Αυστροουγγρικός Στρατός Ξηράς Landstreitkräfte Österreich-Ungarns Császári és Királyi Hadsereg | |
---|---|
Το έμβλημα της Διπλής Μοναρχίας της Αυστροουγγαρίας | |
Ενεργό | 1867–1918 |
Χώρα | Αυστροουγγαρία |
Τύπος | Στρατός |
Δύναμη | 7.800.000 (1917) |
Συμπλοκές |
Ο Αυστροουγγρικός Στρατός Ξηράς (γερμανικά: Landstreitkräfte Österreich-Ungarns, ουγγρικά: Császári és Királyi Hadsereg) ήταν η χερσαία δύναμη της Αυστροουγγρικής Διπλής Μοναρχίας από το 1867 έως το 1918. Αποτελούνταν από τρία τμήματα: τον μικτό στρατό (Gemeinsame Armee, «Κοινός Στρατός», με στρατιωτικούς από όλα τα τμήματα της χώρας), την Αυτοκρατορική Αυστριακή Πολιτοφυλακή (με στρατιωτικούς από την Κισλειθανία), και τη Βασιλική Ουγγρική Πολιτοφυλακή (με στρατιωτικούς από την Τρανσλειθανία).
Μετά τις μάχες μεταξύ της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ουγγαρίας και τις δύο δεκαετίες αδιάλλακτης συνύπαρξης, οι Ούγγροι στρατιώτες υπηρέτησαν είτε σε μικτές μονάδες είτε βρισκόταν μακριά από τις ουγγρικές περιοχές. Με την Αυστροουγγρική Συνθήκη του 1867 δημιουργήθηκε ο νέος τριμερής στρατός. Διατηρήθηκε μέχρι την αποσταθεροποίηση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918.
Οι μονάδες του μικτού «Αυτοκρατορικού και Βασιλικού Στρατού» (kaiserlich und königliche Armee ή k.u.k.) ήταν γενικότερα σε κακή κατάσταση και είχαν περιορισμένη πρόσβαση σε νέο εξοπλισμό μιας και οι κυβερνήσεις των τμημάτων της Αυστρίας και της Ουγγαρίας προτιμούσαν να χρηματοδοτούν με μεγάλα ποσά τις δικές τους μονάδες παρά και τα τρία τμήματα εξίσου. Όλα τα συντάγματα της Ουγγρικής και της Αυστριακής χωροφυλακής αποτελούνταν από τρία τάγματα, ενώ τα συντάγματα του μικτού στρατού είχαν τέσσερα τάγματα.
Οι λευκές στολές του πεζικού, που διατηρήθηκαν για πολλά χρόνια, αντικαταστάθηκαν στο τελευταίο μισό του 19ου αιώνα με σκούρο μπλε χιτώνα,[1] ο οποίος με τη σειρά τους αντικαταστάθηκε από γκρίζα στολή που χρησιμοποιήθηκε στα αρχικά στάδια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1915, το στρατιωτικό γκρι υιοθετήθηκε ως το νέο επίσημο κοινό χρώμα.[2]
Το τελευταίο γνωστό επιζών μέλος του Αυστροουγγρικού Στρατού ήταν ο βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Φραντς Κούνστλερ, ο οποίος πέθανε τον Μάιο του 2008 σε ηλικία 107 ετών.[3]
Η Αυστροουγγαρία απέφυγε τους μεγάλους πολέμους στην εποχή μεταξύ 1867 και 1914, αλλά ενεπλάκη με μια σειρά από μικρές στρατιωτικές ενέργειες. Παρ' όλα αυτά, το γενικό επιτελείο πραγματοποιούσε σχέδια για μεγάλους πολέμους εναντίον γειτονικών δυνάμεων, ιδίως την Ιταλία, τη Σερβία και τη Ρωσία.[4]
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο στρατός χρησιμοποιούνταν για την καταστολή των ταραχών στις αστικές περιοχές της αυτοκρατορίας: το 1882 και το 1887 στη Βιέννη[5] και κυρίως εναντίον των Γερμανών εθνικιστών στο Γκρατς και των Τσέχων εθνικιστών στην Πράγα τον Νοέμβριο του 1897.[6] Στρατιώτες υπό τη διοίκηση του Κόνραντ φον Χότζεντορφ χρησιμοποιήθηκαν επίσης εναντίον Ιταλών εξεγερμένων στην Τεργέστη το 1902.[7]
Η πιο σημαντική ενέργεια των στρατιωτών της Διπλής Μοναρχίας κατά την περίοδο αυτή ήταν η αυστροουγγρική κατοχή της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης το καλοκαίρι του 1878. Όταν στρατεύματα υπό τη διοίκηση του Γιόζιπ Φιλίποβιτς και του Στέπαν Γιοβάνοβιτς εισήλθαν σε επαρχίες που ανέμεναν λίγη ή καθόλου αντίσταση, αντιμετώπισαν άγρια αντίσταση από στοιχεία μουσουλμανικών και ορθόδοξων πληθυσμών. Παρά τις οπισθοδρομήσεις στο Μαγκλάι και την Τούζλα, το Σαράγεβο καταλήφθηκε τον Οκτώβριο. Οι αυστροουγγρικές απώλειες ανήλθαν σε πάνω από 5.000 και η απροσδόκητη βία της εκστρατείας οδήγησε σε καταγγελίες μεταξύ διοικητών και πολιτικών ηγετών.[8]
Το 1868, ο αριθμός των ενεργών στρατιωτικών ανερχόταν σε 355.000 και το σύνολο μπορούσε να αυξηθεί έως 800.000 σε περιόδους επιστράτευσης. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός ήταν σημαντικά μικρότερος από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της Γαλλίας, της Συνομοσπονδίας της Βόρειας Γερμανίας και της Ρωσίας, μιας και κάθε μια από αυτές μπορούσε να έχει στη διάθεση της περισσότερους από ένα εκατομμύριο άνδρες.[9] Αν και ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας είχε αυξηθεί σε σχεδόν 50 εκατομμύρια μέχρι το 1900, το μέγεθος του στρατού παρέμεινε στα επίπεδα του 1889. Έτσι, στις αρχές του 20ού αιώνα, η Αυστροουγγαρία είχε στρατολογήσει μόλις το 0,29% του πληθυσμού της, έναντι ποσοστών 0,47% στη Γερμανία, 0,35% στη Ρωσία και 0,75% στη Γαλλία.[10] Ο στρατιωτικός νόμος του 1889 δεν αναθεωρήθηκε μέχρι το 1912, όταν και δόθηκε η δυνατότητα για αύξηση των ετήσιων στρατολογήσεων.[11]
Η εθνική σύνθεση των στρατολογημένων τάξεων αντανακλούσε την ποικιλομορφία της αυτοκρατορίας που υπηρετούσε ο στρατός· το 1906, στους 1000 στρατιωτικούς, υπήρχαν 267 Γερμανοί, 223 Ούγγροι, 135 Τσέχοι, 85 Πολωνοί, 81 Ουκρανοί, 67 Κροάτες και Σέρβοι, 64 Ρουμάνοι, 38 Σλοβάκοι, 26 Σλοβένοι και 14 Ιταλοί.[12]
Από θρησκευτική άποψη, η τάξη των αξιωματικών του Αυστροουγγρικού Στρατού κυριαρχούνταν από Ρωμαιοκαθολικούς. Το 1896, στους 1000 αξιωματικούς, 791 ήταν Ρωμαιοκαθολικοί, 86 Προτεστάντες, 84 Εβραίοι, 39 Ελληνορθόδοξοι και ένας μέλος των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών. Από τις στρατιωτικές δυνάμεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αυστροουγγρικός στρατός ήταν σχεδόν ο μόνος που επέτρεπε την τακτική προαγωγή των Εβραίων σε θέσεις διοίκησης.[13] Ενώ ο εβραϊκός πληθυσμός των εδαφών της Διπλής Μοναρχίας ήταν περίπου 5%, οι Εβραίοι αποτελούσαν σχεδόν το 18% της τάξης των έφεδρων αξιωματικών.[12] Δεν υπήρξαν επίσημα εμπόδια στη στρατιωτική θητεία των Εβραίων, αλλά στα επόμενα χρόνια η ανοχή αυτή μειώθηκε σε κάποιο βαθμό, καθώς σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Κόνραντ φον Χότζεντορφ και ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος εξέφρασαν μερικές φορές αντιεβραϊκά αισθήματα. Ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος κατηγορήθηκε επίσης (από τον Κόνραντ) ότι πραγματοποιεί διακρίσεις υπέρ των Προτεσταντών αξιωματικών.[14]
Μετά τις συνταγματικές ρυθμίσεις του 1867, το Ανακτοβούλιο κυριαρχήθηκε από Γερμανούς Φιλελεύθερους, οι οποίοι θεωρούσαν γενικά τον στρατό ως λείψανο της φεουδαρχίας. Στη Βουδαπέστη, οι νομοθέτες ήταν απρόθυμοι να εγκρίνουν ποσά για τον μικτό στρατό, αλλά ήταν γενναιόδωροι με τον ουγγρικό κλάδο του στρατού, το Honvédség. Το 1867 ο στρατιωτικός προϋπολογισμός έφτανε περίπου το 25% του συνόλου των κυβερνητικών δαπανών, αλλά η οικονομική κατάρρευση του 1873 έπληξε έντονα την Αυστροουγγαρία και ξένοι παρατηρητές αμφισβήτησαν κατά πόσο η Διπλή Μοναρχία θα μπορούσε να διαχειριστεί έναν σημαντικό πόλεμο χωρίς επιχορηγήσεις.[15] Παρά τις αυξήσεις σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1850 και του 1860, κατά το δεύτερο μισό του αιώνα η Αυστροουγγαρία εξακολουθούσε να ξοδεύει λιγότερα στον στρατό της από ότι άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.[15] Ενώ ο προϋπολογισμός συνέχισε να αυξάνεται—από 262 εκατομμύρια κορώνες το 1895 σε 306 εκατομμύρια το 1906—ήταν ακόμη κατά πολύ λιγότερος κατά κεφαλήν σε σχέση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, και περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη Ρωσία, η οποία είχε πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό.[16] Ένας ακόμη λόγος για τη στρατιωτική αδυναμία της μοναρχίας ήταν το χαμηλό ποσοστό στρατολόγησης: Η Αυστροουγγαρία στρατολόγησε μόνον το 0,29% του πληθυσμού της σε ετήσια βάση, έναντι 0,47% στη Γερμανία και 0,75% στη Γαλλία. Οι απόπειρες για αύξηση της ετήσιας στρατολόγησης προτάθηκαν αλλά περιορίστηκαν επανειλημμένα από αξιωματούχους στη Βουδαπέστη μέχρι την επίτευξη συμφωνίας το 1912.[10]
Στον αναδυόμενο τομέα της στρατιωτικής αεροπορίας, η Αυστροουγγαρία υστερούσε σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ενώ αποσπάσματα αεροστάτων είχαν ιδρυθεί το 1893, είχαν ανατεθεί κυρίως στο πυροβολικό των οχυρών, εκτός από μία σύντομη περίοδο από το 1909 έως το 1911 όταν βρισκόταν υπό τη διοίκηση της πολύπλευρης Ταξιαρχίας Verkehrs.[17] Η αντίληψη πως οι βαρύτερες από τον αέρα μηχανές ήταν απαραίτητες ή χρήσιμες καθυστέρησε, και η Αυστροουγγαρία απέκτησε πέντε αεροπλάνα μέχρι το 1911. Το 1914 ο προϋπολογισμός για τη στρατιωτική αεροπορία ήταν περίπου το 1⁄25ο του ποσού που ξόδεψε η Γαλλία. Η Αυστροουγγαρία εισήλθε στον πόλεμο με μόνο 48 αεροσκάφη πρώτης γραμμής.[17]
Οι επίσημες ονομασίες ήταν οι εξής:
Μετά τον πόλεμο, 3,35 εκατομμύρια άνδρες (συμπεριλαμβανομένων της πρώτης κλήσης της εφεδρείας και των στρατευσίμων του 1914) συγκεντρώθηκαν για δράση.
Ο Αυστροουγγρικός Αυτοκρατορικός Στρατός ήταν επίσημα υπό τον έλεγχο του αρχιστράτηγου Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ. Το 1914, όμως, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήταν 84 ετών και ο επιτελάρχης, Κόμης Φραντς Κόνραντ φον Χότζεντορφ, είχε ουσιαστικά περισσότερη ισχύ στις ένοπλες δυνάμεις. Ο Κόνραντ ήταν υπέρ μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής και υποστήριξε τη χρήση στρατιωτικών ενεργειών για την επίλυση των εδαφικών διαφορών της Αυστροουγγαρίας με την Ιταλία και τη Σερβία.[18]
Ο Αρχιδούκας Φρειδερίκος, Δούκας του Τέσεν, ορίστηκε Ανώτατος Διοικητής του Αυστροουγγρικού στρατού από τον Φραγκίσκο Ιωσήφ στις 11 Ιουλίου 1914. Θεωρήθηκε ότι δεν θα παρέμβει στα επιχειρησιακά και τακτικά σχέδια του Κόνραντ φον Χότζεντορφ. Ο Φρειδερίκος παρέμεινε Ανώτατος Διοικητής μέχρι το Φεβρουάριο του 1917, όταν ο αυτοκράτορας Κάρολος Α΄ αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος τη θέση.
Ο Κοινός Στρατός (k.u.k.—kaiserlich und königlich) αποτελούνταν από:
Η Αυτοκρατορική-Βασιλική Πολιτοφυλακή (k.k. ή kaiserlich österreichisch/königlich böhmisch) ήταν ο κύριος στρατός της Αυστρίας υπεύθυνος για την άμυνα της.
Το ορειβατικό πεζικό είχε τις ακόλουθες μονάδες:
Η Βασιλική Ουγγρική Πολιτοφυλακή (königlich ungarische Landwehr ή k.u. Honvéd) ήταν ο κύριος στρατός της Ουγγαρίας. Τμήμα της πολιτοφυλακής αποτελούσε τη Βασιλική Κροατική Πολιτοφυλακή (Kraljevsko hrvatsko domobranstvo), η οποία αποτελούνταν από 1 μεραρχία πεζικού (από τις 7 συνολικά) και ένα σύνταγμα ιππικού (από τα 10 συνολικά).
Τα συντάγματα πεζικού του k.u.k. είχαν τέσσερα τάγματα το καθένα· τα συντάγματα πεζικού της Πολιτοφυλακής των k.k. και k.u. είχαν τρία τάγματα το καθένα, εκτός από το 3ο Σύνταγμα "Tiroler Landesschützen" (τυφεκιοφόροι του Τιρόλο), που είχε τέσσερα τάγματα.
Το 1915 μονάδες που είχαν ψευδώνυμα ή ονόματα τιμής τα έχασαν με εντολή του Υπουργείου Πολέμου. Στη συνέχεια οι μονάδες οριζόταν μόνο με αριθμούς.
Η Landsturm αποτελούνταν από άνδρες ηλικίας 34 έως 55 ετών που ανήκαν στις αντίστοιχες μονάδες της Αυστρίας και της Ουγγαρίας. Η Landsturm αποτελούνταν από 40 συντάγματα, με συνολικά 136 τάγματα στην Αυστρία, και 32 συντάγματα με 97 τάγματα στην Ουγγαρία. Η Landsturm ήταν μια δύναμη εφεδρείας που προοριζόταν να προσφέρει αντικαταστάτες στις μονάδες πρώτης γραμμής. Ωστόσο, η Landsturm παρείχε 20 ταξιαρχίες που μετέβησαν στο πεδίο της μάχης με τον υπόλοιπο στρατό.
Οι Standschützen (ενικός: Standesschütze[A. 1]) ήταν αρχικά συντεχνίες τυφεκιοφόρων και λόχοι τυφεκιοφόρων που σχηματίστηκαν τον 15ο και τον 16ο αιώνα, και ενεπλάκησαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εντός των ορίων της κομητείας του Τιρόλο. Ένας Standschütze ήταν μέλος ενός Schützenstand («σκοπευτικού συλλόγου»), στον οποίο ανήκε, ο οποίος τον τοποθετούσε αυτόματα στην εθελοντική, στρατιωτική προστασία του κρατιδίου του Τιρόλο (και του Φόραρλμπεργκ). Στην πραγματικότητα ήταν ένας τύπος τοπικής πολιτοφυλακής του Τιρόλο.