Το Ατελιέ Μπόου-Γουόου (Atelier Bow-Wow) είναι ένα αρχιτεκτονικό γραφείο με έδρα το Τόκιο, που ιδρύθηκε το 1992 από τον Γιοσιχάρου Τσουκαμότο και την Μομόγιο Κάιτζιμα. Είναι γνωστό για τα αρχιτεκτονικά έργα του, η πλειοψηφία των οποίων είναι κατοικίες που αντλούν από τη παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ιαπωνίας. Είναι επίσης γνωστό λόγω της έρευνάς του πάνω στην αλληλεπίδραση του αστικού τοπίου με τη μικρή σε κλίμακα, «ad hoc» αρχιτεκτονική.
Ο Γιοσιχάρου Τσουκαμότο γεννήθηκε στην επαρχία της Κανάγκαβα το 1965. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Τόκιο και αποφοίτησε το 1987. Ταξίδεψε στο Παρίσι ως επισκέπτης φοιτητής στο L'Ecole d'Architecture de Belleville από το 1987 ως το 1988. Το 1994 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του ως μηχανικός στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Τόκιο.
Το 2000 ο Τσουκαμότο έγινε καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Τόκιο και τα έτη του 2003 και 2007 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής της Σχολής Σχεδιασμού του Harvard. Το 2007 και ξανά το 2008 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA).
Η Μομόγιο Κάιτζιμα γεννήθηκε στο Τόκιο το 1969. Αποφοίτησε από την Σχολή Οικιακής Οικονομίας του Ιαπωνικού Πανεπιστημίου Γυναικών το 1991. Τα πτυχιακά και τα μεταπτυχιακά της έγιναν στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Τόκιο το 1994 και το 1999, αντίστοιχα. Ήταν επίσης επισκέπτης φοιτήτρια στo Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ETH) από το 1996 ως το 1997.
Το 2000 η Κάιτζιμα έγινε βοηθός καθηγητή στην Σχολή Τεχνών και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου της Τσουκάμπα και το 2009 έγινε αναπληρώτρια καθηγήτρια. Όπως και ο Τσουκαμότο, το 2003 ήταν επισκέπτρια καθηγήτρια (ως κριτικός σχεδιασμού) στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής της Σχολής Σχεδιασμού στο Harvard. Μεταξύ 2005 και 2007 ήταν επίσης καλεσμένη καθηγήτριά στο πανεπιστήμιο ETH στη Ζυρίχη. Το 2010 ήταν η επικεφαλής αρχιτέκτονας του Πανεπιστήμιου του Όκλαντ.
Την άνοιξη του 2014, ο Yoshiharu Tsukamoto ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής του σχεδιαστικού διαγωνισμού που οργανώθηκε από το Guggenheim Helsinki.[1]
Η «Pet Αρχιτεκτονική» ("pet architecture") είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από το Ατελιέ Μπόου-Γουόου για να περιγράψει τα κτίρια που έχουν «σφηνωθεί» σε κενά τμήματα πυκνών αστικών χώρων. Σε αυτή την αστική συνθήκη, συχνά προκύπτουν κτίρια με περίεργα σχήματα και εφευρετικές λύσεις για τα παράθυρα, την αποχέτευση και τον κλιματισμό.[2] Ένα παράδειγμα αυτού του είδους κτηρίου είναι το Καφέ Σαλούν Κιμότο στο Τόκιο, μια τριγωνική δομή με χωρητικότητα τεσσάρων πελατών.
Τα περισσότερα από αυτά τα κτίρια κατασκευασκευάζονται με οικονομικό τρόπο, και επομένως δεν είναι εντυπωσιακά στο σχεδιασμό, ούτε χρησιμοποιούν τις τελευταίες τεχνολογίες. Ωστόσο, μας τραβούν τη προσοχή. Ίσως επειδή η παρουσία τους δημιουργεί μια χαλαρή ατμόσφαιρα που μας αποσυμφορεί. Τα κατοικίδια ζώα (pets), είναι συνήθως μικρά, χαριτωμένα και γοητευτικά. Βρίσκουμε αυτό που ονομάζουμε «pet αρχιτεκτονική», δηλαδή αρχιτεκτονική που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με τα κατοικίδια ζώα, στα πιο απρόσμενα μέρη εντός της πόλης του Τόκιο.[3]
Το Ατελιέ Μπόου-Γουόου κατέγραψε αυτά τα μικρά κτίρια λεπτομερώς μέσω φωτογραφιών, τομών, χαρτών, 3D σκίτσων και σύντομων περιγραφών στις δημοσιεύσεις τους «Οδηγός για την Pet αρχιτεκτονική» και «Φτιαγμένα στο Τόκιο».[4]
Η συμπεριφορική (behaviorology) είναι η μελέτη των λειτουργικών σχέσεων μεταξύ της «συμπεριφοράς» και των ποικίλων ανεξάρτητων μεταβλητών που υπάρχουν στο περιβάλλον. Οι μελέτες συμπεριφοράς αποτελούν επιρροές και βασίζονται στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συμβαίνει η συμπεριφορά, στο προσωπικό ιστορικό του οργανισμού και στην ικανότητα συμπεριφοράς του συγκεκριμένου είδους. Είναι επίσης ένας έξυπνος τρόπος για την ενσωμάτωση του «οικοδομημένου» περιβάλλοντος σε διαφορετικές κλίμακες, από τα έπιπλα, στην αρχιτεκτονική, στην πολεοδομία και τον αστικό σχεδιασμό.[5] «Τοποθετεί τα έργα μέσα σε ένα οικοσύστημα συμπεριφορών ως στοιχεία που συμμετέχουν στην παραγωγή του χώρου».[6]
Ο μελετητής της συμπεριφορικής, ανακαλύπτει τους φυσικούς νόμους που διέπουν και υπαγορεύουν τη συμπεριφορά. Στη συνέχεια, μέσα από αυτές τις γνώσεις, αναπτύσσει τεχνικές διαμόρφωσης της συμπεριφοράς που σχετίζονται με πολλούς τομείς, όπως αυτούς της αρχιτεκτονικής, της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας.[7] Οι τεχνικές μπορούν να εφαρμοστούν σε φυσικά στοιχεία, αλλά και σε κτίρια (και όχι μόνο στους ανθρώπους).
Το αρχιτεκτονικό γραφείο του Ατελιέ Μπόου-Γουόου είναι διάσημο για την ερμηνεία και τη χρήση της θεωρίας της συμπεριφορικής στο σχεδιαστικό έργο του. Σύμφωνα με τους ιδρυτές Τσουκαμότο και Κάιτζιμα, η θεωρία αυτή ορίζει την αρχιτεκτονική έκφραση μέσω της κατανόησης της περίπλοκης σχέσης μεταξύ των ανθρώπων (των κατοίκων ενός χώρου), του οικοδομημένου περιβάλλοντος και του αστικού χώρου. Η συμπεριφορική θεωρία του Μπόου-Γουόου επεκτείνεται πέρα από το «η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία»· βασίζει τη μορφή στη συμπεριφορά τόσο του κτιρίου όσο και των φυσικών στοιχείων. Η μελέτη της ανάπτυξης ενός κτιρίου, των εγγενών ιδιοτήτων των στοιχείων όπως η θερμότητα, ο άνεμος, το φως, το νερό και η κατανόηση της ατομικής και κοινής ανθρώπινης συμπεριφοράς οδηγούν σε μια ισχυρότερα εξαρτώμενη από την τοποθεσία αρχιτεκτονική.[8]
Οι Μικρής κλίμακας δημόσιοι χώροι (Micro Public Spaces) είναι επινοήματα του Ατελιέ Μπόου-Γουόου που δημιουργούν κοινωνικές πλατφόρμες. Οι Μικρής κλίμακας δημόσιοι χώροι αποκαλύπτουν τον τρόπο σκέψης του Ατελιέ για τον χώρο, δηλαδή τον κοινωνικό χώρο, μια έννοια που αντλήθηκε από τον Ενρί Λεφεμπβρέ που είπε πως «ένας χώρος δεν παράγεται ούτε από τους αρχιτέκτονες ούτε από τους πολεοδόμους, ούτε από τους χρήστες που ζουν στον χώρο: ο χώρος δεν δημιουργείται από τους καταναλωτές του αλλά από τον ίδιο τον χώρο»,[9] δηλαδή πως, «δεν είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν χώρο, αλλά οι κοινωνικοί χώροι που χρησιμοποιούν τους ανθρώπους για να δημιουργήσουν τον εαυτό τους».[10]
Το Ατελιέ Μπόου-Γουόου δημιουργεί Μικρής κλίμακας δημόσιους χώρους στο πλαίσιο μιας έκθεσης τέχνης. Στα έργα για τους μικρής κλίμακας δημόσιους χώρους, όπως Το Manga Pod (2002) , το Furnicycle (2002) και το White Limousine Yatai (2003), το Ατελιέ Μπόου-Γουόου προσπαθεί να διαπλάσει τις νέες συμπεριφορές της πόλης και των ανθρώπων μέσω μικρών επίπλων ή μη φραγμένων δημόσιων χώρων που ενθαρρύνουν την ενεργή συμμετοχή των χρηστών και υποστηρίζουν την ατομική αισθητηριακή εμπειρία και συμπεριφορά. Έτσι, τα έργα τους δημιουργούν καταστάσεις αντί αντικειμένων, που προσαρμόζουν «τη στάση σώματος των ανθρώπων και τη διάταξή τους σε ένα χώρο».[11]
Επομένως, οι Μικρής Κλίμακας Αστικοί Χώροι, όπως υποδηλώνει το επίθετο μικρό, είναι μια προσπάθεια να αξιοποιηθεί ακόμη και ο μικρότερος χώρος ή αντικείμενο που είναι επισήμως δημόσιο, αναπλάθοντας τα ώστε να χρησιμοποιούν βέλτιστα τον χώρο.
«Ντα-μέ Αρχιτεκτονική» (“Da-me Architecture”, μη-καλή αρχιτεκτονική) είναι ένας όρος που αποδίδεται στο Ατελιέ Μπόου-Γουόου, και περιγράφει τα κτίρια στο Τόκιο που επιλέγουν μια «πεισματικά ειλικρινή» απάντηση σε συγκεκριμένες συνθήκες του οικοπέδου και στις λειτουργικές απαιτήσεις, χωρίς να επιμένουν στην αρχιτεκτονική αισθητική και μορφή.[12] Ως εκ τούτου, τείνουν να αγνοούν την ανάγκη να εκφράσουν «καλό γούστο» ή να «εργαστούν με νοσταλγία» (δηλαδή βάσει προκαθορισμένων νοημάτων, κατηγοριοποιήσεων ή αισθητικών), με αποτέλεσμα μια «υβριδική, κατώτερη αρχιτεκτονική»,[12] η οποία θεωρείται από μερικούς κριτικούς και επαγγελματίες του χώρου ως «αηδιαστική» ή «ξεδιάντροπη». Ωστόσο, σύμφωνα με το Ατελιέ Μπόου-Γουόου, «Η ξεδιαντροπιά μπορεί να γίνει χρήσιμη», καθώς αυτά τα κτίρια έμμεσα εκφράζουν την αστική κατάσταση της πόλης. Στην πραγματικότητα, «αντιπροσωπεύουν μια δημιουργικά νέα, προσαρμοστική αισθητική που μπορεί να ειπωθεί ότι η ουσία του Τόκιο».
Η «Ντα-μέ Αρχιτεκτονική» αντιπροσωπεύει τις πιο οικονομικά συμφέρουσες και αποδοτικές λύσεις που απαιτούν ελάχιστη προσπάθεια, λύσεις που αναμένονται σε ένα μέρος όπως το Τόκιο.[13] Κατασκευασμένη με τον πιο πρακτικό τρόπο από τα διαθέσιμα στοιχεία της περιοχής, η «Ντα-μέ» αξιοποιεί συχνά «χωρικά υποπροϊόντα» ή οτιδήποτε είναι διαθέσιμο, όπως το κάτω μέρος τσιμεντένιων υποδομών, στέγες, κενά μεταξύ κτιρίων κλπ. «Η αρχιτεκτονική Ντα-μέ είναι επίσης σχετική με την αντιπαράθεση τύπων, με αποτέλεσμα τη παραγωγή «διακατηγοριακών υβριδίων» τα οποία φέρουν ποικιλία και είναι εντελώς ασύνδετα αλλά και αλληλεξαρτώμενα.[13] Ένα παράδειγμα είναι το Εμπορικό κατάστημα αυτοκινητοδρόμου όπως αναφέρεται στο «Κατασκευασμένα στο Τόκιο» (κατάλογος του Ατελιέ Μπόου-Γουόου ο οποίος περιγράφεται παρακάτω), όπου τα στοιχεία του ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες και οι χρήσεις τους δεν συσχετίζονται, αλλά συνυπάρχουν στην ίδια τοποθεσία επειδή η κυκλοφορία των αυτοκινήτων από πάνω και η αγορά από κάτω μοιράζονται την ίδια υποδομή.
Μια τέτοια ύπαρξη φαίνεται να είναι μια αντίθεση αισθητικής, ιστορίας, κατηγοριοποίησης και σχεδιασμού, αλλά είναι ενδιαφέρουσα και αναζωογονητική καθώς η αρχιτεκτονική είναι απλώς ένα φυσικό λειτουργικό δημιούργημα που έχει φτάσει σε αυτή τη κατάσταση μέσω μιας απελπισίας στις προσπάθειες να ανταποκριθεί στο εδώ και τώρα και σε τίποτα άλλο.[14]
Η γενεολογικη τυπολογία (Generational Typology) (επίσης «Μεταβολισμός Ματσίγια») βασίζεται στην έρευνα του κτιριακού τύπου γνωστού ως ματσίγια (machiya) (παραδοσιακά αστικά σπίτια/σπίτια εμπόρων που κατασκευάστηκαν στην περίοδο Edo), συγκεκριμένα στην περιοχή Kanazawa της Ιαπωνίας. Αυτή η περιοχή είναι ιδανική για την έρευνα της εξέλιξης αυτού του τύπου κτιρίων μέσα την πάροδο του χρόνου καθώς γλίτωσε την καταστροφή από τους σεισμούς και τον πόλεμο. Οι ματσίγια που επιλέχθηκαν για αυτή την έρευνα δεν ήταν απαραίτητα εκείνες που είχαν οριστεί για πιστή ιστορική διατήρηση, αλλά ήταν «ανώνυμες ματσίγια», εκείνες που μπορεί να είχαν τροποποιηθεί βάσει πιο ταπεινών επιρροών.[15]
Οι μελέτες αυτές έγιναν για τη περαιτέρω ανάπτυξη της έννοιας της «συμπεριφορικής» και πηγάζουν από την κατανόηση της ύπαρξης διαφορετικών «κλιμάκων χρόνου», οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την παρατήρηση της συμπεριφοράς των διαφόρων συστημάτων. Δηλαδή οι συνήθειες ενός ανθρώπου θα μπορούσαν να παρατηρηθούν επαρκώς σε μια μέρα,[16] μιας κοινωνικής ομάδας θα μπορούσαν να γίνουν εμφανείς σε μια εβδομάδα, ενώ μιας κοινότητας σε ένα χρόνο. Για τα κτίρια, η συμπεριφορά τους μπορεί να γίνει εμφανής μόνο μετά την καταγραφή των μετατροπών τους σε βάθος δεκαετιών ή αιώνων.[16]
Από τις έρευνες σε αυτές τις ματσίγια, σχηματίζονται αρκετές γενεαλογικές τυπολογίες με βάση τη συμπεριφορά και την εξέλιξη των ματσίγια με την πάροδο του χρόνου λόγω της έκθεσής τους στις «πιέσεις του εκσυγχρονισμού από την αρχική τους μορφή».[17]
Ο μεταβολισμός του κενού (Void Metabolism) είναι μια αστική φόρμουλα που επικεντρώνεται στους κενούς χώρους που αναπτύσσονται μεταξύ των κτιρίων όταν ξαναχτίζονται.[18] Στο Τόκιο τα μικρά σπίτια καλύπτουν τον χώρο και στα κενά εμφανίζεται πρασινάδα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα βιώσιμη αστική μορφή που αναπαράγεται από μόνη της. Μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος μεταβολισμού, αν και είναι αρκετά διαφορετικό σε περιεχόμενο από την αρχιτεκτονική σκέψη της δεκαετίας του 1960. Εκείνη την εποχή, οι έννοιες εστίαζαν στη σύνθεση του κατακόρυφου πυρήνα. Παρατηρείται πως οι αρχιτέκτονες πίστευαν ότι η κατασκευή της πόλης θα πραγματοποιούταν αποτελεσματικά μέσω της συγκέντρωσης της εξουσίας και του κεφαλαίου.[19] Ωστόσο, η αναδημιουργία των σπιτιών δεν περιστρέφεται γύρω από έναν πυρήνα, αλλά ένα κενό, το κενό μεταξύ των κτιρίων. Αυτό καθορίζεται από τα κίνητρα της κάθε οικογένειας ξεχωριστά, και όχι από την κεντρική συσσώρευση κεφαλαίου.
Αν η αστική φόρμουλα του μεταβολισμού του κενού αρχίζει με τα πρώτα μεγάλα κτήρια στο Τόκιο τη δεκαετία του 1920, τότε τα παλαιότερα τμήματα της είναι ήδη 90 ετών. Έχοντας υπ' όψιν την διάρκεια ζωής των σπιτιών, η οποία είναι γύρω στα 26 χρόνια, σε εκείνες τις αρχικές περιοχές έχουν θεωρητικά ξαμαχτιστεί δύο φορές.[19] Υπάρχουν διαφορές στη διάρκεια ζωής τους, οπότε η σημερινή κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει ένα μείγμα κτιρίων πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Έτσι βλέπουμε μια ποικιλία οικοδομικών συμπεριφορών, που αντανακλούν τις διαφορές μεταξύ των γενεών. Σπίτια που παράγονται τώρα αποτελούν μέρος της τέταρτης γενιάς, που καθορίζεται από τις πραγματικότητες του μεταβολισμού του κενού. Το Ατελιέ Μπόου-Γουόου ρωτά: «τι θα πρέπει λοιπόν να είναι ένα σπίτι τέταρτης γενιάς;».[20]
1.Οι εσωτερικοί χώροι πρέπει να είναι ελκυστικοί για όσους δεν είναι μέλη της οικογένειας. 2.Οι σχεδόν εξωτερικοί χώροι πρέπει να εντάσσονται με θετικό τρόπο. 3.Το κενό μεταξύ των γειτονικών κτιρίων πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.[21]
Μέσα από κείμενα και φωτογραφίες η Συμπεριφορική (Behaviorology) καλύπτει την πλειοψηφία του έργου του Ατελιέ Μπόου-Γουόου μέχρι το 2010, συμπεριλαμβανομένων των κατασκευασμένων έργων, των προσωρινών εκθέσεων, των εγκαταστάσεων τέχνης, των υβριδίων μεταξύ αρχιτεκτονικής και επίπλων, και της έρευνας τους για την αρχιτεκτονική και τον αστικό σχεδιασμό.Το βιβλίο ξεκινά με μια εισαγωγική δήλωση του Γιοσιχάρου Τσουκαμότο στην οποία εξηγεί την έννοια της «Συμπεριφορικής» του Ατελιέ Μπόου-Γουόου, συμπεριλαμβάνοντας την υπόθεση ότι η συμπεριφορά θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό στοιχείο για την κατανόηση των δεσμών μεταξύ της ανθρώπινης ζωής, της φύσης και του οικοδομημένου περιβάλλοντος.
«Η συμπεριφορική προκαλεί άμεση αλλαγή στην υποκειμενικότητα, προσκαλώντας πολλά διαφορετικά στοιχεία μαζί και θέτοντας υπό αμφισβήτηση ποιος ή τι μπορεί να είναι ο κύριος πρωταγωνιστής ενός χώρου. Μέσω αυτής της οικολογικής προσέγγισης η φαντασία μας ακολουθεί τις φυσικές αρχές και αντιλαμβάνεται τον χώρο μέσω μιας ποικιλίας οπτικών. Δεν υπάρχει καμία εμπειρία πιο ευχάριστη από όταν κάποιος περιβάλλεται και συγχρονίζεται με τους βιώσιμους ρυθμούς που ενσωματώνονται στις διαφορετικές συμπεριφορές.»[22]
Ύστερα, αναλύει διάφορες από τις άλλες βασικές σχεδιαστικές θεωρίες που ακολουθεί το Ατελιέ και ολοκληρώνει το δοκίμιο σε ένα απόσπασμα με τίτλο «Δυνατότητες της συμπεριφορικής», το οποίο συσχετίζει τη συμπεριφορική με τις προηγούμενες θεωρίες και την αντιμετωπίζει ως αναπόσπαστο μέρος αυτών. Αν και έχουν παράγει αρκετά έργα ξεχωριστά, για αυτούς δεν είναι καθόλου «σχιζοφρενικό· αντίθετα τα έργα τείνουν να επικοινωνούν, να ενημερώνουν και να αναπτύσσουν αμοιβαία το ένα το άλλο».[23]
Μετά τον σχολιασμό του Τσουκαμότο, ακολουθούν δοκίμια και συνόψεις κάθε έργου, ανάμεσα σε πολυάριθμες μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες των έργων του Ατελιέ Μπόου-Γουόου. Η έκθεση του ιστορικού της αρχιτεκτονικής Τερουνόμπου Φουτζιμόρι προβληματίζεται ιδιαίτερα με τον τρόπο με τον οποίο η θεωρητική έρευνα του Ατελιέ Μπόου-Γουόου έχει επηρεάσει το έργο του, και την εφαρμογή του «εκκεντρικού βλέμματος» τους που συζητείται σε σχέση με τον αρχιτέκτονα Γουατζίρο Κον και την Εταιρεία Παρατήρησης Αυτοκινητόδρομων. «Το έργο τους δεν είναι μια αρχιτεκτονική των χώρων, αλλά μια αρχιτεκτονική σχέσεων».[24] Εκθέσεις του εφόρου Μερόρου Γουασίντα σχολιάζουν την επιτυχία του Ατελιέ Μπόου-Γουόου στην τέχνη,[25] ενώ οι πραγματείες του Γιοσικάζου Νάνγκο[26] και του Ενρίκ Γουόλκερ[27] επικεντρώνονται στην προσέγγιση του γραφείου για την αστική και αρχιτεκτονική έρευνα.
Το Κατασκευασμένα στο Τόκιο (Made in Tokyo) εμφανίστηκε το 2001 ως δημοσιευμένο κείμενο. Έχει επίσης αναπαραχθεί με τη μορφή καταλόγων, εκθέσεων, ακόμη και σε μπλουζάκια. Το φωτεινό κίτρινο εξώφυλλο κάνει μια άμεση δήλωση, αντανακλώντας την επίδραση που έχει το κείμενο, παρέχοντας εναλλακτικές μεθόδους για την κατανόηση της αστικής φύσης του Τόκιο. Εναλλακτικές, δηλαδή, «ως αντίδοτο για τις πολλές Ιαπωνικές δημοσιεύσεις που εστιάζουν στα εξωφρενικά κτίρια της ευημερούσας περιόδου της οικονομικές φούσκας».[28]
«Ανώνυμα κτίρια, όχι όμορφα και όχι αποδεκτά στον αρχιτεκτονικό πολιτισμό μέχρι σήμερα»:[29] αυτό το κείμενο καταγράφει μια συνεχιζόμενη έρευνα που ξεκίνησε το 1991, που προέρχεται από μια παρατήρηση που έκαναν ο Τσουκαμότο και η Κάιτζιμα σε ένα καθημερινό κτίριο, «ένα στενό κατάστημα μακαρονιών που σφηνώθηκε στο χώρο κάτω από ένα κέντρο μπέιζμπολ εσωτερικού χώρου».[29] Αν και συνήθως παραμελούνται, συμπεριλαμβάνονται 70 παραδείγματα της αρχιτεκτονικής «Ντα-μέ» ή της «μη καλής αρχιτεκτονικής». Απαριθμείται μια μεγάλη ποικιλία τυπολογιών, εκτελώντας «μια έρευνα για τα άγνωστα και παράξενα κτίρια αυτής της πόλης».[12]
Παραδείγματα είναι οι Χώροι Λυμάτων (Sewage Courts), οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος απόρριψης λυμάτων και αθλητικές εγκαταστάσεις, ή το εμπορικό κέντρο Highway, ένας δρόμος ταχείας κυκλοφορίας και εμπορικό κατάστημα. Αυτά τα κτίρια μπορούν να υπάρξουν μόνο στο Τόκιο. «Σκεφτήκαμε ότι παρόλο που αυτά τα κτίρια δεν εξηγούνται από την πόλη του Τόκιο, εξηγούν τι είναι το Τόκιο. Έτσι, με τη συλλογή και συσχέτισή τους, η φύση του αστικού χώρου του Τόκιο μπορεί να γίνει εμφανής».[12]
Κάθε παράδειγμα εξηγείται με διαγράμματα και φωτογραφίες, ενώ το κείμενο παρουσιάζεται με τη μορφή ενός οδηγού. Η λογική είναι ότι «ένας οδηγός δεν χρειάζεται ένα συμπέρασμα, μια ξεκάθαρη αρχή ή μια σειρά. Αυτό φαίνεται κατάλληλο για το Τόκιο όπου το τοπίο είναι ένα ατελείωτης κατασκευής και καταστροφής».[30]
Το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ως οδηγός για τις θεωρίες που προέκυψαν από το Ατελιέ Μπόου-Γουόου, καθώς εκφράζει τη βάση της αρχιτεκτονικής και αστικής έρευνας που πυροδοτεί και υποκινεί το έργο τους.
Το Μπόου-Γουόου από την Πόστ μετά την οικονομική Φούσκα (Bow-Wow from the Post Bubble City) είναι μια έκδοση που καταγράφει έργα του γραφείου τόσο στην Ιαπωνία όσο και διεθνώς.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια με τίτλους [ΒΑΘΟΣ], [ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΕΝΗ ΜΟΡΦΗ], [ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ], [ΜΙΚΡΟΤΗΤΑ], [ΘΕΑ], [ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ], [ΣΥΝΔΙΑΣΜΕΝΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ], [ΜΙΚΡΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ], [FLUX ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ], [ΚΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ], [ΥΒΡΙΔΙΟ], και [ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ].
Η Καιτζίμα και ο Τσουκαμότο εισάγουν αυτές τις θεωρίες στην αρχή κάθε κεφαλαίου με τη μορφή ενός διαλόγου μεταξύ τους, και στη συνέχεια οι θεωρίες παρουσιάζονται εφαρμοσμένες στα έργα που ακολουθούν. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο [ΘΕΑ] εξετάζει τη σημασία των γραμμών θέασης και των οπτικών πεδίων των κατοίκων, ωστόσο δεν κάνει διάκριση μεταξύ του γραφικού τοπίου του βουνού Φούτζι και των πυκνοκατοικημένων γειτονιών του Τόκιο.[31]
Το βιβλίο διερευνά επίσης τα ζητήματα της στεγαστικής βιομηχανίας που προκάλεσε η άνθιση της οικονομίας στην Ιαπωνία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και η Καιτζίμα ειδικά ασχολήθηκε με το «πώς να συσχετίσεις την αρχιτεκτονική με την εμφάνιση του ατόμου» [32] όσον αφορά τις κοινωνικές και αρχιτεκτονικές τοποθετήσεις του κάθε σπιτιού. [31]
«Στην Ιαπωνία, κατά τη διάρκεια της περιόδου της υψηλής οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε την ήττα στον πόλεμο, και έπειτα στην περίοδο της οικονομικής φούσκας και στην επακόλουθη κατάρρευση, πολλά ξεχωριστά σπίτια έχουν κατασκευαστεί ως έργα αρχιτεκτονικής, και αναγνωρίζω τη συλλογική πολιτιστική τους αξία. Την ίδια στιγμή, συστηματικά και συνθετικά λαμβάνουν μια Μανιεριστική υπόσταση και λόγω αυτής πιστεύω πως είναι απομονωμένα από την πραγματικότητα της ζωής».[33]
Η έκδοση παρουσιάζει τα έργα του Ατελιέ Μπόου-Γουόου χρησιμοποιώντας φωτογραφίες, διαγράμματα, σχέδια, στατιστικά και γραπτές περιγραφές. Το κείμενο του βιβλίου είναι τόσο στην ιαπωνική γλώσσα, στην οποία και γράφτηκε, όσο και μεταφρασμένο στα αγγλικά.
Η χρήση του τίτλου «Γραφιστική Ανατομία» (Graphic Anatomy) υποδηλώνει ότι το βιβλίο είναι ακριβώς αυτό -μια σειρά από ανατομικές απεικονίσεις κτιρίων- και τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Το Ατελιέ Μπόου-Γουόου ταυτίζεται με τους ανατόμους ή τους βοτανολόγους, των οποίων οι δεξιότητες στην παραγωγή εικονογραφιών είναι τόσο λεπτομερείς και υπό μια έννοια σχεδόν επιστημονικές που το έργο τους δεν μπορεί να θεωρηθεί «καλλιτεχνικό», δεδομένου ότι οι τεχνικές τους περιορίζονται τόσο που κάθε ατομικό ίχνος δημιουργικότητας καταπιέζεται στη διαδικασία.[34]
Τα στοιχεία του κτιρίου -αρχιτεκτονικά και μη- απεικονίζονται με τα περιγράμματά τους και επισημαίνονται με ακριβείς λεπτομερείς σημειώσεις του υλικού, των διαστάσεων, των επενδύσεων και των υφών. Αυτή η σχεδόν μηχανική απεικόνιση της αρχιτεκτονικής επιτρέπει στα κτίρια να απελευθερωθούν από την συνηθισμένη υποκειμενικότητα των κριτικών τους, και επομένως να παρουσιάζονται με την «ειλικρίνεια της παρατήρησης».[34]
Ένα παρόμοιο στυλ παρουσίασης είχε χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες εκδόσεις του Ατελιέ Μπόου-Γουόου, όπως «Pet Αρχιτεκτονική» και «Φτιαγμένα στο Τόκιο», αλλά στο «Γραφιστική ανατομία» οι δεξιότητές τους χρησιμοποιήθηκαν για να προκαλέσουν μια νέα αίσθηση χωρικού βάθους στην απεικόνιση των σπιτιών, ενώ ταυτόχρονα επιχείρησαν να οργανώσουν 24 προηγούμενα σχέδια σπιτιών του Ατελιέ. Η χρήση κάθετων και οριζόντιων οπτικών, μαζί με τις μεγεθυμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες, επιτρέπουν έναν νέο τρόπο παρατήρησης της αρχιτεκτονικής όχι μόνο ως αντικείμενο, αλλά ως ένα ενιαίο πλαίσιο που αποτελείται από πολλές χωρικές συνθέσεις, μεταξύ δωματίων και των περιεχομένων τους, μεταξύ εσωτερικών και των παρακείμενων εξωτερικών περιβαλλόντων, μεταξύ δράσεων και τοποθεσιών, και τελικά μεταξύ των ανθρώπων και των χώρων στους οποίους κατοικούν.
«Η αρχιτεκτονική που ανοίγει τα μάτια της και τα αυτιά της σε αυτή την ποικιλομορφία της χωρικής πρακτικής, ενθαρρύνοντας την και βοηθώντας την, είναι η επανανακάλυψη της ίδιας της αρχιτεκτονικής. Εκεί στοχεύει το Ατελιέ Μπόου-Γουόου».[34]
Η Ηχώ του Χώρου/Ο χώρος της Ηχούς (Echo of Space/Space of Echo) είναι μια συλλογή από δοκίμια και εικόνες που περιγράφουν τις ιδεολογίες του Ατελιέ σχετικά με την ισορροπία μεταξύ της «μορφής που υπάρχει» (φυσικό περιβάλλον) και της «μορφής που δρα» (συστήματα και σχέσεις του περιβάλλοντος).
Διαφορετικά κεφάλαια εξερευνούν αρχιτεκτονικούς χώρους που κυμαίνονται σε κλίμακα από τον αστικό σχεδιασμό σε κατασκευασμένα αντικείμενα, με σκοπό να δείξουν «ζωντανούς χώρους όπου οι μορφές που υπάρχουν και αυτές που δρουν απηχούν η μία την άλλη».[35]
Οι ιδιόρρυθμες μελέτες τους συγκρίνουν τις ράτσες σκύλων με τύπους καρεκλών (σκύλοι και καρέκλες, διαφορές στις εκφράσεις των σκληρών και μαλακών παιχνιδιών (ζωικές φιγούρες)) και περιγράφουν την ανάβαση των κλιμακοστασίων σε σταθμούς τρένων ως ενός είδους παράσταση (μεταφορά).
Το βιβλίο επικεντρώνεται στο περιβάλλον ανάπτυξης της εταιρείας, το Τόκιο ως μια «μεταβαλλόμενη πόλη», αλλά οι παρατηρήσεις και οι κριτικές που γίνονται μπορούν να εφαρμοστούν σε όλα τα αστικά περιβάλλοντα. Προωθεί την ενότητα μεταξύ περιβαλλοντικών, ανθρώπινων και ζωικών χρήσεων του χώρου. Η Ηχώ του χώρου δημιουργεί μια υπερβατική ονειρική αναλογία μεταξύ αρχιτεκτονικής και ζωικού κόσμου, προσφέροντας μια οπτική του αρχιτεκτονικού χώρου από μια μοναδικά ιαπωνική πλευρά.
Η Ηχώ του χώρου / Ο χώρος της Ηχούς δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2009, εκτείνεται σε 139 σελίδες, περιέχει έγχρωμες φωτογραφίες και κείμενο στα Ιαπωνικά με αγγλικές μεταφράσεις από τον Κουμίκο Γιαμαμότο.
Η Οικία Τζίγκ (Jig House) είναι ένα διώροφο σπίτι στην περιοχή Funabashi, της επαρχίας Chiba που χτίστηκε το 2003. Σχεδιάστηκε για τον Σιν Σουγκάουαρα, έναν έμπορο αρχιτεκτονικών χρωμάτων και 8ο ιεραρχικά μάστερ Κέντο στην Ιαπωνία.[36]
Συνοπτικά, η ιδέα για το κτίριο ήταν ένα «δυναμικό, καθαρό και ατομικό» σπίτι που ενσωματώνει παραδοσιακά ιαπωνικά στοιχεία όπως τα χαλιά Tatami και το Shoji. Το Ατελιέ Μπόου-Γουόου ξαναερμήνευσε τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιώντας σύγχρονη αρχιτεκτονική γλώσσα, όπως η αντικατάσταση του ημιδιαφανούς, πολυλειτουργικού χαρτιού με υαλοβάμβακα ενισχυμένο από γυαλί (FRP).[36] Το FRP επαναλαμβάνεται σε όλο το σπίτι σε ράφια, στο σιντοϊστικό βωμό, στα μπάνια κλπ. Η παραδοσιακή χρήση ξύλου για την βεράντα αντικαθίσταται επίσης από βιομηχανικά υλικά όπως χάλυβας, σκυρόδεμα και μπογιά σε διάφορους αποχρώσεις.[36] Ωστόσο, η συνολική εικόνα του σπιτιού δεν εναρμονίζεται με τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού ιαπωνικού σπιτιού, εξισορροπώντας την αρχιτεκτονική με την φύση γύρω της.
Λόγω της φύσης της περιοχής, ο χώρος περιβάλλεται από προσωρινά ασφάλτινα μονοπάτια και εργοτάξια. Οι αρχιτέκτονες μελέτησαν στρατηγικά τη θέα από κάθε παράθυρο ώστε να μην υπάρχει «οπτική φασαρία». Τα παράθυρα του ισογείου έχουν θέες στον βασικό κήπο, ενώ ένα τετράγωνο παράθυρο 1.2 επί 1.2 στην κύρια κρεβατοκάμαρα οριακά εμποδίζει τη θέα προς τα τρένα. Η ακριβής λεπτομέρεια και η σύνθεση κάθε αρχιτεκτονικού στοιχείου παρέχει στο σπίτι αυτό που ο Τσουκαμότο αναφέρει ως «ρυθμούς της άυλης, εκρηκτικής ροής που ονομάζουμε ζωή».[36]
Η Οικία Νόρα (Nora House) βρίσκεται στην ύπαιθρο έξω από την πόλη Σένταϊ, 310 χιλιόμετρα βόρεια του Τόκιο, στην Ιαπωνία. Αυτή η περιοχή των 230 τετραγωνικών μέτρων ανήκε σε μια κοινότητα κατοίκων που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1960 όταν η περιοχή ήταν κυρίως αγροτόπια. Επιπλέον, το οικόπεδο είναι απέναντι από το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε η γυναίκα εκ των παραγγελιοδοτών.
Σχεδιάστηκε από το Ατελιέ Μπόου-Γουόου σε συνεργασία με το Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Τόκιο, το 2006. Η κατοικία προοριζόταν για ένα ζευγάρι με ένα μικρό παιδί που είχε μόλις μετακομίσει εκεί, εγκαταλείποντας την πόλη. Ως μέρος της ιδεολογίας του Ατελιέ, για την μεγιστοποίηση της δυναμικής των μικρών χώρων, οι αρχιτέκτονες έπρεπε να απομακρυνθούν από την κατακόρυφη ανάπτυξη του σπιτιού και να αρχίσουν να αναπτύσσουν το σχέδιο οριζόντια.
«Στο Τόκιο, αναπτύξαμε πολύ την κατοίκηση σε ένα δωμάτιο, αλλά με έναν πιο κατακόρυφο τρόπο», εξηγεί ο Τσουκαμότο. «Εδώ, αναπτύξαμε την ιδέα οριζόντια».[37]
Το αποτέλεσμα ήταν ένα μονώροφο σπίτι που εκτείνεται σε εννέα διαφορετικά επίπεδα, χωρισμένα μεταξύ τους μόνο από μικρές σκάλες και τρία ελεύθερα διαχωριστικά. Δεδομένου ότι οι αρχιτέκτονες αποφάσισαν να ενσωματώσουν τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών αγροτικών σπιτιών τύπου Μινκα, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια νέα τυπολογία για την ταυτόχρονα γεωργική και αστική γης που βρίσκεται στα όρια των ιαπωνικών πόλεων. Επίσης, χρησιμοποιώντας αυτό το παραδοσιακό στυλ κτιρίων, οι αρχιτέκτονες μπόρεσαν να ενσωματώσουν αυτό το εκφραστικό και ανοιχτό προς τον δρόμο σπίτι με τις παρακείμενες κατοικίες με κεκλιμένες σκεπές που καλύπτονται από μεταλλική ενίσχυση ή στόκο. Το στυλ των Μίνκα φαίνεται στην ψηλή γωνιώδη στέγη που χρησιμεύει ως υποκατάστατο καμινάδας, στη καλυμμένη βεράντα, στο μεγάλο ρευστό εσωτερικό χώρο και στην ξύλινη κατασκευή. Επιπλέον, η ασυνήθιστη στέγη ήταν κατάλληλη για την έντονες βροχοπτώσεις που συμβαίνουν σε πολλά μέρη της Ιαπωνίας. Η απότομη κλίση της στέγης επιτρέπει στη βροχή και το χιόνι να γλιστρήσουν με ευκολία από πάνω της, εμποδίζοντας το νερό να εισέλθει στο σπίτι.
Η Οικία Νόρα ανήκει στην Pet αρχιτεκτονική, έναν όρο που δημιουργήθηκε από τους αρχιτέκτονες-ιδρυτές του Ατελίε Μπόου-Γουόου. Είναι όρος για τα κτίρια που σφηνώνονται σε κενούς αστικούς χώρους. Το όνομα «Pet αρχιτεκτονική» αναφέρεται σε σπίτια που έχουν χαρακτηριστικά που θυμίζουν κατοικίδια ζώα, δηλαδή είναι μικρά, αστεία, γοητευτικά, επαναστατικά, απρόσμενα και ευπροσάρμοστα στο περιβάλλον τους. Δεδομένου ότι η αρχιτεκτονική αυτή δεν χρησιμοποιεί πρωτοποριακή τεχνολογία και δεν έχει την εμφάνιση ως πρώτο μέλημά της, αποτελεί έναν εξαιρετικό τρόπο ώστε οι χρήστες να προσαρμόσουν το κτίριο στις ανάγκες τους, με χαμηλό προϋπολογισμό. Δεδομένου ότι ορίζεται από τη χρήση περίεργων σχημάτων και εφευρετικών λύσεων για αποχέτευση, παράθυρα και κλιματισμό, τονίζουν την μοναδική τους τοποθεσία, παράγουν μια χαλαρή ατμόσφαιρα και, επομένως, προωθούν η ανακούφιση του κατοίκου.
Το Πολιτιστικό Κέντρο του Χαναμιδόρι (Hanamidori Cultural Center) είναι ένα πολυχρηστικό κτίριο που χτίστηκε στο Πάρκο Μνήμης Σόβα στο Τάτσικαβα του Τόκιο,[38] το 2005 σε απόσταση μόλις 10 λεπτών με τα πόδια από το σιδηροδρομικό σταθμό Τάτσικάβα. Καταλαμβάνει μια συνολική επιφάνεια 6.032 τετραγωνικών μέτρων σε σχέδιο που αναπτύχθηκε από τους αρχιτέκτονες Μαζακάζου Σουζούκι και Μομόγιο Κάιτζιμα σε συνεργασία με το Ατελιέ Μπόου-Γουόου[39] και θέτει ως κέντρο την εμπειρία της Πράσινης Πολιτισμικής Ζώνης και τις λειτουργίες της ανταλλαγής και παροχής πληροφοριών.
Το κτίριο περιλαμβάνει εκθεσιακό χώρο, εργαστήρια, καφετέρια και βιβλιοθήκη, όλα κατασκευασμένα μέσα στους 15 κυλίνδρους που υποστηρίζουν μια κυματιστή στέγη καλυμμένη με πράσινο. Οι χώροι μεταξύ των κυλίνδρων είναι οργανωμένοι με έπιπλα που μπορούν να αλλάξουν ανάλογα με τη λειτουργία και σχηματίζουν ένα γυαλώδες εξωτερικό δέρμα που επιτρέπει την οπτική σύνδεση με το εξωτερικό. Η πρόσοψη μπορεί να ανοίξει αν ο καιρός είναι καλός, παρέχοντας ανεμπόδιστη πρόσβαση στο εξωτερικό.[38]
Με τοποθεσία την περιοχή Σινάγκαβα-κου του Τόκιο, το Πυργόσπιτο (House Tower), που παρουσιάζει υποχώρηση από τον δρόμο και έχει ύψος που υπερβαίνει τα 11 μέτρα σε ύψος, καταλαμβάνει μόνο μια έκταση 18,5 τετραγωνικών από το περιορισμένο οικόπεδο των 42 τετραγωνικών. Με το μοναδικό ύψος και τα φαινομενικά παράλογα ανοίγματα, αυτό το κτίριο από ενισχυμένο σκυρόδεμα μοιάζει με ένα «μονόφθαλμο τέρας», αμήχανα κρυμμένο στην γειτονιά, υπό τη κάλυψη εμφανώς «κοντότερων» ομολόγων, σαν να προσπαθεί να βρει μια ευκαιρία να δραπετεύσει.
Λόγω περιορισμών του χώρου, το σπίτι ξεχωρίζει από τον συμβατικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και διαμορφώνεται ως ένας ενιαίος όγκος. Οι διαφορετικοί χώροι ενός τυπικού σπιτιού δεν ορίζονται από τοίχους αλλά από 10 μικρά πατώματα σε διαφορετικά επίπεδα, καθένα με το δικό του σκοπό και όλα συνδεδεμένα με μια αιωρούμενη σκάλα, η οποία αποτελείται από ανεξάρτητα πατήματα που κρέμονται σε μεταλλικές δοκούς,[40] επομένως οι κύριες λειτουργίες του σπιτιού τοποθετούνται στα «πλατύσκαλα». Η σκάλα επίσης διαιρεί το σπίτι κατά μήκος σε δύο περιοχές. Τα έπιπλα και τα φωτιστικά ευθυγραμμίζονται προσεκτικά με τους χώρους πίσω τους, αφήνοντας την άλλη πλευρά «καθαρή, ευέλικτη και χωρίς ενσωματωμένες εγκαταστάσεις».[40]
Παρά την προφανή «μοναδικότητα» του κτιρίου, το υπερμέγεθες μπροστινό παράθυρο «συσχετίζεται με την κλίμακα του εξωτερικού κτιστού περιβάλλοντος»,[41] ενώ συνομιλεί με την τοξωτή σκεπή ενός γείτονα.
Η οικία Ακού (Ako House) βρίσκεται σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, την Setagaya του Τοκιο. Πρόκειται για ένα τριώροφο κτίριο κατοικιών με συνολική έκταση οικοπέδου στα 51 τετραγωνικά μέτρα. Χρειάστηκαν 7 μήνες για να σχεδιαστεί το σπίτι με 5 μήνες για τη κατασκευή. Η δομή και η μέθοδος κατασκευής του σπιτιού είναι από ξύλο.[42]
Η οικία Ακού είναι ένα παράδειγμα μιας οικοδομικής «συμπεριφοράς» που παρουσιάζεται στις αυξημένα κατακερματισμένες κατοικίες υψηλής πυκνότητας.[43] Λόγω της περιορισμένης έκτασης του χώρου, ο όγκος του σπιτιού έπρεπε να επεκταθεί κατακόρυφα δημιουργώντας έτσι μια ισχυρή κατακόρυφη κυκλοφορία. Ο στόχος στον σχεδιασμό του Ατελιέ Μπόου-Γουόου για αυτό το σπίτι ήταν «να εξασφαλιστεί η μέγιστη χωρητικότητα που μπορεί να επιτευχθεί στην τοποθεσία, ανακαλύπτοντας παράλληλα νέες συμπεριφορές εντός της πυκνότητας και της κατάστασης κατακόρυφης επέκτασης».[43] Το οικόπεδο βρίσκεται σε έναν γωνιακό χώρο με μια κομμένη γωνία. Αντικατοπτρίζοντας αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χώρου στο σχεδιασμό της, η πρόσοψη του σπιτιού χωρίζεται σε πέντε τμήματα ίσου μήκους με ελαφρώς μετατοπισμένες γωνίες. Κάθε τοίχος έχει λίγα παράθυρα που είναι τοποθετημένα έτσι ώστε να επιτρέπουν την θέα προς τα κοντινά δέντρα και τον κατηφορικό δρόμο.
Το εσωτερικό του σπιτιού έχει σαφή σύνθεση και η σκάλα τοποθετείται στο κέντρο του σπιτιού. Κάθε επίπεδο των ορόφων διακρίνεται έντονα από τα δικά του χαρακτηριστικά. Ωστόσο, το μειονέκτημα αυτής της κυρίαρχης σκάλας είναι ότι μερικές φορές δημιουργεί έντονη απόσπαση του οπτικού πεδίου. Το Ατελιέ προσπάθησε να λύσει αυτό το πρόβλημα κρύβοντας τη σκάλα όσο περισσότερο γινόταν. «Δημιουργήσαμε ενδιάμεσα επίπεδα για να μειώσουμε τα κατακόρυφα διαστήματα μεταξύ των ορόφων και να μικρύνουμε την κάθε σκάλα».[44]
Χτισμένη το 2004 στη Καροουιτζάγια-τσο στο Ναγκάν, η Οικία Μαύρου Σκύλου, είναι μια κατοικία η οποία μπορεί να θεωρηθεί σχετικά συμβατική, συγκριτικά με άλλα έργα.[45] Όμως, όπως πολλά άλλα έργα, η Οικία Μαύρου Σκύλου αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα στην δημιουργία χώρων. Οι Μπόου-Γουόου εξερευνούν τις ήπιες αλλαγές μεταξύ των επιφανειών, της ανεπαίσθητης μετάβασης μεταξύ των στοιχείων και της τημηματικής συναρμολόγησης ενός σπιτιού, που του αποδίδουν εκφραστικότητα.[46]
Όπως και στην πόλη, οι Μπόου-Γουόου εξετάζουν προσεκτικά το περιβάλλον και το ερμηνεύουν για να σχεδιάσουν ένα κτίριο προσαρμοσμένο σε αυτό. Η οπτική επαφή με τη φύση είναι ένα από τα καθοριστικά στοιχεία του σπιτιού. Το σπίτι είναι σχεδιασμένο με πολύ ανοιχτή κάτοψη, και επιτρέπει ανεμπόδιστη θέα ως το δάσος.[47]
Το σπίτι αποτελείται από μια σειρά από υποδιαιρεμένα δωμάτια, όλα ίσου μεγέθους: χώρος κατοικιδίων, κρεβατοκάμαρα, ξενώνας, κουζίνα, μπάνιο και γκαράζ. Ο εσωτερικός τοίχος αποτελεί μια συνεχή γραμμή που διπλώνεται για να δημιουργήσει χώρους στις δύο πλευρές, ενώ ένας διάδρομος διέρχεται μέσα από διάφορα δωμάτια. Το κάθε δωμάτιο αποκτά μια διαφορετική οπτική κατάσταση.[47]
Η χαμηλή προεξοχή της στέγης διαιρεί την όψη σε ανώτερες και χαμηλότερες ενότητες, αν και οι εσωτερικοί χώροι έχουν αρκετά υψηλή οροφή (μέγιστο 5,1 μέτρα). Ο νεαρός καλλιτέχνης Ταμπαίμο ζωγράφισε τοιχογραφίες σε όλους τους τοίχους. Η οροφή είναι βαμμένη ασημένια ώστε να αντανακλά το φως στον χώρο.[47]
Η κατασκευή της κατοικίας και του γραφείου τους στο Σιντζούκου-κου, Τοκούνιο, χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση διαπερατών εσωτερικών χώρων, όπου κοινός και ιδιωτικός χώρος συνδυάζονται.[48] Το σπίτι βρίσκεται σε ένα οικόπεδο σε σχήμα σημαίας και δημιουργεί μια συνομιλία με τους γείτονές του, εκφράζοντας τις αστικές ιδιότητες του Ατελιέ Μπόου-Γουόου. Περιβάλλεται από κτίρια και συνδέεται μέσω μιας στενής λωρίδας γης με τον δρόμο. [49] Η Οικία και Ατελιέ Μπόου-Γουόου «εκμεταλλεύεται στα όρια τη χωρική δυνατότητα ενός μικρού οικοπέδου»[50] επενδύοντας στην «ευρύτερη τάξη του αστικού περιβάλλοντος».[51] Η ευαισθησία στους διαθέσιμους κενούς χώρους οδήγησε στη τοποθέτηση ανοιγμάτων προς τα γειτονικά σπίτια, θέτοντας «τον εσωτερικό χώρο ως μέρος του περιβάλλοντος του, ένα δωμάτιο που συνυπάρχει με το εξωτερικό τοίχο του γείτονά του». Λειτουργώντας ως ημιδημόσιο κτίριο, το Μπόου-Γουόου προσπάθησε να απαλύνει τον διαχωρισμό μεταξύ ζωής και εργασίας, ως «αλληλένδετες δραστηριότητες». «Η αποφυγή βαριών διαχωριστικών τοιχών, μαλακώνει ακόμη περισσότερο τη διάκριση μεταξύ του περιβάλλοντος και του εσωτερικού και, εντός αυτού, μεταξύ του σπιτιού και του γραφείου». Εισερχόμενοι μέσα από ένα στενό διάδρομο, οι χρήστες εμφανίζονται μέσα σε ένα «τετραώροφο εσωτερικό που είναι πρακτικά ένας μόνο όγκος, με τις τέσσερις κύριες επιφάνειες να διατάσσονται στον ημιώροφο, και μεγάλα ενδιάμεσα πλατύσκαλα ανάμεσά τους». [50] Συναντούν πρώτα το χώρο του ατελιέ που εξαπλώνεται στα ανώτερα και τα κατώτερα επίπεδα του ισογείου.[51] Η έκφραση της ανόδου μέσα στην δομή του Ατελιέ Μπόου-Γουόου οδηγεί στην αλλαγή της φύσης των χώρων. Καθώς οι κάτοικοι ανεβαίνουν, οι τοίχοι του κτιρίου συγκλίνουν για να περιορίσουν τα ανώτερα επίπεδα, μετατοπίζοντας την εσωτερική κλίμακα του κτιρίου σε μια οικιακή αίσθηση κατάλληλη για κατοίκηση. Οι εξωτερικές θέες χαρακτηρίζουν επίσης τον προσανατολισμό των επιπέδων του χώρου.
Επιπλέον, το Ατελιέ Μπόου-Γουόου εξηγεί τα πρακτικά ζητήματα του ελέγχου της θερμοκρασίας σε ένα χώρο που χρησιμοποιείται 24 ώρες την ημέρα. Αυτά επιλύονται τοποθετώντας έναν θερμαντή/ψυκτήρα κατακόρυφα μέσα από το κτίριο, μειώνοντας τα «όρια μεταξύ των περιοχών και δημιουργώντας αντί αυτών πιο σύνθετων σχέσεων».[51]
Τοποθετημένο κεντρικά των προαστίων και μια ώρα από το Τόκιο με τρένο, η Οικία Άνι (Ani House) του Ατελιέ Μπόου-Γουόου βρίσκεται σε ένα μικρό τμήμα γης με μέγεθος μόλις 10 επί 11 μέτρα.[52] Μια βασική ιδέα του σχεδιασμού της Οικίας Άνι ήταν αρχικά να δημιουργηθεί απόσταση από τα γύρω όρια και το περιβάλλον, και στη συνέχεια «να ανασχηματιστούν οι σχέσεις προς κάθε κατεύθυνση».[53] Ο Γιοσιχάρου Τσουκαμότο και η Μομόγιο Καιτζίμα αντιστάθηκαν της συμβατικής μεθόδου που θέλει το κτήριο να καλύπτει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση της μικρής περιοχής, και αντίθετα, το μικρό αποτύπωμα της τριώροφης δομής τοποθετείται στο κέντρο. Το σπίτι βρίσκεται τουλάχιστον 2,5 μέτρα μακριά από τα όρια του οικοπέδου και τους γείτονές του.[54] Αυτό επιτρέπει τη δημιουργία ελεύθερων μεγάλων ανοιγμάτων σε κάθε ύψος του κτιρίου χωρίς να επηρεάζεται η ιδιωτικότητα της οικίας.
Τα εσωτερικά επίπεδα της οικίας Άνι είναι ενιαίοι χώροι, χωρίς διαχωριστικά, με την κουζίνα και το μπάνιο να ξεπροβάλλουν από τον κύριο όγκο. Το σπίτι βρίσκεται μισό επίπεδο πάνω από το έδαφος, μετατοπίζοντας έτσι τις γραμμές θέασης μεταξύ του δρόμου και του εσωτερικού του κτιρίου, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένας ανοιχτός, αλλά ιδιωτικός χώρος στο εσωτερικό. Η χρήση φράχτη, η οποία μπορεί να γίνει περιοριστική γύρω από μια μικρή περιοχή, έχει εξαλειφθεί για να ανοίξει το οικόπεδο προς τον δρόμο.[53]
Τα παράθυρα στις όψεις του σπιτιού συνδυάζουν τα ανοίγματα του πάνω και του κάτω ορόφου για να δημιουργήσουν μεγάλα ανοίγματα που δημιουργούν αντίθεση με το μικρό όγκο του κτιρίου. Τα παράθυρα δεν ευθυγραμμίζονται με τα εσωτερικά επίπεδα και τα μεγέθη τους αποκρύπτουν την σκάλα και τον διαχωρισμό των εσωτερικών χώρων πίσω από τις όψεις του κτιρίου.[53]
Η οικία Άνι αξιοποιεί το υπάρχον περιβάλλον για να εξετάσει τη αμφίδρομη σχέση του με την αρχιτεκτονική και αναπτύσσει ένα είδος ανοιχτής επικοινωνίας ανάμεσα στο σπίτι, στον κάτοχό του και στην πόλη του. [55]
2001-2003
Η μη συμβατική Οικία Γκέι (Gae House), που βρίσκεται στη Setagaya του Τόκιο, είναι ανάμεσα στα σπίτια που είναι γραμμικώς τοποθετημένα σαν φράχτες και αναφέρονται στον διαχωρισμό των ιδιοκτησιών από τη κληρονομιά της γης και στα απομεινάρια των φράχτων που κάποτε περιέβαλλαν ολόκληρο το τετράγωνο. Η οικία Γκέι αγκαλιάζει την πρόθεση των περιβάλλοντων σπιτιών με τη χρήση της μεγαλύτερης δυνατής στέγης, βάσει των περιορισμών του ήλιου και της τοποθεσίας,[56] ενώ οι τοίχοι υποχωρούν από τα όρια του οικοπέδου. Το κενό που προκύπτει μεταξύ αυτών των στοιχείων, ενσωματώνει το περιβάλλον με το σπίτι.
Το σπίτι είναι οργανωμένο με την κρεβατοκάμαρα και το χώρο εργασίας να βρίσκονται στο υπόγειο, το σαλόνι και η κουζίνα να βρίσκονται στη σοφίτα, ενώ η είσοδος είναι στον δεύτερο όροφο. Ο δεύτερος όροφος με οριζόντια ανοίγματα και άσπρους τοίχους επιτρέπει στο φως να εισέλθει, δημιουργώντας θέες και ενσωματώνοντας το εξωτερικό περιβάλλον.[58] Αυτό το οριζόντιο παράθυρο που θυμίζει κορδέλα, γίνεται ένα επίσημο μέσο για την ανάμειξη του φωτός μέσα και έξω από το σπίτι, καθώς και δημιουργεί μια οπτική σύνδεση με το εξωτερικό και επιτρέπει την πρόσβαση επαρκούς φυσικού φωτισμού στην περιοχή της οροφής. Αυτή η αίσθηση της περίκλυσης ονομάζεται «πορώδης χώρος». [57]
Ο αδιαχώριστος χαρακτήρας του σπιτιού από τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει στην περιοχή του περιγράφει μια «οργανική αρχιτεκτονική εμπειρία»,[59] αρχιτεκτονική που εξερευνά τις σχέσεις μεταξύ του κατοίκου, του άμεσου περιβάλλοντος και του ευρύτερου αστικού περιβάλλοντος.
Το Μικρό σπίτι βρίσκεται στο Νερίμα-κου του Τόκιο, ένα πυκνοκατοικημένο προάστιο, σε ένα μικρό οικόπεδο 77 τετραγωνικών μέτρων. Το σπίτι καλύπτει μόνο 41 τετραγωνικά μέτρα του οικοπέδου, αλλά έχει συνολική επιφάνεια 90 τετραγωνικών μέτρων σε δυόμιση ορόφους.[45]
Το σχέδιο εμπνέεται από τις θεωρίες του Ατελιέ Μπόου-Γουόου για τον Μεταβολισμό του κενού και το Σπίτι της Τέταρτης Γενιάς που δίνει έμφαση στη μορφή και τη φύση των χώρων μεταξύ των κτιρίων καθώς και στις εσωτερικές τους ιδιότητες. Το Ατελιέ Μπόου-Γουόου βλέπει το σπίτι της τέταρτης γενιάς ως το προϊόν τριών σημαντικών συνθηκών.
«...ο εσωτερικός χώρος να είναι ελκυστικός για όσους δεν είναι μέλη της οικογένειας· οι σχεδόν εξωτερικοί χώροι να εισάγονται με θετικό τρόπο, προτρέποντας τους κατοίκους να βγούν από τα σπίτια τους· και τα κενά μεταξύ των γειτονικών κτιρίων να επαναπροσδιορίζονται».[46]
Το μικρό σπίτι βρίσκεται σε μια μικρή περιοχή με έναν δρόμο πλάτους τεσσάρων μέτρων ανατολικά, ένα ιδιωτικό μονοπάτι νότια και μια ανοιχτή έκταση δυτικά που πρόκειται να γίνει κόμβος. Το σπίτι τοποθετείται με το κύριο όγκο του στο κέντρο του χώρου με επιμέρους όγκους να προβάλλονται από κάθε πλευρά, μεσολαβώντας στη σχέση του σπιτιού με το περιβάλλον του. Για παράδειγμα, στην ανατολική πρόσοψη που βλέπει το δρόμο, ο προβαλλόμενος όγκος βρίσκεται πάνω από το έδαφος δημιουργώντας χώρο για πάρκινγκ από κάτω και οι σκάλες που διατρέχουν την νότια πλευρά, επιτρέπουν την πρόσβαση. Τα παράθυρα είναι τοποθετημένα έτσι ώστε να ανοίγουν στα μικρά κενά που δημιουργούνται από τη μορφή του κτιρίου, επιτρέποντας τον φυσικό φωτισμό ανεξάρτητα από την μελλοντική ανάπτυξη των γύρω χώρων.[60]
|url=
. Empty., World Changing, March 17, 2004.