Αχαρνής

Αχαρνής
Ἀχαρνεῖς
ΣυγγραφέαςΑριστοφάνης
Πρωτότυπος τίτλοςἈχαρνεῖς
Παγκόσμια πρώτη παράσταση425 π.Χ.
Γλώσσα πρωτότυπουαρχαία ελληνικά
ΕίδοςΠαλαιά κωμωδία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι Αχαρνείς (Ἀχαρνῆς στην Αττική διάλεκτο) είναι η τρίτη κωμωδία που γνωρίζουμε ότι έγραψε ο Αριστοφάνης (είχαν προηγηθεί οι Δαιταλείς το 427 και οι Βαβυλώνιοι το 426) και η αρχαιότερη που μας σώζεται ακέραια. Διδάχθηκε στα Λήναια του 425 π.Χ. όταν ο Αριστοφάνης ήταν 21 ετών και πήρε το πρώτο βραβείο. Δεύτερος ήρθε ο Κρατίνος με την κωμωδία Χειμαζόμενοι και τρίτος ο Εύπολις με την κωμωδία Νουμηνίαι. Και από τις δύο κωμωδίες σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, τα οποία δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε εικόνα για τα έργα που ανταγωνίστηκαν τους Αχαρνείς (και ηττήθηκαν από αυτούς).

Προτομή του Αριστοφάνη

Την άνοιξη του 425, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μπαίνει στο έβδομο έτος του. Οι Σπαρτιάτες, με αλλεπάλληλες επιδρομές στην Αττική έχουν καταστρέψει τα αμπέλια, τις ελιές και τα οπωροφόρα, που αποτελούν τη βάση της γεωργικής παραγωγής της Αθήνας και έχουν αναγκάσει τον αγροτικό πληθυσμό να εγκαταλείψει τις μόνιμες κατοικίες του στους διαφόρους δήμους της Αττικής και να βρει καταφύγιο εντός των Μακρών Τειχών της πόλης. Παρόλο που η ναυτική δύναμη της Αθήνας και ο έλεγχος των συμμαχικών της πόλεων διασφαλίζουν την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της στη θάλασσα και έτσι την απρόσκοπτη τροφοδοσία και πρακτικά το απρόσβλητο της πόλης, οι συνθήκες ζωής είναι μάλλον δεινές και στα πρώτα χρόνια του πολέμου, εξαιτίας του λοιμού των Αθηνών που έπληξε την πόλη, δραματικές.

Το 426, τη χρονιά πριν τη διδασκαλία των Αχαρνέων, η ετήσια επιδρομή των Σπαρτιατών στην Αττική είχε ματαιωθεί, ενώ ο λοιμός είχε σταματήσει να βασανίζει την πόλη εδώ και δύο χρόνια. Στα μέτωπα του πολέμου η Αθήνα έχει επιτυχίες, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα στους αντιπάλους της. Στην εσωτερική πολιτική σκηνή είναι αισθητή η απουσία του νεκρού από το 429 Περικλή, ο οποίος ήταν ο εμπνευστής του αμυντικού σχεδίου της Αθήνας (παράδοση της υπαίθρου στον εχθρό, καταφυγή στα Μακρά Τείχη, έμφαση στο πολεμικό ναυτικό, συντήρηση δυνάμεων), και η παρουσία του νέου «προστάτη του δήμου», του Κλέωνα, ο οποίος έχει, όπως και ο Περικλής, σαφή θέση υπέρ του πολέμου, δεν έχει αναλάβει ωστόσο κάποιο στρατιωτικό αξίωμα. Οι πηγές δεν δείχνουν αν την περίοδο αυτή υπάρχει ήδη οργανωμένος δημόσιος πολιτικός λόγος υπέρ της σύναψης συνθήκης ειρήνης. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο Αριστοφάνης γράφει και παρουσιάζει, αναθέτοντας τη διδασκαλία στον Καλλίστρατο, μια κωμωδία, η οποία αποτελεί κήρυγμα υπέρ της ειρήνης.

Ένας Αθηναίος αγρότης, ο Δικαιόπολις, απηυδισμένος από τον πόλεμο και το συνεπακόλουθο γεγονός ότι είναι αναγκασμένος να μένει κλεισμένος μέσα στα τείχη της πόλης μακριά από τον αγροτικό του δήμο, είναι αποφασισμένος στην Εκκλησία του Δήμου να επιβάλει συζήτηση για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη. Στη συνέλευση ωστόσο παρελαύνουν καλοπληρωμένοι Αθηναίοι πρέσβεις που μόλις έχουν επιστρέψει από την Περσία και υπόσχονται ανύπαρκτη βοήθεια από τον μεγάλο βασιλιά και ο Θέωρος που σέρνει μαζί του έναν πεινασμένο μισθοφορικό στρατό από τη Θράκη· για την ειρήνη ούτε κουβέντα.

Εξάλλου, κάποιος Αμφίθεος, που πρώτος-πρώτος είχε πάρει τον λόγο, υποσχόμενος ότι αν του παρασχεθούν τα αναγκαία εφόδια θα ταξιδέψει στη Σπάρτη και θα συνάψει συνθήκη ειρήνης για την πόλη, είχε εκδιωχθεί σκαιότατα. Αφού ο Δικαιόπολις διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει ελπίδα πραγματοποίησης της επιθυμίας του, καλεί, προτού τελειώσει η συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου τον Αμφίθεο και τον στέλνει στη Σπάρτη, προκειμένου αυτός να συνάψει ιδιωτική συνθήκη ειρήνης μόνο για τον Δικαιόπολη και την οικογένειά του. Ο Αμφίθεος επιστρέφει τη στιγμή που κηρύσσεται το τέλος της Εκκλησίας, φέρνοντας στον Δικαιόπολη τρία «δείγματα ειρήνης». Οι Αχαρνείς (ο χορός) εξαγριώνονται και είναι έτοιμοι να τον σκοτώσουν, αλλά τον αφήνουν να εκθέσει τα επιχειρήματά του. Ο λόγος του Δικαιόπολη πείθει το ένα ημιχόριο. Ο άλλος μισός Χορός ακόμα εξαγριωμένος, αλλά σε δυσχερή πλέον θέση, καλεί σε βοήθεια τον στρατηγό Λάμαχο. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον κωμικό ήρωα και τον στρατηγό καταλήγει στην ήττα του δεύτερου και στη μεταστροφή του δεύτερου ημιχορίου. Η κωμωδία τελειώνει με τον Δικαιόπολη να έχει κερδίσει βραβείο οινοποσίας, ενώ ο Λάμαχος έχει τραυματιστεί σε μάχη με τον εχθρό.

Ερμηνευτικά προβλήματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς το κωμικό θέμα των Αχαρνέων, η ιδιωτική συνθήκη ειρήνης του Δικαιόπολι, αναδεικνύει σε αποκλειστικό κέντρο της κωμωδίας τον κωμικό ήρωα, η βασική αντιπαράθεση σχετικά με την πολιτική λειτουργία της κωμωδίας αφορά τις προσεγγίσεις του χαρακτήρα του κωμικού ήρωα. Ο C. Whitman, ο οποίος στέκεται στο φανταστικό και ουτοπικό χαρακτήρα της κωμωδίας, βλέπει ένα χάσμα ανάμεσα στον απλό αγρότη του προλόγου που επιθυμεί την ειρήνη, και στον κωμικό ήρωα ο οποίος υπερισχύει έναντι όλων με την πονηριά του και επιδεικνύει έναν ακραίο ατομισμό. Αντιθέτως, ο D. MacDowell τονίζει την επιδιωκόμενη ταύτιση του Δικαιόπολι με το κοινό του θεάτρου, ερμηνεύει την ιδιωτική συνθήκη ως έσχατη λύση στην οποία εξαναγκάζεται να καταφύγει ο Δικαιόπολις και απαλλάσσει τον κωμικό ήρωα από την «κατηγορία του εγωισμού».

Οι Αχαρνείς του Αριστοφάνη

Αυτή η διαφορά οπτικής επιδρά στην ερμηνευτική προσέγγιση των τεχνικών που χρησιμοποιεί ο κωμικός ποιητής στην κατασκευή του δράματος και ειδικότερα στην κατασκευή του χαρακτήρα του κωμικού ήρωα. Έτσι η H. Foley εξετάζει την παρωδία του Τηλέφου, που διατρέχει το πρώτο μέρος της κωμωδίας μέχρι την παράβαση και τη «σύγχυση» του κωμικού ήρωα με τον κωμικό ποιητή, στους δύο μονολόγους του Δικαιόπολι (στ. 366-384 και 496-556) ως δραματικές τεχνικές τις οποίες χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης, προκειμένου να κατασκευάσει τις δραματικές περιστάσεις που θα του επιτρέψουν να μιλήσει υπέρ της ειρήνης σε ένα αρνητικά προκατειλημμένο κοινό και να «πείσει ότι ένα δράμα του οποίου ο ήρωας θριαμβεύει προδίδοντας την πόλη του σε καιρό πολέμου, είναι ένα δράμα πατριωτικό, που υπηρετεί το συμφέρον της πόλης». Αντίθετα, ο K. Dover απορρίπτει την πιθανότητα «ο Αριστοφάνης να έχει την απαίτηση να συλλάβουμε και να σταθμίσουμε τα σοβαρά ειρηνόφιλα επιχειρήματα που κρύβονται κάτω από τα στρώματα παρωδίας» που εντοπίζονται στον δεύτερο μονόλογο του Δικαιόπολι (στ. 496-556) και υποστηρίζει ότι «οι Αχαρνείς δεν αποτελούν καταπότι πολιτικών συμβουλών ζαχαρωμένο με μπόλικο σατιρικό πνεύμα, αλλά μία φαντασία εδραιωμένη στον απόλυτο εγωισμό. Στη φαντασία αυτή ο ποιητής εκμεταλλεύεται επίσης ως στοιχεία από την επικαιρότητα, κοντά σε πολλά άλλα, πολιτικές απόψεις και επιχειρήματα που κυκλοφορούσαν σε διάφορα επίπεδα: από την τελείως περιστασιακή μεμψιμοιρία, ως την πιο καλοζυγιασμένη πολιτική ανάλυση».

Ο B. Zimmermann, προεκτείνει τη βασική θέση του K. Dover προς την κατεύθυνση της ερμηνείας των κωμικών τεχνικών, αναλύοντας διεξοδικότερα τον ουτοπικό χαρακτήρα των Αχαρνέων: το ίδιο το κωμικό θέμα, η εξαρχής προβολή μιας τέτοιας εικόνας για τον Δικαιόπολι, ώστε οι θεατές να μπορούν να ταυτιστούν μαζί του, η κεντρική μεταφορά του «μαγικού κρασιού-σπονδής» που διατρέχει ολόκληρο το δράμα, η χρήση της σάτιρας, συνιστούν τα υλικά κατασκευής μίας ουτοπίας, με την οποία ο κωμικός ήρωας «πραγματοποιεί» τους πόθους των θεατών, προσφέροντας διέξοδο στην πίεση της κατάστασης που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος· ο «εγωισμός» του κωμικού ήρωα εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο.

Με τον τρόπο αυτό, ο B. Zimmermann συνδέει ένα μέρος του προβληματισμού που τίθεται από τον D. MacDowell, σχετικά με την επιδιωκόμενη ταύτιση του κωμικού ήρωα με το κοινό του θεάτρου, την οποία εκείνος ερμηνεύει ως τεχνική με την οποία ο Αριστοφάνης επιδιώκει να προβάλλει με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία το φιλειρηνικό του μήνυμα σε ένα φιλοπόλεμο κοινό, με μία προσέγγιση που αρνείται τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα της κωμωδίας. Στο πλαίσιο αυτό ο B. Zimmermann, παρουσιάζοντας τις ειδικές ιστορικές συνθήκες, στις οποίες τοποθετείται η κωμωδία, επισημαίνει τη σημασία της ανάπαυλας που σήμανε για του Αθηναίους, η ματαίωση της εισβολής των Σπαρτιατών το 426 π.Χ., η οποία επέτρεψε στους Αθηναίους αγρότες να επιστρέψουν –έστω προσωρινά— στους δήμους τους και να καλλιεργήσουν ξανά τα χωράφια. Η ανάπαυλα αυτή καθιστούσε, σύμφωνα με τον B. Zimmermann, την «ουτοπία» των Αχαρνέων κάπως πιο χειροπιαστή και διευκόλυνε την ταύτιση του θεατή με τον κωμικό ήρωα. Αντίθετα, στην προσέγγιση των μελετητών που ακολουθούν την πρώτη ερμηνευτική κατεύθυνση, το γεγονός είτε δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη είτε η σημασία της υποτιμάται. Το επίδικο ζήτημα είναι η εκτίμηση σχετικά με τη διάθεση του κοινού της κωμωδίας απέναντι στον πόλεμο. Μια προσπάθεια συνεκτίμησης των ψυχολογικών αποτελεσμάτων που πιθανώς είχε η ανάπαυλα του 426, αμφισβητεί τη μονοδιάστατη εικόνα ενός φιλοπόλεμου και επομένως αρνητικά προκατειλημμένου κοινού και οδηγεί σε μία περισσότερο σύνθετη εικόνα η οποία συγκροτείται από τη συνύπαρξη αντιφατικών τάσεων.

Οι Αχαρνής παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο Ελλάδας στις 9 Ιουλίου 1961 στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου σε μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου και σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Μεταξύ άλλων μέλη του θιάσου ήταν οι Χριστόφορος Νέζερ, Παντελής Ζερβός, Δημήτρης Ντουνάκης, Μιχάλης Μαραγκάκης, Θόδωρος Σαρρής, Άρης Μαλιαγρός, Βασίλης Παπανίκας, Θάνος Λειβαδίτης, Νέλλη Μαρσέλλου, Κική Διόγου, Γκίκας Μπινιάρης, Πέτρος Λοχαΐτης, Άρης Βλαχόπουλος, Ευαγγελία Σαμιωτάκη και Μυρσίνη Σαντοριναίου. [1]

Η κωμωδία παίζεται συχνά σε ελληνικά θέατρα, ενώ έχει διασκευαστεί σε μουσική κωμωδία από τον Διονύση Σαββόπουλο.

  1. «Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου - Παραστάσεις». www.nt-archive.gr. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2022.