Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο αστικός μαρασμός είναι μια διαδικασία κατά την οποία μια πόλη, ή τμήμα αυτής, περιέρχεται σε κατάσταση χρήζουσας επισκευής. Χαρακτηρίζεται από μείωση πληθυσμού, οικονομικό μαρασμό, εγκατάλειψη, υψηλά ποσοστά ανεργίας, διεσπασμένες οικογένειες, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, εγκληματικές ενέργειες, καθώς και υποβαθμισμένο αστικό περιβάλλον.
Αρχικά, ο αστικός μαρασμός συνδεόταν με τις πόλεις του δυτικού πολιτισμού, ιδίως στη Νότια Αμερική και μέρη της Ευρώπης κατά το 1970 και 1980. Κατά την περίοδο αυτή, ευρείες μεταβολές στις διεθνείς οικονομίες, τις μεταφορές και κυβερνητικές πολιτικές καταστάσεις ευνόησαν την ανάπτυξη του φαινομένου.
Οι επιπτώσεις του μαρασμού έρχονται σε αντίθεση με τα αναπτυξιακά μοντέλα στις περισσότερες πόλεις της ανεπτυγμένης Ευρώπης, και χώρες πέραν της νότιας Αμερικής, όπου οι υποβαθμισμένες περιοχές συνήθως εντοπίζονται στα περίχωρα των μεγάλων μητροπόλεων, ενώ το κέντρο της πόλης διατηρεί υψηλές κτηματικές αξίες και σταθερά ή αυξανόμενα ποσοστά πληθυσμού. Αντιθέτως, οι πόλεις της νότιας Αμερικής συχνά αντιμετώπισαν μια μετακίνηση του πληθυσμού προς τα προάστια ή τα περίχωρα της πόλης. Αυτή η μόδα άρχισε να αναστρέφεται σε κάποιες πόλεις, όπου εύρωστα τμήματα του πληθυσμού επέστρεψαν σε πρώην υποβαθμισμένες γειτονιές.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτία του αστικού μαρασμού, αν και μπορεί να προκληθεί από ένα συνδυασμό αλληλοσυσχετιζόμενων παραγόντων όπως πολεοδομικός σχεδιασμός, φτώχεια, η ανάπτυξη αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρόμων, η προτυποποίηση των προαστίων, διαχωρισμός στις αστικές τάξεις, περιορισμοί μετανάστευσης και φυλετικές διακρίσεις.
Κατά τη βιομηχανική επανάσταση, οι άνθρωποι μετακινήθηκαν από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα προς εύρεση εργασίας στο μεταποιητικό τομέα. Η βιομηχανική ανάπτυξη ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για την πληθυσμιακή έκρηξη των πόλεων κατά την περίοδο αυτή. Παρά ταύτα, επακόλουθη οικονομική ανάπτυξη κατέστησε πολλά αστικά κέντρα ευάλωτα. Πολλές μελέτες, συμπεριλαμβανομένου του Urban Task Force (DETR 1999), του Urban White Paper (DETR 2000) και μιας μελέτης για τις πόλεις της Σκοτίας (2003) υποστήριξαν πως οι αποβιομηχανοποιηθείσες περιοχές -με συνεπακόλουθα την υψηλή ανεργία, φτώχεια και μαραζόμενο φυσικό περιβάλλον (περιλαμβάνοντας συχνά μολυσμένη γη και απαρχαιομένες αστικές υποδομές)-αποδεικνύονται "έντονα ανεπίδεκτες ανάπτυξης".
Μεταβολές στο συγκοινωνιακό δίκτυο (ιδίως των ΙΧ) εξέλειψαν ορισμένα από τα πλεονεκτήματα των πόλεων. Κατά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου οι δυτικές οικονομίες αναπτύχθηκαν και προτίμησαν να εισαγάγουν προϊόντα που μεταποιούνταν απ' έξω. Κατά τη μετακίνηση από τη μεταποιητική οικονομία στην οικονομία των υπηρεσιών, η χρήση των ΙΧ γινόταν όλο και πιο συνήθης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση βοήθησε στην ανάπτυξη των προαστίων, δίνοντας κατευθύνσεις ώστε τα τραπεζικά προϊόντα να γίνονται λιγότερο προσιτά στο ευρύ κοινό, μέσα από μια πρακτική συντηρητικής πιστωτικής πολιτικής (redlining), μέσω του FHA (Ομοσπονδιακό Πρακτορείο Στέγης). Αργότερα, τα αστικά κέντρα εγκατελείφθησαν περαιτέρω από την κατασκευή του Διαπολιτειακού Συστήματος Αυτοκινητοδρόμων.
Οι καλές συγκοινωνιακές υποδομές ευνόησαν τη δημιουργία απόμακρων εμπορικών κέντρων, αγορά στα προάστια, επιχειρήσεις και αραιοκατοικημένες περιοχές προς κάλυψη οικιστικών αναγκών. Μεγάλες εκτάσεις πολλών πόλεων στα βόρεια των ΗΠΑ γνώρισαν πληθυσμιακή μείωση και υποβάθμιση των αστικών περιοχών. Οι αξίες στις περιοχές αυτές έπεσαν και εδέχθησαν την εισροή οικονομικά ασθενών ομάδων. Η πολυφυλετικότητα αυτή, ώθησε και άλλα τμήματα του πληθυσμού να απομακρυνθεί προς τα προάστια. Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, όπου μετά την πιστωτική επέκταση στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ακολουθήθηκε μια πιο συντηρητική πιστωτική πολιτική, αυτοκινητόδρομοι όπως η Αττική Οδός μετακίνησε πληθυσμό έξω από την πόλη και άρχισαν να αναπτύσσονται απόμακρα εμπορικά κέντρα και επιχειρήσεις (π.χ. Κέντρο Mall και επιχειρηματική ζώνη Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας στην Αττική). Αντιθέτως, υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας δέχθηκαν οικονομικούς μετανάστες και υπέστησαν μετακίνηση του αρχικού τους πληθυσμού σε γειτονικές περιοχές.
Στη Δυτική Ευρώπη η εμπειρία διαφέρει λόγω των κυβερνητικών πολιτικών του δημοσίου τομέα που στόχευαν στην ανακαίνιση των υποβαθμισμένων περιοχών του 18ου και 19ου αιώνα και επιδοτήσεις πληθυσμού προς εποικισμό αραιοκατοικημένων προαστίων. Στη Ευρώπη και την Ωκεανία, το ιστορικό κέντρο των μεγάλων πόλεων παραμένει συνήθως εύρωστο. Αντιθέτως, είναι οι κεντρικές γειτονιές και τα κοντινά προάστια που οικοδομήθηκαν από επιδοτήσεις, όπως τα γαλλικά "cites" και τα αγγλικά "council estates" που υφίστανται περισσότερο αστικό μαρασμό. Λόγω της μεγαλύτερης πληθυσμιακής πυκνότητας δόμησης στην Ευρώπη, τα οικονομικά καταδεικνύουν ότι η υπερβολικά χαμηλή πυκνότητα δόμησης ίσως να μην είναι και τόσο πρακτική.
Στην Ελλάδα οι μεγάλες πόλεις υφίστανται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό αυτό το φαινόμενο. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα το ιστορικό κέντρο παραμένει εύρωστο και ακριβό, ενώ οι εσωτερικές γειτονιές (π.χ. Μεταξουργείο) υφίστανται αστικό μαρασμό, όπως επίσης και οι κοντινοί οικισμοί που δημιουργήθηκαν (π.χ. Αιγάλεω, Νέα Ιωνία, Καισαριανή). Στους τελευταίους οικισμούς αρχικά δημιουργήθηκαν χαμηλές κατοικίες, όμως στη συνέχεια κρίθηκε μη πρακτική αυτή η αναπτυξιακή φιλοσοφία και άλλαξαν οι συντελεστές δόμησης, με αποτέλεσμα να αντικατασταθούν με πιο πυκνοδομημένες κατασκευές. Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες από τις δημοτικές αρχές των Αθηνών για πρόληψη του φαινομένου (επιδότηση βαφής στους Αμπελοκήπους και πρασίνου στα Εξάρχεια), ή αναστροφής (π.χ. έργα ανάπλασης και συγκοινωνίας στο Γκάζι, γκρέμισμα Κουντουριώτικων κ.α.). Παρόμοια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στον Πειραιά. Υπάρχουν αρκετοί σύγχρονοι οικισμοί που κατασκευάστηκαν αργότερα πιο έξω από την πόλη από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, όπως η Ήλιδα, το Ολυμπιακό Χωριό, ο οικισμός Edison, καθώς και εργατικές πολυκατοικίες σε πολλές περιοχές (π.χ. Ηλιακό Χωριό). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αστικού μαρασμού παρατηρούνται και στα αστικά κέντρα της βορείου Ελλάδος μετά την έντονη αποβιομηχανοποίηση που υπέστη.
Ο τομέας επισκευών αυτοκινήτων ήταν η βασική πηγή ευημερίας για την πόλη του Ντιτρόιτ, καθώς προσλαμβανόταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Όταν η βιομηχανία μετακινήθηκε έξω από την πόλη, υπέστη έντονη μείωση του πληθυσμού που συνδέθηκε με αστικό μαρασμό, ιδίως μετά τις εξεγέρσεις του 1967. Κατά το 1950, ο πληθυσμός της πόλης ανερχόταν, σύμφωνα με την απογραφή των ΗΠΑ, γύρω στα 1,85 εκατομμύρια. Το 2003, ο πληθυσμός είχε πέσει στις 911.000, μια πτώση σχεδόν 940.000 ατόμων (-52%).
Η Βρετανία υπέστη έντονο αστικό μαρασμό κατά το 1970 και το 1980. Μεγάλες πόλεις όπως η Γλασκόβη στη Σκοτία, οι πόλεις στις πεδιάδες της Νότιας Ουαλίας, καθώς και ορισμένες μεγάλες αγγλικές βιομηχανικές πόλεις όπως το Μπερμινγκχαμ, το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ, το Νιουκάστλ και το Ανατολικό Λονδίνο βίωσαν πληθυσμιακές μειώσεις, με τεράστιες εκτάσεις οικιστικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα να υφίστανται κατακόρυφη πτώση των εμπορικών τιμών.
Μεγάλες γαλλικές πόλεις συχνά περιβάλλονται από υποβαθμισμένες περιοχές. Ενώ το κέντρο της πόλης συνήθως κατοικείται από τα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, στα προάστια αναπτύσσονται οικισμοί που προσελκύουν τα μεσαία προς υψηλά στρώματα. Η συγκέντρωση της φτώχειας και της εγκληματικότητας που απλώνεται στους οικισμούς, συχνά ωθεί ολόκληρο το προάστιο να περιέλθει σε κατάσταση αστικού μαρασμού, καθώς οι περισσότερο εύρωστοι κάτοικοι αναζητούν κατοικία στο κέντρο της πόλης, ή σε ημιαγροτικές περιοχές. Στις αρχές του Νοεμβρίου του 2005, τα υποβαθμισμένα βόρεια προάστια των Παρισίων αποτελούσαν έδρα σοβαρών εξεγέρσεων που υποδαυλίζονταν κατά ένα μέρος από τις υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στις εργατικές κατοικίες.
Τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου μελετήθηκαν μέσα από μια δημιουργική δημόσια μεσολάβηση και πολιτική, με ποικίλες πρωτοβουλίες, χρηματοδοτικά προγράμματα και ενέργειες, αξιοποιώντας τις αρχές της αμερικανικής Νέας Αστικοποίησης (ή μέσω της ευρωπαϊκής Αστικής Αναγέννησης). Η σημασία της αναγέννησης δεν πρέπει να υποτιμάται και παραμένει το βασικό εργαλείο μιας φυσικής αποκατάστασης.
Στις ΗΠΑ, αρχικές κυβερνητικές πολιτικές περιελάμβαναν "αστική ανακαίνιση" και οικοδόμησης μεγάλης έκτασης εργατικών κατοικιών για τους φτωχούς. Η αστική ανάπλαση κατεδάφισε ολόκληρες γειτονιές σε πολλά κεντρικά σημεία των πόλεων. Με ποικίλους τρόπους όμως ήταν η αιτία αστικού μαρασμού και όχι αποκατάστασης. Τα οικιστικά αυτά προγράμματα κατέληξαν να είναι πηγή εγκληματικών σφαλμάτων. Αυτές οι κυβερνητικές απόπειρες θεωρούνται από πολλούς προϊόν παραπλάνησης. Ορισμένες πάντως πόλεις κατάφεραν να ανακτήσουν την αρχική τους ευημερία, παρά τα σφάλματα των πολιτικών αυτών, για ποικίλους λόγους. Σήμερα, παρά ταύτα, με πληθώρα κόσμου να επιζητά την επιστροφή του στις κεντρικές γειτονιές, η αστική αναγέννηση βελτίωσε και ανακαίνισε ορισμένες από αυτές τις γειτονιές. Παράλληλα, ορισμένα από τα κοντινά προάστια κατασκευασμένα το 1950 και 1960 υποβάλλονται σταδιακά σε κατάσταση μαρασμού, καθώς εκείνοι που κατοικούν τώρα στις κεντρικές γειτονιές εκτοπίζονται προς αυτά, λόγω της αστικής αναγέννησης.
Στη Δυτική Ευρώπη, όπου η οικοδομήσιμη γη βρίσκεται σε μικρότερα αποθέματα και οι αστικές περιοχές είναι ευρέως γνωστές ως οι πρωτοστάτες της πληροφορίας και της οικονομίας των υπηρεσιών, η αστική ανακαίνιση έχει γίνει από μόνη της βιομηχανία, με εκατοντάδες πρακτορείων και φιλανθρωπικών προγραμμάτων να επιχειρούν να επιλύσουν το ζήτημα.
Οι ευρωπαϊκές πόλεις έχουν το προνόμιο των ιστορικής τους πρακτικής στην αστική ανάπτυξη, κάτι αντίστοιχο με το μοντέλο της Νέας Αστικοποίησης και παρά κάποια σημάδια εγκατάλειψης, πολλές πόλεις διαθέτουν ιστορικά σημεία της πόλης και κτίριο έτοιμα για αποκατάσταση. Στους προαστιακούς οικισμούς και τα cites η λύση είναι συνήθως πιο δραστική με οικιστικά προγράμματα του 1960 και 1970 να κατεδαφίζονται πλήρως και να ανακατασκευάζονται σύμφωνα με το παραδοσιακό αστικό τύπο της Ευρώπης, μέσα από ένα πλέγμα αρχιτεκτονικών τύπων, μεγεθών, τιμών και διαρκείας, όπως και μια μίξη λοιπών χρήσεων, εμπορικών ή επιχειρηματικών. Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του αναφερθέντος αποτελεί το Hulme, στο Μάντσεστερ, στο οποίο κατεδαφίστηκαν τα κτίρια του 19ου αιώνα το 1950, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για οικισμούς πολυώροφων κατασκευών. Κατά το 1990, ανακαινίστηκε ξανά ώστε να ανοικοδομηθεί. Η περιοχή διατηρείται ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της Αστικής Αναγέννησης. Παρόμοιες απόπειρες μικρότερης κλίμακας έγιναν και στη βιομηχανική πόλη του Πειραιά, όπως για παράδειγμα το 1968 που άρχισε η ανέγερση μεγάλων οικοδομικών συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών για τη στέγαση των εργατών της Δραπετσώνας, όπου δύο χρόνια αργότερα ο τότε δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης απομάκρυνε και τις τελευταίες παράγκες από την περιοχή δυτικά του λιμένα, απελευθερώνοντας τον αρχαιολογικό χώρο της Ηετιωνείας.