Τίτλος | Attila[1] |
---|---|
Γλώσσα | Ιταλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | Σεπτέμβριος 1846[2] |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 19ος αιώνας |
Μορφή | όπερα |
Χαρακτήρες | Attila[2][3][4], Ezio[3][4], Leone[3][4], Odabella[3][4], Foresto[3][4] και Uldino[3][4] |
Τόπος | Ακυληία Ρώμη |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Αττίλας (Attila) είναι όπερα με πρόλογο και τρεις πράξεις του Ιταλού συνθέτη Τζουζέπε Βέρντι. Είναι γραμμένη πάνω σε ιταλικό λιμπρέτο του Τεμιστόκλε Σολέρα, βασισμένο στο ομώνυμο γερμανικό θεατρικό έργο (Attila, König der Hunnen = Αττίλας, βασιλιάς των Ούννων) του Ζακαρίας Βέρνερ, που γράφτηκε το 1809. Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας έγινε στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας, στις 17 Μαρτίου 1846.
Η άρια ηρωικής αποφασιστικότητας στη β΄ πράξη του έργου È gettata la mia sorte αποτελεί ένα καλό παράδειγμα χαρακτηριστικής άριας του είδους που ανέπτυξε ο Βέρντι και έγινε διάσημη στην εποχή της για τους υπαινιγμούς της, όταν το ιταλικό κοινό αγωνιζόταν για την υιοθέτηση ενός φιλελεύθερου συντάγματος από τον Φερδινάνδο Β΄[5]. Και άλλα σχόλια της εποχής επαινούσαν το έργο ως κατάλληλο για την «πολιτική εκπαίδευση του λαού», ενώ αντιθέτως άλλοι επέκριναν την όπερα ως «τευτονική» ως προς τη φύση της[5].
Ο Βέρντι είχε διαβάσει το «υπερ-ρομαντικό» θεατρικό έργο τον Απρίλιο του 1844, πιθανώς μετά από σύσταση του φίλου του Ανδρέα Μάφφεϊ, ο οποίος είχε συντάξει μία περίληψή του[6]. Μία επιστολή του συνθέτη στον Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε (με τον οποίο είχε ήδη συνεργασθεί στον Ερνάνη και στους Δύο Φόσκαρι) περιείχε το θέμα του Αττίλα ως την όπερα νο. 10 σε έναν κατάλογο με εννέα άλλα πιθανά σχέδια[7] και ενεθάρρυνε τον Πιάβε να διαβάσει το έργο, το οποίο ο μουσικολόγος Julian Budden περιγράφει ως «αποπλεύσαν από τις αγριότερες ακτές του γερμανικού λογοτεχνικού ρομαντισμού, με όλη τη βαγκνερική σκευή του - οι Νορνίρ, η Βαλχάλλα, το ξίφος του Βόνταν, οι θεοί του φωτός και του σκότους.»[8].
Καθώς ο Αττίλας θα ήταν η δεύτερη όπερα που θα έγραφε ο Βέρντι για τη Βενετία, φαίνεται ότι άλλαξε γνώμη και αντί για τον Πιάβε προτίμησε να συνεργασθεί με τον Σολέρα, τον λιμπρετίστα του για τον Ναμπούκο και τους Λομβαρδούς, δύο όπερες στο σχήμα του μεγάλου χορωδιακού ταμπλώ, κάτι που ο λιμπρετίστας ήταν έτοιμος να ξαναχρησιμοποιήσει για τη νέα όπερα[9].
Η προσέγγιση του Σολέρα ήταν να δώσει έμφαση σε ένα κάλεσμα προς τον ιταλικό, και ειδικότερα τον βενετσιάνικο πατριωτισμό, αγνοώντας πολλά από τα στοιχεία του θεατρικού έργου και αλλάζοντας τη σειρά σημαντικών σκηνών, ενώ στην εναρκτήρια σκηνή θα έδειχνε τη θεμελίωση της Βενετίας. Αλλά ο ρυθμός άρχισε να επιβραδύνεται, καθώς η ασθένεια περιόρισε την ικανότητα του συνθέτη να φέρει σε πέρας μεγάλη ποσότητα εργασίας. Στη συνέχεια ήρθε το δεύτερο χτύπημα: Ο Σολέρα εγκατέλειψε το έργο τελείως και ακολούθησε την τραγουδίστρια σύζυγό του στη Μαδρίτη, όπου διορίσθηκε διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου, αφήνοντας μόνο το προσχέδιο για την τρίτη πράξη.
Με αυτή την τροπή των πραγμάτων, ο Βέρντι επέστρεψε στον Πιάβε για την ολοκλήρωση της γ΄ πράξεως, με τις «ευλογίες» του Σολέρα[10]. Αλλά η σχέση ανάμεσα στον συνθέτη και στον Πιάβε χειροτέρευσε με διάφορους τρόπους, ιδιαίτερα με αφορμή τη χρήση ορχηστρών στη σκηνή στα πλαίσια της ιδέας του Βέρντι για μία γκραν οπερά. Οι διαφορές ανάμεσα στην εκδοχή του Πιάβε και σε αυτό που ο Σολέρα (που είχε λάβει ένα αντίγραφο της γ΄ πράξεως του Πιάβε) είχε αρχικώς συλλάβει ήταν τόσο μεγάλες, ώστε προκάλεσαν τελική ρήξη ανάμεσα στον Βέρντι και στον Πιάβε. Οι ιδέες του συνθέτη για το λυρικό θέατρο είχαν κινηθεί πολύ πιο μπροστά από αυτές του παλαιού συνεργάτη του.
Η γενική υποδοχή από τον τύπο για την πρεμιέρα δεν υπήρξε τόσο θετική όσο η υποδοχή από το κοινό της. Καθώς σημειώνει ο Budden, «το ιταλικό κοινό είχε βάλει την όπερα στην καρδιά του» και προσθέτει ότι η άρια του Ρωμαίου στρατηγού Αετίου Avrai tu l'universo, resta l'Italia a me («Μπορείς να έχεις όλο το Σύμπαν, αλλά άσε την Ιταλία σε μένα») γέννησε αυθόρμητες ζητωκραυγές[11].
Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της το 1846, η όπερα συνέχισε με παραστάσεις σε όλες τις μεγάλες ιταλικές πόλεις (αλλά και στη Βαρκελώνη και τη Λισαβόνα), συνολικά πάνω από 25 παραγωγές, μαζί με μία στο Παλέρμο υπό τον τίτλο Gli Unni e I Romani (= Οι Ούννοι και οι Ρωμαίοι) το 1855. Μία παραγωγή στο Κόμο αναφέρεται το 1875 και στη συνέχεια η όπερα φαίνεται να «εξαφανίζεται», τουλάχιστον στην Ιταλία [12].
Ο Αττίλας πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 1848 από τον Benjamin Lumley, ο οποίος στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «κανένα ίσως από τα έργα του Βέρντι δεν είχε συνεγείρει περισσότερο ενθουσιασμό στην Ιταλία ή είχε στεφανώσει τον ευτυχή συνθέτη με αφθονότερες δάφνες από ό,τι ο Αττίλας[13].
Κατά τον 20ό αιώνα η πρώτη αξιοσημείωτη παράσταση της όπερας έγινε σε συναυλιακή μορφή κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ της Βενετίας του 1951. Αυτή φαίνεται ότι ανανέωσε το ενδιαφέρον για τον Αττίλα, αφού το επόμενο έτος ανέβηκε στη Ρώμη, ενώ άλλες αξιόλογες παραγωγές έγιναν στο Λονδίνο το 1963 (με αγγλικό λιμπρέτο), στην Τεργέστη (1965), στο Μπουένος Άιρες (1966), στο Βερολίνο (1971), στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου και στη Φλωρεντία (1972).
Στη Σκάλα του Μιλάνου μνημειώδης ήταν η παραγωγή του 1986 με τον Αμερικανό βαθύφωνο Samuel Ramey στον ομώνυμο ρόλο, οπότε και κινηματογραφήθηκε (σήμερα διαθέσιμη σε DVD).
Ρόλος | Φωνή | Διανομή στην πρεμιέρα, (17 Μαρτίου 1846)[14] |
---|---|---|
Αττίλας, βασιλιάς των Ούννων | βαθύφωνος | Ignazio Marini |
Ούλντινο, σκλάβος του Αττίλα από τη Βρετάνη | τενόρος | Ettore Profili |
Οδαβέλλη, κόρη του ηγεμόνα της Ακυϊληίας | υψίφωνος | Sophie Löwe |
Φλάβιος Αέτιος (Ezio), Ρωμαίος στρατηγός | βαρύτονος | Natale Costantini |
Φορέστο, ένας ιππότης της Aquileia | τενόρος | Carlo Guasco |
Λέων (Πάπας Λέων Α΄)[15] | βαθύφωνος | Giuseppe Romanelli |
Χορωδία από αρχηγούς και στρατιώτες των Ούννων, ιέρειες, Ακυϊληιανούς, Ρωμαίους στρατιώτες και λαό της Ρώμης |
Σκηνή 1: Η κατεστραμμένη πόλη της Ακυληίας
Ο Αττίλας και η νικηφόρος ορδή του εκπλήσσονται όταν βλέπουν μία ομάδα γυναικών ως αιχμαλώτους πολέμου. Η επικεφαλής τους, η Οδαβέλλη, ρωτά γιατί οι γυναίκες των Ούννων μένουν στο σπίτι (Allor che i forti corrono / «Ενώ οι πολεμιστές σας ορμούν στα σπαθιά τους σα λιοντάρια»). Ο Αττίλας, εντυπωσιασμένος από το θάρρος της, θέλει να της κάνει μία χάρη και εκείνη τού ζητά το σπαθί της, με το οποίο προτίθεται να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα της από τα χέρια του ίδιου του Αττίλα (Da te questo or m'è concesso). Ο απεσταλμένος των Ρωμαίων Αέτιος ζητά ακρόαση και προτείνει μία διαίρεση της αυτοκρατορίας: Avrai tu l'universo, Resti l'Italia a me / «Μπορείς να έχεις όλο το Σύμπαν, αλλά άσε την Ιταλία σε μένα». Ο Αττίλας περιφρονητικά τον αποκαλεί προδότη της πατρίδας του.
Σκηνή 2: `Ενας βάλτος, η μελλοντική τοποθεσία της Βενετίας
Μία βάρκα που μεταφέρει τον Φορέστο και άλλους επιζώντες αράζει. Εκείνος σκέπτεται την αιχμαλωτισμένη Οδαβέλλη (Ella in poter del barbaro / «Είναι στην εξουσία του βαρβάρου!»), αλλά μετά ξεσηκώνει τον εαυτό του και τους άλλους να αρχίσουν να χτίζουν μία νέα πόλη (Cara patria già madre e reina / «Αγαπητή πατρίδα, μάνα και βασίλισσα μαζί δυνατών, γενναιόδωρων γιων»).
Σκηνή 1: Δάσος κοντά στο στρατόπεδο του Αττίλα
Η Οδαβέλλη θρηνεί τον πατέρα της και τον Φορέστο (Oh! Nel fuggente nuvolo / «Ω πατέρα, δεν είναι η εικόνα σου αποτυπωμένη στα φευγαλέα νέφη;...»), πιστεύοντας ότι και ο δεύτερος είναι νεκρός. Εκείνος όμως εμφανίζεται μπροστά της και εκείνη αρνείται κάθε απιστία, θυμίζοντάς του τη βιβλική Ιουδήθ. Το ζευγάρι ξανασμίγει: Oh, t'inebria nell'amplesso / «Ω, απέραντη χαρά δίχως μέτρο")
Σκηνή 2: Το αντίσκηνο του Αττίλα
Ο Αττίλας ξυπνά και διηγείται στον Ούλντινο ένα όνειρο που είδε: ένας γέρος τον σταμάτησε στις πύλες της Ρώμης και τον προειδοποίησε να γυρίσει πίσω (Mentre gonfiarsi l'anima parea / «Καθώς η ψυχή μου έμοιαζε να φουσκώνει»). Στο φως της ημέρας, το θάρρος του επιστρέφει και διατάζει προέλαση (Oltre quel limite, t'attendo, o spettro / «Πέρα από αυτό το σύνορο σε περιμένω, ω φάντασμα!»). Ωστόσο, όταν μια πομπή λευκοντυμένων παρθένων πλησιάζει τραγουδώντας την ωδή Veni Creator Spiritus, αναγνωρίζει τον επίσκοπο Ρώμης Λέοντα ως τον γέρο του ονείρου του και καταρρέει έντρομος.
Σκηνή 1: Το στρατόπεδο του Αετίου
Ο Αέτιος έχει ανακληθεί μετά τη σύναψη ειρήνης. Σκέπτεται την αντίθεση της περασμένης δόξας της Ρώμης με τον σημερινό της αυτοκράτορα-παιδί Βαλεντινιανό (Dagl'immortali vertici / «Από τις μεγαλόπρεπες αθάνατες κορφές της περασμένης δόξας»). Αναγνωρίζοντας τον μεταμφιεσμένο Φορέστο ανάμεσα στους απεσταλμένους που φέρουν μία πρόσκληση σε δεξίωση με τον Αττίλα, συμφωνεί να ενώσουν τις δυνάμεις τους (E' gettata la mia sorte / «Η μοίρα μου έχει κριθεί, είμαι έτοιμος για οποιαδήποτε πράξη»).
Σκηνή 2: Στη δεξίωση του Ατίλλα
Το σχέδιο του Φορέστο να βάλει τον Ούλντινο να δηλητηριάσει τον Αττίλα ανατρέπεται από την Οδαβέλλη, που θέλει τη δική της εκδίκηση. Ο ευγνώμων (και ανυποψίαστος) Αττίλας ανακοινώνει ότι θα είναι η σύζυγός του και θέτει τον Φορέστο στην υπηρεσία της.
Το δάσος
Ο Ούλντινο πληροφορεί τον Φορέστο για τα σχέδια των γάμων της Οδαβέλλης και του Αττίλα. Ο Φορέστο θρηνεί τη φαινομενική προδοσία της Οδαβέλλης (Che non avrebbe il misero / «Τι δεν θα έχει προσφέρει αυτός ο αδίστακτος για την Οδαβέλλη»). Ο Αέτιος καταφθάνει λέγοντας ότι έχει στήσει ενέδρα στους Ούννους. Η Οδαβέλλη εμφανίζεται και ο Φορέστο την κατηγορεί για προδοσία, αλλά εκείνη ζητά την εμπιστοσύνη του. Ο Αττίλας βρίσκει και τους τρεις τους μαζί, οπότε συνειδητοποιεί ότι έχει προδοθεί. Καθώς οι Ρωμαίοι στρατιώτες πλησιάζουν, η Οδαβέλλη τον χτυπά με το σπαθί που της είχε δώσει. Οι τρεις συνωμότες φωνάζουν ότι έχουν εκδικηθεί για τον λαό.
Οι σημερινές κριτικές της μουσικής και των μουσικών επιλογών του Βέρντι στον Αττίλα ποικίλλουν, αλλά υπάρχει ομοφωνία ως προς τις κυριότερες αδυναμίες του έργου. Για τον Μπαλντίνι ο Αττίλας είναι «μία από τις ασθενέστερες μουσικές των χρόνων της γαλαρίας». Αναφέρεται στον μουσικοκριτικό της εποχής Λουίτζι Καζαμοράτα, που έγραψε στην Gazzetta Musicale di Milano της 17ης Ιανουαρίου 1847 ότι, με αυτή την όπερα, ο Βέρντι είχε φθάσει στο «απόγειο του καβαλετισμού»[17]. Ωστόσο, ο Μπαλντίνι επισημαίνει και τα δυνατά σημεία της μουσικής, που περιλαμβάνουν τη μουσική του προλόγου, τη μουσική για τον βαθύφωνο στην Πράξη Α΄ και την άρια του βαρύτονου στην Πράξη Β΄, καθώς και το τελικό σύνολο στην Πράξη Γ΄, «που ενέχει μεγάλες δυνάμεις ανθρώπινης επικοινωνίας»[18].
Τόσο ο Χόλντεν («και μόνο το θορυβώδες του Αττίλα τον κατέστησε το 'μαύρο πρόβατο' των λεπτολόγων και δύστροπων κριτικών»[6], όσο και ο Budden («...η βαρύτερη και πλέον θορυβώδης από τις όπερες του Ρισορτζιμέντο, χονδροειδής στο ύφος, πασαλειμμένη με παχιά και επιδεικτικά χρώματα»)[19] αναφέρονται σε λιγότερο επιτυχημένες πλευρές του έργου. Αλλά ο Πάρκερ αναφέρει κάτι με το οποίο θα συμφωνούσαν και οι υπόλοιποι:
Χρονιά | Διανομή (Αττίλας, Φορέστο, Οδαβέλλη, Αέτιος) |
Μαέστρος, Θέατρο και ορχήστρα |
Δίσκος[21] |
---|---|---|---|
1951 | Italo Tajo, Gino Penno, Caterina Mancini, Giangiacomo Guelfi |
Carlo Maria Giulini, Χορωδία & ορχήστρα της RAI, Μιλάνο (ραδιομετάδοση) |
CD: Great Opera Performances Cat: G.O.P.66306 |
1962 | Boris Christoff, Gastone Limarilli, Margherita Roberti, Giangiacomo Guelfi |
Bruno Bartoletti, Maggio Musicale Fiorentino (Ζωντανή μετάδοση της παραστ. της 1ης Δεκεμβρίου στο Teatro Communale) |
CD: Opera D'Oro, Cat: OPD 1267 |
1972 | Ruggero Raimondi, Carlo Bergonzi, Cristina Deutekom, Sherrill Milnes |
Lamberto Gardelli, Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα |
CD: Philips Cat: 412-875-2 |
1980 | Nicolai Ghiaurov, Piero Visconti, Mara Zampieri, Piero Cappuccilli |
Giuseppe Sinopoli, Ορχήστρα και χορωδία της `Οπερας της Βιέννης |
CD: Orfeo Cat: C 601 032 I |
1986 | Yevgeny Nesterenko, János B. Nagy, Sylvia Sass, Lajos Miller |
Lamberto Gardelli, Ουγγρική Κρατική Ορχήστρα Χορωδία της Ουγγρικής Ραδιοτηλεόρασης |
CD: Hungaroton Cat: HCD 12934-12935 |
1991 | Samuel Ramey, Kaludi Kaludov, Cheryl Studer, Giorgio Zancanaro |
Ρικάρντο Μούτι, Ορχήστρα και χορωδία της Σκάλας του Μιλάνου |
DVD: Image Entertainment Cat: 4360PUDVD |
2001 | Ferruccio Furlanetto, Carlo Ventre, Δήμητρα Θεοδοσίου, Alberto Gazale |
Donato Renzetti, Ορχήστρα και χορωδία του Λυρικού Θεάτρου Τζουζέπε Βέρντι της Τεργέστης |
CD: Dynamic Cat: CDS 372/1-2 |