Αρχαία Ιερά Οδός

Αχνάρι της αρχαίας Ιεράς Οδού, στην περιοχή Σκαραμαγκάς, πλησίον της Λίμνης Ρειτών
Πλάκα που ορίζει τα όρια της Ιεράς Οδού. Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού

Η Ιερά οδός ήταν κατά την αρχαιότητα ο δρόμος που ένωνε την πόλη των Αθηνών με την Ελευσίνα και το Θριάσιο Πεδίο, στο οποίο μία φορά το χρόνο τελούνταν τα περίφημα (αλλά και έως σήμερα ανεξήγητα σχετικά με τον ακριβή χαρακτήρα τους) Ελευσίνια μυστήρια.

Η Ιερά οδός είχε μήκος 22 χιλιόμετρα, ξεκινώντας από την Ιερά Πύλη στην περιοχή του Κεραμεικού, κοντά στο Δίπυλο. Στο μεγαλύτερο τμήμα της ακολουθούσε την πορεία της σημερινής Ιεράς Οδού, διέσχιζε η περιοχή μεταξύ του Όρους Αιγάλεω και του Ποικίλου Όρους, καταλήγοντας στο Ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Στην αρχαιότητα οποιοσδήποτε δρόμος που ένωνε το άστυ με κάποιο περιφερειακό ιερό, συνήθιζε να αποκαλείται «Ιερά Οδός». Η αθηναϊκή αρχαία Ιερά Οδός φέρεται να είχε την ονομασία «Ελευσινιακή».

Σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταξύ των Κλασσικών έως και των Ρωμαϊκών χρόνων στην Ιερά Οδό κατασκευάσθηκαν τουλάχιστον οκτώ επάλληλα οδοστρώματα και η πορεία της σχεδόν ταυτίζεται με τη σύγχρονη οδική αρτηρία (που εκτείνεται από την Οδό Πειραιώς έως την Ελευσίνα), έχοντας κάποιες μικρές παρεκκλίσεις.

Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι η Ιερά Οδός (διάσπαρτη από Ιερά και εργαστήρια, ενώ έχουν ανακαλυφθεί και παρόδια νεκροταφεία) αποτελούσε χώρο συγκέντρωσης πεζοπόρων προσκυνητών (αποκλειστικά άνδρες σύμφωνα με την παράδοση) που κατά την μετάβασή τους προς την περιοχή της Ελευσίνας αντάλλασσαν σκωπτικά πειράγματα, γνωστά και ως «γεφυρισμοί».

Χρήση της Ιεράς οδού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιζόμενοι σε ιστορικά στοιχεία θεωρείται ότι οι κάτοικοι της Αθήνας, διέσχισαν την πορεία αυτή για πρώτη φορά κατά την υστεροελλαδική περίοδο (1600-1100 π.Χ.) προκειμένου να προσεγγίσουν τον οικισμό της Ελευσίνας. Αργότερα, η λατρεία της θεάς Δήμητρας στους χώρους της Ελευσίνας, που χρονολογείται ότι ξεκίνησε περίπου τον 11ο π.Χ. αιώνα και από τον 8ο αιώνα π.Χ. και έπειτα που καθιερώθηκαν επίσημα τα Μεγάλα Μυστήρια (Ελευσίνια μυστήρια), η αρχαία Ιερά οδός, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, με τις λατρευτικές πομπές να ακολουθούν αυτή τη διαδρομή. Κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, επί του τυράννου Πεισίστρατου και των γιων του, η Ελευσίνα ενσωματώθηκε στο αθηναϊκό κράτος, το ιερό της έγινε ευρέως γνωστό σε πανελλήνιο επίπεδο και ολοκληρώθηκε η διαμόρφωση της Ιεράς Οδού. Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., με τη επικράτηση του χριστιανισμού, τα Ιερά της Ελευσίνας παρήκμασαν και το 395 μ.Χ. λεηλατήθηκαν από τους Βησιγότθους του Αλάριχου. Η χρήση της Ιεράς Οδού όμως συνεχίστηκε επί πολλούς αιώνες αργότερα, καθώς ο δρόμος εξυπηρετούσε τη σύνδεση του οικισμού της Ελευσίνας και των γύρω χωριών με την Αθήνα.

Το αρχαίο Χαϊδάρι, αναπτύχθηκε κατά μήκος της Ιεράς οδού και ήταν γνωστό κατά τους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους ως Έρμος. Μετά τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., με την κλεισθένεια μεταρρύθμιση, ο Έρμος αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς δήμους της Ακαμαντίδου φυλής. Η περιοχή του Χαϊδαρίου, με το χαρακτηριστικό Λόφο του Προφήτη Ηλία, ήταν το σημείο αναφοράς για την άφιξη των επισκεπτών, αφού αποτελούσε το δυτικότατο άκρο της περιοχής των Αθηνών και η θέα από το λόφο πρόσφερε στους ταξιδευτές την ευκαιρία να θαυμάσουν τη λαμπρή Αθηναϊκή πολιτεία.

Τα αναλήμματα του δρόμου είναι κατασκευασμένα από κροκαλοπαγείς λίθους μεγάλου μεγέθους ή ασβεστολιθικές πέτρες και εδράζονται στον φυσικό βράχο (κιμηλιά) σε βάθος που κατά τόπους φτάνει τα 1,48 μ. Μπορεί κανείς να διακρίνει τρία οδοστρώματα: Το κατώτερο αποτελείται από τη λειασμένη επιφάνεια του φυσικού βράχου, όπου οι μικρές λακκούβες έχουν γεμιστεί με πατημένο κιμηλόχωμα. To μεσαίο οδόστρωμα αποτελείται από παχύ στρώμα πατημένου κιμηλοχώματος με μικρές πέτρες. To ανώτερο είναι λιθόστρωτο πλάτους 0,20 μ. Μεταξύ των τριών οδοστρωμάτων μεσολαβούν λεπτότερα στρώματα από άμμο εμπλουτισμένη με ψιλό χαλίκι. Το πλάτος του αρχαίου δρόμου ποικίλει κατά μήκος της οδού. Ο ανασκαφέας Ιωάννης Τραυλός[1] περιγράφει τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά της Ιεράς Οδού:

«Το πλάτος της (...) περιορίζεται εκατέρωθεν διά λίθων επίτηδες τοποθετημένων, οι οποίοι εξείχον κατά τό ήμισυ υπέρ τό έδαφος. Όπου τό έδαφος ήτο μαλακόν αντικατεστάθη δι' επιχώσεως μικρών λίθων και χώματος, επί τής επιφανείας δε τής επιχώσεως ταύτης φαίνεται ότι ετέθησαν πλακοειδείς λίθοι μετρίου μεγέθους, οί όποίοι απετέλεσαν τό έδαφος τής οδού».

Σε βραχώδεις πλαγιές, όπως ο λόφος της Ηχούς (λόφος Καψαλώνας, βορειοανατολικές υπώρειες του Ποικίλου όρους δυτικά του Άνω Δάσους Χαϊδαρίου και βόρεια της συνοικίας του Δαφνιού) υπήρχαν λαξεύσεις ή εκβραχισμοί, προκειμένου να χαραχθεί η πορεία της οδού, ενώ στις κατηφοριές ο δρόμος υποστηριζόταν από χτιστά αναλημματικά τοιχάρια. Σε αμμώδεις περιοχές, όπως γύρω από τη λίμνη Κουμουνδούρου, το υπόστρωμα αποτελούνταν από μικρές πέτρες και χώμα.

Διασωθέντα τμήματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα εξαιρετικά καλοδιατηρημένο μέρος της Ιεράς Οδού, περίπου 200 μέτρων, έχει ανασκαφεί κοντά στο ιερό της Αφροδίτης στην Αφαία Σκαραμαγκά, όπου έχουν διατηρηθεί μέχρι και σήμερα αυλακιές-αποτυπώματα από τις ρόδες των διερχόμενων αρμάτων και αμαξιών. Από το σημείο αυτό έως την Ελευσίνα έχουν αποκαλυφθεί πολλαπλά μικρότερα τμήματα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 έγιναν εκτεταμένες έρευνες κατά μήκος της Ιεράς Οδού, από τον λόφο του Προφήτη Ηλία μέχρι τη Λίμνη Κουμουνδούρου, στα σύνορα Χαϊδαρίου και Ασπροπύργου και οφείλονταν στην προσπάθεια του τότε διευθυντή της αρχαιολογικής υπηρεσίας Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη (1878-1945) να αναδείξει τα ιστορικά αυτά στοιχεία. Οι έρευνές του είχαν ξεκινήσει στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας και στη συνέχεια θέλησε να επεκτείνει τις ανασκαφές και στην Ιερά οδό, προκειμένου να ολοκληρώσει τη μελέτη των ελευσινιακών ιερών.

Τμήματα της οδού έχουν αποκαλυφθεί επίσης, στον Αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού αλλά και στην περιοχή δυτικά του. Ακόμη, το αρχαίο οδόστρωμα έχει εντοπιστεί σε πολλά σημεία της πεδιάδας του αθηναϊκού Κηφισού. Τμήμα της οδού, μήκους 44 μ., έχει ανασκαφεί μπροστά από το 9ο Δημοτικό Σχολείο Χαϊδαρίου, στη συμβολή της σημερινής Ιεράς Οδού με την οδό Κολοκοτρώνη και προς τα δυτικά. Γύρω στα 47 μ. δυτικότερα, έχει ανασκαφεί τμήμα της Ιεράς Οδού μήκους 23,5 μ., από το οποίο σώζεται μόνο το βόρειο ανάλημμα του δρόμου. Μικρότερα τμήματα του αρχαίου δρόμου έχουν εντοπιστεί και προς τα ανατολικά, εντός των ορίων του σύγχρονου Δήμου Χαϊδαρίου.

Η διαδρομή από την περιήγηση του Παυσανία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθ’ όλο το μήκος της Ιεράς Οδού μπορούσε κανείς να διακρίνει ταφικά μνημεία διακεκριμένων και ευκατάστατων πολιτών αλλά και αρκετά νεκροταφεία με ταπεινότερους τάφους. Ήταν πολύ σύνηθες σε όλες τις ελληνικές πόλεις να χρησιμοποιούνται οι παρόδιες περιοχές για τάφους, ώστε οι νεκροί να βρίσκονται εκτός των τειχών αλλά σε σημεία προσιτά, για να είναι οι τάφοι ορατοί από όλους. Κατά μήκος της οδού υπήρχαν μικρά ιερά και ναοί, όπου γινόταν στάσεις για τελετουργίες κατά την ελευσινιακή πορεία από του πιστούς αλλά παράλληλα εξασφάλιζαν και την ξεκούραση των ταξιδευτών.

Ο Παυσανίας[2] κάνει ολόκληρη αναφορά στα μνημεία αυτά, κατά την περιήγησή του, ακολουθώντας την πορεία της Ιεράς οδού.

Αναχώρηση από την Αθήνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκινώντας, λοιπόν, από την Αθήνα για την Ελευσίνα, σύμφωνα με τον Παυσανία, μπροστά στην Ιερά Πύλη, υπήρχαν τα μνημεία του Ανθεμόκριτου, του Μολοτού, που δεν έχει ανακαλυφθεί στις μέρες μας και του Κηφισοδότου, το οποίο ανακαλύφθηκε ανατολικότερα από το σημείο περιγραφής του περιηγητή, κοντά στην περιοχή που ονομαζόταν Σκίρον. Η περιοχή αυτή βρισκόταν στην αρχή της Ιεράς Οδού, λίγο μετά τη διασταύρωση της σημερινής ομώνυμης οδού με τη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως. Στη συνέχεια, ξεκινούσε ο μεγάλος ελαιώνας της πεδιάδας του Κηφισού, που απλωνόταν έως το Χαϊδάρι. To μεγαλύτερο μέρος του αρχαίου ελαιώνα είχε διατηρηθεί μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τις πηγές, οι περίφημες μάχες στο Χαϊδάρι τον Αύγουστο του 1826 έλαβαν χώρα μέσα σε αυτόν τον πυκνό ελαιώνα, πράγμα που καθόρισε σημαντικά και την εξέλιξή τους. Δυτικά της Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στα νότια της Ιεράς οδού υπάρχει μέχρι και σήμερα περιφραγμένη η περίφημη «Ελιά του Πλάτωνα». Πρόκειται για ένα γερασμένο ελαιόδεντρο που αποτελούσε μέρος του ελαιώνα της περιοχής.

Συνεχίζοντας την πορεία υπήρχε ο τάφος του Ηλιόδωρου Αλι και του Θεμιστοκλή, γιου του Πολιάρχου, τρίτου απόγονου του Θεμιστοκλή, ο οποίος έκανε τη ναυμαχία κατά του Ξέρξη και των Μήδων. Προχωρώντας λίγο συναντά κανείς το τέμενος του ήρωα Λακίου, από τον οποίο έχει το όνομα ο δήμος Λακιάδες, και το μνημείο του Νικοκλή από τον Τάραντα. Αυτά τα ταφικά μνημεία δεν έχουν εντοπιστεί, αλλά ο μεγάλος δήμος των Λακιαδών έχει ταυτιστεί με βεβαιότητα με την περιοχή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ακολουθώντας τη διαδρομή, υπήρχε ο βωμός του Ζεφύρου και ιερό της Δήμητρας και της Κόρης, όπου τιμώνται μαζί και η Αθηνά και ο Ποσειδών. To αναφερόμενο ιερό δεν έχει εντοπιστεί, αλλά θα πρέπει να βρισκόταν στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το εργοστασίο Αθηναϊκής Χαρτοποιίας, αμέσως στα δυτικά της Γεωπονικής Σχολής. Στο σημείο αυτό η ελευσινιακή πομπή έκανε στάση κατά την επάνοδό της στην Αθήνα, προκειμένου να ανασυγκροτηθεί για την είσοδό της στην πόλη.

Πριν τον Κηφισό, ο Παυσανίας αναφέρει το μνημείο του Θεοδώρου, στο ποτάμι αγάλματα της Μνησιμάχης και του παιδιού της και μετά ένα αρχαίο βωμό του μειλίχιου Δία. Τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει ανακαλυφθεί, αλλά ο βωμός και το ιερό του μειλίχιου Δία πρέπει να βρίσκονταν στη θέση που κατέχει ο ναΐσκος του Αγίου Σάββα, για την ανέγερση του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί αρχαίοι λίθοι και τμήματα γλυπτών. Η κοίτη του Κηφισού που διάβηκε ο Παυσανίας βρισκόταν γύρω στα 1.200 μέτρα ανατολικά της σύγχρονης κοίτης, δηλαδή ανάμεσα στη Γεωπονική Σχολή και το εκκλησάκι του Αγίου Σάββα. Σήμερα, στο σημείο αυτό περνάει βαθύ ρέμα, πάνω από το οποίο έχει κατασκευαστεί γέφυρα. Κατά τον 19ο αιώνα το ρέμα αυτό αποτελούσε τον πλέον σημαντικό από τους τρεις βραχίονες του Κηφισού που διέσχιζαν την πεδιάδα. Ο περιηγητής πέρασε πάνω από τον Κηφισό μέσω λίθινης γέφυρας, που υπήρχε την εποχή εκείνη. Στην πορεία αναφέρεται στο μικρό ναό του Κυαμίτου, που βρισκόταν στο σημείο όπου διασταυρώνεται η Ιερά Οδός με την οδό Προύσσης στο Αιγάλεω. Εκεί υπάρχει μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Μετά υπήρχε το μνημείο του Ρόδιου, άγνωστο μέχρι σήμερα.

Περνώντας από το Χαϊδάρι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια της διαδρομής, ο Παυσανίας κάνει αναφορά στο Μνημείο της Πυθιονίκης, που βρισκόταν στον λόφο του Προφήτη Ηλία στο Χαϊδάρι. Κατά μήκος της Ιεράς Οδού, εκτός από τα επώνυμα μνημεία που αναφέρει ο Παυσανίας, έχουν ανασκαφεί πολυάριθμοι τάφοι, που χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Μάλιστα, στο τμήμα της Ιεράς Οδού απέναντι από την είσοδο του Δρομοκαΐτειου ψυχιατρείου ανασκάφηκε ταφικός περίβολος με επτά λακκοειδείς τάφους. Κοντά στο σημείο έχει ανασκαφεί και δεύτερος μικρότερος ταφικός περίβολος και οι δύο ανάγονται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ.. Μεταξύ του ταφικού περίβολου και της Ιεράς Οδού αποκαλύφθηκε βάθρο ταφικού μνημείου μεγάλου μεγέθους χτισμένο από κροκαλοπαγείς ορθογώνιους ογκόλιθους. Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκε και μαρμάρινο χέρι αγάλματος υπερφυσικού μεγέθους, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα στεκόταν πάνω στο βάθρο. Επίσης, έχουν αναφερθεί μεμονωμένοι τάφοι εντός του περιβόλου του Δρομοκαΐτειου νοσοκομείου, αλλά και γύρω από αυτόν, που χρονολογούνται στην ίδια εποχή ιστορικά.

Συνεχίζοντας την πορεία προς τα δυτικά επί της Ιεράς Οδού, ο Παυσανίας συνάντησε στα αριστερά του, στη νότια πλευρά της Ιεράς Οδού, το Ιερό του Απόλλωνα στο Δαφνί. Εκεί ήταν μία από τις πιο σημαντικές στάσεις της ελευσινιακής πομπής. Το ιερό αυτό έχει εντοπιστεί στα όρια που καταλαμβάνει σήμερα η βυζαντινή Μονή Δαφνίου.

Στην απότομη πλαγιά του Ποικίλου όρους που υψώνεται πίσω από το μοναστήρι του Δαφνιού, έχει εντοπιστεί σημαντικό λατρευτικό σπήλαιο. Το Σπήλαιο του Πανός στο Δαφνί, όπως είναι γνωστό σήμερα, φαίνεται πως αγνοούσαν τόσο ο Παυσανίας όσο και όλοι οι περιηγητές των νεότερων χρόνων.

Αμέσως μετά το Ιερό του Απόλλωνα, ο Παυσανίας αναφέρει το Ιερό της Αφροδίτης, ο οποίος έχει εντοπιστεί στη συνοικία του Δήμου Χαϊδαρίου Αφαία Σκαραμαγκά, βόρεια της Ιεράς Οδού και γύρω στο 1,5 χλμ. δυτικά της μονής Δαφνίου. Ο χώρος έχει ονομαστεί στις μέρες μας από τους κατοίκους «ντουλαπάκια», λόγω των εσοχών για τα αναθήματα στο ανάγλυφο του βράχου.

Στη συνέχεια, η Ιερά Οδός διακλαδιζόταν. To ένα σκέλος είχε κατεύθυνση από ανατολή προς δύση, διερχόταν από το στενό πέρασμα μεταξύ του Αιγάλεω και του Ποικίλου όρους, έβαινε γύρω από τους πρόποδες του λόφου της Ηχούς (λόφος Καψαλώνας και έστρεφε προς Βορρά, όπου βρίσκονταν οι δύο λίμνες των Ρειτών. To άλλο σκέλος ανηφόριζε προς τα βόρεια, διερχόταν από την κορυφή του λόφου της Ηχούς και από εκεί κατηφόριζε, συνεχίζοντας τη βορεινή κατεύθυνση, προκειμένου να συναντήσει το άλλο σκέλος της Ιεράς Οδού στο ύψος της Λίμνης Κουμουνδούρου. Σε πολλά σημεία του σκέλους αυτού έχουν διατηρηθεί χαραγμένες στον βράχο τροχιές από τις ρόδες των αρμάτων. Στην κορυφή του λόφου της Ηχούς εντοπίστηκε από τον Ιωάννη Τραυλό[1] μεγάλος τετράγωνος ασβεστόλιθος πλευράς 1,18 μέτρων και ύψους 0,47 μέτρων με ορθογωνικό τόρμο στην άνω επιφάνειά του, ο οποίος πιθανόν χρησίμευε για να διαχωρίσει τις περιοχές Αθήνα και Ελευσίνα.

Η πορεία μετά τους Ρειτούς προς τα δυτικά οδήγησε τον Παυσανία στην όχθη του ελευσινιακού Κηφισού. Κοντά σε αυτόν τον Κηφισό ο Θησέας σκότωσε το ληστή που ονομάζονταν Πολυπήμων, επικαλούνταν όμως Προκρούστης. Ο ποταμός που αναφέρει ο περιηγητής δεν είναι σήμερα τίποτα περισσότερο από έναν ξεροπόταμο, ο οποίος είναι γνωστός ως Σαρανταπόταμος. Στην αρχαιότητα όμως ήταν ορμητικός, καθώς σχηματιζόταν από τα πολλαπλά ρέματα της δυτικής Πάρνηθας και του ανατολικού Κιθαιρώνα. Περνούσε μέσα από το Θριάσιο πεδίο και τους χειμερινούς μήνες πλημμύριζε τη νοτιοδυτική περιοχή της πεδιάδας καταστρέφοντας καλλιέργειες αλλά και τις ανατολικές παρυφές της αρχαίας πόλης της Ελευσίνας. Ο Παυσανίας πέρασε τον Ελευσινιακό Κηφισό από μεγάλη λίθινη γέφυρα, η οποία είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Αδριανό στο σημείο συνάντησης του ποταμού με την Ιερά οδό. Η γέφυρα, μήκους γύρω στα 50 μ. και πλάτους 5,5 μ., σώζεται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση δίπλα στη σύγχρονη γέφυρα. Είναι κατασκευασμένη από καλολαξευμένους πειραϊκούς πωρόλιθους, συναρμοσμένους με εξαιρετική ακρίβεια, και αποτελείται από τέσσερα τόξα. Πριν από αυτήν θα υπήρχε κάποια άλλη ξύλινη ή λίθινη κατασκευή.

Άφιξη στην Ελευσίνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω στο 1 χλμ. μετά τη γέφυρα του Κηφισού, ο Παυσανίας έφτασε στον προορισμό του, για τον οποίο, όμως, δεν μας δίνει πολλές πληροφορίες. Όντας μυημένος στη μυστηριακή λατρεία της Δήμητρας, ήταν δεσμευμένος να μην κοινολογήσει τίποτε σχετικά με τις τελετουργίες αλλά και τα ιερά κτίσματα. Έτσι περιορίστηκε στην αναφορά των μνημείων εκτός του περιβόλου του ιερού.

Εκεί αναφέρει το ναό του Τριπτόλεμου, της προπύλαιας Άρτεμης, του πατρός Ποσειδώνος, καθώς και ένα φρέαρ που λέγεται Καλλίχορο, όπου οι γυναίκες των ελευσινίων έστησαν χορό και έψαλαν για τη θεά. Το Ράριον πεδίον λένε πως είναι το πρώτο που σπάρθηκε και παρήγαγε (δημητριακούς) καρπούς. Εκεί υπήρχε και ένα αλώνι (του Τριπτολέμου) και ένας βωμός.

Ένα μέρος του κενού που αφήνουν οι γραπτές πηγές έχει καλυφθεί από τις ανασκαφές στον χώρο της Ελευσίνας, οι οποίες αποκάλυψαν τα διάφορα κτίσματα που απέφυγε να μας περιγράψει ο Παυσανίας. To ιερότερο και πιο σημαντικό από αυτά ήταν το Τελεστήριο.

  1. 1,0 1,1 Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών Ιωάννης Τραυλός (1960)
  2. Ελλάδος Περιήγησις/Αττικά Παυσανία