Η αποχή είναι όρος της εκλογικής διαδικασίας όταν ένας συμμετέχων σε ψηφοφορία είτε δεν πηγαίνει να ψηφίσει (την ημέρα των εκλογών) είτε, κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία, είναι παρών κατά την ψηφοφορία αλλά δεν ψηφίζει.[1] Η αποχή πρέπει να αντιπαραβάλλεται με την «κενή ψηφοφορία», στην οποία ένας ψηφοφόρος ρίχνει μια ψήφο ηθελημένα άκυρη σημειώνοντάς την λανθασμένα ή μη σημειώνοντας απολύτως τίποτα. Ένας «λευκός ψηφοφόρος» ψήφισε, αν και η ψήφος του μπορεί να θεωρηθεί κακή ψήφος, ανάλογα με κάθε νομοθεσία, ενώ ένας ψηφοφόρος που απείχε δεν έχει ψηφίσει. Και οι δύο μορφές (αποχή και λευκή ψήφος) μπορεί ή όχι, ανάλογα με τις περιστάσεις, να θεωρηθούν ψήφος διαμαρτυρίας (γνωστή και ως «κενή ψήφος»). Η αποχή σχετίζεται με την πολιτική απάθεια και τη χαμηλή προσέλευση των ψηφοφόρων.
Η αποχή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποδηλώσει την αμφιθυμία του ατόμου που ψηφίζει σχετικά με το μέτρο ή την ήπια αποδοκιμασία που δεν φτάνει στο επίπεδο της ενεργού αντιπολίτευσης. Η αποχή μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί όταν κάποιος έχει μια συγκεκριμένη θέση για ένα θέμα, αλλά επειδή το λαϊκό αίσθημα υποστηρίζει το αντίθετο, μπορεί να μην είναι πολιτικά σκόπιμο να ψηφίσει σύμφωνα με τη συνείδησή του. Ένα άτομο μπορεί επίσης να απέχει όταν δεν αισθάνεται επαρκώς ενημερωμένο για το συγκεκριμένο θέμα ή δεν έχει συμμετάσχει σε σχετική συζήτηση. Στην κοινοβουλευτική διαδικασία, μπορεί να ζητηθεί από ένα μέλος να απέχει σε περίπτωση πραγματικής ή πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων.[2][3]
Οι αποχές δεν υπολογίζονται στην αρνητική ή θετική καταμέτρηση των ψήφων· όταν τα μέλη απέχουν, στην πραγματικότητα παρίστανται μόνο για να συνεισφέρουν σε απαρτία. Αντίθετα, οι λευκές ψήφοι μπορούν να προσμετρηθούν στο σύνολο των ψήφων, ανάλογα με τη νομοθεσία.
Προς υποστήριξη αυτής της μη πολιτικής στρατηγικής, ορισμένοι μη ψηφοφόροι ισχυρίζονται ότι η ψηφοφορία δεν κάνει καμία θετική διαφορά. «Αν η ψηφοφορία άλλαζε κάτι, θα την έκαναν παράνομη» είναι ένα συχνά αναφερόμενο ρητό που αποδίδεται στην αναρχική Έμμα Γκόλντμαν.[4]
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ο βαθμός αποχής στις εκλογές έχει αυξηθεί σημαντικά, κάτι που έχει προκαλέσει σημαντικές αντιπαραθέσεις αλλά και κριτική ως προς τη λειτουργία και τη κατεύθυνση του πολιτεύματος.[5]