεις της Λιβυκής Πενταπόλεως[1]. Τον 6ο αιώνα μ.Χ. έγινε η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Λιβύης Superior ή Λιβύη Πενταπολιτάνα. Η πόλη έγινε γνωστή ως Σόσουζα, όνομα που προέρχεται από αρχαία θεότητα[2], γεγονός που εξηγεί το σύγχρονο όνομα της Μάρσα Σούσα ή Σούσα, που μεγάλωσε πολύ καιρό μετά την παύση της αστικής ζωής στην αρχαία πόλη μετά την αραβική εισβολή 643 μ.Χ.[3]. Η Σόσουζα ήταν έδρα επισκοπής και περιλαμβάνεται σήμερα στην Καθολική Εκκλησία των τιμητικών τίτλων[4]. Η πόλη είχε δύο λιμάνια, ένα στα ανατολικά και ένα που προστατευόταν φυσικά από δύο νησάκια, το ένα νησί είχε και φάρο. Ο σεισμός της Κρήτης και το τσουνάμι της 21ης Ιουλίου 365 μ.Χ. προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές στην πόλη και το λιμάνι[2]. Η πόλη ανακατασκευάστηκε και οχυρώθηκε ξανά από τον Ιουστινιανό αλλά σταδιακά έχασε τη σημασία της πριν από την άφιξη των Αράβων και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε εντελώς[2].
Σύμφωνα με τη παράδοση στην Απολλωνία γνώρισε ο βυζαντινός στρατηγός Βελισάριος την χορεύτρια Θεοδώρα όπου την πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη, εκεί την γνώρισε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός και την παντρεύτηκε[1].
Τα πρώτα επίπεδα ίδρυσης της πόλης της Απολλωνίας είναι κάτω από το επίπεδο της θάλασσας[1] λόγω της βύθισης του εδάφους σε σεισμούς, ενώ τα ανώτερα στρώματα της μετέπειτα βυζαντινής και χριστιανικής περίοδου είναι αρκετά μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, χτισμένη στις συσσωρευμένες καταθέσεις των προηγούμενων περιόδων. Η ύπαρξη εριπείων κτιρίων στη θάλασσα ανακαλύφθηκε από τον Μπήχεϊ (Beechey) το 1827, έπειτα ερευνήθηκαν από τον Γκούντχιλντ (Goodchild) το 195ο και τον Αντρέ Λαρόντ (André Laronde) που δημοσίευσε τις αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή[5]. Το 1958 και το 1959 ο Νίκολας Φλέμινγκ (Nicholas Flemming) στα πλαίσια ενός προπτυχιακού στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ οδήγησε τις ομάδες των φοιτητών να εκπαιδευτούν σε καταδύσεις και υποβρύχια τοπογραφικά, όπου χαρτογραφησαν το μεγάλο τμήμα της πόλης κάτω από τη θάλασσα. Τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας δημοσιεύθηκαν, πλήρης, με χάρτες και διαγράμματα των υποβρύχιων κτιρίων. Ο Κάρλο Μπελτράμε και οι συνεργάτες του έχουν κάνει μια υποβρύχια φωτογραφική αποτύπωση μερικών από τα κτίρια.
Επίσης η Απολλωνία είναι ιδιαίτερα γνωστή για τα ερείπια τριών εκκλησιών που χρονολογούται από τη Βυζαντινή περίοδο, την εποχή αυτή είχε πέντε εκκλησίες και ήταν γνωστή σαν "πόλη των εκκλησιών"[1]. Το παλάτι ήταν η τελευταία κατοικία, διοικητήριο, του βυζαντινού Δούκα και έχει πάνω από 100 δωμάτια[2]. Η προηγούμενη χρήση του ήταν το σπίτι του Ρωμαίου στρατιωτικού διοικητή. Το καλοδιατηρημένο ελληνικό θέατρο βρίσκεται σήμερα μπροστά στη θάλασσα έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Το κοίλο έχει 28 επίπεδα.
Το Μουσείο στεγάζει πολλά αντικείμενα που βρέθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο.