Η Ασίνη Μεσσηνίας (αρχαία ελληνικά: Ἀσίνη), ήταν αρχαία πόλη της Ελλάδας και της Μεσσηνίας, η οποία βρισκόταν στη θέση της σημερινής κωμόπολης της Κορώνης.[1] Με την ίδια ονομασία υπήρξε, από το 1835 ως το 1981 και παλαιός μικρός οικισμός - χωριό, το οποίο σήμερα αποτελεί προάστιο - συνοικία της Κορώνης.
Η Ασίνη της Μεσσηνίας ιδρύθηκε από Δρύοπες, ένα από τα πρωτο-ελληνικάπελασγικά φύλα, οι οποίοι θεωρούντο, ότι είχαν συγγενική σχέση και με τους Δόλοπες και τους Αιτωλούς. Οι Δρύοπες αρχικά κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στα βουνά Οίτη και Παρνασσός, κοντά στους Λυκωρείτες,[2] σε μια άγονη περιοχή, η οποία ήταν γνωστή ως η Δρυοπίς. Γενάρχης τους ήταν ο Δρύοψ. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, όπως την αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ηρόδοτος, 8, 43) οι Δρύοπες εκδιώχθηκαν αρχικά από τον Ηρακλή και τους Μαλιείς, που κατέλαβαν την οχυρωμένη πόλη τους στον Παρνασσό και στη συνέχεια εποίκισαν την Ήπειρο, όπου μία περιοχή επίσης ονομαζόταν Δρυοπίς. Εκδιώχθηκαν όμως και από εκεί, από τους Δωριείς του Ολύμπου και της Όσσας και διασκορπίσθηκαν στην Εύβοια, στις Κυκλάδες, στην Πελοπόννησο, ακόμα και στην Κύπρο. Μεταναστεύοντας προς τα νότια οι Δρύοπες εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Εύβοια και τις Κυκλάδες. Στη νήσο της Κύθνου δημιουργήθηκε επίσης αρχαία πόλη με το όνομα Δρυοπίς (σήμερα χωριό), ενώ ο Ηρόδοτος (8, 46) απέδιδε το όνομα Δρυοπίς σε ολόκληρη την Κύθνο, η οποία μεταγενέστερα πήρε το σημερινό της όνομα από τον ομώνυμο Κύθνο, αρχηγό των Δρυόπων. Στην Πελοπόννησο οι Δρύοπες ίδρυσαν στο νοτιοανατολικό μέρος της Αργολίδας, κοντά στο Ναύπλιο,[2] την Αργολική Ασίνη,[3] καθώς και στα απέναντι αυτής νησιά, κατά την 2η χιλιετία π.Χ., τρία κρατίδια, δρυοπικού πληθυσμού, τα οποία και αναπτύχθηκαν ως ένα ορισμένο βαθμό υπό την επικυριαρχία του Μυκηναϊκού βασιλείου του Άργους. Αυτά τα κρατίδια ήταν η Έρμιων (Ερμιόνη), ο Μάσης (στην κοιλάδα του Μάσητος) και των Ηιόνων (ξεχωριστός Δολοπικός πληθυσμός που κατοικούσε στα παράλια της ευρύτερης περιοχής του Αργοσαρωνικού, με έδρα την βραχονησίδα Λιοντάρι ανατολικά του Πόρου, όπου και βρισκόταν και το κοινό ιερό τους). Κατά τη μυθολογία και πάλι, όσοι Δρύοπες κατέφυγαν στην Πελοπόννησο προσέπεσαν ως ικέτες στον βασιλιά Ευρυσθέα, ο οποίος ως αντίπαλος του Ηρακλή τους έδωσε την αργολική πόλη Ασίνη. Οι ίδιοι Δρύοπες της Αργολικής Ασίνης ίδρυσαν στη συνέχεια και τη Νεμέα. Σύμφωνα με τον Παυσανία στα «Μεσσηνιακά» του, η μετανάστευση των Δρυόπων προς την Αργολική Ασίνη έγινε κατά την «τρίτη γενεά», όταν βασιλιάς των Δρυόπων ήταν ο Φύλας.[2] Επίσης ο Παυσανίας, στα «Λακωνικά» του,[4] αναφέρει ότι, κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα, όταν βασιλιάς στην Σπάρτη ήταν ο Νίκανδρος, γιος του Χαρίλαου από το γένος των Ευρυποντιδών και δεύτερος βασιλιάς ο Τήλεκλος από το γένος των Αγιαδών, ξέσπασε πόλεμος στην Αργολίδα, μεταξύ των Λακεδαιμόνιων και των Αργείων. Οι κάτοικοι της Ασίνης, στη διάρκεια των εχθροπραξιών ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών[2] και μάχονταν εναντίον των γειτόνων τους Αργείων, με προφανή λόγο την διεκδίκηση χώρου.[3] Όταν όμως οι Σπαρτιάτες σταμάτησαν τις εχθροπραξίες με τους Αργείους και επέστρεψαν στην Σπάρτη οι Αργείοι κατέστρεψαν, ως αντίποινα, ολοσχερώς την Αργολική Ασίνη και περί το 720 π.Χ. οι Ασίνιοι ή Ασιναίοι[2] Δρύοπες τελικά εκδιώχθηκαν και από αυτήν την πόλη, από τους Αργείους. Όσοι απέμειναν επιβιβάστηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν οριστικά την πόλη τους.
Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι σε αυτήν την δύσκολη περίσταση, την οποία περιήλθαν, οι εναπομείναντες κάτοικοι της Αργολικής Ασίνης, ζήτησαν τη βοήθεια των συμμάχων τους Σπαρτιατών και την έλαβαν, με την μορφή παραχώρησης γης, τόσο στην περιοχή, του αρχαίου Ρίου της Μεσσηνίας,[2] όσο και στην περιοχή της Λακωνίας, όπου και ιδρύθηκαν η Μεσσηνιακή Ασίνη (σήμερα η Κορώνη) και η Λακωνική Ασίνη (σήμερα το Σκουτάρι) αντίστοιχα. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο λοιπόν, ότι οι Σπαρτιάτες επέτρεψαν στους Ασιναίους της Αργολίδας, να εγκατασταθούν σε μια παλαιότερη πόλη της Μεσσηνίας, στην περιοχή της σημερινής πόλης της Κορώνης, η οποία πριν είχε άλλη ονομασία, γνωστή ως το Ρίο της Μεσσηνίας[2] (Ρίον) και την οποία οι νεότεροι κάτοικοί της, καταγόμενοι από την Αργολική Ασίνη στη συνέχεια μετονόμασαν, προς τιμή της γενέτειρας πόλης τους, σε «Ασίνη». Τον επόμενο αιώνα, μετά τον Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, οι Σπαρτιάτες απέκτησαν τον έλεγχο του συνόλου της Μεσσηνίας, με εξαίρεση την Ασίνη και την περιοχή της.[5][6][7][8]
Οι Δωριείς και Δρύοπες Ασίνιοι κάτοικοι της Μεσσηνιακής Ασίνης παρέμειναν σύμμαχοι των Σπαρτιατών και η Ασίνη λειτουργούσε ως περιοικίδα πόλη[2] μέχρι τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, δηλαδή για μικρό διάστημα ακόμη από το τέλος του Β' Μεσσηνιακού πολέμου. Κατόπιν η πόλη περιήλθε και αυτή στην σπαρτιάτικη επικράτεια, καθ’ όλη τη διάρκεια του 6ου π.Χ. αιώνα και 5ου π.Χ. αιώνα, συνεισφέροντας σε οπλίτες και στρατεύματα για τις πολεμικές εκστρατείες της Σπάρτης και προσφέροντας μεγάλο μέρος της παραγωγής της προς την Αρχαία Σπάρτη.
Μετά την ήττα της Σπάρτης στην Μάχη των Λεύκτρων, το 371 π.Χ., η Ασίνη απομονώθηκε περισσότερο ως σύμμαχος της Σπάρτης, επειδή οι Θηβαίοι, οι οποίοι επικράτησαν υπό τον Επαμεινώνδα, ενθάρρυναν την ίδρυση της Αρχαίας Κορώνης, περίπου εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Πεταλίδι, όπου και διατηρούνται ίχνη οικοδομημάτων, ενώ ορατά είναι και τμήματα του τείχους που έχτισαν το 369 π.Χ. οι Θηβαίοι με οικιστή τον Επιμηλίδη. Η ίδρυση της αρχαίας Κορώνης, με την βοήθεια των Θηβαίων, στο μέρος που είναι το σύγχρονο Πεταλίδι, βοήθησε στην απομόνωση της Ασίνης, αλλά πάντως δεν φαίνεται πιθανό να ιδρύθηκε τότε και η πόλη Κολωνίδες κοντά στο ιερό του Κορύθου Απόλλωνα, δίπλα στο Λογγά, γιατί θα ήταν ασφαλώς ιδιαίτερα δύσκολο για τους εποίκους εκείνους να επιβιώσουν τόσο κοντά σε μια εχθρική τους πόλη, όπως η Ασίνη, την οποία υποστήριζε μόνιμη σπαρτιατική φρουρά.[2] Έτσι, την αρχική οικιστική ανάπτυξη της Ασίνης διαδέχτηκε η παρακμή, παρά τη συνεχιζόμενη ευμάρεια των κατοίκων της Ασίνης και τα επόμενα χρόνια.[2]
Με τις νίκες του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας (361-336 π.Χ.) και στη συνέχεια κατά την ελληνιστική περίοδο φαίνεται πως ο έλεγχος της Σπάρτης, σταδιακά άρχισε να χαλαρώνει. Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα διάφορες πόλεις της Μεσσηνίας και μαζί τους η Ασίνη και η Κορώνη, φαίνεται ότι λειτουργούσαν ως ανεξάρτητα μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αλλά και ως μέλη περισσότερο ενός είδους Μεσσηνιακού Κοινού, δηλαδή μιας ομοσπονδίας κατά τα πρότυπα της Βοιωτικής και της Αχαϊκής Συμπολιτείας.[2]
Κατά την ρωμαϊκή περίοδο, πάντως η ευμάρεια της περιοχής συνεχίσθηκε. Η θαυμάσια ρωμαϊκή έπαυλη - βίλλα που ανακάλυψε ο Σουηδός αρχαιολόγος Νάταν Βαλμίν το 1929 στην Αγία Τριάδα, περίπου 3,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από τη σημερινή Κορώνη, κοντά στο χωριό Χαρακοπιό, είναι σημαντικό δείγμα του πλούτου, τουλάχιστον των αρχόντων της περιοχής.[2] Περί το έτος 50, ο Στράβων αναφέρει την Ασίνη ως μικρό χωριό, που αργοσβήνει. Όμως, ο Παυσανίας μετά από έναν ακόμα αιώνα, περί το έτος 150, δεν αναφέρει κάποια κραυγαλέα παρακμή, καθώς χωρίς ιδιαίτερη μνεία στην αρχαία πόλη και τα κτίσματά της αναφέρεται κυρίως στους «σεμνούς Ασιναίους». Ουσιαστικά από τον 2ο αιώνα και μετά, οι πληροφορίες για την Ασίνη αρχίζουν να σπανίζουν.[2] Από τον 4ο αιώνα και μετά, οι εισβολές των Ερούλων και των Σλάβων μείωσαν περαιτέρω τον πληθυσμό της περιοχής. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια της Ρωμαιοκρατίας φαίνεται ότι ο τόπος της αρχαίας Ασίνης είχε νεκρωθεί εντελώς.[2]
Η Ασίνη αναφέρεται επίσης από τον Στέφανο τον Βυζάντιο και αναγράφεται επίσης στον «Συνέκδημο» του Ιεροκλέους, ενώ μνημονεύεται μεταγενέστερα και στον κατάλογο των πόλεων, οι οποίες περιλαμβάνονταν στο λεγόμενο «Τακτικό της Εικονομαχίας», ως έδρα επισκοπής, υπαγόμενης στη μητρόπολη Κορίνθου. Τον 8ο αιώνα, μάλιστα, κατά τη βυζαντινή περίοδο, για πρώτη φορά μνημονεύονται επισκοπές και μάλιστα της δυτικής Πελοποννήσου, όπως π.χ. Ασίνης, Μεθώνης, Κορώνης (Κύδνας), Πύλου (Συλλέου), Κυπαρισσίας-Αρκαδίας, Κλήτου, Φλίου, Έλις. Σύμφωνα με τον Ηλία Αναγνωστάκη στην μελέτη του «Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό πρόβλημα. Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου ή της έρευνας;»: «Η ύπαρξη πολλών από αυτές κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, αν και θεωρείται σχεδόν βεβαία, είτε δεν μαρτυρείται είτε συνάγεται από επιγραφές και ερμηνείες προβληματικών κειμένων και υπογραφών. Η ταυτόχρονη πάντως μνεία Ασίνης και Κορώνης, Κυπαρισίας και Αρκαδίας, Λακεδαίμονος και Μονεμβασίας θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μαρτυρία μιας μεταβατικής περιόδου η οποία χαρακτηρίζεται από όντως συντελούμενες ή πιθανές μετοικεσίες, μετακινήσεις και μετονομασίες. Το στοιχείο αυτό αποτελεί εξάλλου ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των Σκοτεινών χρόνων της Πελοποννήσου.».[9]
Οι κάτοικοι της Αρχαίας Κορώνης (Πεταλίδι), κατά τον 6ο αιώνα ή σύμφωνα με άλλους ερευνητές, μεταξύ του 7ου και του 8ου αιώνα,[10] μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν σταδιακά στην περιοχή της σημερινής Κορώνης (Ασίνη), αρχικά στην κορυφή του βράχου, όπου ήταν η Ακρόπολη της Αρχαίας Ασίνης και σήμερα βρίσκεται το μεσαιωνικό κάστρο και μετά εξαπλώθηκαν στους πρόποδες του βράχου, στη θέση της αρχαίας Ασίνης, την οποία άρχισαν να αναφέρουν με το όνομα «Κορώνη», δηλαδή με το όνομα της προηγούμενης πόλης τους (Κορώνη (αρχαία πόλη)), από την οποία και μετοίκησαν προς την Ασίνη. Η παλαιά πόλη της Ασίνης, με τους νέους κατοίκους της και ως Κορώνη πλέον άρχισε να αναζωογονείται, και στη συνέχεια με την μορφή κυρίως της καστροπολιτείας, κατά την εποχή του Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε το ανακαινισμένο απ’ αυτούς φρούριο. Οι νεότεροι κάτοικοι ξανάχτισαν σπίτια στα ερείπια της αρχαίας πόλης και επιδόθηκαν με επιτυχία σε ειρηνικά έργα ανάπτυξης, όπως την ναυτιλία, την αλιεία και την γεωργία, τα οποία έφεραν πλούτη στην περιοχή αυτή. Από τις αρχές του 9ου αιώνα, άρχισε να μνημονεύεται και η επισκοπή Κορώνης.[10] Η μεσαιωνική Κορώνη, με το ζεστό τοπικό χρώμα αναλλοίωτο σχεδόν μέχρι σήμερα, απλώνεται λίγο πιο κάτω από το κάστρο της, χτισμένη πλέον πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ασίνης.
Η τοποθεσία της αρχαίας Ασίνης βρίσκεται στη περιοχή της σημερινής σύγχρονης κωμόπολης της Κορώνης,[11] και δεν πρέπει να συγχέεται με την Κορώνη (αρχαία πόλη), η τοποθεσία της οποίας ήταν στην περιοχή, όπου σήμερα είναι το σύγχρονο Πεταλίδι. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, η Μεσσηνιακή Ασίνη ήταν η πρώτη πόλη που συνάντησε στην είσοδο προς τον Κόλπο της Μεσσηνίας από την πλευρά του Ακρωτηρίου Ακρίτας και το δυτικό τμήμα του κόλπου αυτού, ονομαζόταν γι’ αυτόν τον λόγο και ως "Κόλπος της Ασίνης".[12][13] Ο Στράβων αναφέρει επίσης, τη σύγχυση που επικρατούσε στην εποχή του, περί των ονομάτων και της ταύτισης διαφόρων μεσσηνιακών πόλεων σε σχέση με τις 7 πόλεις, οι οποίες αναφέρονται από τον Όμηρο.[14] Ο Παυσανίας αναφέρει τέλος, ότι στην Ασίνη υπήρχε ναός του Απόλλωνα και ιερό του Δρύοπα και κάθε χρόνο οι κάτοικοι της πόλης επιτελούσαν μυστήρια προς τιμή του. Η πόλη βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα, σε απόσταση σαράντα (40) στάδια από το Ακρωτήριο Ακρίτα και σαράντα (40) στάδια από τις αρχαίες Κολωνίδες (Κολωνίδαι).[15]
Η Ακρόπολη της Ασίνης, λείψανα της οποίας είναι ακόμα και σήμερα ορατά, βρισκόταν στην πιο οχυρή τοποθεσία της περιοχής, στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Κάστρο της Κορώνης.[16] Επίσης τμήματα των λιμενικών εγκαταστάσεων της αρχαίας πόλης της Ασίνης, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν και ως ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων,[3] παραμένουν και σήμερα διακριτά, χαμηλά στην άκρη της ακτής της σύγχρονης Κορώνης. Η θέση της μεσσηνιακής Ασίνης στο φρούριο τής σημερινής Κορώνης θεωρείται από τους ερευνητές ως βέβαιη.[17]
Μέσα στο κέντρο του Κάστρου της Κορώνης, η θέση του οποίου ταυτίζεται με την Ακρόπολη της Αρχαίας Ασίνης και κοντά στον βυζαντινό χριστιανικό Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Κορώνης, ο οποίος βρίσκεται εντός του γυναικείου Μοναστηριού του Τιμίου Προδρόμου, εικάζεται ότι βρισκόταν κατά την κλασική εποχή ο αρχαιοελληνικός Ναός του Ασιναίου Απόλλωνα, καθώς ο τοίχος της δυτικής πλευράς της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας προδίδει ότι ανάμεσα στο αρχιτεκτονικό υλικό της υπάρχουν αρχαία κατάλοιπα (θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών αρχαίων κτισμάτων και κομμάτια κιόνων), ενώ και στα πέριξ της εκκλησίας κείτονται μονοκόμματοι κίονες, οι οποίοι επίσης ανήκαν στον ναό του Ασιναίου Απόλλωνα.
Κοντά στην Κορώνη, σε απόσταση περίπου 500 μέτρων, βρίσκεται επίσης ο παλαιός οικισμός Ασίνη,[18] γνωστός παλαιότερα ως το Τζαφέρογλι ή το Τζαφερόγλι, ο οποίος καταργήθηκε το 1981 και στη συνέχεια προσαρτήθηκε – ενσωματώθηκε ως προάστιο – συνοικία στην Κορώνη.
Το Τζαφέρογλι ή Τζαφερόγλι[19] προσαρτήθηκε, το 1835,[20] στον παλαιό Δήμο Κολωνίδων,[21] με έδρα την Κορώνη, όπου και παρέμεινε, ως το 1912, που ο δήμος αυτός καταργήθηκε. Τουλάχιστον από το 1844 ως το 1916 το χωριό αναφερόταν επίσημα ως το Τζαφέρογλι, ενώ από το 1916 ως σήμερα ως Ασίνη Κορώνης. Το χωριό αναφέρεται, το 1853, επίσης σαν Τζαφέρογλι στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή, ως χωριό του Δήμου Κολωνίδων της Επαρχίας Πυλίας με πληθυσμό 144 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[22] Το 1912[23] το χωριό προσαρτάται ως οικισμός στην Κοινότητα Κορώνης,[24] με έδρα την Κορώνη. Το 1916[25] o οικισμός Τζαφερόγλι μετονομάζεται σε Ασίνη Κορώνης. Η Ασίνη παρέμεινε ως οικισμός της Κοινότητας Κορώνης, από το 1912 ως το 1981,[26] όταν τότε, ο οικισμός Ασίνη Κορώνης καταργείται επίσημα και προσαρτάται ως προάστιο - συνοικία στον οικισμό Κορώνη.
Παρακάτω αναφέρεται, σε διάγραμμα, ο πληθυσμός, του παλαιού χωριού της Ασίνης, όπως αυτός καταγράφηκε στις διάφορες απογραφές, κατά το χρονικό διάστημα, από το 1835 ως το 1981, που υπήρξε ανεξάρτητος οικισμός:
↑Ηλίας Αναγνωστάκης, «Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό πρόβλημα. Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου ή της έρευνας;», (σελ. 19-34), στο συλλογικό έργο, «Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.)», Επιστήμης κοινωνία: Ειδικές μορφωτικές εκδηλώσεις, κύκλος ομιλιών: 26 Ιανουαρίου - 16 Φεβρουαρίου 1999, ο τόμος αυτός περιλαμβάνει εισηγήσεις, κατά κύριο λόγο επιστημόνων - ερευνητών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του EIE, στις οποίες αναφέρονται οι σημαντικές αλλαγές, τομές αλλά και διάρκειες που παρατηρούνται στην ιστορία του πελοποννησιακού χώρου κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους από την ύστερη αρχαιότητα ως τον 15ο αι. Επιμελητής Έκδοσης: Ελένη Γραμματικοπούλου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, ISBN 960-7998-03-0, σελ. 25-26.
Ηλίας Αναγνωστάκης, «Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό πρόβλημα. Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου ή της έρευνας;», (σελ. 19-34), στο συλλογικό έργο, «Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.)», Επιστήμης κοινωνία: Ειδικές μορφωτικές εκδηλώσεις, κύκλος ομιλιών: 26 Ιανουαρίου - 16 Φεβρουαρίου 1999, ο τόμος αυτός περιλαμβάνει εισηγήσεις, κατά κύριο λόγο επιστημόνων - ερευνητών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του EIE, στις οποίες αναφέρονται οι σημαντικές αλλαγές, τομές αλλά και διάρκειες που παρατηρούνται στην ιστορία του πελοποννησιακού χώρου κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους από την ύστερη αρχαιότητα ως τον 15ο αι. Επιμελητής Έκδοσης: Ελένη Γραμματικοπούλου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, ISBN 960-7998-03-0, σελ. 25-26.
Βασίλης Ρούβαλης, «Κορώνη: μικρό οδοιπορικό» = "Coroni: Appunti di viaggio" = "Koroni: Kleine Wegbeschreibung" = "Koroni: A Short Journey", πολύγλωσση έκδοση στα ελληνικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά, φωτογράφιση: Σπύρος Κατωπόδης, μετάφραση: Maurizio De Rosa, Birgit Hildebrand, Vivienne Nilan. 1η έκδ., Εκδόσεις "poema", Αθήνα 2007, ISBN 978-960-89807-0-9.