Ιστορία της Κύπρου |
---|
Οι Αρμένιοι της Κύπρου ή Αρμενοκύπριοι (Αρμενικά: Կիպրահայեր, Τουρκικά: Kıbrıs Ermenileri) είναι αρμενική εθνοτική μειονότητα με παρουσία στην Κύπρο.
Η σχέση των Αρμενίων με την Κύπρο και η παρουσία τους στο νησί είναι πολύ παλιά και έχει υπάρξει μια αμοιβαία οικονομική και πολιτιστική συνάφεια για πολλούς αιώνες. Οι Αρμένιοι της Κύπρου είναι μια δομημένη κοινότητα με μακρά ιστορία και η παρουσία τους έχει εμπλουτίσει το νησί με αρκετούς τρόπους· αποτελούν αναγνωρισμένη μειονότητα με τη δική της γλώσσα, σχολεία, εκκλησίες, κοιμητήρια, μνημεία, μέσα ενημέρωσης, κοινωνικούς φορείς, έθιμα, παραδόσεις και πολιτιστική ζωή. Κατά τα τελευταία 55-60 χρόνια, ο αριθμός των Αρμενίων της Κύπρου έχει μειωθεί λόγω μεταναστεύσεων σε άλλες χώρες και ενσωμάτωση στην ευρύτερη κυπριακή κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων μεικτών γάμων· ο αριθμός της σήμερα είναι μικρότερος απ' ό,τι ήταν πριν από 80 ή 90 χρόνια πριν. Από οικονομική άποψη, οι Αρμενοκύπριοι έχουν την τάση να είναι αυτοεργοδοτούμενοι επιχειρηματίες/έμποροι, επαγγελματίες και τεχνίτες.
Παρά το σχετικά μικρό αριθμό Αρμενίων που ζουν στην Κύπρο, η αρμενοκυπριακή κοινότητα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην Αρμενική Διασπορά και το αρμενικό έθνος γενικότερα: κατά το Μεσαίωνα, η Κύπρος είχε μια εκτεταμένη σύνδεση με το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, ενώ η Μονή του Καντσβώρ είχε σημαντική παρουσία στην Αμμόχωστο· κατά την Τουρκοκρατία, η Εκκλησία της Παρθένου Μαρίας και το Αρμενομονάστηρο ήσαν πολύ διαπρεπή. Σε πιο πρόσφατες εποχές, το βραχύβιο Εθνικό Εκπαιδευτήριο-Ορφανοτροφείο και το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν άσκησαν μεγάλη επιρροή, όπως ήταν και η παρουσία της Αρμενικής Λεγεώνας στην Κύπρο, ενώ η μετανάστευση μεγάλου αριθμού Αρμενοκυπρίων στο Ηνωμένο Βασίλειο ουσιαστικά διαμόρφωσε τη σημερινή αρμενική παροικία της Βρετανίας. Ορισμένοι Αρμενοκύπριοι υπήρξαν ή είναι πολύ εξέχοντες σε παναρμενικό ή διεθνές επίπεδο και το γεγονός ότι, για σχεδόν μισό αιώνα, οι επιζώντες της Αρμενικής Γενοκτονίας συνεργάζονταν και συνυπήρχαν μαζί με τους Τουρκοκύπριους, ίσως ένα μοναδικό φαινόμενο σε ολόκληρη την Αρμενική Διασπορά. Επιπρόσθετα, η ιστορία και οι διάφορες άλλες πτυχές της αρμενικής κοινότητας της Κύπρου είναι εξαιρετικά καλά τεκμηριωμένες. Τέλος, η Κύπρος υπήρξε η πρώτη χώρα που έφερε το ζήτημα της αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας στην ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 1965 και η δεύτερη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία το 1975.
Σήμερα, οι Αρμένιοι της Κύπρου διατηρούν μια αξιοσημείωτη παρουσία περίπου 3.500 ατόμων στο νησί (συμπεριλαμβανομένων περίπου 1.000 μη Κυπρίων Αρμενίων, κυρίως από την Αρμενία, τη Γεωργία, τον Λίβανο, τη Ρωσσία και τη Συρία)[1], επικεντρωμένοι κυρίως γύρω από την πρωτεύουσα Λευκωσία, αλλά και με κοινότητες στη Λάρνακα και τη Λεμεσό, όπου διαθέτουν εκκλησίες, σχολεία, συλλόγους, κοιμητήρια και μνημεία• υπάρχει, επίσης, μια μικρή μη δομημένη αρμενική κοινότητα στην Πάφο (ουσιαστικά όλα τα μέλη της προέρχονται από την Αρμενία)[2]. Η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου βρίσκεται στη Λευκωσία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960, μαζί με τους Μαρωνίτες και τους Λατίνους, αναγνωρίζονται ως «θρησκευτική ομάδα» και έχουν επιλέξει να ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η αρμενοκυπριακή κοινότητα στηρίζεται ισχυρά, οικονομικά και ηθικά, από την Κυπριακή Δημοκρατία και οι Αρμενοκύπριοι εκπροσωπούνται από έναν εκλελεγμένο Εκπρόσωπο στη Βουλή των Αντιπροσώπων• από το Μάιο του 2006, ο Εκπρόσωπος είναι ο Βαρτκές Μαχτεσιάν, επιχειρηματίας από τη Λευκωσία, ο οποίος επανεκλέγηκε το Μάιο του 2011 για μια νέα θητεία στη Βουλή των Αντιπροσώπων.[3] Ο θρησκευτικός ηγέτης της κοινότητας, από τον Αύγουστο του 1997, είναι ο Πατριαρχικός Βικάριος Αρχιεπίσκοπος Βαρουζάν Χεργκελιάν, υπόλογος στον Καθολικό (Πατριάρχη) του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας.
Από τις τρεις θρησκευτικές ομάδες, οι Αρμένιοι είναι οι αρχαιότεροι στην Κύπρο, αφού η πρώτη επιβεβαιωμένη παρουσία Αρμενίων στο νησί ανάγεται στο 578 μ.Χ., κατά τη βασιλεία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’, ενώ οι Μαρωνίτες και οι Λατίνοι εμφανίστηκαν στο νησί το 686 και το 1126, αντίστοιχα.
Υπάρχει ένας μακρύς δεσμός ανάμεσα στους Αρμένιους και την Κύπρο, που πιθανώς ανάγεται στον 5ο αιώνα π.Χ.. Ωστόσο, οι Αρμένιοι έχουν συνεχή τεκμηριωμένη παρουσία στην Κύπρο από το 578 μ.Χ.: σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, κατά την εκστρατεία του εναντίον του Πέρση Βασιλιά Χοσρόη Α’, ο Βυζαντινός Στρατηγός (και μελλοντικός Αυτοκράτορας) Μαυρίκιος ο Καππαδόκης συνέλαβε 10.090 Αρμένιους ως αιχμάλωτους στην Αρζανηνή (Αγτζνίκ), εκ των οποίων περίπου 3.350 μεταφέρθηκαν στην Κύπρο [4]. Κρίνοντας από τη στρατηγική θέση των αποικιών που ίδρυσαν (Αρμενοχώρι, Αρμίνου, Κορνόκηπος, Πατρίκι, Πλατάνι, Σπαθαρικό και ίσως το Μούσερε), είναι πολύ πιθανόν αυτοί οι Αρμένιοι να υπηρέτησαν το Βυζάντιο ως μισθοφόροι στρατιώτες και ακρίτες.
Περισσότεροι Αρμένιοι κατέφθασαν κατά τη βασιλεία του αρμενικής καταγωγής Αυτοκράτορα Ηράκλειου (610-641) για πολιτικούς λόγους (επιχείρησε να γεφυρώσει τις διαφορές ανάμεσα στην Αρμενική Εκκλησία) και τη Βυζαντινή Εκκλησία), κατά τη διακονία του Καθολικού (Πατριάρχη) Χοβαννές Γ' Οτζνετσί (717-728) για εμπορικούς λόγους και μετά την απελευθέρωση της Κύπρου από τις αραβικές επιδρομές από τον πατρίκιο Νικήτα Χαλκούτζη (965) για στρατιωτικούς λόγους, όταν μεταφέρθηκαν στην Κύπρο Αρμένιοι μισθοφόροι για να την προστατέψουν. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, υπηρέτησαν στην Κύπρο Αρμένιοι στρατηγοί και κυβερνήτες, όπως ο Αλέξιος Μούσερε (868-874), ο Βασίλειος Χαϊγκάζ (958), ο Βαχράμ (965), ο Ελπίδιος Βραχάμιος (1075-1085) και ο Λέων του Συμβατίκη (910-911), ο οποίος ανέλαβε το κτίσιμο της βασιλικής του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα. Φαίνεται πως η εκκλησία του Αγίου Λαζάρου υπήρξε αρμενορθόδοξη εκκλησία το 10ο αιώνα και ότι χρησιμοποιόταν και από Αρμενοκαθολικούς κατά τη Λατινοκρατία.
Οι πολυάριθμοι Αρμένιοι απαιτούσαν και την ανάλογη πνευματική ποιμαντορία, γι' αυτό και το 973 ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Χατσίκ Α’ ίδρυσε την Αρμενική Επισκοπή στη Λευκωσία. Οι σχέσεις ανάμεσα στην Κύπρο και τους Αρμένιους έγιναν εντονότερες όταν ιδρύθηκε το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας. Το Βασίλειο, στην ακτή της Κιλικίας, στα βόρεια του νησιού, ιδρύθηκε γύρω στο 1080 μ.Χ. από Αρμένιους πρόσφυγες που διέφυγαν από την εισβολή των Σελτζούκων στο βορρά και παρέμεινε σύμμαχος του Βυζαντίου. Μεταξύ 1136-1138, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός μετακίνησε ολόκληρο τον πληθυσμό της αρμενικής πόλης Τελ Χαμντούν στην Κύπρο. Μετά το γάμο του Ισαάκιου Κομνηνού με την κόρη του Αρμένιου πρίγκηπα Τορός Β’ το 1185, ήρθαν μαζί του στην Κύπρο Αρμένιοι ευγενείς και πολεμιστές, πολλοί από τους οποίους υπερασπίστηκαν το νησί εναντίον του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου (Μάιος 1191), όταν αποβιβάστηκε στη Λεμεσό με κατακτητικές διαθέσεις, και των Ναϊτών Ιπποτών (Απρίλιος 1192), που είχαν αγοράσει την Κύπρο από το Ριχάρδο και κυβερνούσαν με ιδιαίτερη σκληρότητα. Τελικά οι Ναΐτες επέστρεψαν το νησί στο Ριχάρδο, ο οποίος με τη σειρά του το πούλησε στον Γκυ ντε Λουζινιάν [5].
Μετά την αγορά της Κύπρου από τον τιτουλάριο Φράγκο Βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκυ ντε Λουζινιάν το 1192, στην προσπάθειά του να ιδρύσει ένα φεουδαρχικό βασίλειο δυτικού τύπου, ο τελευταίος έστειλε απεσταλμένους στην Ευρώπη, την Κιλικία και το Λεβάντε, με αποτέλεσμα να λάβει χώρα μια μαζική μετανάστευση Αρμενίων και άλλων λαών (Φράγκοι, Λατίνοι, Μαρωνίτες, καθώς επίσης Αιθίοπες, Γεωργιανοί, Εβραίοι, Ιακωβίτες, Κόπτες, Μελκίτες, Νεστοριανοί και άλλοι). Σε αυτούς τους πολυάριθμους αστούς, ευγενείς, ιππότες και πολεμιστές, παραχωρήθηκαν απλόχερα αξιώματα, γαίες, τιμάρια, φέουδα και διάφορα προνόμια. Λόγω της εγγύτητάς τους, των εμπορικών τους δεσμών και μιας σειράς βασιλικών και αριστοκρατικών γάμων, το Βασίλειο της Κύπρου και το Βασίλειο της Κιλικίας αλληλοσυνδέθηκαν αναπόσπαστα. Στους μετέπειτα αιώνες, χιλιάδες Κιλικιοαρμένιοι αναζήτησαν καταφύγιο στην Κύπρο διαφεύγοντας από τις μουσουλμανικές επιθέσεις: την Πτώση της Αντιόχειας (1268), την Κατάκτηση της Άκρας (1291), την επίθεση των Σαρακηνών (1322), τις επιθέσεις των Μαμελούκων (1335 και 1346) και την οθωμανική κατάκτηση της Κιλικίας (1403 και 1421). Η Κύπρος κατέστη τώρα το ανατολικότερο προπύργιο του Χριστιανισμού• το 1441 οι αρχές της Αμμοχώστου προσκάλεσαν Αρμένιους από την Κιλικία να εγκατασταθούν εκεί.
Η Πτώση της Σις τον Απρίλιο του 1375 έθεσε τέρμα στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας• στον τελευταίο του Βασιλιά, Λέοντα Ε’, παραχωρήθηκε ασφαλής διέλευση στην Κύπρο και πέθανε σε εξορία στο Παρίσι το 1393, αφού αξίωσε μάταια άλλη μια Σταυροφορία. Το 1396 ο τίτλος του και τα προνόμιά του μεταφέρθηκαν στον εξάδελφό του, Βασιλιά Ιάκωβο Α’ Λουζινιανό, στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας• στη συνέχεια, ο βασιλικός θυρεός της δυναστείας των Λουζινιανών έφερε επίσης το λέοντα της Αρμενίας. Έτσι τέλειωσε η τελευταία πλήρως ανεξάρτητη αρμενική οντότητα του Μεσαίωνα, μετά από σχεδόν τρεις αιώνες κυριαρχίας και άνθισης• τον τίτλο του «Βασιλιά της Αρμενίας» διατηρούσε διαμέσου των αιώνων μέχρι τη σύγχρονη εποχή ο Οίκος της Σαβοΐας, μέσω του γάμου της Βασίλισσας Καρλόττας της Κύπρου με το Λουδοβίκο της Σαβοΐας. Παρόλον ότι οι Αιγύπτιοι Μαμελούκοι είχαν καταλάβει την Κιλικία, δεν ήταν σε θέση να συνεχίσουν να την κρατούν• εν τέλει τουρκικά φύλα κινήθηκαν προς την περιοχή και εγκαταστάθηκαν εκεί, οδηγώντας στην κατάκτηση της Κιλικίας από τον Ταμερλάνο. Ως αποτέλεσμα, 30.000 Αρμένιοι έφυγαν από την Κιλικία το 1403 και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, που συνέχισε να κυβερνάται από τη δυναστεία των Λουζινιανών μέχρι το 1489 [6].
Κατά τη Φραγκοκρατία και την Ενετοκρατία (1192-1489 και 1489-1570, αντίστοιχα), υπήρχαν αρμενικές εκκλησίες στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, το Σπαθαρικό (Σουρπ Σαρκίς [Άγιος Σέργιος] και Σουρπ Βαρβαρέ [Αγία Βαρβάρα]), τον Κορνόκηπο (Σουρπ Χρεσνταγκαμπέτκ [Άγιοι Αρχάγγελοι]), το Πλατάνι (Σουρπ Κεβόρκ [Άγιος Γεώργιος]), το Μπέλα-Πάις και αλλού (Σουρπ Παρσέγ [Άγιος Βασίλειος]). Οι Αρμένιοι συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις εφτά σημαντικότερες θρησκευτικές ομάδες στην Κύπρο, κατείχαν δε αποθήκες και καταστήματα στα λιμάνια της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της Πάφου, καθώς επίσης και στην πρωτεύουσα Λευκωσία, ελέγχοντας έτσι ένα μεγάλο τμήμα του εμπορίου. Επιπρόσθετα, η αρμενική ήταν ανάμεσα στις έντεκα επίσημες γλώσσες του Βασιλείου της Κύπρου και μια από τις πέντε επίσημες γλώσσες της ενετικής αποικιακής διοίκησης της Κύπρου.
Σύμφωνα με τους χρονικογράφους Λεόντιο Μαχαιρά (1369-1458), Γεώργιο Βουστρώνιο (1430-1501) και Φλώριο Βουστρώνιο (1500-1570), οι Αρμένιοι της Λευκωσίας είχαν τη δική τους Μητρόπολη και ζούσαν στη δική τους συνοικία, που ονομαζόταν Αρμενία ή Αρμενογειτονιά. Αρχικά είχαν τρεις εκκλησίες: Σουρπ Κεβόρκ, Σουρπ Μπογός-Πετρός (Άγιοι Παύλος και Πέτρος) και Σουρπ Χατς (Τίμιος Σταυρός) - που πιστεύεται ότι είναι το σημερινό τζαμί Αραπλάρ ή Σταυρός του Μισσιρίκου. Στην Αμμόχωστο ιδρύθηκε Επισκοπή στα τέλη του 12ου αιώνα και οι Αρμένιοι ζούσαν γύρω από τη συριακή ενορία. Ιστορικά έγγραφα υποδηλώνουν την παρουσία ενός σημαντικού μοναστικού και θεολογικού κέντρου εκεί, όπου λέγεται ότι είχε σπουδάσει ο Άγιος Νερσής ο Λαμπροναίος (1153-1198)• από τις τρεις αρμενικές εκκλησίες της περιτειχισμένης Αμμοχώστου [Σουρπ Αστβατζατζίν (Παναγίας), Σουρπ Σαρκίς και Σουρπ Χατς - που πιστεύεται ότι είναι η αταύτιστη εκκλησία ανάμεσα στην εκκλησία των Καρμελιτών και της Αγίας Άννας], μόνο η εκκλησία του Καντσβώρ διασώζεται, κτισμένη το 1346.
Κατά το Μεσαίωνα, οι Αρμένιοι της Κύπρου ασχολούνταν ενεργά με το εμπόριο, ενώ κάποιοι απ’ αυτούς σχημάτισαν στρατιωτικές φρουρές στην Κερύνεια (1322) και αλλού. Ένας αριθμός Αρμενίων υπερασπίστηκε το Φράγκικο Βασίλειο της Κύπρου κατά των Γενουατών (1373) στον Ξερό, κατά των Σαρακηνών (1425) στο χωριό Στύλλοι και κατά των Μαμελούκων (1426) στη Λεμεσό και τη Χοιροκοιτία. Μέχρι το 1425, το φημισμένο Αρμενομονάστηρο - αρχικά το κοπτικό μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου κοντά στη Χαλεύκα (περιοχή Πενταδακτύλου) - περιήλθε στην κατοχή των Αρμενίων, όπως συνέβη κάποια στιγμή πριν το 1504 με τη βενεδικτινή/καρθουσιανή μονή της Παναγίας της Τύρου ή Τορτόζας (Σουρπ Αστβατζατζίν) στην περιτειχισμένη Λευκωσία• πολλές από τις μοναχές της ήσαν αρμενικής καταγωγής (όπως η πριγκήπισσα Φημή, κόρη του Αρμένιου Βασιλιά Χετούμ Β’). Κατά τη Λατινοκρατία, υπήρχε επίσης ένας μικρός αριθμός Αρμενοκαθολικών στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο και το Αββαείο του Μπέλλα-Πάις, όπου υπηρέτησε ως μοναχός ο Άρχοντας Χετούμ της Κωρύκου.
Η ευημερία των κατοίκων της Κύπρου ανακόπηκε από τη σκληρή και διεφθαρμένη βενετική διοίκηση και τους υπέρογκους φόρους που επέβαλλαν. Η τυραννική τους διακυβέρνηση, σε συνδυασμό με αντίξοες συνθήκες (ανομβρίες, επιδημίες, λιμούς, πλημμύρες, σεισμούς κτλ), προκάλεσαν αξιοσημείωτη μείωση στον πληθυσμό του νησιού. Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Λουζινιανό, μέχρι τα τέλη της Ενετοκρατίας, οι Αρμένιοι ζούσαν κυρίως στην Αμμόχωστο και τη Λευκωσία και, σε μικρούς αριθμούς, σε τρία “αρμενικά χωριά”: το Πλατάνι, τον Κορνόκηπο και το Σπαθαρικό.
Κατά την οσμανική κατάληψη της νήσου (1570-1571), στρατολογήθηκαν περίπου 40.000 Οθωμανοαρμένιοι τεχνίτες (κυρίως σκαπανείς). Η νέα τάξη πραγμάτων επηρέασε και την αρμενική κοινότητα: πολλοί από τους Οθωμανοαρμένιους που επέζησαν της κατάκτησης εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Λευκωσία, αυξάνοντας τον αρμενικό της πληθυσμό, ενώ η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου αναγνωρίστηκε ως Εθναρχία (Ազգային Իշխանութիւն, Αζκαΐν Ισχανουτιούν), μέσω του θεσμού των μιλλέτ. Ωστόσο, η Επισκοπή στην Αμμόχωστο καταργήθηκε, καθώς ο χριστιανικός πληθυσμός σφαγιάστηκε ή εκδιώχθηκε και ολόκληρη η περιτειχισμένη πόλη κατέστη απαγορευμένη για μη Μουσουλμάνους μέχρι τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους κατά την κατάκτηση (την ακριβή φύση των οποίων μπορούμε μόνο να υποθέσουμε), παραχωρήθηκε στους Αρμένιους της Λευκωσίας το δικαίωμα να φυλάσσουν την Πύλη Πάφου (το προνόμιο αυτό χρησιμοποιήθηκε μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, εξαιτίας των μεγάλων δαπανών που απαιτούνταν) και, με φιρμάνι του Μαΐου του 1571, τους επιστράφηκε η εκκλησία της Παναγίας της Τύρου (γνωστή και ως Τορτόζα), την οποία οι Οθωμανοί είχαν μετατρέψει σε αποθήκη άλατος. Επιπρόσθετα, το μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου είχε αποκτήσει την εύνοια των Οθωμανών και κατέστη σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός για Αρμένιους και άλλους προσκυνητές καθοδόν προς τους Αγίους Τόπους, καθώς και χώρος ανάπαυσης για περιηγητές και Καθόλικους (Πατριάρχες) και άλλους κληρικούς από την Κιλικία και την Ιερουσαλήμ.
Σε αντίθεση με τους Λατίνους και τους Μαρωνίτες, οι Αρμένιοι - όντας Ορθόδοξοι - δεν καταδιώκονταν λόγω της θρησκείας τους από τους Οθωμανούς. Παρόλον ότι ζούσαν περίπου 20.000 Αρμένιοι στην Κύπρο κατά τα πρώτα-πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μέχρι το 1630 είχαν παραμείνει μόνο 2.000 Αρμένιοι, σε σύνολο 56.350 κατοίκων. Στο Μπετεστάν (την καλυμμένη αγορά της Λευκωσίας), υπήρχαν πολλοί Αρμένιοι έμποροι και στα τέλη του 18ου αιώνα/αρχές του 19ου αιώνα ο κορυφαίος πολίτης της Λευκωσίας ήταν ένας Αρμένιος έμπορας ονόματι Σαρκίς, που ήταν “μπερατλής” (κάτοχος βερατίου ή χάρτας που παραχωρούσε προνόμια) και ήταν αρχικά ο δραγομάνος για το Γάλλο Πρόξενο, πριν γίνει ο δραγομάνος για τον Άγγλο Πρόξενο. Αργότερα, στις αρχές μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι περιηγητές και τα κατάστιχα αναφέρουν έναν άλλο πλούσιο Αρμένιο έμπορο, το Χατζή Συμεών Αγά της Κριμέας, που είχε νωρίτερα χρηματοδοτήσει μια πλήρη επιδιόρθωση του Αρμενομονάστηρου και ήταν ο γαμπρός του Σαρκίς. Ένας τρίτος Αρμένιος προύχοντας ήταν ο Μαρτυρός Φουγκάς, δραγομάνος για το Γάλλο Πρόξενο και γνωστός έμπορας, που συνελήφθηκε και αποκεφαλίστηκε από τους Οθωμανούς γύρω στο 1825. Οι Αρμένιοι εξασκούσαν επικερδή επαγγέλματα και στις αρχές του 17ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο Περσοαρμένιοι ως έμποροι μεταξιού, όπως και κάποιοι εύποροι Οθωμανοαρμένιοι το 18ο και 19ο αιώνα, όπως ο Μπογός-Μπερτζ Αγάς Εραμιάν. Ωστόσο, με τη νέα τάξη πραγμάτων, ο αριθμός των Αρμενίων και των άλλων Χριστιανών μειώθηκε δραματικά λόγω της δυσβάστακτης φορολογίας και της σκληρότητας της οθωμανικής διοίκησης, εξαναγκάζοντας πολλούς Χριστιανούς να γίνουν Λινοβάμβακοι (Κρυπτοχριστιανοί) ή να ασπαστούν το Ισλάμ, που εξηγεί γιατί πρώην αρμενικά χωριά (Άγιος Ιάκωβος, Άγιος Χαρίτων, Αρμενοχώρι, Άρτεμη, Κορνόκηπος, Μελούντα, Πλατάνι και 'Σπαθαρικό) κατοικούνταν από Τουρκοκύπριους στα τέλη του 19ου αιώνα• μικρός αριθμός Αρμενοκυπρίων έγιναν Καθολικοί μέσω γάμου με εύπορες λατινικές οικογένειες.
Σταδιακά, μετά τα αιματηρά γεγονότα του 1821 - όταν, ως απάντηση στην κυπριακή στήριξη στην Ελληνική Επανάσταση, οι Οθωμανοί κατέστρεψαν τα μέγαρα των Αρμενίων και των Ελλήνων, απαγόρευσαν στους Έλληνες, τους Φράγκους, τους Αρμένιους και τους Μαρωνίτες να φέρουν όπλα και απαγχόνισαν ή έσφαξαν 470 πρόκριτους, ανάμεσά τους και τον Αρμένιο εφημέριο της Λευκωσίας, ντερ Πετρός -, παρατηρήθηκαν κάποιες βελτιώσεις κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-1876). Στο πνεύμα του Χάττ-ι Σερίφ του Γκιουλχανέ (1839), ο Αρμένιος Επίσκοπος, ο Έλληνας Αρχιεπίσκοπος και ο Μαρωνίτης Χωρεπίσκοπος συμμετείχαν στο Διοικητικό Συμβούλιο (Μετζλίς Ιταρέ), το οποίο συστάθηκε το 1840. Μετά το 1850, μερικοί Αρμένιοι εργοδοτήθηκαν στη δημόσια υπηρεσία, ενώ το 1860 η αρμενική εκκλησία της Λευκωσίας έγινε ανάμεσα στις πρώτες στην Κύπρο που απόκτησαν καμπαναριό - δωρεά του Κωνσταντινουπολίτη Αρμένιου Χαπετίκ Νεβρουζιάν. Επιπρόσθετα, το άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ το 1869 ωφέλησε τους Αρμένιους και άλλους έμπορους του νησιού, ενώ το 1870 ιδρύθηκε το πρώτο αρμενικό σχολείο στη Λευκωσία από το νεοαφιχθέντα Αρχιμανδρίτη Βαρτάν Μαμιγκονιάν. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα του Χάττ-ι Χουμαγιούν το 1856, αναγνωρίστηκε επίσημα η διοικητική αυτονομία της Αρμενικής Μητρόπολης Κύπρου.
Καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, η συντριπτική πλειοψηφία του αρμενικού πληθυσμού της Κύπρου υπήρξε αρμενορθόδοξη, παρόλον ότι υπάρχει επίσης μια αναφορά για μια μικρή αρμενοκαθολική κοινότητα στη Λάρνακα. Από τις τρεις θρησκευτικές ομάδες, οι Αρμένιοι είναι οι μόνοι που είχαν συνεχή παρουσία ιεραρχών καθ’ όλη την οσμανική κατοχή. Με βάση διάφορες εκτιμήσεις, η αρμενοκυπριακή κοινότητα του 19ου αιώνα αριθμούσε μεταξύ 150-250 άτομα, η πλειοψηφία των οποίων ζούσε στη Λευκωσία, με μικρότερους αριθμούς να ζούσαν στην Αμμόχωστο, τη Λάρνακα, βόρεια και νότια της πρωτεύουσας (ιδιαίτερα στη Δευτερά και την Κυθρέα) και, φυσικά, γύρω από το Αρμενομονάστηρο [5].
Με την άφιξη των Βρετανών τον Ιούλιο του 1878 και την προοδευτική τους διοίκηση, ενισχύθηκε ιδιαίτερα η ήδη ευημερούσα αλλά μικρή αρμενική κοινότητα του νησιού. Γνωστοί για τις γλωσσικές τους επιδεξιότητες, αρκετοί Αρμένιοι συμβλήθηκαν στην Κύπρο για να εργαστούν ως διερμηνείς και δημόσιοι λειτουργοί στα κονσουλάτα και τη βρετανική διοίκηση, όπως ο Απισογόμ Ουτιτζιάν - ο επίσημος κρατικός μεταφραστής και διερμηνείας για τα Οθωμανικά Τουρκικά μεταξύ 1878 και 1919. Ο αριθμός των Αρμενίων στην Κύπρο αυξήθηκε σημαντικά μετά τις μαζικές απελάσεις, τις τρομερές σφαγές και τη Γενοκτονία που διέπραξαν οι Οθωμανοί και οι Νεότουρκοι (1894-1896, 1909 & 1915-1923). Η Κύπρος δέχθηκε πέραν των 10.000 προσφύγων από την Κιλικία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι κατέφθασαν στη Λάρνακα και σε όλα τα άλλα λιμάνια της, κάποιοι κατά τύχη, άλλοι από πρόθεση• περίπου 1.500 από αυτούς έκαμαν το νησί την καινούργια τους πατρίδα. Εργατικοί, καλλιεργημένοι και φιλοπρόοδοι, έφεραν νέα πνοή στην παλιά κοινότητα και δεν άργησαν να ορθοποδήσουν και να καθιερωθούν ως άνθρωποι των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, ικανοί επιχειρηματίες και δεινοί έμποροι, τεχνίτες και φωτογράφοι, καθώς και πρωτοπόροι επαγγελματίες που εισήγαγαν νέες τέχνες, εδέσματα και γλυκά στο νησί, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Κύπρου.[7]
Οι νεοαφιχθέντες ίδρυσαν συλλόγους, χορωδίες, αθλητικές ομάδες, προσκοπικά συστήματα, φιλαρμονικές, εκκλησίες, σχολεία και κοιμητήρια στη Λευκωσία, τη Λάρνακα, τη Λεμεσό, την Αμμόχωστο, τον Αμίαντο και αλλού, ενώ σύντομα η αρμενοφωνία κατέστη πραγματικότητα. Οι Αρμένιοι ήσαν οι πρώτοι κλειδαράδες, μηχανικοί, σφραγιδοποιοί, κατασκευαστές καθισμάτων και κτενών, ταπετσιέρηδες, ωρολογάδες και τσιγκογράφοι στην Κύπρο. Ήσαν οι πρώτοι που έφεραν τον κινηματογράφο, βελτίωσαν σημαντικά την τέχνη του τσαγκάρη και ήσαν Αρμένιοι που πρωτοεισήγαγαν τον αρμενικό παστουρμά, την γκαζόζα, το γύρο, τις κούπες, τα λαχματζιούν, τους λοκμάδες, τον μπακλαβά, τα παγάκια, τα παστά χρυσόμηλα, τις πόμπες και το χαλβά στην κυπριακή κουζίνα. Οι Αρμένιοι εισήγαγαν επίσης δύο τεχνικές ραπτικής κεντήματος: το εργόχειρο του Αϊντάπ (Այնթապի գործ) και το εργόχειρο του Μαράς (Մարաշի գործ). Υπήρχαν επίσης μερικοί Αρμένιοι εργοστασιάρχες (παγοποιοί, σαπωνοποιοί, κατασκευαστές καλτσών, βυρσοδέψες κτλ), αλλά πάνω απ’ όλα, υπήρχε ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός Αρμενίων φωτογράφων.
Οι Αρμενοκύπριοι είχαν υψηλό προφίλ με τη βρετανική διοίκηση και πολλοί έγιναν ευσυνείδητοι δημόσιοι λειτουργοί και πειθαρχημένοι αστυνομικοί ή εργοδοτούνταν στον Κυπριακό Κυβερνητικό Σιδηρόδρομο και την Cable and Wireless. Κατά τις δεκαετίες 1920-1950, πολλοί εργάζονταν στα μεταλλεία αμιάντου στον Αμίαντο και στα μεταλλεία χαλκού στο Μαυροβούνι και τη Σκουριώτισσα, μερικοί από τους οποίους υπήρξαν συνδικαλιστές. Κάποιοι Αρμενοκύπριοι συμμετείχαν στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους (1914-1918 - στο Κυπριακό Σώμα Ημιονηγών - & 1939-1945 - τόσο στο Κυπριακό Σύνταγμα όσο και στην Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη) και τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959). Επίσης, η Ανατολική Λεγεώνα (αργότερα ονομάστηκε Αρμενική Λεγεώνα) συγκροτήθηκε και εκπαιδεύτηκε μεταξύ Δεκεμβρίου 1916 και Μαΐου 1918 στο χωριό Μοναρκά, κοντά στο Μπογάζι, αποτελούμενη από πέραν των 4.000 εθελοντών Αρμενίων της Διασποράς που πολέμησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μερικοί Αρμένιοι πρόσφυγες κατέφθασαν από την Παλαιστίνη (1947-1949) και την Αίγυπτο (1956-1957) [6].
Η αρμενοκυπριακή κοινότητα ευημερούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας (1878-1960), ιδρύοντας συλλόγους, χορωδίες, ομάδες προσκόπων, αθλητικές ομάδες, μουσικά σύνολα, εκκλησίες, κοιμητήρια και σχολεία, συμπεριλαμβανομένου του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν. Κτίστηκε λίγο έξω από τη Λευκωσία μεταξύ 1924-1926, με δωρεά των Αιγυπτιοαρμενίων καπνεμπόρων αδελφών Κρικόρ και Καραμπέτ Μελκονιάν, με αρχικό σκοπό να στεγάσει και να εκπαιδεύσει 500 ορφανά της Γενοκτονίας, τα οποία φύτεψαν τα δέντρα μπροστά από το σχολείο εις μνήμην των σφαγιασθέντων συγγενών τους. Από ορφανοτροφείο (1926-1940), σταδιακά κατέστη διεθνούς φήμης δευτεροβάθμια σχολή με οικοτροφείο (1934-2005) [8].
Εξετάζοντας της απογραφές πληθυσμού της Αγγλοκρατίας (βλέπε τμήμα Δημογραφίας), παρατηρούμε μια σταθερή αύξηση στον αριθμό των Αρμενίων στην Κύπρο, που κυμαίνονταν από 201 το 1881 μέχρι 4.549 το 1956. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήσαν Αρμένιοι Αποστολικοί, αλλά υπήρχε επίσης μικρός αριθμός Αρμενοκαθολικών και Αρμενίων Προτεσταντών. Στην απογραφή πληθυσμού του 1960, καταγράφηκαν 3.628 Αρμένιοι - σε αντίθεση με 4.549 το 1956 - καθώς περίπου 900 Αρμενοκύπριοι είχαν μεταναστεύσει στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και αλλού, όχι μόνο εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης της εποχής, αλλά κυρίως λόγω της έκτακτης κατάστασης που προκάλεσε ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) και της αβεβαιότητας που μερικοί ένιωθαν με την αποχώρηση των Βρετανών, τους οποίους έβλεπαν ως προστάτες τους. Μάλιστα δε, μεγάλη μερίδα Αγγλοαρμενίων κατάγεται από την Κύπρο [6].
Η λήξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959) βρήκε τους Αρμενοκύπριους να είχαν σφυρηλατήσει ισχυρούς δεσμούς με τους υπόλοιπους Κύπριους. Η Ανεξαρτησία του 1960 έφερε μια νέα εποχή για τους Αρμένιους της Κύπρου, οι οποίοι - μαζί με τους Μαρωνίτες και τους Λατίνους - αναγνωρίστηκαν ως «θρησκευτική ομάδα» από το Σύνταγμα (Άρθρο 2 § 3) και αντιπροσωπεύονταν πλέον από εκλελεγμένο Εκπρόσωπο - αρχικά μέλος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης (Άρθρο 109) και, από το 1965, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων (Νόμος 12/1965). Το μέγεθος της κοινότητας, ωστόσο, είχε μειωθεί λόγω της μετανάστευσης περίπου 900 Αρμενοκυπρίων προς το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της έκτακτης κατάστασης που προκλήθηκε από τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959) και της κακής κατάστασης της τοπικής οικονομίας. Ένας δεύτερος παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του μεγέθους της κοινότητας ήταν η μετανάστευση περίπου 600 Αρμενοκυπρίων προς τη Σοβιετική Αρμενία, ως μέρος του παναρμενικού κινήματος για «επαναπατρισμό» κατά την περίοδο 1962-1964 (νερκάγτ).[9]
Κατά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, η αρμενοκυπριακή κοινότητα υπέστη σοβαρότητες απώλειες, καθώς η αρμενική συνοικία της Λευκωσίας καταλήφθηκε από εξτρεμιστές Τουρκοκύπριους: καταλήφθηκαν το κτίριο της Μητρόπολης, η μεσαιωνική εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, το σχολείο Μελικιάν-Ουζουνιάν, το ιστορικό Μνημείο της Γενοκτονίας, τα οικήματα της Αρμενικής Λέσχης, της ΑΫΜΑ και του AGBU, καθώς και η Αρμενική Ευαγγελική εκκλησία• καταλήφθηκε επίσης η μεσαιωνική εκκλησία του Καντσβώρ στην Αμμόχωστο. Συνολικά, 231 αρμενοκυπριακές οικογένειες κατέστησαν τουρκόπληκτες ή/και έχασαν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους. Ως αποτέλεσμα, εκατοντάδες Αρμενοκύπριοι έφυγαν για τη Μεγάλη Βρετανία, τον Καναδά, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες [7]. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η αρμενοκυπριακή κοινότητα υπέστη επιπρόσθετες απώλειες: προσφυγοποιήθηκαν 4-5 οικογένειες που ζούσαν στην Κερύνεια, περίπου 30 οικογένειες στη Λευκωσία και 40-45 οικογένειες στην Αμμόχωστο, ενώ μια Αρμενοκύπρια (η Ρόζα Μπακαλιάν) είναι έκτοτε αγνοούμενη• το φημισμένο Αρμενομονάστηρο στον Πενταδάκτυλο καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, ο κοιτώνας των αγοριών του Μελκονιάν βομβαρδίστηκε από την Τουρκική Αεροπορία, ενώ το αρμενικό κοιμητήριο του Αγίου Δομετίου επλήχθη από όλμους και περιήλθε εντός της νεκρής ζώνης. Ως αποτέλεσμα, δεκάδες Αρμενοκύπριοι αποδήμησαν, κυρίως προς τη Μεγάλη Βρετανία - συνολικά, περίπου 1.300 Αρμενοκύπριοι έφυγαν από την Κύπρο κατά τις δεκαετίες του '60 και '70, επιπρόσθετα με αυτούς που μετανάστευσαν στη Σοβιετική Αρμενία.[5]
Με την αδιάλειπτη αρωγή της κυβέρνησης, η μικρή αλλά εργατική αρμενική κοινότητα της Κύπρου σταδιακά κατάφερε να αναπληρώσει τις απώλειές της και συνέχισε να ευημερεί στις υπόλοιπες αστικές περιοχές, συμβάλλοντας πολιτιστικά και κοινωνικοοικονομικά στην ανάπτυξη της πατρίδας της. Στις 24 Απριλίου 1975, η Κύπρος έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα (και η δεύτερη παγκοσμίως, μετά την Ουρουγουάη) που αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία με το Ψήφισμα 36/1975• ακολούθησαν δύο άλλα, Ψήφισμα 74/1982 και το Ψήφισμα 103/1990, με το τελευταίο να ανακηρύσσει την 24η Απριλίου ως Εθνική Ημέρα Μνήμης της Αρμενικής Γενοκτονίας στην Κύπρο. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η δυναμική της αρμενοκυπριακής κοινότητας έχει αλλάξει με τον αυξημένο αριθμό γάμων με Ελληνοκύπριους και άλλους μη Αρμένιους, και την άφιξη κατά τα τελευταία 30-35 χρόνια χιλιάδων Αρμενίων πολιτικών και οικονομικών μεταναστών λόγω του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο (1975-1990), των εξεγέρσεων στη Συρία (1976-1982), της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν και του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1978-1988), καθώς επίσης και μετά το σεισμό του Σπιτάκ (1988) και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991)• μερικοί από αυτούς έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην Κύπρο. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η αρμενική γλώσσα - η μητρική γλώσσα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αρμενοκυπρίων - αναγνωρίστηκε ως μειονοτική γλώσσα της Κύπρου από την 1η Δεκεμβρίου 2002. Σήμερα, εκτιμάται ότι οι Αρμένιοι που ζουν στην Κύπρο αριθμούν πέραν των 3.500 ατόμων• εκτός από τις χώρες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, στην Κύπρο υπάρχει επίσης μικρός αριθμός Αρμενίων που προέρχονται από την Αιθιοπία, την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Κουβέιτ και την Τουρκία [10].
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες ως προς τον αριθμό των Αρμενίων που ζούσαν στην Κύπρο κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Παρόλον ότι κατά την πρώιμη Φραγκοκρατία υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες Αρμένιοι που ζούσαν στην Κύπρο (κυρίως στη Λευκωσία και την Αμμόχωστο - όπου στην τελευταία αριθμούσαν γύρω στις 1.500 ψυχές το 1360), μέχρι την ύστερη Φραγκοκρατία και σίγουρα κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, ο αριθμός των Αρμενίων στην Κύπρο έφθινε - για ένα αριθμό λόγων: αυτό οφειλόταν στην τυραννική διακυβέρνηση της βενετικής διοίκησης, σε συνδυασμό με τις αντίξοες φυσικές συνθήκες (οι οποίες επηρέασαν όλους τους Κυπρίους), καθώς και τον εξελληνισμό των διαφόρων μειονοτήτων του νησιού. Μάλιστα δε, η έρευνα του πληθυσμού και ιδιοκτησίας της Λευκωσίας του 1572 μετά την οθωμανική κατάκτηση, υπό τον μπεηλέρμπεη Σινάν Πασιά, κατέγραψε 90-95 ντόπιους Αρμένιους στη Λευκωσία, σε σύνολο περίπου 1.100 κατοίκων - όλους με πλήρως εξελληνισμένα ονόματα.
Φαίνεται ότι κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1570-1878), είχαν παραμείνει στην Κύπρο περίπου 20.000 από τους 40.000 στρατολογημένους Οθωμανοαρμένιους. Ο αριθμός τους, ωστόσο, μειώθηκε δραματικά, λόγω της σκληρότητας και της καταπίεσης του καθεστώτος, της επαχθούς φορολογίας και των φυσικών καταστροφών: σύμφωνα με το Λατίνο Επίσκοπο της Πάφου, Πιέτρο Βέσπα, το 1630 υπήρχαν μόνο 2.000 Αρμένιοι στην Κύπρο (σε σύνολο πληθυσμού 56.350 - που ζούσαν κυρίως στις αγροτικές περιοχές), καθώς ένας σημαντικός αριθμός μετανάστευσε αλλού και πολλοί άλλοι ασπάστηκαν το Ισλάμ ή έγιναν Λινοβάμβακοι (Κρυπτοχριστιανοί). Ο Φραγκισκανός μισσιονάριος Τζιοβάνι Μπατίστα ντα Τόντι κατέγραψε μόνο 200 Αρμένιους στη Λευκωσία το 1647, ενώ το 1660 κατέγραψε πέραν των 300 Αρμενίων στο νησί. Ο Καρδινάλιος Μπερναντίνο Σπάντα, αντιπρόσωπος της Propaganda Fide, ανέφερε επίσης 200 Αρμένιους στη Λευκωσία το 1648, σε σύνολο 3.000 κατοίκων, αναφέροντας επίσης ότι η εκκλησία τους ήταν η μεγαλύτερη στην πρωτεύουσα, με 3 ιερείς. Μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα, παρά την περιορισμένη άφιξη Οθωμανοαρμενίων και Περσοαρμενίων, ο αριθμός τους ήταν αρκετά μικρός. Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, ο οποίος επισκέφθηκε το νησί το 1727 και το 1735, αναφέρει “μερικούς Αρμένιους” που ζούσαν στη Λευκωσία. Επισκεπτόμενος την Κύπρο το 1738, ο Βρετανός περιηγητής Ρίτσαρντ Πόκοκ αναφέρει “πολύ λίγους Αρμένιους, ωστόσο διαθέτουν μια αρχαία εκκλησία [στη Λευκωσία]”, ενώ για το νησί ως σύνολο κάνει αναφορά σε “μικρό αριθμό Αρμενίων, οι οποίοι είναι πολύ φτωχοί, αν και έχουν Αρχιεπίσκοπο και μοναστήρι στην εξοχή”. Ωστόσο, μέχρι την εποχή που επισκέφθηκε την Κύπρο ο Ιταλός Αββάς Τζιοβάνι Μαρίτι το 1760 και το 1767, είχαν προφανώς καταστεί “το πλουσιότερο τμήμα των κατοίκων [της Λευκωσίας]”, γι' αυτό και νόμισε ότι “υπάρχουν πολλοί Αρμένιοι [στο νησί]”. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, μετά από διάφορα κύματα εξελληνισμού (ειρηνικής αφομοίωσης) και εκτουρκισμού (εξαναγκαστικού προσηλυτισμού), ο αριθμός των Αρμενοκυπρίων κυμαινόταν ανάμεσα σε 150-200.
Όταν ο Άγγλος Πλοίαρχος Τζον Μακ Ντόναλντ Κινίρ επισκέφθηκε την Κύπρο το 1814, υπολόγισε περίπου 40 αρμενικές οικογένειες στη Λευκωσία (γύρω στα 200 άτομα) - σε σύνολο 2.000 οικογενειών (περίπου 10.000 άτομα), όπως υπολόγισαν και ο Βρετανός Πρόξενος Νίβεν Κερ και ο Έλληνας Υποπρόξενος Δημήτριος Μαργαρίτης το 1844 και το 1847, αντίστοιχα. Η πρώτη μεγάλης κλίμακας οθωμανική απογραφή το 1831, υπό την εποπτεία του Μουχασίλη Χαλίλ Εφέντη, μέτρησε 114 μη Μουσουλμάνους άρρενες στην αρμενική ενορία της Λευκωσίας και 13 στο Αρμενομονάστηρο (με συνολικό αρσενικό πληθυσμό 45.365). Επομένως, ο αριθμός των Αρμενίων στην Κύπρο θα ήταν γύρω στους 200 (σε σύνολο περίπου 88.500). Επισκεπτόμενος την Κύπρο το 1835, ο Αμερικανός ιεραπόστολος Αιδ. Λορέντζο Πιζ γράφει: “ο αριθμός των Αρμενίων [στη Λευκωσία] είναι ανάμεσα σε 30 και 40 οικογένειες”. Το 1841, ζούσαν περίπου 200 Αρμένιοι στο νησί (σε σύνολο 108.600), εκ των οποίων περίπου 150-160 διέμεναν στη Λευκωσία (με πληθυσμό 12.000) - σύμφωνα με την καταγραφή πληθυσμού από το Μουχασίλη Ταλαάτ Εφέντη και τα γραπτά των Γάλλων ιστορικών και περιηγητών Λουί Λακρουά και Κόμη Λουί ντε Μα Λατρί. Ο Λατίνος Γενικός Βικάριος Πάολο Μπρουνόνι επίσης ανέφερε 200 Αρμένιους στη Λευκωσία το 1848, καθώς και μερικούς άλλους στο Αρμενομονάστηρο. Το 1874 ο Βέλγος περιηγητής Έντμοντ Παριντάν βαν ντερ Κάμεν υπολόγισε 190 Αρμένιους στη Λευκωσία (σε σύνολο 13.530). Αν και αναξιόπιστος για τον αρμενικό πληθυσμό της Λευκωσίας (αναφέρει μόνο 20 οικογένειες το 1875), ο μελετητής Φίλιππος Γεωργίου κατέγραψε 6-8 αρμενικές οικογένειες γύρω από το Αρμενομονάστηρο και 5 αρμενικές οικογένειες στη Λάρνακα. Το 1877, ο νεοαφιχθείς ιερέας Χοβαννές Σιαχινιάν κατέγραψε 152 Αρμένιους που ζούσαν στην Κύπρο, ενώ η πρώτη σύγχρονη απογραφή πληθυσμού της Λευκωσίας, που διενεργήθηκε το 1879 από τον Επαρχιακό Διοικητή, Υποστράτηγο Σερ Ρόμπερτ Μπίντουλφ, καταμέτρησε 166 Αρμένιους - σε σύνολο 11.197 κατοίκων.
Οι βρετανικές αποικιακές απογραφές που έλαβαν χώρα μεταξύ 1881 και 1956 μας παρέχουν με αρκετά ακριβή δεδομένα για τον αρμενικό πληθυσμό της Κύπρου. Τα ακόλουθα νούμερα είναι οι συνδυασμένοι αριθμοί αυτών που καταγράφηκαν ως Αρμένιοι (εκ θρησκείας) και αυτών που καταγράφηκαν ως ομιλητές της αρμενικής: το 1881 υπήρχαν 201 Αρμένιοι στην Κύπρο (εκ των οποίων 174 ανήκαν στην Αρμενική Εκκλησία), οι οποίοι αυξήθηκαν σε 291 το 1891 (εκ των οποίων 269 ήσαν Γρηγοριανοί και 11 Αρμενοκαθολικοί) και σε 553 το 1901 (εκ των οποίων 491 ήσαν Γρηγοριανοί και 26 Αρμενοκαθολικοί)• η αριθμητική αύξηση οφειλόταν στην εισροή Αρμενίων προσφύγων από τις χαμιτικές σφαγές. Το 1911 υπήρχαν 611 Αρμένιοι στην Κύπρο (εκ των οποίων 549 ήσαν Γρηγοριανοί και 9 Αρμενοκαθολικοί), ενώ το 1921 ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 1.573 (εκ των οποίων 1.197 ανήκαν στην Αρμενική Εκκλησία) και σε 3.617 το 1931 (εκ των οποίων 3.377 ήσαν Αρμένιοι Γρηγοριανοί), ως αποτέλεσμα του τεράστιου κύματος προσφύγων από την Αρμενική Γενοκτονία.
Το 1935 η Αρμενική Μητρόπολη κατέγραψε 3.819 Αρμένιους στην Κύπρο: 102 ήσαν “ντόπιοι Κύπριοι” (που διέμεναν κυρίως στη Λευκωσία), 399 διέμεναν στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν, ενώ 3.318 ήσαν “πρόσφυγες”, δηλαδή επιζώντες της Γενοκτονίας και οι απόγονοί τους• απ’ αυτούς, 2.139 ζούσαν στη Λευκωσία, 678 στη Λάρνακα, 205 στη Λεμεσό, 105 στην Αμμόχωστο, 58 στον Αμίαντο, 25 στη Λεύκα, 20 στο Καλό Χωριό (Λεύκας), 18 στα Πάνω Λεύκαρα, 17 γύρω από το Αρμενομονάστηρο, 5 στην Κερύνεια, 4 στην Πάφο και 44 σε διάφορα χωριά. Το 1946 υπήρχαν 3.962 Αρμένιοι στην Κύπρο (εκ των οποίων 3.686 ήσαν Αρμένιοι Γρηγοριανοί), ενώ το ενώ το 1956 αριθμούσαν 4.549 [6]. Ο πίνακας στα δεξιά δείχνει τη γεωγραφική κατανομή των Αρμενοκυπρίων ανά επαρχία από το 1881 μέχρι και το 1960.
Η τελευταία ακριβής απογραφή του πληθυσμού της Κύπρου όσον αφορά την εθνοτική του κατανομή πραγματοποιήθηκε το 1960• κατέγραψε 3.628 Αρμένιους στην Κύπρο (εκ των οποίων 3.378 ήσαν Αρμένιοι Γρηγοριανοί). Το 1978 και το 1987 η Αρμενική Μητρόπολη κατέγραψε τον αρμενικό πληθυσμό της Κύπρου, ο οποίος ήταν 1.787 και 2.742, αντίστοιχα (ωστόσο, χωρίς πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική τους κατανομή).
Έκτοτε, αριθμός τους έχει αυξηθεί• σήμερα, στην Κύπρο ζουν περίπου 3.500 Αρμένιοι: 65% ζουν στην πρωτεύουσα, Λευκωσία, 20% στη Λάρνακα, 10% στη Λεμεσό και 5% στην Πάφο και κάποια χωριά. Πέραν του 95% του αρμενικού πληθυσμού της Κύπρου μιλούν αρμένικα και είναι Αρμενορθόδοξοι (γνωστοί και ως Αρμένιοι Αποστολικοί ή Γρηγοριανοί)• περίπου 5% ανήκουν είτε στην Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία, την Αρμενοκαθολική Εκκλησία, τη Λατινική Εκκλησία, την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, την Αγγλικανική Εκκλησία, την Εκκλησιά Αδελφών του Πλύμουθ, την Εκκλησία Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας ή είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Περίπου 1.000 από τους 3.500 Αρμένιους που ζουν στην Κύπρο κατάγονται από την Αρμενία, τον Λίβανο, τη Συρία, τη Ρωσία, τη Γεωργία, την Περσία, την Ελλάδα, το Ιράκ, την Αιθιοπία, την Τουρκία και το Κουβέιτ. Οι πλείστοι από το πρώτο κύμα Αρμενίων από την Αρμενία που έφθασαν στην Κύπρο από το 1988 και μετά ήσαν στην πραγματικότητα οι Αρμενοκύπριοι και οι απόγονοί τους που αποδήμησαν προς την Αρμενία μεταξύ 1962-1964, ως μέρος του παναρμενικού κινήματος του νερκάγτ (ներգամթ – επαναπατρισμός).
Ο χάρτης στα δεξιά δείχνει τους χώρους καταγωγής των Αρμενοκυπρίων, με βάση μια έρευνα που διεξήγαγε ο Αρχιεπίσκοπος Πετρός Σαρατζιάν το 1935. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι περίπου 1.000 πρόσφυγες των χαμιτικών σφαγών (1894-1896) κατάγονταν κυρίως από το Ντιγιαρμπακίρ (Ντικρανακέρτ), το Αϊντάπ και το Κιλίς• μόνο περίπου 100 απ’ αυτούς παρέμειναν. Το επόμενο κύμα Αρμενίων προσφύγων ήσαν οι περίπου 2.000 που διέφυγαν της σφαγής των Αδάνων το 1909, οι πλείστοι από τους οποίους επέστρεψαν στις πατρογονικές τους εστίες στα Άδανα εντός του ίδιου έτους [11]. Ωστόσο, το μεγαλύτερο κύμα Αρμενίων προσφύγων - μερικοί εκ των οποίων είχαν έρθει προηγουμένως και επέστρεψαν - ήσαν οι σχεδόν 9.000 που ξέφυγαν από τις μαζικές απελάσεις, τις τρομερές σφαγές και τη Γενοκτονία που διέπραξαν οι Οθωμανοί και οι Νεότουρκοι• περίπου 1.300 απ’ αυτούς αποφάσισαν να παραμείνουν, ενώ οι άλλοι τελικά έκαμαν διευθετήσεις για να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες. Οι πρόσφυγες αυτοί προέρχονταν κυρίως από τα Άδανα και τη Σελεύκεια (Ζιλιφκέ), ενώ υπήρχε σημαντικός αριθμός που προέρχονταν από τη Σις, το Μαράς, την Ταρσό, την Καισαρεία, το Χατζίν και το Αϊντάπ• μικρότεροι αριθμοί ήρθαν από άλλα μέρη, αλφαβητικά: Αδριανούπολη (Εντιρνέ), Αλεξανδρέττα (Ισκεντερούν), Ανταπαζάρ, Αραπκίρ, Αρμάς, Αφιόν Καραχισάρ, Βαν, Γερζινκά, Εβερέκ, Έδεσσα (Ούρφα), Ερζερούμ, Εσκί Σεχίρ, Ζεϊτούν, Ικόνιο (Κόνυα), Κεσάπ, Κιουτάχεια, Κωνσταντινούπολη, Μαλάτεια, Μερσίνα, Μισίς, Μουσά Νταγ (Μουσά Λερ), Μπαγτσέ, Μπαλιάν Νταγ, Μπαρντιζάγκ, Μπιρετζίκ, Μπιτλίς, Νικομήδεια (Ιζμίτ), Ντερτ Γιολ, Προύσα, Ραιδεστός (Τεκιρντάγ), Σασούν, Σεβαστεία (Σιβάς), Σιαρ, Σιβρί Χισάρ, Σμύρνη, Τζεϊχάν, Τοκάτη (Ευδοκία), Τραπεζούντα, Τσεμισγκατζάκ, Υοσγάτη και Χαρπέρτ [11].
Οι Αρμενοκύπριοι είναι οργανωμένοι πολιτικά από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η πιο κάτω παράθεση εξετάζει την ανάμιξή τους στην τοπική αυτοδιοίκηση, την κυπριακή πολιτική και την αρμενική πολιτική.
Όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση, η αρμενική συμμετοχή υπήρξε περιορισμένη. Παραδοσιακά, υπάρχει ο διορισμένος μουχτάρης (κοινοτάρχης) της ενορίας Καραμάν Ζατέ (Αρμενομαχαλλά) της Λευκωσίας. Μέχρι τώρα, υπήρξαν 4 μουχτάρηδες: ο Μελίκ Μελικιάν (1927-1949), ο Κασπάρ Ντελυφέρ (1949-1956), ο Βαχέ Κουγιουμτζιάν (1956-2009) και ο Μγκο Κουγιουμτζιάν (2011-σήμερα). Ο Πετρός Αμιραγιάν υπηρέτησε ως διορισμένο μέλος της δημοτικής επιτροπής Αμμοχώστου (1903-1905), ο Δρ. Αντρανίκ Λ. Αστζιάν υπηρέτησε ως διορισμένος δημοτικός σύμβουλος και, αργότερα, Αντιδήμαρχος, για τη Λευκωσία (1964-1970), ενώ ο Μπερτζ Κεβορκιάν υπηρέτησε ως διορισμένος δημοτικός σύμβουλος για τη Λευκωσία (1970-1986).
Με εξαίρεση των εκλεγμένων Εκπροσώπων, μέχρι τώρα υπήρξε μόνο ένας Αρμενοκύπριος Βουλευτής, ο Μάριος Καρογιάν. Εξελέγη ως Βουλευτής για την επαρχία Λευκωσίας στις 21 Μαΐου 2006 με το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Οκτώβριο του 2006 έγινε ο Πρόεδρος του κόμματος. Μετά την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας το Φεβρουάριο του 2008, ο Μάριος Καρογιάν ψηφίστηκε Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 6 Μαρτίου 2008, το δεύτερο υψηλότερο πολιτικό αξίωμα στην Κύπρο. Επανεξελέγη ως Βουλευτής για την επαρχία Λευκωσίας στις 22 Μαΐου 2011 και υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Βουλής μέχρι τις 2 Ιουνίου 2011.
Παρά το σχετικά μικρό της μέγεθος, η αρμενοκυπριακή κοινότητα συμμετέχει ενεργά στην παναρμενική πολιτική ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, παρόλον ότι αυτό έγινε πιο εδραιωμένο στα μέσα του 20ου αιώνα. Και τα τρία μεγάλα κόμματα της Αρμενικής Διασποράς δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, ιδιαίτερα το Τασνακτσουτιούν. Εγκαθίδρυσε την παρουσία του στην Κύπρο ήδη από το 1897 και συνέχισε να είναι παρόν κατά διαστήματα στο νησί μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, η Κύπρος χρησιμοποιόταν συχνά ως διάβαση για κάποιους Αρμένιους φενταγίν που είχαν τη Μικρά Ασία και την Κιλικία ως τον τελικό τους προορισμό. Ωστόσο, μετά την Αρμενική Γενοκτονία, η παρουσία του κόμματος έγινε ελάχιστη, εκτός από μεμονωμένα μέλη, υποστηρικτές ή/και συμπαθούντες, μέχρι που επαναδιοργανώθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επανεγκαθιδρύθηκε το 1947• το παράρτημά του ονομάζεται Καρενιάν, από τον Αρμέν Καρό, που επισκέφθηκε για λίγο την Κύπρο, με σκοπό να οργανώσει τη συγκέντρωση όπλων για την Αντίσταση του Ζεϊτούν.
Το Τασνακτσουτιούν συσχετίζεται με την Ένωση Αρμενίων Νέων (ΑΫΜΑ) στη Λευκωσία, την Αρμενική Λέσχη στη Λάρνακα και την Ένωση Αρμενίων Νέων Λεμεσού (LHEM) στη Λεμεσό, καθώς και με την Αρμενική Εθνική Επιτροπή Κύπρου, την Αρμενική Νεολαία Κύπρου, το Αρμενικό Κέντρο Νεολαίας «Αζαταμάρτ», τον Αρμενικό Σύνδεσμο Μέριμνας Κύπρου και τον Αρμενικό Μορφωτικό και Πολιτιστικό Σύλλογο Χαμαζκαΐν Κύπρου, όλα με βάση τη Λευκωσία. Το παράρτημα του Αρμενικού Συνδέσμου Μέριμνας Κύπρου ονομάζεται Σοσέ, από τη Σοσέ Μαϋρίκ, η οποία επισκέφθηκε την Κύπρο το καλοκαίρι του 1938, ενώ το παράρτημα του Χαμαζκαΐν Κύπρου ονομάζεται Οσιαγκάν, από το Χακόπ Οσιαγκάν, που υπήρξε καθηγητής στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν μεταξύ 1926–1934.
Το Ραμγκαβάρ πρωτοεμφανίστηκε στην Κύπρο στις αρχές της δεκαετίας του 1930, υπό τη μορφή ενός πυρήνα από μέλη του κόμματος. Συμμετείχε, επίσης, στις εκλογές για το Θρονικό Συμβούλιο το 1947, που προκάλεσαν πολύ μεγάλη αναταραχή στην κοινοτική ζωή. Ωστόσο, το κόμμα είναι επίσημα ενεργό στην Κύπρο από το 1956. Το παράρτημά του ονομάζεται Τεκεγιάν, από το Βαχάν Τεκεγιάν, ο οποίος ήταν καθηγητής στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν μεταξύ 1934–1935 [12]. Το κόμμα ποτέ δεν ήταν πολύ ενεργό στο νησί, κυρίως γιατί επισκιαζόταν από τη σημαντική παρουσία του AGBU, που συσχετίζεται με το Ραμγκαβάρ. Και οι δύο οργανώσεις έχασαν σημαντικό αριθμό οπαδών, όταν «επαναπατρίστηκαν» στην Αρμενία μεταξύ 1962–1964, ως μέρος του κινήματος του νερκάγτ (ներգաղթ – επαναπατρισμός) και όταν συνειδητοποίησαν πως αυτά που υπόσχονταν δεν ήταν πραγματικά.
Το νεαρότερο αρμενικό πολιτικό κόμμα στην Κύπρο είναι το Χεντσακιάν, που δημιουργήθηκε στο νησί το 2005, μετά από το διχασμό εντός του AGBU, που επέφερε η απόφασης για κλείσιμο του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν. Καθώς η Κύπρος συχνά χρησιμοποιόταν ως εφαλτήριο για ορισμένους Ευρωαρμένιους φενταγίν που είχαν τη Μικρά Ασία και την Κιλικία ως τελικό τους προορισμό κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα, μικρός αριθμός μελών του κόμματος προσωρινά έμεινε στο νησί κατά τη διάρκεια εκείνης τη εποχής. Το Χεντσακιάν συσχετίζεται με τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Νορ Σερούντ» στη Λευκωσία.
Η αρμενοκυπριακή κοινότητα έχει εμπλακεί ενεργά σε παναρμενικά θέματα, όπως η διοργάνωση διαδηλώσεων και άλλων μορφής διαμαρτυρίας για ζητήματα που αφορούν όλους τους Αρμένιους. Εκτός από την προώθηση της ευαισθητοποίησης και της αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας, η οποία εξετάζεται πιο διεξοδικά πιο κάτω, η αρμενοκυπριακή κοινότητα ασκεί επιτυχημένα πίεση υπέρ της Δημοκρατίας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με αποτέλεσμα οι Κύπριοι πολιτικοί και Ευρωβουλευτές να διάκεινται ευνοϊκά στην ύπαρξή της. Κατά την τελευταία δεκαετία, η αρμενοκυπριακή κοινότητα έχει εμπλακεί ενεργά στο κίνημα για την αύξηση της ευαισθητοποίησης για το μονομερές κλείσιμο του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν από το AGBU (2004–2005), τα πρωτόκολλα Αρμενίας-Τουρκίας (2009) και την έκδοση του Ραμίλ Σαφάρωβ στο Αζερμπαϊτζάν (2012), καθώς και σε εκδηλώσεις που τιμούν τη μνήμη του Χραντ Ντινκ, που διοργανώνονται κάθε χρόνο από τη δολοφονία του το 2007.
Τέλος, στα πρόσφατα χρόνια η αρμενοκυπριακή κοινότητα παρέχει οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια σε Αρμένιους που έχουν ανάγκη σε ολόκληρο τον κόσμο: έχει παράσχει αρωγή στους σεισμόπληκτους Αρμένιους στην Αρμενία μετά το σεισμό του 1988, σε ορφανά στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, σε Αρμένιους στον Λίβανο, Αρμένιους στην Ελλάδα και Αρμένιους στη Συρία, καθώς και σε Αρμένιους στην Αρμενία και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μέσω του Παναρμενικού Ιδρύματος «Χαϊαστάν».
Η αρμενοκυπριακή κοινότητα παραδοσιακά έχει ενεργή και δομημένη κοινωνική ζωή. Διοργανώνονται διάφορα εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, όπως έρανοι/παζαράκια, εκθέσεις τέχνης/βιβλίου, παραστάσεις χορού/θεάτρου, χοροεσπερίδες, μεσημεριανά γεύματα, προβολές ταινιών, κατασκηνώσεις/εκδρομές στην Κύπρο και το εξωτερικό (παναγκούμ), καθώς και διαλέξεις και εκδηλώσεις μνήμης σχετικά με την Αρμενία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, την Αρμενική Διασπορά και την Αρμενική Γενοκτονία.
Ο κύριος χώρος διεξαγωγής κοινοτικών εκδηλώσεων είναι το οίκημα της ΑΫΜΑ και η Αίθουσα “Βαχράμ Ουτιτζιάν”, στο υπόγειο του κτιρίου της Αρμενικής Μητρόπολης, και τα δύο στο Στρόβολο, στη Λευκωσία. Στο παρελθόν, πολυάριθμες εκδηλώσεις διοργανώνονταν στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν στην Αγλαντζιά, στην αίθουσα της Αρμενικής Λέσχης στη Λευκωσία ή στην αίθουσα του παλαιού οικήματος του AGBU στη Λευκωσία. Οι σχολικές εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα στο ανοικτό αμφιθέατρο ή τη νεόκτιστη αίθουσα εκδηλώσεων του Αρμενικού Σχολείου Ναρέκ Λευκωσίας. Πιο πρόσφατα, μερικές κοινοτικές εκδηλώσεις διοργανώθηκαν στην Αρμενική Λέσχη Λάρνακας ή στην αίθουσα της αρμενικής εκκλησίας Λεμεσού.
Αρχικά, η αίθουσα της αρμενικής εκκλησίας Λεμεσού ήταν μια παράγκα που μεταφέρθηκε στα τέλη του 1959 από ένα βρετανικό στρατόπεδο δυτικά της Λευκωσίας, με την ονομασία Wayne's Keep, και επανασυναρμολογήθηκε στη Λεμεσό από τον εργολάβο Ευαγόρα Κωνσταντίνου. Ανακαινίστηκε στις αρχές του 1970, υπό τη φροντίδα του Τζωρτζ Ντιντονιάν και χρησιμοποιόταν από το τοπικό παράρτημα του AGBU μέχρι το 2002• έτυχε ριζικής αποκατάστασης το 2009, με δαπάνες από την Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου και στις 8 Μαΐου 2010 εγκαινιάστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Βαρουζάν Χεργκελιάν και τον Εκπρόσωπο Βαρτκές Μαχτεσιάν. Έκτοτε, χρησιμοποιείται από κοινού από την εκκλησία, το τοπικό παράρτημα του AGBU και το LHEM.
Η Αίθουσα “Βαχράμ Ουτιτζιάν” διαμορφώθηκε το 1998 με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Βαρουζάν Χεργκελιάν, από τα έσοδα της δημοπρασίας το 1994 της συλλογής έργων τέχνης που ο συλλέκτης αντικών Βαχράμ είχε δωρίσει στη Μητρόπολη το 1954. Εγκαινιάστηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1999 από τον Καθόλικο (Πατριάρχη) Αράμ Α’. Μέσα στην αίθουσα υπάρχει ένας μεγάλος πίνακας των Τζων Γκεβεριάν και Σεμπούχ Απκαριάν, ο οποίος γιορτάζει τα 1700 χρόνια Χριστιανισμού στην Αρμενία. Πάνω από το στέγαστρο που καλύπτει την είσοδο στην Αίθουσα “Βαχράμ Ουτιτζιάν”, υπάρχει μια επιγραφή σε κοκκινωπή πέτρα τουφ στα Αρμένικα που γράφει:
Իւթիւճեան Սրահ 1998 Utidjian Hall (Αίθουσα Ουτιτζιάν 1998)
Σήμερα, λειτουργούν τα ακόλουθα αρμενικά σωματεία στην Κύπρο:
Μπροστά από το οίκημα της ΑΫΜΑ υπάρχει ένας λευκός μαρμάρινος τύμβος-οστεοφυλάκιο που περιέχει μερικά λείψανα μαρτύρων της Αρμενικής Γενοκτονίας που έφερε στην Κύπρο μια αποστολή της Αρμενικής Νεολαίας Κύπρου από την έρημο του Ντερ Ζορ στη Συρία το 2011• κατασκευάστηκε από μέλη της Αρμενικής Νεολαίας Κύπρου και αποκαλύφθηκε στις 28 Απριλίου 2002 από τον Αρχιεπίσκοπο Βαρουζάν Χεργκελιάν.
Στα αριστερά του τοίχου πριν από την είσοδο του οικήματος, υπάρχει σύνθεση από πλακάκια με το έμβλημα της ΑΫΜΑ, η οποία φέρει την ακόλουθη αφιέρωση στα αρμένικα:
Յիշատակ Պետրոսեան ընտանիքի կողմէ 1991 (Εις μνήμην της οικογένειας Πετροσιάν 1991)
Το κτίριο της Λευκωσίας, στη Λεωφόρο Λεμεσού στην Αγλαντζιά, εγκαινιάστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1989 από την Πρόεδρο του AGBU, Λουίζ Σιμόν-Μανουκιάν, ενώ το κτίριο της Λάρνακας, που κτίστηκε μεταξύ 2010-2011 στην οδό Κιλκίς, εγκαινιάστηκε στις 5 Μαΐου 2011 από τον Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια. Στο πλάι του οικήματος της Λευκωσίας, τοποθετήθηκε το 1991 η αμμολίθινη προτομή του ιδρυτή του AGBU Μπογός Νουμπάρ Πασιά. Μέσα στην αίθουσα εκδηλώσεων του AGBU Λευκωσίας υπάρχει μια άσπρη μαρμάρινη αναμνηστική πλακέτα στα Αρμένικα που γράφει:
Ի յիշատակ Կարապետ եւ Եղիա Գըրպըյըքեաններու նուիրատուութեամբ Պօղոս Գըրպըյըքեանի Մարտ 1998 (Εις μνήμην των Καραμπέτ και Γεγιά Κερμπεγεκιάν με δωρεά του Μπογός Κερμπεγεκιάν, Μάρτιος 1998)
Μέσα στο AGBU Λάρνακας υπάρχει μια μαύρη γρανιτένια αναμνηστική πλάκα στα Ελληνικά:
Η τελετή εγκαινίων του Αρμενικού Πολιτιστικού Κέντρου έγινε στις 5 Μαΐου 2011 από τον Εξοχότατο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια επί δημαρχίας Ανδρέα Μωϋσέως
Με την Ανεξαρτησία της Κύπρου, στις 16 Αυγούστου 1960, σύμφωνα με το Άρθρο 2 § 3 του Συντάγματος, οι Αρμένιοι, οι Λατίνοι και οι Μαρωνίτες αναγνωρίστηκαν ως “θρησκευτικές ομάδες”. Στο δημοψήφισμα που διεξάχθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1960, και οι τρεις θρησκευτικές ομάδες επέλεξαν να ανήκουν στην ομόθρησκη ελληνοκυπριακή κοινότητα (όπως ήταν αναμενόμενο), κάτι το οποίο κατά συνέπεια καθόρισε τις πολιτικές τους επιλογές στο παιγνίδι της διακοινοτικής διαμάχης και επηρέασε κάπως τις σχέσεις τους με τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι με τη σειρά τους τις έβλεπαν ως προέκταση των ελληνοκυπριακών πολιτικών επιλογών. Είναι γι’ αυτό που οι θρησκευτικές ομάδες είχαν παρόμοια ή και χειρότερη αντιμετώπιση κατά τις διακοινοτικές ταραχές (1963–1964) και τη βάρβαρη και άνομη τουρκική εισβολή (1974).
Το Άρθρο 110 § 3 αναγνωρίζει τη διοικητική αυτονομία των Εκκλησιών των θρησκευτικών ομάδων, όπως αυτή καθιερώθηκε με το Χάττ-ι Χουμαγιούν το 1856. Σύμφωνα με το Άρθρο 111, οι τρεις Εκκλησίες διατηρούν τις αρμοδιότητές τους σχετικά με ζητήματα προσωπικού θεσμού. Ο Νόμος 95/1989 μεταβίβασε τη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων στα οικογενειακά δικαστήρια, η σύνθεση των οποίων καθορίστηκε από το Νόμο 87(I)/1994• από τις τρεις θρησκευτικές ομάδες, μόνο οι Αρμένιοι συμμετέχουν στις διεργασίες τους.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 109 του Συντάγματος, στους Αρμενοκύπριους δόθηκε πολιτική αντιπροσώπευση: ως αποτέλεσμα της επιλογής τους να ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, ένας Αρμένιος και ένας Λατίνος συμμετείχαν στα εκ Λευκωσίας μέλη της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης, ενώ ένας Μαρωνίτης συμμετείχε στα εκ Κυρηνείας μέλη (Αποικιακός Νόμος 36/1959, Αποικιακός Νόμος 6/1960 και Νόμος Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης 8/1960). Οι δύο Κοινοτικές Συνελεύσεις, που δρούσαν ως Κάτω Βουλή, είχαν αρμοδιότητα για όλα τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και άλλα κοινοτικής φύσεως θέματα (Άρθρο 87).
Με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το κοινό κράτος το 1963 και την αυτοδιάλυση της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης το 1965, αποφασίστηκε η μεταφορά των εκτελεστικών εξουσιών της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης στο νεοσύστατο Υπουργείο Παιδείας και των νομοθετικών της εξουσιών στη Βουλή των Αντιπροσώπων (Νόμος 12/1965). Σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 4.907/29–07–1965, αποφασίστηκε ότι οι τρεις Εκπρόσωποι θα εξακολουθούσαν προσωρινά να αντιπροσωπεύουν τις κοινότητες τους στη Βουλή για ζητήματα αρμοδιότητας της Συνέλευσής τους και ότι η Βουλή θα ζητούσε τη γνώμη τους πριν νομοθετήσει επί σχετικών θεμάτων (Νόμος 12/1965). Με σκοπό την προσέγγιση της διάρκειας της θητείας των άλλων Βουλευτών, η θητεία των τριών Εκπροσώπων παρατεινόταν ετησίως (Νόμος 45/1965, Νόμος 49/1966, 'Νόμος 50/1967, Νόμος 87/1968 και Νόμος 58/1969). Το καθεστώς των τριών Εκπροσώπων στη Βουλή των Αντιπροσώπων μονιμοποιήθηκε με το Νόμο 58/1970 και καθορίστηκε επιπλέον με το Νόμο 38/1976, το Νόμο 41/1981 και το Νόμο 66(I)/2011. Από το 1991, οι εκλογές για τους τρεις Εκπροσώπους διενεργούνται ταυτόχρονα και παράλληλα μα τις γενικές βουλευτικές εκλογές και η θητεία των Εκπροσώπων είναι πανομοιότυπη με αυτή των Βουλευτών (Νόμος 70/1986).
Οι Εκπρόσωποι δρουν ως σύνδεσμοι μεταξύ των κοινοτήτων τους και του κράτους, είναι δε οι κατεξοχήν αρμόδιοι για να φέρουν ενώπιον της πολιτείας όλα τα σχετιζόμενα με την ομάδα τους ζητήματα. Η συμμετοχή τους είναι πενταετούς διάρκειας και έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, καθώς αν και μπορούν να εκφράζουν τις απόψεις τους για θέματα που σχετίζονται με την ομάδα τους, δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Ειδικά στην περίπτωση των Αρμενίων, ο εκάστοτε Εκπρόσωπος εκφωνεί λόγο σχετικά με την Αρμενική Γενοκτονία κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής που συγκαλείται στις ή γύρω στις 24 Απριλίου κάθε έτους. Μέχρι σήμερα, έχουν υπηρετήσει έξι (6) Αρμένιοι Εκπρόσωποι: ο Μπερτζ Τιλμπιάν από τη Λευκωσία (1960–1970), ο Δρ. Αντρανίκ Λ. Αστζιάν από τη Λευκωσία (1970–1982), ο Αράμ Καλαϊτζιάν από τη Λάρνακα (1982–1995), ο Πετρός Καλαϊτζιάν από τη Λάρνακα (1995–2005), ο Δρ. Βαχάκν Αταμιάν από τη Λευκωσία (2005–2006) και ο Βαρτκές Μαχτεσιάν από τη Λευκωσία (2006–σήμερα).
Οι Εκπρόσωποι απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με τους υπόλοιπους Βουλευτές (ανεύθυνο, ασυλία, χρηματική αποζημίωση, φοροαπαλλαγές κ.τ.λ.), παρίστανται στις συνεδριάσεις της ολομέλειας της Βουλής, συμμετέχουν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας και (από το 1970) στη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ από το 1999 διορίζουν τα οικεία μέλη της Βουλής των Γερόντων. Επιπρόσθετα, ο Αρμένιος και ο Μαρωνίτης Εκπρόσωπος διαβουλεύονται με τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, σχετικά με την εισήγηση του τελευταίου προς το Υπουργικό Συμβούλιο αναφορικά με το διορισμό της Σχολικής Εφορείας Αρμενικών Σχολείων και της Σχολικής Εφορείας Μαρωνιτών [Νόμος 103(I)/1999].
Από το 1998, ο εκλεγμένος Εκπρόσωπος είναι ex officio μέλος του Θρονικού Συμβουλίου (Թեմական Ժողով) της Αρμενικής Εθναρχίας (Ազգային Իշխանութիւն).
Οι πρώτες ιστορικές εκλογές για τον Αρμένιο-μέλος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης έλαβαν χώρα στις 5 Αυγούστου 1960 του Βαχράμ Λεβονιάν και του Μπερτζ Τιλμπιάν, ο οποίος εκλέγηκε αφού έλαβε το 60,49% (1364 ψήφοι). Μεταξύ 1965–1970, η θητεία του Αρμένιου, του Μαρωνίτη και του Λατίνου Εκπροσώπου παρατεινόταν με ειδικούς νόμους, μέχρι που θεσπίστηκε ο Νόμος 58/1970, που τους περιέλαβε κανονικά στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι δεύτερες εκλογές έγιναν στις 19 Ιουλίου 1970 μεταξύ του Μπερτζ Τιλμπιάν και του Δρος Αντρανίκ Λ. Αστζιάν, ο οποίος εξελέγη αφού έλαβε το 56,30% (590 ψήφοι)• ο Δρ. Αντρανίκ Λ. Αστζιάν επανεκλέγηκε στις 3 Οκτωβρίου 1976, με τον Αράμ Καλαϊτζιάν ως τον ανθυποψήφιό του, αφού έλαβε το 50,96% (612 ψήφοι).
Οι επόμενες εκλογές διεξήχθησαν στις 14 Μαρτίου 1982 μεταξύ του Δρος Αντρανίκ Λ. Αστζιάν και του Αράμ Καλαϊτζιάν, ο οποίος εξασφάλισε το 58.36% (771 ψήφοι)• ο Αράμ Καλαϊτζιάν επανεκλέγηκε στις 13 Ιουλίου 1986, με την Άννα Αστζιάν ως ανθυποψήφιό του, εξασφαλίζοντας το 65,08% (792 ψήφοι), και ξανά στις 19 Μαΐου 1991, κερδίζοντας ξανά την 'Άννα Αστζιάν και λαμβάνοντας το 67,00% (875 ψήφοι). Λόγω του θανάτου του Αράμ Καλαϊτζιάν στις 10 Σεπτεμβρίου 1995, διεξήχθησαν αναπληρωματικές εκλογές στις 22 Οκτωβρίου 1995, μεταξύ του Κεβόρκ Μαχτεσιάν και του Πετρός Καλαϊτζιάν, ο οποίος κέρδισε με το 60,34% (849 ψήφοι). Ο Πετρός Καλαϊτζιάν επανεκλέγηκε στις 26 Μαΐου 1996, εξασφαλίζοντας το 73,91% (997 ψήφοι) έναντι της 'Άννας Αστζιάν και ξανά στις 27 Μαΐου 2001, λαμβάνοντας το 57,13% (857 ψήφοι) έναντι του Δρος Καραμπέτ Κάσιο-Καζαντζιάν.
Λόγω του θανάτου του Πετρός Καλαϊτζιάν την 1η Σεπτεμβρίου 2005, διενεργήθηκαν αναπληρωματικές εκλογές στις 9 Οκτωβρίου 2005, με το Δρα Βαχάκν Αταμιάν να λαμβάνει το 52,03% (769 ψήφοι) έναντι του Δρος Αντρανίκ Αστζιάν (43,91%) και του Παρσέχ Ζαρταριάν (4,12%). Οι επόμενες εκλογές έλαβαν χώρα στις 21 Μαΐου 2006, με το Βαρτκές Μαχτεσιάν να λαμβάνει το 52,60% (899 ψήφοι) έναντι του Δρος Βαχάκν Αταμιάν. Οι πιο πρόσφατες εκλογές διεξήχθησαν στις 22 Μαΐου 2011, με το Βαρτκές Μαχτεσιάν να εξασφαλίζει το 67,67% (1.105 ψήφοι) έναντι του Δρος Αντρανίκ Αστζιάν.
Αν και δεν εκλέγεται, οι Αρμένιοι στη Λευκωσία διαθέτουν και μουχτάρη (κοινοτάρχη), διορισμένο από το Υπουργείο Εσωτερικών. Ο πρώτος μουχτάρης ήταν ο Μελίκ Μελικιάν (1927–1949), τον οποίο διαδέχθηκαν ο Κασπάρ Ντελυφέρ (1949–1956) και ο Βαχέ Κουγιουμτζιάν (1956–2009). Από την 1η Ιανουαρίου 2011, ο τωρινός Αρμένιος μουχτάρης είναι ο Μγκο Κουγιουμτζιάν.
Όπως και οι πλείστες κοινότητες της Αρμενικής Διασποράς, η αρμενοκυπριακή κοινότητα ανήκει κατά κύριο λόγο στην Αρμενική Αποστολική Εκκλησία (περίπου 95%). Κάπου 5% ανήκει είτε στην Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία, την Αρμενική Καθολική Εκκλησία, τη Λατινική Εκκλησία, την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, την Αγγλικανική Εκκλησία, την Εκκλησιά Αδελφών του Πλύμουθ, την Εκκλησία των Αντβεντιστών της έβδομης ημέρας ή είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά• απ’ αυτό το 5%, ιστορικά οι σημαντικότερες ομάδες υπήρξαν οι Αρμένιοι Ευαγγελικοί, που κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 αποτελούσαν περίπου 10% της αρμενοκυπριακής κοινότητας, και οι Αρμενοκαθολικοί, που βρίσκονται στο νησί από την εποχή των Σταυροφοριών.
Η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου (Առաջնորդարան Հայոց Կիպրոսի) ιδρύθηκε το 973 από τον Καθολικό Χατσίκ Α’ και έκτοτε διατηρεί μια συνεχή παρουσία στο νησί. Στα χρόνια που ακολούθησαν, κάποιοι από τους Επισκόπους της συμμετείχαν σε σημαντικές εκκλησιαστικές συνόδους, όπως ο Θαδδαίος (ο οποίος συμμετείχε στο Συμβούλιο της Ρώμκλα το 1179), ο Νικόλαος (ο οποίος συμμετείχε στη Σύνοδο της Σις το 1307) και ο Γρηγόριος (που συμμετείχε σε συνέδριο των Ελληνορθόδοξων Επισκόπων στην Κύπρο το 1340). Η αρχαιότητα της Αρμενικής Εκκλησίας στην Κύπρο επιβεβαιώθηκε από βούλλα του Πάπα Λέοντα Ι’, η οποία εκδόθηκε το 1519 μετά από πολλαπλές έριδες, σύμφωνα με την οποίο ο Αρμένιος Επίσκοπος θα ήταν ανώτερος και θα είχε προβάδισμα έναντι των Επισκόπων των Μαρωνιτών, των Ιακωβιτών και των Κοπτών.
Ιστορικά, η Μητρόπολη βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του Καθολικάτου (Πατριαρχείου) του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, ενώ σήμερα είναι το παλαιότερο θέμα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Στο παρελθόν, για διάφορους λόγους, κατά καιρούς βρισκόταν υπό το Αρμενικό Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ (1775-1799, 1812-1837, 1848-1861, 1865-1877, 1888-1897, 1898-1908), το Αρμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (1799-1812, 1861-1864, 1877-1888, 1897-1898, 1908-1921), ακόμη και το Καθολικάτο (Πατριαρχείο) του Ετσμιατζίν (1864-1865). Η Κύπρος υπήρξε το καταφύγιο για δύο εξόριστους Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, τον Αρχιεπίσκοπο Ταβίτ Αρεβελτσί (1644-1648) και τον Ανώτερο Αρχιμανδρίτη Μπασματζιάν (1773-1775). Ο σημερινός Μητροπολίτης, ο Πατριαρχικός Βικάριος Βαρουζάν Χεργκελιάν, είναι από το 1997 ο Αρχιεπίσκοπος Βαρουζάν Χεργκελιάν. Ο εφημέριος στη Λευκωσία είναι ο π. Μομίκ Χαπεσιάν (από το 2000), ενώ ο εφημέριος στη Λάρνακα και τη Λεμεσό είναι ο π. Μαστότς Ασκαριάν (από το 1992).
Για αιώνες, το κτίριο της Μητρόπολης βρισκόταν εντός του αρμενικού συμπλέγματος στην οδό Βικτωρίας στην εντός των τειχών Λευκωσία• όταν η περιοχή καταλήφθηκε από Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές το 1963-1964, η Μητρόπολη προσωρινά στεγαζόταν στην οδό Αράμ Ουζουνιάν (1964-1968) και, αργότερα, στην οδό Κυριάκου Μάτση στον Άγιο Δομέτιο (1968-1984). Χάρη στις προσπάθειες του Επισκόπου Ζαρέχ Αζναβοριάν και με οικονομική αρωγή από την Ευαγγελική Εκκλησία της Βεστφαλίας, το νέο κτίριο της Μητρόπολη ανεγέρθηκε το 1983, δίπλα από την εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και το σχολείο Ναρέκ στη Λευκωσία, από τους αρχιτέκτονες Άθως Δίκαιος & Άλκης Δίκαιος• εγκαινιάστηκε επίσημα στις 4 Μαρτίου 1984, κατά τη διάρκεια της ποιμενικής επίσκεψης του Καθολικού (Πατριάρχη) Καρεκίν Β’. Με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Βαρουζάν Χεργκελιάν, το 1998 το υπόγειο του κτιρίου ανακαινίστηκε και διαμορφώθηκε η Αίθουσα «Βαχράμ Ουτιτζιάν»• προηγουμένως αποθήκη, έγινε πραγματικότητα από τις εισπράξεις της δημοπρασίας το 1994 της συλλογής έργων τέχνης που είχε δωρίσει ο Βαχράμ Ουτιτζιάν στη Μητρόπολη το 1954. Εγκαινιάστηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1999 από τον Καθολικό (Πατριάρχη) Αράμ Α’• εκεί λαμβάνουν χώρα πολυάριθμες κοινοτικές, πολιτιστικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Το συνοδικό της Μητρόπολης στεγάζει συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων, μερικά από τα οποία βρίσκονταν προηγουμένως στην παλαιά εκκλησία της Παρθένου Μαρίας ή στο Αρμενομονάστηρο.
Το σημερινό Καταστατικό της Μητρόπολης, που καταρτίστηκε το 1945 και επικυρώθηκε το 1950, αποτελείται από 102 άρθρα και, στην παρούσα του μορφή, ισχύει από τις 3 Σεπτεμβρίου 2010. Τη διοίκηση ασκεί η Αρμενική Εθναρχία (Ազգային Իշխանութիւն), μέσω του Θρονικού Συμβουλίου (Թեմական Ժողով), αποτελούμενο από το Μητροπολίτη, δύο ιερείς και δώδεκα εκλελεγμένους λαϊκούς (7 για τη Λευκωσία, 3 για τη Λάρνακα, 1 για τη Λεμεσό και 1 για την Αμμόχωστο) και του Εκτελεστικού Συμβουλίου (Վարչական Ժողով, προεδρευόμενο από το Μητροπολίτη και αποτελούμενο από επτά λαϊκούς διορισμένους από το Τεμαγκάν), με Προέδρους το Σεμπούχ Ταβιτιάν (από το 2007) και το Τζων Γκεβεριάν (από το 2011) αντίστοιχα. Από το 1998, ο εκλελεγμένος Εκπρόσωπος είναι ex officio μέλος του Θρονικού Συμβουλίου. Υπάρχουν, επίσης, οι τοπικές Ενοριακές Επιτροπές (թաղական հոգաբարձութիւններ, μία στη Λευκωσία, μία στη Λάρνακα και μία στη Λεμεσό), η Επιτροπή Χριστιανικής Κατήχησης (Քրիստոնէական դաստիարակութեան յանձնախումբ) και η Επιτροπή Κυριών (Տիկնանց յանձնախումբ). Στην Επιτροπή Χριστιανικής Κατήχησης υπάγονται τα Κατηχητικά σχολεία (Կիրակնօրեայ վարժարաններ) και η Επιτροπή Νεολαίας (երիտասարդական յանձնախումբ).
Σύμφωνα με την «Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 66.589/19–12–2007», η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου λαμβάνει ετήσια χορηγία €59.800 από την Κυπριακή Δημοκρατία• η Δημοκρατία πληρώνει και τους μισθούς των κληρικών της Μητρόπολης και καλύπτει τα έξοδα της ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης (Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου/22–07–1998). Οι ίδιες διευθετήσεις ισχύουν για την Αρχιεπισκοπή Μαρωνιτών Κύπρου και το Λατινικό Βικαριάτο Κύπρου (το τελευταίο, ωστόσο, λαμβάνει ετήσια χορηγία 51.260 ευρώ).
Οι πρώτοι Αρμένιοι Ευαγγελικοί στην Κύπρο ήρθαν μετά την άφιξη των Βρετανών τον Ιούλιο του 1878. Καθώς δεν ήταν αφοσιωμένοι, και πολύ λίγοι, γρήγορα συνδέθηκαν με τη Μητέρα Εκκλησία (Αρμενική Αποστολική Εκκλησία), όπως ο Απισογόμ Ουτιτζιάν, ο επίσημος μεταφραστής κρατικών εγγράφων - και ο γιος του Στεπάν Ουτιτζιάν, ενός από τους αρχικούς ιδρυτές της Αρμενικής Ευαγγελικής Εκκλησίας -, ο οποίος υπηρέτησε ως Πρόεδρος του ενοριακού συμβουλίου της Λευκωσίας για 30 χρόνια.
Με την εισροή περισσότερων Προτεσταντών, οι Αρμένιοι Ευαγγελικοί συσχετίστηκαν με τη Μεταρρυθμισμένη Πρεσβυτεριανή Εκκλησία ήδη από το 1887. Παρόλον ότι τα κύρια κέντρα ήταν η Λευκωσία και η Λάρνακα, περιστασιακά διεξάγονταν συγκεντρώσεις στη Λεμεσό, την Αμμόχωστο και τον Αμίαντο. Στη Λάρνακα διεξάγονταν συγκεντρώσεις στην εκκλησία της Μεταρρυθμισμένης Πρεσβυτεριανής Αποστολής (κτίστηκε το 1892 και ξανακτίστηκε το 1901-1902). Στη Λευκωσία, αρχικά διεξάγονταν συγκεντρώσεις στην εκκλησία της Μεταρρυθμισμένης Πρεσβυτεριανής Αποστολής (κτίστηκε μεταξύ 1906-1907), μέχρι που οι Αρμένιοι Ευαγγελικοί έκτισαν τη δική τους εκκλησία το 1946-1947 πίσω από το παλαιό κτίριο της Αμερικανικής Ακαδημίας, κοντά στο τέμενος του Αράπ Αχμέτ Πασιά• η θεμέλια λίθος της τέθηκε στις 28 Ιουλίου 1946 από τον πάστορα Γιοχάννα ντερ Μεγκερντιτσιάν, που την αφιέρωσε την 1η Ιουνίου 1947. Το κτίριο ανακαινίστηκε το 1955, ενώ προστέθηκε κουζίνα το 1959.
Το 1933 η νεοσύστατη Σύνοδος της Κύπρου της Μεταρρυθμισμένης Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας διαχώρισε τα ποίμνιά της σε αρμενικά και ελληνικά συμβούλια. Στους Αρμένιους Ευαγγελικούς παραχωρήθηκε προσωρινή αυτονομία από τη Μεταρρυθμισμένη Πρεσβυτεριανή Αποστολή το 1954, η οποία επισημοποιήθηκε το 1962. Στη Λάρνακα, καθώς οι Αρμένιοι Ευαγγελικοί έφθιναν μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-1964, δεν τελούνταν πλέον λειτουργίες• στη Λευκωσία, η αρμενική ευαγγελική εκκλησία καταλήφθηκε από Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές κατά τη διάρκεια των διακοινοτικών ταραχών του 1963-1964 και έτσι οι λειτουργίες τελούνταν στο παρεκκλήσι της Αμερικανικής Ακαδημίας (που κτίστηκε το 1955) μέχρι το 1973.
Μετά από σχεδόν 30 χρόνια αδράνειας, με πρωτοβουλία της Νεβάρτ Κασουνί-Παναγιωτίδη και της Λύδιας Γκιουλεσεριάν και με τη βοήθεια του Χράιρ Τζεμπετζιάν, Εκτελεστικού Γραμματέα της Βιβλικής Εταιρείας στον Κόλπο, οι Αρμένιοι Ευαγγελικοί επαναδιοργανώθηκαν στην ελληνική ευαγγελική εκκλησία στη Λάρνακα το 2002. Από το 2005, όταν ο Χράιρ Τζεμπετζιάν μετακόμισε στην Κύπρο, τελούνται λειτουργίες κάθε μερικούς μήνες στην ελληνική ευαγγελική εκκλησία στη Λευκωσία. Επίσης, διοργανώνονται μερικές διαλέξεις στη Λευκωσία.
Οι Αρμενοκαθολικοί πρωτοήλθαν στο νησί κατά τη Φραγκοκρατία από το γειτονικό Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας. Δεν είναι σαφές κατά πόσον είχαν τη δική τους δομή κατά τη Λατινοκρατία ή αν βρίσκονταν υπό τη Λατινική Εκκλησία Κύπρου, όπως συμβαίνει από την Τουρκοκρατία και μετά. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι οι Αρμενοκαθολικοί χρησιμοποιούσαν τη βασιλική του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα, την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στη Λευκωσία (πιθανότατα το Αραμπλάρ Τζαμί/Σταυρός του Μισσιρίκου) και την Παναγία των Πρασίνων (de Vert) στην Αμμόχωστο, η οποία κτίστηκε μεταξύ 1311-1317. Αρμενοκαθολικοί μοναχοί και μοναχές υπηρετούσαν επίσης στο πρεμονστρατενσιανό Αββαείο του Μπέλλα-Πάις και στη βενεδικτινή μονή της Παναγίας της Τύρου στη Λευκωσία, αντίστοιχα. Τα μόνα ονόματα Αρμενοκαθολικών Επισκόπων που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα είναι του Γεώργιου Νορέγη, που διορίστηκε από το Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ηλία ντε Ναμπινώ γύρω στο 1340, και του δομινικανού Ιούλιου ή Ιουλιανού Σταυριανού, που υπηρέτησε ως Επίσκοπος των Αρμενίων (1561-1567) και αργότερα έγινε Επίσκοπος των Μαρωνιτών (1567-1570)• ξεκίνησε ως Αρμενορθόδοξος και αργότερα ασπάστηκε τον Καθολικισμό. Το ποίμνιο του τελευταίου περιλάμβανε περίπου 1.000 Αρμένιους και χρησιμοποιούσε την εκκλησία του Αγίου Σεργίου στην Αμμόχωστο.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, υπήρχε ένας πολύ περιορισμένος προσηλυτισμός Αρμενορθόδοξων στον Καθολικισμό, κυρίως λόγω των προσηλυτιστικών δραστηριοτήτων της φραγκισκανικής αποστολής στη Λευκωσία και τη Λάρνακα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα• ωστόσο, αυτοί θα πρέπει να ήταν προσωρινές αλλαξοπιστίες και ο αριθμός τους δεν υπερέβη ποτέ τις 50 σε οποιαδήποτε στιγμή. Το 1794 στη μικρή (και ίσως νεοδημιουργηθείσα) αρμενοκαθολική κοινότητα της Λάρνακας δόθηκαν κάποια ιερά σκεύη από τη δημοπρασία των υπαρχόντων της παλαιάς μονής των Καπουτσίνων της πόλης.
Ήταν κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας που η αρμενοκαθολική κοινότητα αυξήθηκε σε αριθμό, λόγω της άφιξης ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων από την Αρμενική Γενοκτονία (1915-1923). Το 1931 υπήρχαν περίπου 200 Αρμενοκαθολικοί στην Κύπρο, αρκετά φτωχοί, και πολλοί ήσαν μεσήλικες. Οι πλείστοι συνδέθηκαν με τους λατινικούς τόπους λατρείας, ιδιαίτερα τον καθεδρικό ναό του Τιμίου Σταυρού στη Λευκωσία και τη μονή του Αγίου Ιωσήφ στη Λάρνακα• μεταξύ 1921-1923, η τελευταία στέγαζε ένα μικρό αρμενοκαθολικό σχολείο, που λειτουργούσε ο Αββάς Ζιαν Κουγιουμτζιάν - που υπηρετούσε στη μονή μεταξύ 1921-1928. Υπήρχε και ένας άλλος Αρμενοκαθολικός κληρικός, ο Αρχιμανδρίτης Αρσέν Χορασαντζιάν, που υπηρέτησε στη Λάρνακα (και, κατά διαστήματα, στον καθεδρικό ναό του Τιμίου Σταυρού και τη σχολή Τέρρα Σάντα στη Λευκωσία), μεταξύ 1931-1959.
Το 1960 υπήρχαν λιγότεροι από 100 Αρμενοκαθολικοί. Ωστόσο, ο αριθμός τους μειώθηκε κατά τα επόμενα έτη, λόγω της μετανάστευσης προς άλλες χώρες και της αφομοίωσης με την αρμενοκυπριακή, τη λατινοκυπριακή ή/και την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Ωστόσο, λόγω της εισροής Λιβανοαρμενίων στην Κύπρο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, υπήρξε μια μικρή αύξηση στον αριθμό των Αρμενοκαθολικών στο νησί. Σήμερα, οι ντόπιοι Αρμενοκαθολικοί είναι λιγότεροι από 20, επιπρόσθετα με περίπου 30 ξένους Αρμένιους.
Υπάρχουν πέντε αρμενορθόδοξες εκκλησίες στην Κύπρο, δύο στην πρωτεύουσα Λευκωσία (μια υπό τουρκική κατοχή από το 1964) και από μία στη Λάρνακα, τη Λεμεσό και την Αμμόχωστο• η τελευταία κατέχεται από τους Τούρκους από το 1964. Επιπρόσθετα, υπάρχουν τρία αρμενικά παρεκκλήσια στην περιοχή της Λευκωσίας και ένα μέσα στο σύμπλεγμα του Αρμενομονάστηρου, με το τελευταίο να βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή από το 1974. Υπάρχει επίσης μια αρμενική ευαγγελική εκκλησία στη Λευκωσία (υπό τουρκική κατοχή από το 1964). Τέλος, υπάρχει το φημισμένο Αρμενομονάστηρο, υπό τουρκική κατοχή από το 1974.
Το κτίριο της Αρμενικής Μητρόπολης Κύπρου και ο καθεδρικός ναός της Παναγίας [Սուրբ Աստուածածին (Σουρπ Αστβατζατζίν)] βρίσκονται στην οδό Αρμενίας στο Στρόβολο στη Λευκωσία. Το κτίριο της Μητρόπολης κτίστηκε μεταξύ 1983-1984 από τους αρχιτέκτονες Ιάκωβο & Ανδρέα Φιλίππου και εγκαινιάστηκε στις 4 Μαρτίου 1984 από τον Καθόλικο (Πατριάρχη) Καρεκίν Β’ της Κιλικίας. Το συνοδικό της Μητρόπολης φιλοξενεί συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων, μερικά από τα οποία προηγουμένως φυλάσσονταν στο Αρμενομονάστηρο ή την παλαιά εκκλησία της Παρθένου Μαρίας• τα κειμήλια φυλάσσονται σε προθήκη, που δώρισαν το 1986 οι Καραμπέτ και Νσιαν Αρακτσιντζιάν. Στο υπόγειο της Μητρόπολης βρίσκεται η Αίθουσα “Βαχράμ Ουτιτζιάν”, την οποία εγκαινίασε στις 3 Φεβρουαρίου 1999 ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Αράμ Α’. Η αίθουσα, προηγουμένως αποθήκη, έγινε πραγματικότητα χάρη στην πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Βαρουζάν Χεργκελιάν, χρησιμοποιώντας έσοδα από τη δημοπρασία το 1994 της συλλογής τέχνης που είχε δωρίσει ο Βαχράμ Ουτιτζιάν στη Μητρόπολη το 1954. Αποτελεί έναν από τους κύριους χώρους διεξαγωγής εκδηλώσεων της αρμενοκυπριακής κοινότητας. Μαζί με την εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και το Αρμενικό Σχολείο Ναρέκ, η γη δόθηκε ως εμπίστευμα στην κοινότητα στις 16 Δεκεμβρίου 1966 από την κυβέρνηση• στις 10 Δεκεμβρίου 1979, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Στροβόλου αποφάσισε να μετονομάσει το δρόμο μπροστά από το τεμάχιο γης από “οδό Κύκλωπος” σε “οδό Αρμενίας”, ως μια χειρονομία αλληλεγγύης προς τον αρμενικό λαό. Στις 31 Μαρτίου 1983 παραχωρήθηκε τίτλος πλήρους ιδιοκτησίας για τη γη.
Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας Θεοτόκου κτίστηκε μεταξύ 1976-1981 από τους αρχιτέκτονες Ιάκωβο & Ανδρέα Φιλίππου, με οικονομική αρωγή από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, την Ευαγγελική Εκκλησία της Βεστφαλίας, την Κυπριακή Δημοκρατία, την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και τους πιστούς. Βρισκόμενος δίπλα από το Δημοτικό Σχολείο Ναρέκ, η θεμέλια λίθος του τοποθετήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1976 από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ και τον Επίσκοπο Νερσές Παχτικιάν. Στις 16 Απριλίου 1978, ο Συγκαθήμενος Καθόλικος (Πατριάρχης) Καρεκίν Β’ ευλόγησε τις 16 κολώνες της εκκλησίας, ενώ τα εγκαίνια και ο καθαγιασμός του καθεδρικού ναού έλαβαν χώρα στις 22 Νοεμβρίου 1981 από τον Καθόλικο (Πατριάρχη) Χορέν Α’ και το Συγκαθήμενό του Καρεκίν Β’. Είναι η μόνη εκκλησία στην Κύπρο που είναι κτισμένη με παραδοσιακή αρμενική τεχνοτροπία, με έναν κεντρικό οκταγωνικό τρούλλο και ένα μικρότερο τρούλλο για την καμπάνα. Η εκκλησία ανακαινίστηκε εξωτερικά στα τέλη του 2005 εις μνήμην της οικογένειας Τουτουντζιάν, που σκοτώθηκε στο αεροπορικό ατύχημα της Ήλιος, ενώ το καμπαναριό επιδιορθώθηκε επίσης εκείνο το χρόνο, εις μνήμην του αρχιερέα ντερ Βαζκέν Σαντρουνί [13]. Η εκκλησία ανακαινίστηκε εσωτερικά στα μέσα του 2008. Πολλές από τις εικόνες της είναι έργα του Λιβανοαρμένιου ζωγράφου Ζοχράπ Κεσισιάν. Είναι ενδιαφέρον ότι αμέσως κάτω από το ιερό βήμα, υπάρχει ένα χατσκάρ (σταυρόπετρα) που δώρισε η Ιερά Έδρα του Ετσμιατζίν. Τελούνται Λειτουργίες κάθε Κυριακή. Η εκκλησία γιορτάζει την πλησιέστερη Κυριακή προς την 21η Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ο εφημέριος είναι (από το 2000) ο π. Μομίκ Χαμπεσιάν.
Στο παλαιό αρμενικό κοιμητήριο, κοντά στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας (Λεωφόρος Μάρκου Δράκου), υπάρχει το παρεκκλήσι του Αγίου Παύλου [Սուրբ Պօղոս (Σουρπ Μπογός)], που κτίστηκε το 1892 με δωρεά του Μπογός Οτατζιάν. Αφού έμεινε αχρησιμοποίητο από τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-1964, το παρεκκλήσι και το κοιμητήριο περιέπεσαν σε αχρηστία. Αναστηλώθηκε μεταξύ 2008-2009, μαζί με το υπόλοιπο κοιμητήριο, με πρωτοβουλία του Εκπροσώπου Βαρτκές Μαχτεσιάν και της Αρμενικής Εθναρχίας Κύπρου. Από το 2010 τελείται μια Λειτουργία το χρόνο. Στο αρμενικό κοιμητήριο κοντά στον Άγιο Δομέτιο (Λεωφόρος Γρηγόρη Αυξεντίου) υπάρχει το παρεκκλήσι της Αγίας Αναστάσεως [Սուրբ Յարութիւն (Σουρπ Χαρουτιούν)], που κτίστηκε το 1938 με δωρεά του Χαρουτιούν Μποχτζαλιάν και καθαγιάστηκε το 1949 από τον Επίσκοπο Γεβόντ Τσεμπεγιάν. Αφού έμεινε αχρησιμοποίητο από την τουρκική εισβολή του 1974, ανακαινίστηκε το 2010. Δεν έχουν τελεστεί Λειτουργίες από το 1974. Τέλος, το παρεκκλήσι του Αγίου Παντοσώτηρος [Սուրբ Ամենափրկիչ (Σουρπ Αμεναπεργκίτς)] κτίστηκε μεταξύ 1995-1996 από τους αρχιτέκτονες Άθω & Άλκη Δίκαιο και με δωρεά των Αράμ και Πετρός Καλαϊτζιάν. Βρισκόμενο στην οδό Κορίνθου στο Στρόβολο στη Λευκωσία, στο χώρο του Μελάθρου Ευγηρίας Καλαϊτζιάν, η θεμέλια λίθος του τοποθετήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1995 από τον Καθόλικο (Πατριάρχη) του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, Αράμ Α’, ο οποίος το εγκαινίασε στις 16 Φεβρουαρίου 1997. Τελούνται τακτικά Όρθροι [6].
Η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου [Սուրբ Ստեփանոս (Σουρπ Στεπανός)], στην οδό αρμενικής εκκλησίας στο κέντρο της πόλης, κτίστηκε αρχικά ως παρεκκλήσι από τους Αρμένιους πρόσφυγες που ήρθαν στη Λάρνακα μετά τη σφαγή των Αδάνων το 1909. Κτίστηκε ως αντίγραφο της κύριας εκκλησίας των Αδάνων και αφιερώθηκε στον προστάτη Άγιο των Αδάνων, τον Άγιο Στέφανο. Ωστόσο, καθώς οι πλείστοι πρόσφυγες επέστρεψαν, το παρεκκλήσι έμεινε ατέλειωτο. Μετά από έρανο που ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου 1912, το μικρό παρεκκλήσι έγινε εκκλησία, της οποίας η κατασκευή τελείωσε την 1η Απριλίου 1913.
Αφιερωμένη στη μνήμη των μαρτύρων της σφαγής των Αδάνων, είναι το πρώτο μνημείο σε ολόκληρη την Αρμενική Διασπορά εις μνήμη των αρμενικών σφαγών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πάνω από την πρόσοψη της εκκλησίας υπάρχει μια αναμνηστική σύνθεση που παρουσιάζει τον Αρμένιο εθνάρχη Χάικ, τον τελευταία Βασιλιά του Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας, Λέοντα Ε’, μια περγαμηνή που κρατά ένα χέρι - που αντιπροσωπεύει τις Δέκα Εντολές - και τα τέσσερα σύμβολα των Τεσσάρων Ευαγγελιστών.
Η εκκλησία εγκαινιάστηκε στις 20 Μαΐου 1914 από τον Ανώτερο Αρχιμανδρίτη Σεροβπέ Σαμβελιάν και καθαγιάστηκε στις 30 Ιουνίου 1918 από τον Αρχιεπίσκοπο Τανιέλ Χακοπιάν. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940, υπήρχε ένας μικρός οκταγωνικός τρούλλος πάνω από την εκκλησία. Η εκκλησία ανακαινίστηκε μεταξύ 1956-1957 και ξανά το 1998. Στα αριστερά και στα δεξιά της εισόδου, υπάρχουν δύο μαρμάρινες επιγραφές. Τελούνται Λειτουργίες κάθε δεύτερη Κυριακή, εναλλάξ με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Λεμεσό. Η εκκλησία γιορτάζει στις 25 Δεκεμβρίου, εορτή του Αγίου Στεφάνου. Ο εφημέριος είναι (από το 1992) ο π. Μαστότς Ασκαριάν.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου [Սուրբ Գէորգ (Σουρπ Κεβόρκ)] είναι κτισμένη στην οδό Βασίλη Μιχαηλίδη, σε γη που δωρήθηκε γύρω στο 1935 από τη Σατενίκ Σουλτανιάν, εις μνήμην του πεθερού της, Κεβόρκ. Καθώς η μικρή αρμενική κοινότητα της Λεμεσού δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να κτίσει εκκλησία, δημιουργήθηκε θίασος υπό τον Αρντασές Μπαστατζιάν, ο οποίος έδωσε παραστάσεις στη Λευκωσία, τη Λάρνακα και τη Λεμεσό. Μαζί με μια συνεισφορά από την Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου και το Στεπάν Καβαφιάν, η εκκλησία κτίστηκε μεταξύ 1939-1940, ενώ ο καθαγιασμός της έλαβε χώρα στις 11 Απριλίου 1948 από τον Επίσκοπο Γεβόντ Τσεμπεγιάν. Η εκκλησία ανακαινίστηκε μεταξύ 1975-1976, το 2007 και ξανά το 2015, ενώ το 1989 η καμπάνα της έγινε ηλεκτρονική με δωρεά των αδελφών Καραμπέτ και Νσιαν Αρακτσιντζιάν. Κατά την ανακαίνιση του 1975-1976, το καμπαναριό τοποθετήθηκε πάνω από την είσοδο, ενώ προστέθηκε ένας σιδερένιος αρμενικός σταυρός κατά την ανακαίνιση του 2007. Τελούνται Λειτουργίες κάθε δεύτερη Κυριακή, εναλλάξ με την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στη Λάρνακα. Η εκκλησία γιορτάζει την τελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη, εορτή του Αγίου Γεωργίου. Ο εφημέριος είναι (από το 1992) ο π. Μαστότς Ασκαριάν.
Ο παλαιός καθεδρικός ναός της Παρθένου Μαρίας [Սուրբ Աստուածածին (Σουρπ Αστβατζατζίν)] στην οδό Βικτωρίας, σήμερα στο τουρκοκρατούμενο τμήμα της περιτειχισμένης Λευκωσίας κοντά στην Πύλη Πάφου, γνωστός και ως Παναγία της Τύρου (Notre Dame de Tyre) ή της Τορτόζας (Tortosa), ήταν αρχικά ένα βενεδικτινό/καρθουσιανό Αββαείο που κτίστηκε μεταξύ 1308–1310, στο χώρο παλαιότερης εκκλησίας που είχε αρχικά κτιστεί το 1116 και καταστράφηκε από ένα σεισμό το 1303, όπου υπηρετούσαν Αρμενοκαθολικές καλογριές. Κάποια στιγμή πριν το 1504 πέρασε στα χέρια της Αρμενικής Μητρόπολης Κύπρου και αποτελούσε το επίκεντρο της αρμενικής κοινότητας της Κύπρου μέχρι που καταλήφθηκε, μαζί με την υπόλοιπη αρμενική συνοικία, από Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές κατά τη διάρκεια της τουρκοκυπριακής ανταρσίας του 1963-1964 και κατακτήθηκε από την Τουρκία κατά τη διάρκεια της την τουρκικής εισβολής του 1974. Μετά την οσμανική κατοχή της Κύπρου το 1570, χρησιμοποιήθηκε προσωρινά ως αποθήκη αλατιού, μέχρι που επιστράφηκε στην αρμενική κοινότητα με φιρμάνι το Μάιο του 1571• η αρμενική ιδιοκτησία της εκκλησίας επιβεβαιώθηκε περαιτέρω από άλλο φιρμάνι το Μάιο του 1614. Κατά την περίοδο της Αρμενικής Γενοκτονίας πολλοί κατατρεγμένοι Αρμένιοι πρόσφυγες αναζήτησαν καταφύγιο στη βεράντα της. Βρισκόταν δίπλα από το παλαιό κτίριο της Μητρόπολης, το σχολείο Μελικιάν-Ουζουνιάν, το μνημείο της Αρμενικής Γενοκτονίας και το αρχοντικό της οικογένειας Μελικιάν.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων που υπηρετούσε τη μικρή αλλά εύπορη αρμενική παροικία της Λευκωσίας, η εκκλησία δέχθηκε διάφορες τροποποιήσεις: το 1688 ανακαινίστηκε, το 1788 κατασκευάστηκε το βαπτιστήριο, το 1858 κτίστηκαν οι καμάρες της βόρειας βεράντας, το 1860 κατασκευάστηκε το καμπαναριό - από τα πρώτα στην οθωμανική Κύπρο, δωρεά του Κωνσταντινουπολίτη Χαπετίκ Νεβρουζιάν -, το 1884 αναστηλώθηκε, το 1904 ξανακτίστηκε η στέγη και έγινε ανακαίνιση, το 1945 κατασκευάστηκε το άνω διάζωμα για τη χορωδία (με δωρεά του Αράμ Ουζουνιάν), το 1950 συντηρήθηκε το καμπαναριό, ενώ το 1960-1961 το Τμήμα Αρχαιοτήτων τοποθέτησε καινούργιο πάτωμα - αφού αφαίρεσε τις μεσαιωνικές ταφόπλακες που προηγουμένως κάλυπταν τα χαλιά. Η εκκλησία γιόρταζε την πλησιέστερη Κυριακή προς την 21η Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Μετά την παράνομη κατάληψή της το 1964, χρησιμοποιόταν ως κοιτώνας της τουρκοκυπριακής εθνοφυλακής, ενώ μετά την παράνομη κατάληψή της από τον τουρκικό στρατό τον Ιούλιο του 1974 συνέχισε να χρησιμοποιείται ως κοιτώνας Τούρκων στρατιωτών, μέχρι που υπέστη περαιτέρω ζημιές από ένα σεισμό το 1998. Ο τόπος εγκαταλείφθηκε και στο χώρο κατοικούσαν παράνομοι έποικοι από την Ανατολία μέχρι τα τέλη του 2006. Το 2005, το UNDP διεξήγαγε προκαταρκτική μελέτη για την πιθανή αποκατάσταση ολόκληρου του συμπλέγματος, ενώ το 2007 διεξήγαγε τεχνικοοικονομική μελέτη. Σοβαρά βεβηλωμένη, η αναστήλωσή της τελικά ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2009 με πρωτοβουλία της Αρμενικής Εθναρχίας Κύπρου και του Εκπροσώπου των Αρμενίων, Βαρτκές Μαχτεσιάν. Οι εργασίες διεξήχθησαν από το UNDP-ACT, με μερική χρηματοδότηση από το USAID, και ολοκληρώθηκαν το Νοέμβριο του 2012 [14].
Υπήρχε επίσης μια μικρή αρμενική ευαγγελική εκκλησία, που βρισκόταν στην οδό Μαχμούτ Πασιά, στο τουρκοκρατούμενο τμήμα της περιτειχισμένης πόλης της Λευκωσίας - πίσω από το παλαιό κτίριο της Αμερικανικής Ακαδημίας, κοντά στο τέμενος Αράπ Αχμέτ. Πριν την ανέγερσή της, οι Αρμένιοι Ευαγγελικοί λάτρευαν το Θεό στη Μεταρρυθμισμένη Πρεσβυτεριανή εκκλησία στην οδό Αποστόλου Βαρνάβα, απέναντι από την παλαιά Ηλεκτρική και πίσω από το κτίριο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Η εκκλησία - όραμα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 - κτίστηκε τελικά χάρη στην πρωτοβουλία του πάστορα Γιοχάννα ντερ Μεγκερντιτσιάν, με την οικονομική συμβολή της Μεταρρυθμισμένης Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας και των Αρμενίων Ευαγγελικών πιστών· ο αρχιτέκτονάς της ήταν ο Ντικράν Χ. Νταβιτιάν. Η θεμέλια λίθος της κατατέθηκε στις 28 Ιουλίου 1946 από τον πάστορα Γιοχάννα ντερ Μεγκερντιτσιάν, ο οποίος την αφιέρωσε την 1η Ιουλίου 1947. Η εκκλησία ανακαινίστηκε το 1955, έτος που κτίστηκαν η περίφραξη και η πύλη• το 1959 προστέθηκε μια κουζίνα.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των διακοινοτικών ταραχών του 1963-1964, η εκκλησία καταλήφθηκε από εξτρεμιστές Τουρκοκύπριους. Μεταξύ 1964-1974, η εκκλησία και τα περιβάλλοντα κτίρια χρησιμοποιούνταν ως σχολείο για κάποιο χρονικό διάστημα και ύστερα ως το κύριο στρατιωτικό αρχηγείο (sancaktarlık). Μετά απ' αυτό, για αρκετό καιρό τα κτίρια παρέμειναν κενά. Αργότερα, η εκκλησία χρησιμοποιόταν ως κέντρο τουρκικής λαϊκής μουσικής (1987-1997) και ως Συνεργατική Χειροτεχνίας (1997-2011)· από το 2011 χρησιμοποιείται ως μουσικό κέντρο. Όπως και με την παλαιά εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, δεν έχουν τελεστεί Λειτουργίες από το 1964 [6].
Η εκκλησία του Καντσβώρ [Սուրբ Աստուածածին Կանչուոր (Σουρπ Αστβατζατζίν Καντσβώρ) ή Παναγία η Καλούσα] κτίστηκε μάλλον το 1346 από Αρμένιους πρόσφυγες που διέφυγαν από τις επιθέσεις των Μαμελούκων κατά του Αγιάς της Κιλικίας. Βρίσκεται ανάμεσα στις οδούς Kışla και Server Somuncuoğlu, στο βορειοδυτικό τμήμα της περιτειχισμένης πόλης της Αμμοχώστου (δίπλα από την εκκλησία των Καρμελιτών) και πιστεύεται ότι αποτελούσε τμήμα ενός σημαντικού μοναστικού, πολιτιστικού και θεολογικού ιδρύματος, στο οποίο λέγεται ότι είχε σπουδάσει ο Άγιος Νερσής ο Λαμπροναίος και τα θεμέλια του οποίου διασώζονταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Σε αυτή τη μονή λειτουργούσε σκριπτόριο, χειρόγραφα του οποίου σώζονται στην αρμενική Μονή του Αγίου Ιακώβου στην Ιερουσαλήμ.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς σταμάτησε να χρησιμοποιείται, ωστόσο πιθανώς να σταμάτησε να λειτουργεί ήδη από τα μέσα της Ενετοκρατίας. Μέχρι και τουλάχιστον το 1862, υπήρχε ένα μικρό καμπαναριό. Αχρησιμοποίητη για περισσότερους από τρεισήμισι αιώνες, λόγω των οθωμανικών περιορισμών, το 1907 κηρύχθηκε αρχαίο μνημείο, βάσει του Αποικιακού Νόμου Αρχαιοτήτων IV/1905. Τον ίδιο χρόνο, επιδιορθώθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, όπως και το 1931. Το 1932 αναστηλώθηκε, επίσης από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, το οποίο την επιδιόρθωσε σημαντικά μεταξύ 1937-1944 (υπό τη φροντίδα του Theophilus Mogabgab, Διευθυντή Αρχαιοτήτων της Επαρχίας Αμμοχώστου), μετά την εκμίσθωσή της στην Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου στις 7 Μαρτίου 1936 για περίοδο 99 ετών - η οποία επιτεύχθηκε μετά την παρέμβαση του Συγκαθήμενου Καθόλικου (Πατριάρχη) της Κιλικίας, Παπκέν Γκιουλεσεριάν, ο οποίος είχε επισκεφθεί την εκκλησία το 1934, και του Αρχιεπισκόπου Πετρός Σαρατζιάν.
Η πρώτη Λειτουργία και ο επανακαθαγιασμός της τελέστηκαν στις 14 Ιανουαρίου 1945 από τον Αρχιμανδρίτη Κρικόρ Μπαχλαβουνί (γνωστό και ως “Τοπάλ Βαρταμπέτ”). Στις 8 Μαρτίου 1957 κάηκε μερικώς από Τουρκοκύπριους, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται ως εκκλησία μέχρι το 1962• έκτοτε, η αρμενική κοινότητα της Αμμοχώστου χρησιμοποιούσε την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στα Κάτω Βαρώσια, την οποία παραχώρησε η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Η εκκλησία γιόρταζε την πλησιέστερη Κυριακή προς την 15η Αυγούστου, εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Τον Ιανουάριο του 1964 καταλήφθηκε από εξτρεμιστές Τουρκοκύπριους κατά την τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963-1964 και καταλήφθηκε από την Τουρκία τον Αύγουστο του 1974 κατά την τουρκική εισβολή του 1974. Μεταξύ 1964-1974, χρησιμοποιόταν ως κατοικία, παρά τις προσπάθειες από το Σουηδικό Απόσπασμα (SWEDCON) της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και άλλων για να γίνουν άλλες διευθετήσεις για τη διαμένουσα οικογένεια. Κατά την περίοδο 1974-2005, έτος κατά το οποίο πλέον αποχαρακτηρίστηκε από “στρατιωτική περιοχή”, χρησιμοποιόταν ως οικία, στάβλος και αποθήκη. Μέχρι το 1974, υπήρχαν όμορφες τοιχογραφίες στους τοίχους, οι οποίες σήμερα έχουν εξαφανιστεί. Έχει αφεθεί στο έλεος της φύσης και των βανδάλων και χρειάζεται επιδιορθώσεις. Δεν έχουν τελεστεί Λειτουργίες από το 1964 [6].
Η αρμενορθόδοξη εκκλησία της Παναγίας του Καντσβώρ δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αρμενοκαθολική εκκλησία της Παναγίας των Πρασίνων (de Vert), της οποίας η τοποθεσία είναι άγνωστη.
Σπουδαία σημασία έχει το μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου [Սուրբ Մակար (Σουρπ Μαγκάρ), Մակարավանք (Μαγκαραβάνκ), γνωστό και ως Αρμενομονάστηρο (στα τουρκικά: Ermeni Manastırı)], που βρίσκεται μέσα στο δάσος της Πλατανιώτισσας κοντά στην τουρκοκρατούμενη Χαλεύκα, επί της οροσειράς του Πενταδακτύλου - σε υψόμετρο 530 μ. Η τεράστια έκτασή του (περίπου 8.500 σκάλες), που εκτείνεται μέχρι και την ακτή, περιλάμβανε γύρω στις 30.000 ελιές και χαρουπιές, η εκμετάλλευση των οποίων αποτελούσε την κύρια πηγή εισοδήματος για την Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου μέχρι το 1974. Το μοναστήρι ιδρύθηκε αρχικά από Κόπτες περί το έτος 1000 σε τοποθεσία στην οποία λέγεται ότι ασκήτεψε ο Άγιος Μακάριος• η εικόνα του θεωρείτο θΑΫΜΑτουργή και, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, οι Αρμένιοι κάτοικοι της περιοχής - μερικοί εκ των οποίων είχαν βρει καταφύγιο μετά τις χαμιτικές σφαγές (1894-1896) - πίστευαν ότι μπορούσαν να ακούσουν τον Άγιο να καλπάζει με το άλογό του τη νύχτα.
Το μοναστήρι πέρασε στα χέρια των Αρμενίων κάποια στιγμή πριν από το 1425. Κατά τη Λατινοκρατία, οι μοναχοί του ήταν γνωστοί για την αυστηρή τους δίαιτα, ενώ κατά την Τουρκοκρατία ήταν γνωστό ως το Κυανούν Μοναστήρι (Կապոյտ Վանք/Կէօք Մանասթըր, στα τουρκικά: Mavi Manastır), από το χρώμα των πορτών και των παραθυρόφυλλων του. Για αιώνες, υπήρξε δημοφιλής χώρος προσκυνήματος για Αρμένιους και μη Αρμένιους ομοίως, ενδιάμεσος σταθμός για προσκυνητές καθοδόν προς τους Αγίους Τόπους, καθώς και χώρος ανάρρωσης και ανάπαυσης για Αρμένιους Καθόλικους (Πατριάρχες) και ιερωμένους από την Κιλικία και την Ιερουσαλήμ (αποτελούσε το αγαπημένο θέρετρο διακοπών του Καθόλικου [Πατριάρχη] Σαχάκ Β’, που συνήθιζε να ιππεύει το άλογό του γύρω από τις τεράστιες εκτάσεις του). Ανάμεσα στους φιλοξενούμενούς του ήταν ο Αββάς Μεχιτάρ της Σεβαστείας, που πέρασε λίγο καιρό εδώ το 1695 καθοδόν προς τη Ρώμη, καθώς και ο Χοβσέπ Σισμανιάν (Τζερέντς), ο οποίος - εμπνευσμένος από το ορατό περίγραμμα των μακρινών βουνών του Ταύρου, το 1875 - έγραψε την ιστορική νουβέλα Toros Levoni, που τοποθετείται στους καιρούς του Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας• σύμφωνα με την παράδοση, το 1140 ο πρίγκηπας της Κιλικίας Τορός Β’ κατέφυγε εδώ για να γλυτώσει από τους καταδιώκτες του.
Το μοναστήρι κέρδισε την εύνοια των Οθωμανών: ένα φιρμάνι του 1642 εξαιρούσε τους Αρμένιους από την καταβολή φόρων για το μοναστήρι, του οποίου οι όροι ανανεώθηκαν το 1660 και το 1701. Η περίοδος 1650-1750 θεωρείται ο “χρυσός αιώνας” του, καθώς τεράστιες εκτάσεις γης αγοράστηκαν ή δόθηκαν στο μοναστήρι. Μεγάλης κλίμακας ανακαίνιση έλαβε χώρα μεταξύ 1734–1735 από τον Αρχιμανδρίτη Χαρουτιούν, ενώ μεταξύ 1811–1818 ο Συμεών Αγάς της Κριμέας χρηματοδότησε πλήρη επιδιόρθωση και έκτισε το σημερινό παρεκκλήσι του μοναστηριού. Το αρχικό παρεκκλήσι, στο κέντρο του μοναστικού συμπλέγματος, καταστράφηκε από σεισμούς και φυσικές συνθήκες• το σημερινό παρεκκλήσι, δίπλα από το αρχικό, εγκαινιάστηκε στις 3 Ιανουαρίου 1814. Ανακαινίσεις και αναστηλώσεις έλαβαν χώρα επίσης το 1866 (με δαπάνες του Αρμένιου Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Μπογός Τακτακιάν), το 1926 (με δαπάνες των Ντικράν Ουζουνιάν, Ασιότ Ασλανιάν και Γκαρό Μπαλιάν), το 1929 (με δαπάνες των Μπογός και Άννα Μακαριάν), μεταξύ 1947–1949 (με δαπάνες των Χοβαννές και Μαίρης Σιακαριάν) και ξανά το 1973 (με πρωτοβουλία της Αρμενικής Εθναρχίας Κύπρου). Ο δρόμος που ενώνει το μοναστήρι με το Χαλεύκα κατασκευάστηκε το 1926-1927, με δαπάνες του Αγά Καραμπέτ Μελκονιάν, ενώ η πλατεία, στα ανατολικά του μοναστηριού, κατασκευάστηκε το 1933 με δαπάνες του Καθόλικου (Πατριάρχη) Σαχάκ Β’.
Για αιώνες, το μοναστήρι υπήρξε σημαντικό πνευματικό κέντρο. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, φυλασσόταν εδώ ένας μεγάλος αριθμός εξαίρετων και ανεκτίμητων χειρογράφων που γράφτηκαν στο σκριπτόριο της μονής μεταξύ 1202-1740, καθώς και πολυάριθμα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, προτού μετακινηθούν στη Λευκωσία για ασφαλή φύλαξη• από το 1947, 56 εικονογραφημένα χειρόγραφα βρίσκονται στο Καθολικάτο (Πατριαρχείο) της Κιλικίας στο Αντηλιάς. Φαίνεται ότι οι τελευταίοι μοναχοί ζούσαν μόνιμα μέχρι περίπου το 1800. Υπάρχουν δύο μνημεία στην περιοχή: μια αναμνηστική πέτρινη στήλη στην πλατεία του μοναστηριού, την οποία αποκάλυψε στις 8 Σεπτεμβρίου 1933 ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Σαχάκ Β’, και ένας τσιμεντένιος οβελίσκος αφιερωμένος στον Αββά Μεχιτάρ, πάνω στον ομώνυμο λόφο στα βορειοδυτικά του μοναστηριού, τον οποίο αποκάλυψαν στις 2 Αυγούστου ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Σαχάκ Β’ και ο Αρχιεπίσκοπος Πετρός Σαρατζιάν.
Μεταξύ 1897-1904, το Εθνικό Εκπαιδευτήριο-Ορφανοτροφείο του Βαχάν Κιουρκτζιάν (Παγκουράν) είχε εδώ τις θερινές του εργασίες, όπως και - για ολόκληρο το χρόνο - ένα μικρό αρμενικό σχολείο για τα παιδιά της περιοχής μέχρι το 1914. Η περιοχή χρησιμοποιόταν ως θερινό θέρετρο και χώρος κατασκήνωσης για Αρμένιους πρόσκοπους και μαθητές. Το 1948 ανεγέρθηκε η πηγή των Αρχαγγέλων, με δαπάνες των Καπριέλ και Αρσιαλούις Κασπαριάν, που ευλογήθηκε επίσημα από τον Επίσκοπο Γεβόντ Τσεμπεγιάν στις 2 Μαΐου 1948. Το 1949 ο Σαρκίς και η Σουρπίκ Μαρασλιάν χρηματοδότησαν το δίκτυο υδροδότησης, την τουρμπίνα και την ηλεκτρογεννήτρια. Το παρεκκλήσι του μοναστηριού ήταν αγαπημένος χώρος για βαφτίσεις. Ένα νέο βαπτιστήριο κατασκευάστηκε το 1968 από τον Καρνίκ Κουγιουμτζιάν. Μέχρι το 1974, ένας μεγάλος αριθμός αρμενοκυπριακών οικογενειών ενοικίαζε δωμάτια στο μοναστήρι διέμενε στη γύρω περιοχή κατά τα σαββατοκυρίακα και τις διακοπές. Το πρώτο σαββατοκυρίακο του Μάη, εορτή του Αγίου Μακαρίου, πολλοί Αρμενοκύπριο επισκεπτόταν το Αρμενομονάστηρο και κάποιοι απ' αυτούς ενοικίαζαν δωμάτια και βοηθούσαν στην προετοιμασία του χερισσά (ρέσι). Την Κυριακή τελείτο Λειτουργία στο παρεκκλήσι του μοναστηριού και προσφερόταν ρέσι μετά.
Ωστόσο, το μοναστήρι καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα τον Αύγουστο του 1974, που αργότερα το χρησιμοποίησαν για να στεγάσουν παράνομους έποικους από την Ανατολία και, τη δεκαετία του 1980, για να στεγάσουν αξιωματικούς του στρατού. Αφημένο στο έλεος της φύσης και των βανδάλων, έχει συληθεί και σήμερα είναι ερειπωμένο και βρίσκεται σε θλιβερή κατάσταση. Μεταξύ 1998-1999 και ξανά το 2005, το κατοχικό καθεστώς σκόπευε να το μετατρέψει σε ξενοδοχείο• μετά από συντονισμένες αντιδράσεις, το ανίερο αυτό σχέδιο αποτράπηκε. Το Δεκέμβριο του 2006 και τον Ιούλιο του 2008, το επισκέφθηκαν ο Χραντ Ντινκ και ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Αράμ Α’, αντίστοιχα. Με πρωτοβουλία του Εκπροσώπου Βαρτκές Μαχτεσιάν και της Αρμενικής Εθναρχίας, στις 6 Μαΐου 2007 έλαβε χώρα η πρώτη επίσκεψη-προσκύνημα εκεί μετά από 33 χρόνια• επαναλήφθηκε στις 10 Μαΐου 2009, 9 Μαΐου 2010, 8 Μαΐου 2011, 13 Μαΐου 2012 και 19 Μαΐου 2013, με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού Αρμενοκυπρίων και άλλων Αρμενίων, μερικοί από τους οποίους ήρθαν από το εξωτερικό.[14]
Τα αρμένικα σχολείο διδάσκουν και καλλιεργούν την αρμενοφωνία, την αρμενογνωσία, την αρμενική ιστορία και τις πλούσιες αρμενικές παραδόσεις.
Η εκπαίδευση είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αρμενικής κοινότητας της Κύπρου. Πρωτοεμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ. Το πρώτο αρμενικό σχολείο στην Κύπρο, που ιδρύθηκε από το νεοαφιχθέντα Αρχιμανδρίτη Βαρτάν Μαμιγκονιάν, άνοιξε τις πόρτες του στη Λευκωσία το 1870• ακολούθησαν αρμενικά σχολεία στη Λάρνακα (1909), την Αμμόχωστο (1927) και τη Λεμεσό (1928). Μικρά αρμενικά σχολεία, άλλα δημόσια και άλλα ιδιωτικά, λειτουργούσαν επίσης στο Αρμενομονάστηρο (1897-1914), στον οικισμό της Αττάλου κοντά στη Χάρτζια (1910-1922), στον Αμίαντο (1928-1939 & 1942-1948), στο Μαυροβούνι (1939-1942), στη Λευκωσία (1900-1905) και στη Λάρνακα (1896-1899, 1916-1918, 1921-1936), καθώς και σε διάφορα χωριά κατά τη διάρκεια της εκκένωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τα ιδιωτικά αρμενικά σχολεία του νησιού, αξιοσημείωτα είναι το βραχύβιο Εθνικό Εκπαιδευτήριο-Ορφανοτροφείο (Ազգային Կրթարան-Որբանոց, 1897–1904), που ιδρύθηκε στη Λευκωσία από το Βαχάν Μ. Κιουρκτζιάν (Παγκουράν), και το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν (Մելգոնեան Կրթական Հաստատութիւն, 1926–2005), που ιδρύθηκε στη Λευκωσία από τους αδελφούς Κρικόρ και Καραμπέτ Μελκονιάν και τύγχανε διαχείρισης από την Αρμενική Γενική Ένωση Αγαθοεργίας.
Το 1972, και τα τέσσερα Αρμενικά Δημοτικά Σχολεία στην Κύπρο ονομάστηκαν Εθνικά Σχολεία Ναρέκ (Նարեկ Ազգային Վարժարաններ), εις μνήμην του μεγάλου Αρμένιου μοναχού, ποιητή, μυστικιστή φιλοσόφου και θεολόγου Αγίου Γρηγορίου του Ναρεκηνσίου (951–1003), του οποίου το αμμολίθινο άγαλμα λαξεύτηκε το 1991 από τον Αρμένιο γλύπτη Λεβόν Τοκματζιάν και τοποθετήθηκε μπροστά από το Ναρέκ Λευκωσίας• τα αποκαλυπτήριά του τέλεσε ο Εκπρόσωπος Αράμ Καλαϊτζιάν στις 24 Μαρτίου 1991. Επίσης το 1991, και τα τρία Αρμενικά Δημοτικά Σχολεία υιοθέτησαν το σημερινό τους όνομα: Αρμενικά Σχολεία Ναρέκ (Նարեկ Հայկական Վարժարաններ). Σήμερα, υπάρχει ένα σχολείο Ναρέκ στη Λευκωσία, ένα στη Λάρνακα και ένα στη Λεμεσό. Στη Λευκωσία το Ναρέκ λειτουργεί και ως Γυμνάσιο, από το Σεπτέμβριο του 2005, λόγω του κλεισίματος του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν, με περίπου 10 μαθητές.
Από το 1960, ο ετήσιος προϋπολογισμός καλύπτεται πλήρως από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν• προηγουμένως, τον προϋπολογισμό κάλυπταν μερικώς η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου (κυρίως από την εκμετάλλευση της παραγωγής των χαρουπόδεντρων και ελαιόδεντρων του Αρμενομονάστηρου) και μερικώς τα δίδακτρα φοίτησης. Τα σχολεία είναι ανοικτά προς όλα τα παιδιά αρμενικής καταγωγής. Το διδακτικό και διοικητικό προσωπικό διορίζεται από τη Σχολική Εφορεία, με εξαίρεση τους δασκάλους Ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, οι οποίοι παρέχονται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Το 1998 η κυβέρνηση ενέκρινε τη συνταξιοδοτική κάλυψη για το προσωπικό των Σχολείων Ναρέκ, με τους ίδιους όρους και συνθήκες που επωφελούνται οι Ελληνοκύπριοι συνάδελφοί τους.
Σήμερα τα αρμένικα σχολεία στην Κύπρο έχουν περίπου 205 μαθητές (Λευκωσία: 135, Λάρνακα: 30, Λεμεσός: 40). Το διαχειριστικό τους σώμα είναι η 11μελής Σχολική Εφορεία Αρμενικών Σχολείων (Կիպրահայ Վարժարաններու Հոգաբարձութիւն), η οποία έχει 5ετή θητεία και διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από την εισήγηση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, ο οποίος διαβουλεύεται με τον Εκπρόσωπο των Αρμενίων• από το Νοέμβριο του 2009, επικεφαλής της 11μελούς Σχολικής Εφορείας είναι ο Βαρτάν Ταστζιάν. Η σημερινή Σχολική Εφορεία διορίστηκε με την «Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 69.557/18–11–2009»,[15] ενώ η «Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 70.780/14–07–2010» αντικατέστησε ένα μέλος που είχε παραιτηθεί.
Αρχικά, η Σχολική Εφορεία διοριζόταν από την Αρμενική Εθναρχία Κύπρου μέχρι το 1921, όταν πλέον τα μέλη της διορίζονταν από τον Ύπατο Αρμοστή/Κυβερνήτη (Αποικιακός Νόμος XXIV/1920)• μεταξύ 1960–1965 διοριζόταν από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση, ενώ από το 1966 διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το 1961, τα μεμονωμένα δημόσια αρμενικά σχολεία στην Κύπρο τέθηκαν υπό την ενιαία διεύθυνση ενός Διευθυντή στη Λευκωσία, με τη βοήθεια ενός υπεύθυνου δασκάλου στη Λάρνακα και ενός υπεύθυνου δασκάλου στη Λεμεσό• το Αρμενικό Σχολείο Αμμοχώστου είχε μόνο μία δασκάλα. Από το Σεπτέμβριο του 2009, η Διευθύντρια των σχολείων είναι η Βέρα Ταχμαζιάν.
Με την πάροδο του χρόνου, τα ακαδημαϊκά προγράμματα αυτών των σχολείων συμβαδίζονυ με τις ανάγκες και προκλήσεις του αυξομειούμενου πληθυσμού της κοινότητας και τις απαιτήσεις της κυβέρνησης. Σήμερα, τα σχολεία είναι τρίγλωσσα (Αρμένικα, Ελληνικά, Αγγλικά) και η σχολική τους ύλη είναι αντίστοιχη με αυτή των δημοσίων σχολείων, ενισχυμένη με μαθήματα Αρμενικής γλώσσας, ιστορίας και γεωγραφίας, καθώς και δραστηριότητες που καλλιεργούν τον αρμενισμό, την αρμενογνωσία και την αρμενική κουλτούρα. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι όλα τα αρμενικά σχολεία στην Κύπρο γειτνιάζουν με τις τοπικές εκκλησίες, με την ενεργή συμβολή των ηγετών της Εκκλησίας, μια ζωντανή απόδειξη του παραδοσιακού δεσμού σχολείου-εκκλησίας που υπήρχε για αιώνες στην αρμενική πραγματικότητα [16].
Οι Αρμενοκύπριοι έχουν τα δικά τους κοιμητήρια.
Υπάρχουν τρία αρμενικά κοιμητήρια στη Λευκωσία. Το κοιμητήριο Άυπ (κοντά στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας) ιδρύθηκε γύρω στο 1810, αν όχι νωρίτερα. Τα μητρώα των ταφών που φυλάσσονται στην Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου ξεκινούν από τα τέλη του 1877. Το 1860 μια πυρκαγιά στην Αρμενική Μητρόπολη μας στέρησε τις πληροφορίες του μητρώου. Το έργο αυτό επιτέλεσε ο νέος ιερέας Χοβαννές Σιαχινιάν, από την 1η Νοεμβρίου 1877. Το κοιμητήριο Άυπ χρησιμοποιόταν ως χώρος ταφής μέχρι το 1931, όταν ιδρύθηκε το κοιμητήριο Πεν. Η κατακλυσμική εισροή προσφύγων από την Αρμενική Γενοκτονία κατέστησε αυτό το κοιμητήριο πολύ μικρό για τον αυξημένο αριθμό ταφών• αυτό, συνδυασμένο με ανησυχίες για την υγεία σχετικά με κοιμητήρια κοντά στο κέντρο της πόλης της Λευκωσίας, ήσαν οι λόγοι που δεν βρισκόταν πλέον σε λειτουργία. Εντός του κοιμητηρίου υπάρχει το παρεκκλήσι του Αγίου Παύλου, που κτίστηκε το 1892 βάσει της διαθήκης του κυβερνητικού μεταφραστή Μπογός Οτατζιάν.
Πάνω από την είσοδο με τη σιδερένια πύλη υπάρχει η ακόλουθη μαρμάρινη πλάκα στα Αρμένικα:
“Խաչն փայլի † յարեւելից ե˝օ” – ՚Ի հիմանց կառուցաւ շրջապատ Գերեզմանատանս Լուսաւրչ՟կ՟ն Հայոց արդեամբք ժողովրդեան. յամին 1888։ (“Ο σταυρός έλαμψε † από την Ανατολή” – Το περιτείχισμα αυτού του Γρηγοριανού Κοιμητηρίου κατασκευάστηκε εκ θεμελίων με λαϊκή δαπάνη, το έτος 1888.)
Μέχρι το 1963, από καιρό σε καιρό τελούνταν επιμνημόσυνες ακολουθίες στο παρεκκλήσι εις μνήμην των ταφέντων εκεί. Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-1964 και λόγω της εγγύτητάς του στη νεκρή ζώνη, το κοιμητήριο παραμελήθηκε κάπως και δεν τελούνταν Λειτουργίες πλέον εκεί. Μετά από δεκαετίες παραμέλησης και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 2005, το κοιμητήριο και το παρεκκλήσι του αποκαταστάθηκαν μεταξύ 2008–2009 χάρη στην πρωτοβουλία και τις προσπάθειες της Αρμενικής Εθναρχίας και του Εκπροσώπου των Αρμενίων Βαρτκές Μαχτεσιάν, ο οποίος εξασφάλισε ένα σημαντικό ποσό χρημάτων για την αποκατάστασή του από το Υπουργείο Εσωτερικών. Υπάρχει επίσης μια αναμνηστική αλουμινένια πλακέτα, η οποία τοποθετήθηκε το 2010 και περιλαμβάνει τα ονόματα των 419 ανθρώπων που θάφτηκαν εκεί [17]. Το κοιμητήριο Άυπ εμφανίζεται στις σελίδες του βιβλίου του Γουίλιαμ Χάρελ Μάλοκ[18], ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1887/1888.
Το κοιμητήριο Πεν ιδρύθηκε το 1931 στα δυτικά του Αγίου Δομετίου, κοντά στο πολεμικό κοινοπολιτειακό κοιμητήριο της Λευκωσίας, και ήταν το μόνο αρμενικό κοιμητήριο σε χρήση στη Λευκωσία μέχρι το 1998. Το 1938 κτίστηκε μέσα στο κοιμητήριο το παρεκκλήσι της Αγίας Αναστάσεως, με δωρεά του Χαρουτιούν Μποτζιαλιάν• καθαγιάστηκε το 1949. Το 1963 τα λείψανα περίπου 100 ανθρώπων θαμμένων στο κοιμητήριο Άυπ μεταφέρθηκαν εδώ, λόγω της κατεδάφισης ενός μικρού τμήματος του κοιμητηρίου Άυπ. Από την τουρκική εισβολή του 1974, το κοιμητήριο Πεν είναι πολύ κοντά στις τουρκοκρατούμενες περιοχές• καθώς βρίσκεται εντός της νεκρής ζώνης, οι επισκέψεις επιτρέπονται μόνο τα μεσημέρια της Κυριακής. Απαιτείται ειδική άδεια από την ΟΥΝΦΙΚΥΠ για ταφές εκεί. Υπάρχουν 1630 άνθρωποι θαμμένοι σε αυτό το κοιμητήριο.
Στο κέντρο του κοιμητηρίου υπάρχει μια βρύση. Φέρει την τις ακόλουθες μαρμάρινες επιγραφές στα αρμένικα:
Դուստր նոցա Նուարդ (Η κόρη τους Νβαρτ)
† Ի յիշատակ հանգուցեալ Աբիսողոմ եւ Վերժինէ Իւթիւճեաններու 1952 († Εις μνήμην των κεκοιμημένων Απισογόμ και Βερζινέ Ουτιτζιάν 1952)
Το 1998 το κοιμητήριο Κιμ ιδρύθηκε στα νότια του δρόμου μεταξύ Λακατάμιας and Αγίων Τριμιθιάς. Το κοιμητήριο δεν έχει παρεκκλήσι και διοικητικά ανήκει στην Κάτω Δευτερά. Υπάρχουν 155 άνθρωποι θαμμένοι σε αυτό το κοιμητήριο. Στη νότια πλευρά του κοιμητηρίου υπάρχει μια βρύση. Πίσω της είναι η ακόλουθη μαρμάρινη επιγραφή στα Αρμένικα:
Կառուցաւ աղբիւրս արդեամբ Փերուզ Տէլիֆէրի Մկրտիչեամ եւ Տէլիֆէր գերդաստանի յիշատակին – 2000 (Η βρύση αυτή κατασκευάστηκε με δαπάνες της Περούζ Ντελυφέρ εις μνήμην ης οικογένειας Μεγκερντιτσιάν και Ντελυφέρ – 2000)
Πάνω από τη βρύση κατασκευάστηκε στέγαστρο• στο πλάι του στεγάστρου υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή από πλέξιγκλας στα αρμένικα, που είναι τοποθετημένη πάνω σε μια πέτρινη στήλη
Այս ամպհովանին կառուցուեցաւ նուիրատուութեամբ՝ Ռօզ Օղասապեանի, Անահիտ Զարդարեանի եւ Պետրոս Նահապեսեանի իրենց ծնողքին՝ Նահապետ եւ Վերժին Նահապետեաններու յիշատակին – Հոկտեմբեր 2010 (Αυτό το υπόστεγο κατασκευάστηκε με δωρεά των Ροζ Ογασαμπιάν, Αναχίτ Ζαρταριάν και Πετρός Ναχαμπετιάν εις μνήμην των γονέων τους, Ναχαμπέτ και Βερζίν Ναχαμπετιάν - Οκτώβριος 2010)
Το αρμενικό κοιμητήριο στη Λάρνακα ιδρύθηκε το 1897, ως προσωρινός χώρος ανάπαυσης σε γη που δόθηκε από τη Μητρόπολη Κιτίου. Επίσημα παραχωρήθηκε στην κοινότητα το 1923 και επεκτάθηκε προς τα νότια στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Βρίσκεται δίπλα από το λατινικό κοιμητήριο. Υπάρχουν 635 άνθρωποι θαμμένοι σε αυτό το κοιμητήριο.
Ανάμεσα στα μνήματα και τους τάφους εκείνου του κοιμητηρίου είναι ο κοινός τάφος για 9 γκαμαβορνέρ (εθελοντές) της Αρμενικής Λεγεώνας, η οποία σχηματίστηκε και εκπαιδεύτηκε στη Μοναρκά της Κύπρου, μεταξύ Δεκεμβρίου 1916 και Μαΐου 1918. Ο τάφος και η ταφόπλακά τους κατασκευάστηκαν με δαπάνες του γαλλικού προξενείου στην Κύπρο.
Απέναντι από το χατσκάρ (σταυτόπετρα), στην ανατολική πλευρά του κοιμητηρίου, υπάρχει μια βρύση, που δωρήθηκε από τους Μιχράν και Ζιακλίν Μπογιατζιάν. Στην κορυφή της, υπάρχει μια καφέ αναμνηστική πλάκα από πέτρα τουφ που φέρει το αρμενικό σύμβολο για την αιωνιότητα, τα αρχικά του γλύπτη της Γκρισιά Αβεντισιάν [Գ (πάνω αριστερή πλευρά) και Ա (πάνω δεξιά πλευρά)] και τη χρονιά που κατασκευάστηκε 2011 [20 (κάτω αριστερή πλευρά) και 11 (κάτω δεξιά πλευρά)]. Στο επίπεδο του ματιού, υπάρχει μια αλουμινένια επιγραφή στα αρμένικα:
Յիսուս ըսաւ - Ով որ այս ջուրէն խմէ` դարձեալ պիտի ծարաւնայ բայց ով որ իմ տալիք ջուրէն խմէ` յաւիտեան պիտի չծարաւնայ: Ընդհակառակը, ջուրը որ ես պիտի տամ անոր մէջ պիտի վերածուի աղբիւրի մը որ ջուր կը ցայտէ եւ յաւիտեան կեանք կու տայ: Յովհաննէս (Դ. 13–14) [Είπε ο Ιησούς - Όποιος πιει απ’ αυτό το νερό θα ξαναδιψάσει, αλλά όποιος πει από το νερό που θα προσφέρω αιωνίως δεν θα ξαναδιψάσει. Τουναντίον, το νερό που θα του δώσω θα μετατραπεί σε πηγή, της οποίας το νερό αναβλύζει και δίνει αιώνια ζωή. (Ιωάννης 4:13–14)]
Τέλος, κάτω, υπάρχει η ακόλουθη αλουμινένια επιγραφή στα αρμένικα:
Ի Յիշատակ Լէւոն եւ Զարուհի Պօյաճեաններու 2007 (Εις μνήμην των Λεβόν και Ζαρουχί Μπογιατζιάν 2007)
Πάνω από τη βόρεια είσοδο, υπάρχει ένας λευκός μαρμάρινος σταυρός, τον οποίο δώρισε ο Ζιαν-Ζιακ Γκιουβλεκτζιάν.
Το αρμενικό κοιμητήριο της Λεμεσού παραχωρήθηκε στην κοινότητα το 1946, αλλά δεν ήταν μέχρι το 1960 που ξεκίνησε τη λειτουργία του, όταν ο Δήμαρχος της Λεμεσού Κώστας Παρτασίδης κατασκεύασε τον τοίχο του. Στις 15 Ιουλίου 1961 ο Δήμαρχος Παρτασίδης παρέδωσε το χρυσό κλειδί του κοιμητηρίου στο Μιχράν Μπαστατζιάν, Πρόεδρο της αρμενικής εκκλησιαστικής επιτροπής Λεμεσού [19]. Το κοιμητήριο βρίσκεται στα δυτικά του δρόμου Λεμεσού-Πλατρών και αποτελεί την αρχή του γραμμικού πάρκου του ποταμού Γαρύλλη. Διοικητικά, ανήκει στα Κάτω Πολεμίδια. Υπάρχουν 150 άνθρωποι θαμμένοι σε αυτό το κοιμητήριο.
Στο κέντρο του κοιμητηρίου, υπάρχει μια σκούρα μωβ γρανιτένια βρύση, καλυμμένη με μπεζ πέτρα. Στην κορυφή της, φέρει την ακόλουθη πέτρινη επιγραφή στα αρμένικα:
Ի յիշատակ Կարապետ Կարապետեանի Աղբարիկ 2001 (Εις μνήμην του Καραμπέτ Καραμπετιάν Αγπαρίκ 2001)
Υπήρχε και ένα μικρό αρμενικό κοιμητήριο στην τουρκοκρατούμενη πόλη της Αμμοχώστου, στην περιοχή Αγίου Μέμνονα. Ιδρύθηκε το 1967, αλλά είναι απροσπέλαστο από το 1974, καθώς σήμερα βρίσκεται εντός της περιφραγμένης περιοχής των Βαρωσίων. Υπήρχαν 8 άνθρωποι θαμμένοι σε αυτό το κοιμητήριο.
Μεταξύ 1951-1966, η κοινότητα της Αμμοχώστου χρησιμοποιούσε έναν άλλο χώρο ανάπαυσης, κοντά στο κοιμητήριο του Σταυρού, ο οποίος ωστόσο δόθηκε στην ελληνική κοινότητα για να επεκτείνει την έκταση του δικού της κοιμητηρίου• και εκείνο σήμερα βρίσκεται εντός της περιφραγμένης περιοχής των Βαρωσίων [6].
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η αρχική αρμενική συνοικία (13ος - τέλη 15ου/αρχές 16ου αιώνα) βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της φράγκικης Λευκωσίας και πως οι Αρμένιοι απέκτησαν τη νέα τους συνοικία εντός του 16ου αιώνα. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι, μετά την κατάληψη της πόλης το 1570, οι Οθωμανοί μετονόμασαν την υφιστάμενη αρμενική ενορία σε “Karamanzade mahallesi” (κυριολεκτικά: ενορία του γιου του Καραμάν), προς τιμήν ενός από τους Στρατηγούς που έλαβαν μέρος στην κατάληψη της Κύπρου και προερχόταν από το εγιαλέτι της Καραμανιάς.
Από το Μεσαίωνα μέχρι και το Δεκέμβριο του 1963, το δυτικό τμήμα της εντός των τειχών Λευκωσίας αποτελούσε τον γνωστό Αρμενομαχαλλά (Հայկական թաղ, στα τουρκικά: Ermeni mahallesi), που θα μπορούσε να οριστεί ως εξής: βόρεια της Πύλης Πάφου, Ανατολικά της τάφρου, νότια της φουντάνας της οδού Ζαχρά και δυτικά της νοητής γραμμής που σχημάτιζε η προέκταση της οδού Αθανάσιου Διάκου προς τον προμαχώνα Μούλα. Διοικητικά, ο Αρμενομαχαλλάς περιλάμβανε τόσο την ενορία Καραμάν Ζατέ, όσο και την ενορία Αράπ Αχμέτ Πασιά.
Αφού οι Βρετανοί κατέλαβαν την Κύπρο, αυτό το μέρος της πόλης στέγαζε αρκετούς Βρετανούς αξιωματικούς. Η παρουσία τους, μαζί με αυτή των Λατίνων (λόγω της ύπαρξης του καθεδρικού ναού του Τιμίου Σταυρού και της σχολής Τέρρα Σάντα, και αργότερα της σχολής και της μονής του Αγίου Ιωσήφ), του έδωσε την ανεπίσημη ονομασία “Φραγκομαχαλλάς”, ενώ ήταν στην οδό Βικτωρίας που άνοιξαν τα πρώτα ξενοδοχεία της Λευκωσίας (σε αντιδιαστολή με τα πολυάριθμα χάνια που υπήρχαν), το “Αρμένικο Ξενοδοχείο” (περ. 1875- περ. 1925) και το “Army & Navy Hotel” (1878- περ. 1890). Επομένως, το πρώτο άνοιγμα στα ενετικά τείχη έγινε στο τέλος της οδού Βικτωρίας στην Πύλη Πάφου το 1879. Ομοίως, όχι πολύ μακριά από εκεί, οι Αγγλικανοί έκτισαν τον καθεδρικό τους ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Παύλο, το 1885. Τέλος, για ένα χρονικό διάστημα, στην οδό Βικτωρίας βρισκόταν το “Nicosia Club” - γνωστό και ως “English Club” - (1884-1896), ο καθολικός “Σύλλογος Κονκόρντια” (1903-1954), αλλά και το Κυπριακό Μουσείο (1889-1909).
Παραδοσιακά, ο Αρμενομαχαλλάς είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Αρμενίων στη Λευκωσία, καθώς περιλάμβανε το αρμενικό σύμπλεγμα (εκκλησία Παρθένου Μαρίας, Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου, Σχολείο Μελικιάν-Ουζουνιάν, μνημείο Αρμενικής Γενοκτονίας), τα οικήματα της Αρμενικής Λέσχης, του AGBU και της AYMA, καθώς και μεγάλο αριθμό αρμενικών σπιτιών και καταστημάτων. Πάνω στον προμαχώνα Ρόκκας υπήρχε ένα μικρό άλσος (στα Αρμένικα: անտառ), που ήταν χώρος αναψυχής για την περιοχή.
Παρόλον ότι η πλειοψηφία των κατοίκων του ήσαν Αρμενοκύπριοι, ο Αρμενομαχαλλάς κάθε άλλο παρά “μονόχρωμος” ήταν, καθώς εκεί ζούσαν αρκετοί Τουρκοκύπριοι, καθώς και μερικοί Ελληνοκύπριοι, Μαρωνιτοκύπριοι, Λατινοκύπριοι και Βρετανοί. Μάλιστα δε, μέχρι τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, η περιοχή ήταν γνωστή και ως Φραγκομαχαλλάς• αργότερα, διαχωρίστηκε στις ενορίες Καραμάν Ζατέ και Αράπ Αχμέτ Πασιά. Ωστόσο, καθώς η πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν Αρμενοκύπριοι, από το 1927 οι μουχτάρηδες (κοινοτάρχες) είναι Αρμενοκύπριοι: ο Μελίκ Μελικιάν (1927–1949), ο Κασπάρ Ντελυφέρ (1949–1956), ο Βαχέ Κουγιουμτζιάν (1956–2009) και ο Μγκο Κουγιουμτζιάν (2011-σήμερα).
Η καρδιά του Αρμενομαχαλλά ήταν η οδός Βικτωρίας (Վիքթորիա փողոց / Viktorya sokağı), επί της οποίας βρισκόταν το αρμενικό σύμπλεγμα, καθώς και πολλά σπίτια και, αργότερα, το οίκημα του AGBU• κατά καιρούς, βρισκόταν εκεί και το οίκημα της AYMA. Η οδός, γεμάτη από πετρόκτιστα κτίρια, ξεκινούσε από τη λατινική εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και τέλειωνε στο τέμενος του Αράπ Αχμέτ Πασιά, έχοντας την οδό Μαχμούτ Πασιά ως προέκτασή της (όπου μεταξύ 1922-1955 βρισκόταν η Αμερικανική Ακαδημία Λευκωσίας και από το 1946 η αρμενική ευαγγελική εκκλησία). Καθώς ήταν μονόδρομος, η κυκλοφορία επιτρεπόταν μόνο από τα βόρεια προς τα νότια.
Ο άλλος κύριος δρόμος του Αρμενομαχαλλά ήταν η οδός Τανζιμάτ (Թանզիմաթ փողոց / Tanzimât sokağı). Καθώς αντίκρυζε την τάφρο, οι ποδοσφαιρικοί αγώνες ανάμεσα σε αρμενοκυπριακές και άλλες ομάδες προσέλκυαν μεγάλο αριθμό Αρμενοκυπρίων θεατών σε αυτήν. Σε κατοπινό στάδιο, βρισκόταν εκεί το οίκημα της AYMA. Καθώς ήταν και αυτός μονόδρομος, η κυκλοφορία επιτρεπόταν μόνο από τα νότια στα βόρεια. Διάφοροι παράδρομοι συνέδεαν την οδό Τανζιμάτ με την οδό Βικτωρίας. Μετά την κατάληψη της περιοχής από τουρκοκυπριακές παραστρατιωτικές οργανώσεις, μολονότι η οδός Τανζιμάτ διατήρησε την ονομασία της, η οδός Βικτωρίας μετονομάστηκε παράνομα σε οδό Σεχίτ Σαλαχί Σεφκέτ.
Κατά την τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963-1964, μεγάλο μέρος του Αρμενομαχαλλά της Λευκωσίας σταδιακά καταλήφθηκε από Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές μεταξύ 21 Δεκεμβρίου 1963 και 19 Ιανουαρίου 1964. Δέκα ημέρες μετά, λεηλάτησαν την εκκλησία της Παρθένου Μαρίας και κράτησαν αιχμάλωτους για λίγες ώρες το Μητροπολίτη, Ανώτερο Αρχιμανδρίτη Γερβάντ Απελιάν, τον εφημέριο, ντερ Βαζκέν Σαντρουνί, τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Αρμενικής Εθναρχίας, Βαχράμ Τουντζιάν (Τουνταγιάν), και το διάκονο Χραντ Μαμιγκονιάν.
Οι περισσότεροι Αρμενοκύπριοι έφυγαν από τα σπίτια τους: μερικές οικογένειες κατέφυγαν για 2-3 ημέρες στο χώρο του σχολείου Μελικιάν-Ουζουνιάν και της εκκλησίας, μέχρι που και εκείνα τα μέρη καταλήφθηκαν, ενώ άλλες οικογένειες παρέμειναν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε αντίσκηνα στο χώρο του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν. Μολονότι μερικοί επέστρεψαν, αυτό ήταν προσωρινό, καθώς στις 4 Μαρτίου 1964 εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι τους εκδίωξαν από τα σπίτια τους, αφού τους παρουσίασαν απειλητικά τελεσίγραφα στα ταχυδρομικά τους κουτιά. Συνολικά, 231 αρμενοκυπριακές οικογένειες κατέστησαν τουρκόπληκτες.
Ο χαμός του Αρμενομαχαλλά είχε σημαντικές επιπτώσεις στη συνοχή της αρμενικής παροικίας της Λευκωσίας: παρόλον ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '40 και τις αρχές της δεκαετίας του '50, ένας αυξανόμενος αριθμός Αρμενοκυπρίων διέμενε εκτός του Αρμενομαχαλλά [κυρίως στον Άγιο Δομέτιο και τις περιοχές Κιοσκλού Τσιφτλίκ (γύρω από το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας), Νεάπολη και Κωνστάντια], ο άλλοτε συγκεντρωμένος αρμενόφωνος πληθυσμός σε μια τόσο μικρή απόσταση από την εκκλησία, το σχολείο και τις λέσχες βρέθηκε ξαφνικά διάσπαρτος σε ολόκληρη την ελληνόφωνη Λευκωσία, μακριά από τις προαναφερόμενες αρμενικές οντότητες.
Σήμερα ο Αρμενομαχαλλάς έχει αλλάξει εντελώς: τα περισσότερα σπίτια, αν όχι όλα, κατοικούνται από παράνομους Τούρκους έποικους από την Ανατολία, όπως ακριβώς η πλειοψηφία της τουρκοκρατούμενης εντός των τειχών Λευκωσίας. Παρά την αποκατάσταση της περιοχής μεταξύ 1987-1998 (από το UNHCR) και 1998-2004 (από το UNDP και το UNOPS), στα πλαίσια του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου Λευκωσίας (Nicosia Master Plan), η παραμέληση των κατοίκων είναι εμφανής. Τα μόνα που θυμίζουν τον επισκέπτη πως στην περιοχή κατοικούσαν Αρμένιοι στο παρελθόν είναι η ύπαρξη του αρμενικού συμπλέγματος στην οδό Βικτωρίας, που ανακαινίστηκε εκτενώς μεταξύ 2009-2012, η αφιερωματική επιγραφή στην αρμενική ευαγγελική εκκλησία και μια αναμνηστική πλακέτα πάνω από την είσοδο του παλιού σπιτιού των Σινανιάν στη γωνία των οδών Τανζιμάτ και Ντερβίς Πασιά.
Κατά τη διάρκεια της Αρμενικής Γενοκτονίας και του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και μετά από διαπραγματεύσεις, το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1916, μεταξύ του Μπογός Νουμπάρ Πασιά (Προέδρου της Αρμενικής Εθνικής Αντιπροσωπείας) και των γαλλικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχών, τις οποίες αντιπροσώπευσε ο διπλωμάτης Φρανσουά Ζορζ Πικό, η Ανατολική Λεγεώνα (Légion d'Orient/Արեւելեան Լէգէոն) ιδρύθηκε επίσημα στο Κάιρο στις 26 Νοεμβρίου του 1916, με ειδικό καταστατικό που υπέγραψε ο Γάλλος Υπουργός Πολέμου, Στρατηγός Pierre August Roques. Σύμφωνα με το καταστατικό, θα ήταν βοηθητική μονάδα του Γαλλικού Στρατού, αποτελούμενη κυρίως από Αρμένιους εθελοντές, των οποίων στόχος ήταν η απελευθέρωση της Κιλικίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με σκοπό τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αρμενικού κράτους στην περιοχή. Μετά από διαπραγματεύσεις με τις βρετανικές αρχές, στο πλαίσιο της αγγλογαλλικής συνεργασίας για συλλογή πληροφοριών, αποφασίστηκε ότι η εκπαίδευση των εθελοντών (կամաւորներ=γκαμαβορνέρ) θα λάμβανε χώρα στη Μοναρκά, στη χερσόνησο της Καρπασίας της Κύπρου, κοντά στο Μπογάζι. Η Λεγεώνα θα διοικείτο από Γάλλους αξιωματικούς, αποσπασμένους κυρίως από τη Λεγεώνα των Ξένων [20].
Το στρατόπεδο κτίστηκε το Δεκέμβριο του 1916 από πρόσφυγες της Αρμενικής Γενοκτονίας και η άφιξη των πρώτων εθελοντών - προσφύγων από το Μουσά Νταγ - ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1917. Καθ’ όλο το 1917 και το 1918, κατέφθαναν εθελοντές στο λιμάνι της Αμμοχώστου από τα λιμάνια της Μασσαλίας και του Πορτ Σάιντ και στη συνέχεια μεταφέρονταν στη Μοναρκά, περίπου 25 χιλιόμετρα προς τα βόρεια, μακριά από κατοικημένες περιοχές. Εκτός από τους Γάλλους αξιωματικούς, υπήρχαν και μερικοί Αρμένιοι κατώτεροι αξιωματικοί.
Αρκετές αρμενικές οργανώσεις στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική στήριξαν τη Λεγεώνα, είτε με οικονομικές εισφορές ή στρατολογώντας Αρμένιους της Διασποράς για να συγκροτήσουν λόχους της Λεγεώνας. Η επιλογή και η εκπαίδευση ήσαν αρκετά αυστηρές, ενώ οι υπέρμετρες δυσκολίες και τα μεγάλα μεταφορικά κόστα δυσχέραιναν την άφιξη περισσότερων εθελοντών από το Νέο Κόσμο (συνολικά, μόνο περίπου 1.200 Αμερικανοαρμένιοι ήρθαν, από τους σχεδόν 6.000 που γράφτηκαν στους καταλόγους). Οι εθελοντές ήταν ιδιαίτερα ανυπόμονοι να εκτελέσουν το πατριωτικό τους καθήκον.
Το στρατόπεδο αποτελείτο από το αρχηγείο, τους στρατώνες, διάφορες βοηθητικές εγκαταστάσεις (συμπεριλαμβανομένης μιας χαβούζας) και ένα μικρό εκκλησάκι. Συνολικά, υπήρχαν 4.124 εθελοντές, που σχημάτιζαν 3 αρμενικά τάγματα, καθώς και 2 συριακούς λόχους (αποτελούμενους από περίπου 300 άνδρες). Ο διοικητής του στρατοπέδου ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Λουί Ρομιέ, ενώ ο πνευματικός ποιμένας της ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Τανιέλ Χακοπιάν, βοηθούμενος από τον Αρχιμανδρίτη Κρικόρ Μπαχλαβουνί, που αργότερα έμεινε γνωστός ως «Τοπάλ Βαρταμπέτ» (Թոփալ Վարդապետ=Κουτσός Αρχιμανδρίτης), λόγω τραυματισμού που υπέστη κατά τη στρατιωτική του υπηρεσία. Αμφότεροι οι ιερωμένοι ήρθαν στην Κύπρο από το Αρμενικό Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, μολονότι εκείνη την περίοδο η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου τελούσε υπό το Αρμένικο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Κύπρο, οι εθελοντές επισκέφθηκαν το Αρμενομονάστηρο στη Χαλεύκα, τόσο το 1917 όσο και το 1918, καθώς και διάφορους άλλους τόπους στη Μεσαορία, τον Πενταδάκτυλο και την Καρπασία• ενίοτε, επισκέπτονταν την Αίγυπτο. Για αναψυχή σύχναζαν στο γειτονικό Μπογάζι, ενώ συχνά διοργάνωναν διάφορες εκδηλώσεις μέσα στο στρατόπεδο. Ο ιδιοκτήτης της καντίνας του στρατοπέδου, για περισσότερο από ένα χρόνο, ήταν ο Ντικράν Ουζουνιάν.
Η βασική εκπαίδευση ολοκληρώθηκε μέχρι το Μάιο του 1918. Μέχρι τότε, το 1ο τάγμα είχε περίπου ενάμιση χρόνο εκπαίδευσης, το 2ο τάγμα περίπου 8 μήνες και το 3ο τάγμα διαμορφωνόταν. Τότε, το μεγαλύτερο μέρος της Λεγεώνας μετακινήθηκε στην Αίγυπτο και από εκεί αναπτύχθηκε στην Παλαιστίνη, όπου σημείωσε τη Μάχη του Αραρά στις 19 Σεπτεμβρίου 1918. Στο 3ο τάγμα, που παρέμεινε στην Κύπρο, ανατέθηκε η άμυνα του νησιού Καστελλόριζο (ανατολικά της Ρόδου) και του νησιού Ρουάντ (κοντά στη Συρία). Το 3ο τάγμα, μαζί με τους δύο λόχους εφοδιασμού, έφυγε από την Κύπρο τον Οκτώβριο του 1918 για τη Βηρυτό. Το Δεκέμβριο του 1918 η Λεγεώνα - αποτελούμενη πλέον από 4 τάγματα, 4.368 στρατιώτες και 66 αξιωματικούς - εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Κιλικίας (με το αρχηγείο της να βρισκόταν στα Άδανα), ως μέρος της Γαλλικής Εντολής, όπου παρέμεινε μέχρι που διαλύθηκε τον Αύγουστο του 1920. Το Φεβρουάριο του 1919 ονομάστηκε και επίσημα “Αρμενική Λεγεώνα” (Légion Arménienne/Հայկական Լէգէոն). Στα μέσα του 1919, ο Στρατηγός Αντρανίκ Οζανιάν ήρθε στην Κύπρο, θέλοντας να πάει στην Κιλικία με σκοπό να ηγηθεί της Λεγεώνας, αλλά το αρνήθηκαν οι Γάλλοι. Μετά τη διάλυσή της, μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός λεγεωναρίων επέστρεψε στην Κύπρο.
Στο αρμενικό κοιμητήριο της Λάρνακας βρίσκεται ομαδικός τάφος 9 εθελοντών της Αρμενικής Λεγεώνας, που κατασκεύασε το Γαλλικό προξενείο στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Στην τοποθεσία όπου κάποτε ήταν το στρατόπεδο της Λεγεώνας, σήμερα στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, ελάχιστα ίχνη παραμένουν [21].
Το κίνημα του «νερκάγτ» [ներգաղթ=επαναπατρισμός, γνωστό και ως հայրենադարձութիւն (χαϊρεναταρτσουτιούν=παλιννόστηση)] ήταν ένα παναρμενικό κίνημα μετανάστευσης Αρμενίων της Διασποράς προς τη Σοβιετική Αρμενία, στο πλαίσιο μιας συντονισμένης προσπάθειας της ρμενικής ΣΣΔ και της Εκκλησίας της Αρμενίας για να ενισχύσουν τις αξιώσεις τους επί των εδαφών της ιστορικής Αρμενίας, κάνοντας έκκληση στα πατριωτικά αισθήματα των Αρμενίων της Διασποράς• ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το νερκάγτ ήταν και ένας τρόπος για να αντικατασταθεί μερικώς ο μεγάλος αριθμός των Αρμενίων που χάθηκε κατά τον Πόλεμο. Πραγματοποιήθηκε μαζική προπαγάνδα, σε συνεργασία το AGBU και το κόμμα Ραμγκαβάρ, ξεσηκώνοντας μια θύελλα ενθουσιασμού στις αρμενικές κοινότητες της Διασποράς και δημιουργώντας υψηλές προσδοκίες για την εγκατάστασή τους στην “πατρίδα”, την οποία αντιλαμβάνονταν ως τον τελικό τους προορισμό. Εκ των υστέρων, το νερκάγτ θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια σοβιετική μανούβρα στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Τα κύματα του νερκάγτ έλαβαν χώρα μεταξύ 1921–1925 (19.688 άτομα), 1926–1929, 1932–1933, 1936 (22.598), 1946–1949 (το μεγαλύτερο κύμα, με 89.780 επαναπατρισθέντες) και 1962–1982 (31.920 άτομα), όταν συνολικά 163.986 Αρμένιοι μετανάστευσαν στη Σοβιετική Αρμενία από το Ιράν, την Ελλάδα, τη Συρία, τον Λίβανο, το Ιράκ, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία, την Αίγυπτο, την Τουρκία, τη Ρουμανία, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία, την Κύπρο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία, την Αργεντινή, την Κίνα, το Ισραήλ και αλλού [22].
Μεταξύ 1944-1948, υπήρχε ο Σύνδεσμος Φίλων της Αρμενίας [Հայաստանի Բարեկամաց Միութիւն (Χαγιαστανί Παρεγκαμάτς Μιουτιούν)], ο οποίος ιδρύθηκε από υποστηρικτές του AGBU και του κόμματος Ραμγκαβάρ, με σκοπό την προώθηση της αγάπης για την αρμενική “πατρίδα” και τη γνωριμία με τον πολιτισμό της. Εκτός από τις διάφορες άλλες αθλητικές, πολιτιστικές, κοινωνικές, φιλανθρωπικές και άλλες εκδηλώσεις, γινόταν μαζική προπαγάνδα υπέρ του κινήματος του νερκάγτ, συμπεριλαμβανομένων δημοσιευμάτων στην εφημερίδα του Συνδέσμου “Νορ Αράξ”, καθώς και στην ελληνοκυπριακή κομμουνιστική εφημερίδα Δημοκράτης, διαλέξεις και άλλες εκδηλώσεις. Παρά την αντίσταση του κόμματος Τασνακτσουτιούν και της αποικιακής κυβέρνησης, είχαν εγγραφεί περίπου 2.000 Αρμενοκύπριοι• τελικά, όμως, προτιμήθηκαν Αρμένιοι από φτωχότερες χώρες της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Ωστόσο, υπήρχαν 4–5 μεμονωμένες αρμενοκυπριακές οικογένειες που μετανάστευσαν στη Σοβιετική Αρμενία από μόνες τους το 1947.
Με την προαναγγελία του νέου κύματος του νερκάγτ το 1961, το AGBU και το κόμμα Ραμγκαβάρ ξεκίνησαν εκ νέου μαζικότερη προπαγάνδα υπέρ του “επαναπατρισμού”. Διοργανώνονταν διαλέξεις, προβολές ταινιών και ραδιοφωνικές εκπομπές, φιλοξενήθηκαν ομιλητές από τη Σοβιετική Αρμενία, την οποία επισκέφθηκε αντιπροσωπεία Αρμενοκυπρίων - η οποία αργότερα παρουσίασε τις εντυπώσεις της τόσο σε ομιλίες, όσο και στην εφημερίδα “Χεναράν”. Προπαγάνδα υπέρ του νερκάγτ υπήρχε και στην αριστερή ελληνοκυπριακή εφημερίδα “Χαραυγή”, καθώς και στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε ισχυρή αντίθεση εκ μέρους του κόμματος Τασνακτσουτιούν, για ιδεολογικούς αλλά και πραγματιστικούς λόγους. Ως αποτέλεσμα, συνολικά 576 Αρμενοκύπριοι επαναπατρίστηκαν στη Σοβιετική Αρμενία μεταξύ 1962–1964 (που αναλογούσαν περίπου στο 15% της κοινότητας εκείνη την εποχή). Από το λιμάνι της Αμμοχώστου, έφυγαν 20 στις 19 Σεπτεμβρίου 1962 (με το ατμόπλοιο “Felix Dzerzhinsky”), 373 στις 3 Οκτωβρίου 1962 (με το ατμόπλοιο “Gruzia”), 168 στις 19 Οκτωβρίου 1963 (με το ατμόπλοιο “Litva”) και 15 στις 4 Σεπτεμβρίου 1964 (με το ατμόπλοιο “Odessa”). Οι πλείστοι εγκαταστάθηκαν στο Κιροβακάν (Βανατσόρ), με ένα μικρότερο αριθμό να εγκαθίσταται στο Λενινακάν (Γκιουμρί). Με την πάροδο των χρόνων, κάποιοι απ’ αυτούς κατάφεραν να επανεγκατασταθούν στο Γερεβάν.
Σε συνδυασμό με την έξοδο περίπου 900 Αρμενοκυπρίων προς το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την έκτακτη κατάσταση λόγω της ΕΟΚΑ (1955-1959), η περαιτέρω μετανάστευση περίπου 600 Αρμενοκύπριοι προς τη Σοβιετική Αρμενία επέφερε αξιοσημείωτη μείωση στο μέγεθος της κοινότητας, κατά περίπου το ένα τρίτο. Οικογένειες διαχωρίστηκαν (όχι μόνο ιδεολογικά - αλλά και σωματικά), σημαντικά μέλη της κοινότητας δεν αποτελούσαν πλέον μέρος της, ενώ πλανιόταν μια ανησυχία σχετικά με το μέλλον της κοινότητας - ιδιαίτερα μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963-1964 και την εκδίωξη των Αρμενοκυπρίων από την αρχαία τους συνοικία στη Λευκωσία.
Επιπρόσθετα, καθώς τελικά έφθασαν στην Κύπρο ειδήσεις για τις κακές βιοτικές και οικονομικές συνθήκες των μεταναστών (μέσω κωδικοποιημένων επιστολών ή φωτογραφιών - λόγω της σοβιετικής λογοκρισίας, καθώς και από επισκέπτες προς/από τη Σοβιετική Αρμενία), υπήρχε μια αίσθηση πικρίας για την όλη κατάσταση, καθώς και περαιτέρω αντιπαλότητα μεταξύ του Τασκαντσουτιούν (που τασσόταν υπέρ μιας ελεύθερης και ανεξάρτητης Αρμενίας) και οργανώσεων κατά του Τασνακτσουτιούν (που υποστήριζαν ή, τουλάχιστον, συμβιβάζονταν με μια σοβιετική Αρμενία). Οι τελευταίοι έχασαν επίσης αριθμό υποστηρικτών, καθώς οι πλείστοι μετανάστες συσχετίζονταν με το AGBU ή/και το Ραμγκαβάρ. Τέλος, το Τασνακτσουτιούν κέρδισε περισσότερους συμπαθούντες από κάποιους απογοητευμένους υποστηρικτές του AGBU ή/και του Ραμγκαβάρ.
Απογοητευμένοι από όσα είδαν και έζησαν, σχεδόν όλοι απ’ όσους πήγαν στη Σοβιετική Αρμενία ήθελαν να επιστρέψουν στην Κύπρο εξ αρχής, καθώς δεν ήταν εξοικειωμένοι με εκείνο το είδος ζωής. Λόγω περιορισμών από το σοβιετικό καθεστώς, για να έρθουν πίσω, μεγάλος αριθμός εξ αυτών μετακινήθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν. Η περιπετειώδης επιστροφή ξεκίνησε το 1967 και συνέχισε μέχρι το 2005, αν και οι περισσότεροι ήλθαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (μετά το σεισμό του Σπιτάκ) και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης). Μάλιστα δε, το πρώτο κύμα Αρμενίων από την Αρμενία που ήλθαν στην Κύπρο μετά το 1991 ήσαν κυρίως Αρμενοκύπριοι που είχαν μεταναστεύσει στη Σοβιετική Αρμενία και οι σύζυγοι/απόγονοί τους [9]. Οι ζωές τους έχουν σημαδευτεί ανεξίτηλα, δημιουργώντας επίσης μια είδους “κρίση ταυτότητας”: στην Κύπρο θεωρούνται “Χαγιασταντσί” (Αρμένιοι από την Αρμενία), ενώ στην Αρμενία θεωρούνται “Κιπρατσί” (Κύπριοι) ή “Κιπραχάι” (Αρμενοκύπριοι).
Παρά το μικρό της μέγεθος, η αρμενοκυπριακή κοινότητα έχει να επιδείξει ένα μακρύ κατάλογο εφημερίδων και περιοδικών.
Σήμερα, η αρμενοκυπριακή κοινότητα διαθέτει τα ακόλουθα έντυπα, ηλεκτρονικά και διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης:
Ο ακόλουθος είναι ένας περιεκτικός κατάλογος των αρμενοκυπριακών εφημερίδων και περιοδικών που εκδίδονταν στο παρελθόν:[23]
Οι Αρμενοκύπριοι είχαν και έχουν σημαντική συνεισφορά σε όλους τους τομείς της ζωής της Κύπρου: επιχειρηματίες, έμποροι, πρόξενοι, διπλωμάτες, δικηγόροι, θρησκευτικές προσωπικότητες, καθηγητές, δημοσιογράφοι, γιατροί, μουσικοί, ζωγράφοι, ποιητές, φωτογράφοι, αθλητικές προσωπικότητες, ερευνητές, προσωπικότητες προσκοπισμού/οδηγισμού και πολιτικοί.
Στα τέλη του 18ου αιώνα/αρχές του 19ου αιώνα, ο κορυφαίος πολίτης της Λευκωσίας ήταν ένας Αρμένιος έμπορος ονόματι Σαρκίς Αγάς. Ο Σαρκίς - γιος του Αβάκ - ήταν αρχικά ο δραγομάνος για το Γάλλο Πρόξενο (τουλάχιστον από το 1774 μέχρι το 1789) και μετά έγινε ο δραγομάνος για τον Άγγλο Πρόξενο (από το 1789 μέχρι το θάνατό του το 1810) - όπως ήταν και ο μεγαλύτερος του γιος, Κρικόρ (μεταξύ 1799-1809). Ήταν επίσης “μπερατλής” (κάτοχος προνομίου, που εκδόθηκε το 1798) και συνήθιζε να πληρώνει το ετήσιο μπαξίσι προς το Μουχασίλη. Το αρχοντικό του είχε 80 δωμάτια, πλούσια και κομψά διακοσμημένα, θύμιζε δε ανατολίτικο παλάτι: τα καλύτερα χαλιά, πολυάριθμα παράθυρα κοντά στην οροφή με σκαλιστά ξύλινα περιβλήματα, ντιβάνια καλυμμένα με σατέν και κεντητά μαξιλαράκια, υπερυψωμένα δάπεδα σε μερικές αίθουσες, ακόμη και χαρέμι· ήταν γνωστό ως το “σπίτι με τα πολλά δωμάτια” και αναφερόταν πως ήταν τόσο μεγάλο όσο 100 κανονικά σπίτια - συμπεριλαμβανομένου ενός πανέμορφου κήπου γεμάτου με οπωροφόρα δένδρα και μαρμάρινες κρήνες. Ο Σαρκίς είχε ετήσιο εισόδημα 30-35 τόνων σιτηρών, φάρμες και βοοειδή. Ο πλούτος του έφτανε το τεράστιο ποσό των 79.859 κουρούς (γροσιών), μαζί με 13 μούλες, 7 γαϊδούρια και 30 βόδια, για να μην αναφέρουμε τα πολύτιμα αντικείμενα που περιέχονταν στο αρχοντικό του και τις γαίες που του ανήκαν. Όταν πέθανε το 1810, ο Μουφτής, ο Καδής (Δικαστής), ο Μουχασίλης (Κυβερνήτης), ο Αρμένιος Επίσκοπος και ο γαμπρός του Σαρκίς, Χατζή Συμεών Αγάς της Κριμέας, συνεργάστηκαν μαζί για να επωφεληθούν τα μέγιστα από την τεράστια περιουσία του - προκαλώντας ακόμη και το ενδιαφέρον της κεντρικής οθωμανικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη, που διατεινόταν ότι ο πλούτος του ανερχόταν σε 90.844 κουρούς (γρόσια). Σίγουρα αποτελούσε μοναδική περίπτωση. Ο Σαρκίς και η γυναίκα του Μαριάμ είχαν το Μαρτυρός, τον Κρικόρ και τον Αβάκ (όλοι έμποροι) και την Άννα (σύζυγο του Χατζή Συμεών Αγά).
Από τους παλιούς, ντόπιους Αρμενοκύπριους, που κατοικούσαν στην Κύπρο πριν την άφιξη των Αρμενίων προσφύγων από την Αρμενική Γενοκτονία, καθώς και από τους Οθωμανοαρμένιους που έφθασαν στην Κύπρο μετά τη βρετανική κατάκτηση, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις ακόλουθες εξέχουσες προσωπικότητες:
Η άφιξη των προσφύγων από την Αρμενική Γενοκτονία έφερε νέα ταλέντα και νέες τέχνες στην Κύπρο. Πολλοί διέπρεψαν σε διάφορους τομείς, αλλά ο ακόλουθος είναι ένας σύντομος κατάλογος διεθνώς ή/και τοπικά αναγνωρισμένων Αρμενοκυπρίων, που διέπρεψαν στην Κύπρο ή στο εξωτερικό:
Οι απόγονοι των επιζώντων της Αρμενικής Γενοκτονίας έχουν επίσης διαπρέψει σε διάφορους τομείς. Ακολουθεί κατάλογος των διεθνώς ή/και τοπικά αναγνωρισμένων Αρμενοκυπρίων: