Απομετάβαση φύλου (ή απλώς απομετάβαση) ονομάζεται η διακοπής ή αναίρεσης της διαδικασίας της φυλομετάβασης. Ο όρος δεν πρέπει να εμπλέκεται με την έννοια της «μετάνοιας»[1], καθώς η απόφαση του να υποβληθεί κανείς σε απομετάβαση μπορεί να ωθείται από πληθώρα λόγων, όπως η κοινωνική ή οικονομική πίεση, οι διακρίσεις, οι ανησυχίες σχετικά με την φυσική υγεία, και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις[2]. Η απόφαση να προβεί ένα άτομο σε απομετάβαση μπορεί να είναι σκόπιμα προσωρινή ή να αναιρεθεί ύστερα από αλλαγή γνώμης του ατόμου[3].
Η ελληνική ορολογία γύρω από την έννοια της «αλλαγής φύλου» προέρχεται κατά μεγάλο βαθμό από τους αγγλικούς όρους. Ο όρος «φυλομετάβαση» αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική «gender transition», ή απλώς «transition», που περιγράφει την ίδια έννοια. Παρομοίως, ο όρος «απομετάβαση» προέρχεται από την αγγλική «detransition», και οι δύο όντας λέξεις που προσθέτουν στον αρχικό όρο μια πρόθεση που εκδηλώνει απομάκρυνση και αντιστροφή (από-/de-)[4][5].
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο όρος «απομετάβαση» είναι ακόμα αναδυόμενος, και χρησιμοποιείται κατά μεγάλο βαθμό συμβατικά σε αυτό το λήμμα, καθώς δεν υπάρχει επίσημα αναγνωρισμένη εναλλακτική.
Η επιστημονική έρευνα γύρω από την έννοια της απομετάβασης είναι μικρή σε αριθμό[6] και κατά μεγάλο βαθμό περιορισμένη, με εκτιμήσεις που διαφέρουν λόγω διαφορετικών μεθοδολογιών και κριτηρίων.
Στην Τρανς Έρευνα των ΗΠΑ του 2015, που είναι μία από τις μεγαλύτερες μελέτες πάνω στα τρανς άτομα (έχοντας συνολικά 27,715 ερωτηθέντες), το 8% των ερωτηθέντων είχε προβεί σε προσωρινή ή μόνιμη απομετάβαση φύλου κάποιου είδους, αν και η πλειοψηφία εν τέλει επανέλαβε την φυλομετάβαση του. Μόνο το 5% αυτού του 8% (δηλ. το 0.4% συνολικά) εξέφρασε ότι η απομετάβαση του ήταν λόγω μετάνοιας[3].
Σύμφωνα με μία μελέτη που εξέτασε τα έγγραφα μίας κλινικής ταυτότητας φύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο, από 3398 ασθενείς, μόνο 16 (0.47%) βίωσαν μετάνοια με την φυλομετάβαση τους. Από αυτούς τους 16, ένας ασθενής εξέφρασε μετάνοια αλλά δεν αναλογιζόταν να προβεί σε απομετάβαση, 2 είχαν εκφράσει μετάνοια και σκέφτονταν να προβούν σε απομετάβαση, 3 είχαν προβεί σε απομετάβαση μόνιμα, και 10 είχαν προσωρινά[7].
Μία μελέτη πάνω σε 627 τρανς άνδρες και 325 τρανς γυναίκες κατέληξε στο ότι λίγο περισσότερο από το 70% συνεχίζει την ορμονοθεραπεία για πάνω από 4 χρόνια, αν και διευκρινίζεται ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι μάλλον υποεκτίμηση, καθώς η μελέτη αναγνώρισε ως συνέχιση της θεραπείας την ανάκτηση των απαραίτητων φαρμάκων μονάχα υπό συγκεκριμένο ασφαλιστικό πρόγραμμα[8].
Υπάρχουσα έρευνα υποδεικνύει ειδικότερα χαμηλά ποσοστά απομετάβασης ή μετάνοιας ύστερα από εγχείρηση επαναπροσδιορισμού φύλου. Σύμφωνα με μία ολλανδική μελέτη που ανέλυσε τα ιατρικά αρχεία 6793 ατόμων μιας κλινικής στο Άμστερνταμ, μόνο το 0,6% των τρανς γυναικών και το 0,3% των τρανς ανδρών που υποβλήθηκαν σε γοναδεκτομή παρουσίασαν μετάνοια[9]. Παρομοίως, μία δευτερογενής ανάλυση 27 μελετών και συνολικά 7928 τρανς ατόμων κατέληξε στο ότι το ποσοστό μετάνοιας είναι γύρω στο 1%[10]. Σε μία άλλη με μελέτη με συνολικά 1989 άτομα, μόνο 6 (δηλ. το 0,3%) ζήτησε να υποβληθεί ή υποβλήθηκε ηθελημένα σε αναίρεση της εγχείρησης[11].
Σύμφωνα με την Τρανς Έρευνα των ΗΠΑ του 2015, μόνο το 5% των ερωτηθέντων που προέβησαν σε απομετάβαση φύλου ανέφεραν ότι το έκαναν λόγω μετάνοιας με την ίδια την φυλομετάβαση τους. Αντιθέτως, ως κύριες αιτίες για την απόφαση ανέφεραν: πίεση από γονέα (36%), πίεση από άλλα μέλη της οικογένειας (26%), και πίεση από σύζυγο ή σύντροφο (18%). Άλλοι κοινοί λόγοι αποτέλεσαν η παρενόχληση και η διάκριση ύστερα από την έναρξη της φυλομετάβασης (31%), καθώς και η δυσκολία στην εύρεση εργασίας (29%)[3].
Εσωτερικοί παράγοντες, όπως οι διακυμάνσεις της ή η αβεβαιότητα σχετικά με την ταυτότητα φύλου, μπορούν επίσης να ωθήσουν την απόφαση, αν και παρατηρούνται λιγότερο συχνά[2]. Ορισμένοι τρανς άνθρωποι απομεταβαίνουν προσωρινά έτσι ώστε να τεκνοποιήσουν[12] (λόγω της μείωσης στην γονιμότητα που προκαλούν ορισμένα είδη φυλομετάβασης[13]).
Το θέμα της απομετάβασης φύλου έχει προσελκύσει ιδιαίτερα την πολιτική δεξιά. Συντηρητικοί ακτιβιστές συχνά προβάλλουν τις εμπειρίες των ατόμων που έχουν μετανιώσει την φυλομετάβαση τους ως απόδειξη για ορισμένους ισχυρισμούς -εκ των οποίων αρκετοί θεωρούνται αντί-επιστημονικοί από ειδικούς[14][15]- όπως: η ιδέα ότι η ιατρική φυλομετάβαση είναι κατά κύριο λόγο επιβλαβής σε αντίθεση με την θεραπεία μεταστροφής, η ιδέα ότι υπάρχουν υψηλά ποσοστά λανθασμένης διάγνωσης δυσφορίας φύλου, και ή ιδέα ότι η ταυτότητα φύλου είναι στην φύση της "μεταδοτική"[16][17].
Τέτοιου είδους ρητορική έχει κατηγορηθεί από την αριστερά ως δράση κατά των τρανς δικαιωμάτων που αγνοεί την επιστημονική μελέτη και τις περιπτώσεις στις οποίες η φυλομετάβαση είναι ψυχικά ευεργετική[17]. Αντίθετα με αυτή την ανταπόκριση, ορισμένες φεμινίστριες (παρότι ο φεμινισμός θεωρείται αριστερή ιδεολογία) μετέχουν σε παρόμοιες συμπεριφορές, χρησιμοποιώντας ιστορίες ατόμων που έχουν υποβληθεί σε απομετάβαση για να υποστηρίξουν ότι η δυσφορία φύλου οφείλεται σε εσωτερικευμένο σεξισμό και ότι η φυλομετάβαση αποτελεί πατριαρχική απόπειρα ενίσχυσης των ρόλων των φύλων[18][19]. Άλλες όμως κατηγορούν αυτή την οπτική, χρησιμοποιώντας τον όρο TERF ("trans-exclusionary radical feminists," ή, στα ελληνικά, «ριζoσπαστικές φεμινίστριες τρανς-αποκλεισμού») για να περιγράψουν φεμινίστριες που στα μάτια τους υποκύπτουν σε τρανσφοβία και εξτρεμισμό[20].
Αυτού του είδους η κοινωνική πόλωση προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα σε άτομα που έχουν απομεταβεί. Ορισμένοι στρέφονται ενάντια στην ιδέα της φυλομετάβασης εξολοκλήρου, υποστηρίζοντας πως η ιδεολογία φιλική προς την τρανς ταυτότητα είναι αυτό που προκάλεσε τον πόνο τους[19]. Άλλοι επικρίνουν αυτή την στάση, διατυπώνοντας πως ο ηθικός πανικός γύρω από την απομετάβαση είναι παρόμοιος με εκείνον που προκαλούν τα ομοφοβικά πρώην-γκέι κινήματα, και επικρίνοντας την (στα μάτια τους) τάση της δεξιάς να εκμεταλλεύεται τις ιστορίες καλοπροαίρετων ατόμων[18][19].