Αρχηγός Μκουαβινίκα Μουνυϊγκούμπα Μουαμουΐνγκα (Chief Mkwavinyika Munyigumba Mwamuyinga) | |
---|---|
Αρχηγός Μκουάουα (Chief Mkwawa) | |
Ψευδώνυμο | Αρχηγός Μκουάουα (Chief Mkwawa) |
Γέννηση | 1855[1] Λουχότα (Luhota), Περιοχή Ιρίνγκα, Τανζανία |
Θάνατος | 19 Ιουλίου 1898 Μλαμπαλάσι (Mlambalasi) πλησίον της Καλένγκα (Kalenga),[2] Περιοχή Ιρίνγκα, Τανζανία |
Χώρα | Τανζανία |
Βαθμός | Αρχηγός φυλής |
Μάχες/πόλεμοι | Μάχη του Λουγκάλο (Lugalo) 17 Αυγούστου 1891, Μάχη της Καλένγκα (Kalenga) 28-30 Οκτωβρίου 1894 |
Συγγενείς | Malangalila Gamoto (αδελφός) και Risasiyaukali (γιος)[2] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Αρχηγός Μκουαβινίκα Μουνυϊγκούμπα Μουαμουΐνγκα (Chief Mkwavinyika Munyigumba Mwamuyinga, 1855 – 19 Ιουλίου 1898),[Σημ. 1] ευρύτερα γνωστός ως Αρχηγός Μκουάουα ή Φύλαρχος Μκουάουα (Chief Mkwawa), ήταν φυλετικός ηγέτης των Ουαχέχε (Wahehe) στην Γερμανική Ανατολική Αφρική (τώρα ως επί το πλείστον το ηπειρωτικό τμήμα της Τανζανίας), ο οποίος ήρθε σε αντίθεση με τον Γερμανικό αποικισμό.
Το όνομα «Μκουάουα» (Mkwawa), προέρχεται από το Μουκουάβα (Mukwava) το οποίο είναι μια συντομευμένη μορφή του Μουκουαβινίκα (Mukwavinyika), που σημαίνει «κατακτητής πολλών εδαφών».
Όταν γεννήθηκε του δόθηκε το όνομα Ντεσαλάσι (Ndesalasi), που σημαίνει "Ταραχοποιός".[1] Αργότερα, ως ενήλικας, ονομάστηκε Mtwa Mkwava Mkwavinyika Mahinya Yilimwiganga Mkali Kuvago Kuvadala Tage Matenengo Manwiwage Seguniwagula Gumganga, που σημαίνει: "Ο ηγέτης που έχει τον έλεγχο των δασών, που είναι επιθετικός με τους άνδρες και ευγενικός με τις γυναίκες, που είναι απρόβλεπτος και ανίκητος και που έχει τη δύναμη που μόνο ο θάνατος δύναται να τον πάρει."[1] Οι Γερμανοί συντόμευσαν το όνομά του σε Μκουάουα (Mkwawa), το οποίο προφέρεται Μουκουάβα (Mukwava) - αλλά σήμερα προφέρεται όπως ακριβώς γράφεται.[1]
Ο Μκουάουα (Mkwawa) γεννήθηκε στη Λουχότα (Luhota) και ήταν γιος του Αρχηγού Μουνυϊγκούμπα (Chief Munyigumba), ο οποίος απεβίωσε το 1879.
Τον Ιούλιο του 1891, ο Γερμανός επίτροπος Emil von Zelewski, οδήγησε ένα τάγμα στρατιωτών (320 ασκάρι (askaris)[Σημ. 2][Υποσημ. 1][Υποσημ. 2] με αξιωματικούς και αχθοφόρους) για να καταστείλουν τους Χέχε (Hehe). Στις 17 Αυγούστου, δέχθηκαν επίθεση στο Λουγκάλο (Lugalo),[1] από 3.000 άντρες του στρατού του Μκουάουα, οι οποίοι, παρά του ότι ήταν οπλισμένοι μόνο με δόρατα και λιγοστά όπλα, εξουδετέρωσαν γρήγορα τη γερμανική δύναμη[Σημ. 3][Παρ. Σημ. 3] και σκότωσαν τον Zelewski.
Στις 28 Οκτωβρίου 1894, οι Γερμανοί, υπό την ηγεσία του νέου Επιτρόπου, Συνταγματάρχη βαρώνου (Freiherr) Friedrich von Schele, επιτέθηκαν στο φρούριο του Μκουάουα, στην Καλένγκα (Kalenga). Αν και κατέλαβαν το φρούριο, ο Μκουάουα κατάφερε να διαφύγει. Στη συνέχεια, ο Μκουάουα διεξήγαγε επί μια τετραετία, μια εκστρατεία ανταρτοπόλεμου, παρενοχλώντας τους Γερμανούς μέχρι το 1898.[3][4]
Στις 19 Ιουλίου 1898, ευρισκόμενος καθ'οδόν για την Καλένγκα (Kalenga), στην περιοχή Μλαμπαλάσι (Mlambalasi) (όπου σταμάτησε για να διανυκτερεύσει), ειδοποιήθηκε από τους Χέχε, ότι μία Γερμανική περίπολος ήταν πλησίον του. Η περίπολος υπό την αρχηγία του Λοχία Μέρκελ (Sergeant Merckel) τον περικύκλωσε οπότε και διαπίστωσε ότι θα αιχμαλωτιζόταν.[2]
Ο Μκουάουα συνοδευόταν από δυο προσωπικούς φρουρούς, διέταξε στον έναν να μαζέψει ξύλα και να ανάψει φωτιά. Όταν άναψε η φωτιά και καίγονταν τα ξύλα, διέταξε τον άλλο φρουρό να φέρει κι'άλλα ξύλα -αυτός ήταν ο φρουρός που είχε πρωτύτερα ακούσει τους Ουαχέχε (Wahehe) να προειδοποιούν τον Μκουάουα για την Γερμανική περίπολο- συνειδητοποίησε λοιπόν, ότι ο Μκουάουα σχεδίαζε να θανατωθεί, αφού όμως προηγουμένως σκότωνε τους δυο προσωπικούς του φρουρούς, προκειμένου να τον συνοδεύουν στον άλλο κόσμο.[2]
Ο φρουρός του, έτρεξε προς το παραπλήσιο δάσος και σταμάτησε να αφουγκραστεί. Όταν άκουσε τον πρώτο πυροβολισμό, κατάλαβε ότι είχε αφαιρεθεί η ζωή του συντρόφου του και λίγα λεπτά αργότερα όταν άκουσε και τον δεύτερο πυροβολισμό, κατάλαβε ότι ο Αρχηγός Μκουάουα είχε αυτοπυροβοληθεί, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψή του. Ο Αρχηγός Μκουάουα είχε πυροβοληθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε πέφτοντας, έπεσε πάνω στις φλόγες. Ευελπιστώντας έτσι, ακόμα και με τον θάνατό του, να αποφύγει την σύλληψή του από τους Γερμανούς.[2]
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και η Γερμανική περίπολος, τότε, ο διασωθείς φρουρός είπε στον επικεφαλής Λοχία, ότι ο Αρχηγός Μκουάουα ήταν νεκρός, δείχνοντας συνάμα και το πτώμα. Ο Λοχίας Μέρκελ δεν τον πίστεψε, οπότε σημάδεψε και πυροβόλησε το νεκρό Μκουάουα στο κεφάλι, εν συνεχεία αποκεφάλισε το πτώμα, προκειμένου να μεταφέρει το κεφάλι του στην Ιρίνγκα (Iringa), ως αποδεικτικό στοιχείο. Το ακέφαλο πτώμα, δόθηκε στην οικογένεια του Μκουάουα, προκειμένου να ταφεί.[2]
Το κρανίο του νεκρού Μκουάουα φυλάχτηκε από τον Λοχαγό Τομ φον Πρινς, όπου μετά από το αίτημα του μεταγενέστερου Κυβερνήτη Στρατηγού von Liebert, το εμπιστεύτηκε σε κάποιο μουσείο στη Γερμανία.[5]
Το κρανίο του Μκουάουα, εστάλη στο Βερολίνο και πιθανότατα κατέληξε στο Übersee-Museum στη Βρέμη. Το 1918 ο τότε Βρετανός διαχειριστής στη Γερμανική Ανατολική Αφρική H.A. Byatt πρότεινε στην κυβέρνησή του ότι θα έπρεπε να απαιτήσει την επιστροφή του κρανίου στη Τανγκανίκα, προκειμένου να ανταμείψει τους Ουαχέχε (Wahehe), για τη συνεργασία τους με τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και για να έχουν ένα σύμβολο εξασφαλίζοντας στους κατοίκους το οριστικό τέλος της Γερμανικής εξουσίας. Η επιστροφή του κρανίου προβλεπόταν στην Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919:
Οι Γερμανοί αμφισβήτησαν την αφαίρεση του εν λόγω κρανίου από την Ανατολική Αφρική και η Βρετανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούν να εντοπιστούν τα ίχνη του.
Ωστόσο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Κυβερνήτης της Τανγκανίκα, Sir Edward Twining, ανακίνησε εκ νέου το ζήτημα. Μετά από έρευνες, κατευθύνθηκε στο Μουσείο της Βρέμης, το οποίο επισκέφθηκε ο ίδιος κατά το 1953. Το Μουσείο είχε μια συλλογή από 2000 κρανία, 84 εκ των οποίων προέρχονταν από την πρώην Γερμανική Ανατολική Αφρική. Προεπέλεξε αυτά που έδειχναν μετρήσεις παρόμοια με τους επιζώντες συγγενείς του Αρχηγού Μκουάουα· Από την επιλογή αυτή, ξεχώρισε το μοναδικό κρανίο που έφερε μιαν οπή από σφαίρα, στο κρανίο του Αρχηγού Μκουάουα.
Το κρανίο, τελικά επέστρεψε στις 9 Ιουλίου του 1954 και τώρα, εκτίθεται στο Μουσείο Μκουάουα (Mkwawa Memorial Museum), στην Καλένγκα (Kalenga), πλησίον της πόλης Ιρίνγκα (Iringa). Όσο για τον τάφο του Αρχηγού Μκουάουα, αυτός βρίσκεται περίπου 40 χλμ. από την πόλη Ιρίνγκα και 11 χλμ. από το Εθνικό Πάρκο Ρουάχα.[6]