Το αρπαγόφυτο (βοτανική ονομασία: Harpagophytum procumbens), ή ξύλινη αράχνη ή συνηθέστερα νύχι του διαβόλου, είναι γένος φυτών στην οικογένεια των Πηδαλιοειδών, το οποίο είναι ιθαγενές της Νότιας Αφρικής. Το φυτό αυτό οφείλει την κοινή του ονομασία «νύχι του διαβόλου» στην ιδιόμορφη εμφάνιση του αγκυλωτού καρπού του.
Αρκετά είδη φυτών της Βόρειας Αμερικής στο γένος Proboscidea και ορισμένα είδη Pisonia, ωστόσο, είναι επίσης γνωστά με την ίδια κοινή ονομασία. Οι κονδυλώδειςρίζες του νυχιού του αρπαγόφυτου χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή ιατρική για τη μείωση του πόνου.[1] Υπάρχουν σήμερα σκευάσματα που αξιοποιούν το βασικό εκχύλισμα του είδους αυτού ως αναλγητικό ή καταπραϋντικό του πόνου (μυών ή οστών, ή αρθρώσεων).
Το είδος Harpagophytum procumbens απαντάται κυρίως στα ανατολικά και νοτιοανατολικά τμήματα της Ναμίμπιας, στη Νότια Μποτσουάνα και στην περιοχή Καλαχάρι του Βόρειου Ακρωτηρίου στη Νότια Αφρική. Το συγγενές είδος Harpagophytum zeyheni εξαπλώνεται στα βόρεια τμήματα της Ναμίμπιας και στη νότια Ανγκόλα.
Η εθνοβοτανική χρήση του αρπαγόφυτου προήλθε από την νότια Αφρική.[3] Το είδος H. procumbens είναι ένα από τα χαρακτηριστικά φυτά της Μποτσουάνας, όπου πιστεύεται ότι είναι χρήσιμο στη θεραπεία πολλών καταστάσεων πόνου.[4]
Παρασκευάσματα του φυτού ή των εκχυλισμάτων του, όπως π.χ. η αρπαγοσίδη[5][6] (όπως και η αρπαγίδη και η προκαμπίδη) θεωρείται ότι έχουν χρήσεις στη λαϊκή ιατρική και την φυτοθεραπεία ως αντιφλεγμονώδη φυτικά φάρμακα ή συμπληρώματα διατροφής.[1] Αν και δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα κλινικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα και την βιοδιαθεσιμότητά τους, παρατηρήθηκαν περιορισμένα αποτελέσματα για τη θεραπεία του πόνου στη μέση, όπως και για την οστεοαρθρίτιδα.[1]
Ερευνητική ανασκόπηση (Cochrane) το 2016 σημείωσε ότι το αρπαγόφυτο φαίνεται να μειώνει τον πόνο στη μέση περισσότερο από το εικονικό φάρμακο, αν και τα στοιχεία ήταν μέτριας αποτελεσματικότητας στην καλύτερη περίπτωση.[7] Περαιτέρω ερευνητικές μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις του στον πόνο και στις φλεγμονές έδειξαν ότι αξίζει να μελετηθεί ακόμη περισσότερο.[8][9][10][11][12][13][14][15]
Το φυτό Harpagophytum procumbens διαβιοί σε βαθιά αμμώδη εδάφη και εμφανίζεται σε περιοχές με χαμηλές ετήσιες βροχοπτώσεις (150–300 mm/έτος). Είναι πολυετές, κονδυλώδες φυτό με έρποντα στελέχη που παράγονται ετησίως.
Οι υπέργειοι βλαστοί αναδύονται μετά τις πρώτες βροχές και ξεθωριάζουν κατά τη διάρκεια της ξηρασίας. Οι μίσχοι αναπτύσσονται από έναν πρωτεύοντα κόνδυλο και αρκετοί δευτερεύοντες κόνδυλοι (σημ. τα όργανα δηλαδή που συλλέγονται από τον άνθρωπο) αναπτύσσονται από τον πρωτεύοντα κόνδυλο στο τέλος των σαρκωδών ριζών.
Ο ώριμος καρπός ανοίγει αργά, έτσι ώστε, σε μια χρονιά, μόνο το 20-25% των σπόρων του μπορεί να έλθει σε επαφή με το έδαφος. Οι σπόροι έχουν υψηλό βαθμό λήθαργου και χαρακτηρίζονται από χαμηλό ρυθμό αναπνοής και μπορεί να παραμείνουν ενεργοί (βιώσιμοι) στην τράπεζα σπόρων για περισσότερα από 20 χρόνια.
Η βιωσιμότητα του εμπορίου του εν λόγω είδους αμφισβητείται εδώ και αρκετά χρόνια. Οι κυβερνήσεις καθεμιάς από τις χώρες στις οποίες εξαπλώνεται (Ναμίμπια, Μποτσουάνα, Νότια Αφρική) έχουν αναπτύξει πολιτικές και κανονισμούς για την προστασία του είδους, όπως και για τον καθορισμό μιας βιώσιμης συγκομιδής και την εξασφάλιση συνεχούς διαβίωσης για τους θεριστές.
Κατά καιρούς, το είδος έχει προταθεί για προστασία από τη σύμβαση για τα απειλούμενα είδη (CITES). Ωστόσο, μετά από μέτρα που ελήφθησαν, στη ζώνη της νότιας Αφρικής, για τη βιώσιμη διαχείριση του εμπορίου, η πρόταση για την προστασία του είδους τελικά αποσύρθηκε.[16]
Διάφορες μελέτες έχουν εξετάσει τις βιολογικές και τις οικολογικές απαιτήσεις συγκομιδών και μη συγκομιδών. Αρκετές πρώιμες βραχυπρόθεσμες μελέτες στη Μποτσουάνα εξέτασαν τις οικολογικές απαιτήσεις του είδους.[17][18][19][20][21][22] Άλλες, κάπως πιο πρόσφατες μελέτες, κατέγραψαν με λεπτομέρεια το είδος και τις συνθήκες ανάπτυξής του και εξέτασαν μεθόδους βιώσιμης αειφορικής συγκομιδής.[23][24][25]
Οι ερευνητές Stewart και Cole (2005)[16] εξέτασαν τους περίπλοκους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που εμπλέκονται στη συγκομιδή του εν λόγω είδους. Ο Stewart (2009)[26] μελέτησε τη δομή του πληθυσμού, την πυκνότητα, την ανάπτυξη, τη θνησιμότητα και την παραγωγή σπόρων και καρπών σε συγκομισμένους και μη συγκομισμένους πληθυσμούς στις σαβάνες Καλαχάρι της Νότιας Αφρικής. Η πυκνότητα των φυτών και η δομή του πληθυσμού διέφεραν σημαντικά μεταξύ των περιοχών με υπερβόσκηση και των περιοχών όπου κυριαρχεί η χαμηλή βλάστηση, υποδηλώνοντας ότι οι διαφορές μπορεί να οφείλονται στον ανταγωνισμό για το νερό (που είναι σπάνια στην εν λόγω ζώνη) και τα θρεπτικά συστατικά.
Η πειραματική αφαίρεση δευτερογενών κονδύλων δεν ήταν σημαντικός παράγοντας θνησιμότητας σε καμία από τις τάξεις μεγέθους που συγκομίστηκαν. Η συγκομιδή επίσης δεν επηρέασε την ανάπτυξη, αν και τα φυτά της κατηγορίας μεσαίου μεγέθους αναπτύχθηκαν περισσότερο κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης τόσο στους συγκομιζόμενους όσο και στους μη συγκομιζόμενους πληθυσμούς. Υπό τις συνθήκες αυτής της πειραματικής συγκομιδής, το είδος φαίνεται να είναι ανθεκτικό στη συγκομιδή, με φυτά που υποβάλλονται σε συγκομιδή να επιβιώνουν καθώς και φυτά που δεν έχουν συγκομιστεί. Ωστόσο, λόγω της χωρικά μεταβλητής φύσης του οικοτόπου του απαιτείται η συλλογή δεδομένων από πραγματικές εκτάσεις συγκομιδής από μεγάλο αριθμό φυτών για την καλύτερη κατανόηση του κύκλου ζωής του είδους Harpagophytum procumbens.
↑Gagnier, J. J.; Oltean, H.; Van Tulder, M. W.; Berman, B. M.; Bombardier, C; Robbins, C. B. (2016). «Herbal Medicine for Low Back Pain: A Cochrane Review». Spine41 (2): 116–33. doi:10.1097/BRS.0000000000001310. PMID26630428.
↑ 16,016,1Stewart, K.M.; Cole, D. (2005). «The commercial harvest of devil's claw (Harpagophytum spp.) in southern Africa: the devil's in the details.». Journal of Ethnopharmacology100 (3): 225–236. doi:10.1016/j.jep.2005.07.004. PMID16112533.
↑LeLoup S. (1984). An ecophysiological approach of the influence of harvest on the population dynamics of the grapple plant Harpagophytum procumbens DC. The Grapple Plant Project: Second Progress Report. Report prepared for the National Institute for Development and Research and Documentation of Botswana.
↑Veenendaal, E.M. (1984). Regeneration and productivity of the grapple plant Harpagophytum procumbens DC under harvesting pressure. The Grapple Plant Project: First progress report. Report prepared for the National Institute for Development and Research and Documentation of Botswana.
↑Burghouts, T. (1985). Water balances and productivity of the grapple plant Harpagophytum procumbens DC. The Grapple Plant Project: Fourth Progress Report. The Grapple Plant Project: First progress report. Report prepared for the National Institute for Development and Research and Documentation of Botswana.
↑De Jong, F.E. (1985). Further aspects of regeneration and productivity of the grapple plant Harpagophytum procumbens DC under harvesting pressure. The Grapple Plant Project: Third Progress Report. Report prepared for the National Institute for Development and Research and Documentation of Botswana.
↑Kok, E. (1986). Regrowth and tuber quality of juvenile grapple plants, Harpagophytum procumbens DC and their transpiration. The Grapple Plant Project: Third Progress Report. Report prepared for the National Institute for Development and Research and Documentation of Botswana.
↑Hulzebos, E. (1987). Fruit development and tuber production of a desert perennial, Harpagophytum procumbens. The Grapple Plant Project: Sixth Progress Report. Report prepared for the National Institute for Development and Research and Documentation of Botswana.
↑Hachfeld, B.· Schippmann, U. (2002). Occurrence and density of Harpagophytum procumbens in Namibia and South Africa. Proceedings of the Regional Devil’s Claw Conference 26–28 February 2002. Windhoek, Namibia (Ed CRIAASA-DC).
↑Hachfeld, B. (2003). Ecology and utilization of Harpagophytum procumbens (devil's claw) in southern Africa. Federal Agency for Nature Conservation, Bonn. Plant Species Conservation Monograph No. 2.
↑Strobach, M., Cole, D. & Schippmann, U. (2007). Population dynamics and sustainable harvesting of the medicinal plant Harpagophytum procumbens in Namibia. Unpublished report prepared for the Federal Agency for Nature Conservation, Bonn Germany.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
↑Stewart, K.M. (2009). «Effects of secondary-tuber harvest on populations of devil's claw (Harpagophytum procumbens) in the Kalahari savannas of South Africa». Journal of African Ecology48: 146–154. doi:10.1111/j.1365-2028.2009.01093.x.