Η απόχρωση είναι μια από τις κύριες ιδιότητες και τα διάφορα είδη ενός χρώματος. Από τεχνική άποψη και πιο δυγκεκριμένα στο μοντέλο CIECAM02 ορίζεται ως "το βαθμό στο που ένα ερέθισμα μπορεί να περιγραφεί ως παρόμοιο ή διαφορετικό από τα ερεθίσματα που περιγράφονται ως κόκκινο, πράσινο, μπλε και κίτρινο"[1] (οι οποίες σε ορισμένες θεωρίες της έγχρωμης όρασης ονομάζονται μοναδικές αποχρώσεις). Η απόχρωση μπορεί τυπικά να αναπαραστήσει ποσοτικά με ένα μόνο αριθμό, που συχνά αντιστοιχεί σε γωνιακή θέση γύρω από το κεντρικό ή ουδέτερο σημείο ή άξονα σε διάγραμμα συντεταγμένπου χώρου χρώματος (όπως χρωματικό διάγραμμα ή έγχρωμο τροχό, ή από το κυρίαρχο μήκος κύματος ή από το συμπληρωματικό χρώμα). Οι άλλες παράμετροι εμφάνισης χρώματος είναι η πολυχρωμία, ο κορεσμός[2], η φωτεινότητα και η διαφανότητα.
Μερικές αποχρώσεις χρωμάτων είναι οι παρακάτω: