Βάλτερ Γκέρλαχ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Walther Gerlach (Γερμανικά) |
Γέννηση | 1 Αυγούστου 1889[1][2][3] και 1889[4] Βίζμπαντεν |
Θάνατος | 10 Αυγούστου 1979[1][2][3] και 1979[4] Μόναχο |
Υπηκοότητα | Γερμανία |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν |
Βραβεύσεις | Βαυαρικό Τάγμα Αξίας, Μεγαλός Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με αστέρα (1970), Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες και Harnack medal (1974) |
Επιστημονική σταδιοδρομία | |
Ερευνητικός τομέας | θεωρητική φυσική, πειραματική φυσική, πυρηνική φυσική, μαγνητισμός, spectral analysis, Εφαρμοσμένες επιστήμες και history of natural science |
Ιδιότητα | φυσικός, διδάσκων πανεπιστημίου, επιστήμονας πυρηνικής φυσικής, επιστήμονας και ιστορικός |
Διδακτορικός καθηγητής | Friedrich Paschen |
δεδομένα ( ) |
Ο Βάλτερ Γκέρλαχ (Walther Gerlach, 1 Αυγούστου 1889 – 10 Αυγούστου 1979) ήταν Γερμανός φυσικός που συνετέλεσε στην ανακάλυψη της κβάντωσης του σπιν μέσα σε μαγνητικό πεδίο, με το γνωστό ως πείραμα Στερν-Γκέρλαχ.
Ο Γκέρλαχ γεννήθηκε στο Μπήμπριχ (Biebrich) της Ρηνανίας, στην τότε Γερμανική Αυτοκρατορία, και ήταν γιος του ιατρού Βαλεντίν Γκέρλαχ και της συζύγου του Μαρίας, το γένος Νήντερχάουζερ.
Ο Βάλτερ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν (Τυβίγγης) από το 1908 και πήρε από εκεί το διδακτορικό του νεότατος, το 1912. Το θέμα της διατριβής του, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη του Φρήντριχ Πάσεν, ήταν η μέτρηση της ακτινοβολίας. Στη συνέχεια ο Γκέρλαχ παρέμεινε στο Τύμπιγκεν ως βοηθός του Πάσεν και ολοκλήρωσε εκεί τη διατριβή του επί υφηγεσία το 1916, ενώ υπηρετούσε στον στρατό.[5]
Από το 1915 ως το 1918, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γκέρλαχ υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό και ερεύνησε την ασύρματη τηλεγραφία στην Ιένα υπό τον Μαξ Βην. Υπηρέτησε επίσης στην «Επιτροπή Δοκιμών Πυροβολικού» (Artillerie-Prüfungskommission) υπό τον Ρούντολφ Λάντενμπουργκ.[6][7]
Ο Γκέρλαχ έγινε υφηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν το 1916 και ένα έτος αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Από το 1919 ως το 1920 ήταν επικεφαλής του εργαστηρίου φυσικής των εργοστασίων Farbenfabriken Elberfeld, πρώην Bayer-Werke.[5][6]
Το 1920 διορίσθηκε λέκτορας και το 1921 έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φραγκφούρτης. Εκεί, τον χειμώνα 1921-1922, μαζί με τον Όττο Στερν ανεκάλυψαν την κβάντωση του σπιν μέσα σε μαγνητικό πεδίο, γνωστή ως φαινόμενο Stern-Gerlach, χρησιμοποιώντας άτομα αργύρου.[5][8][9] Ο Στερν πήρε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1944. Στο σκεπτικό της υποψηφιότητάς του για το Βραβείο δεν αναφερόταν το πολύ σημαντικό πείραμα Stern-Gerlach, το οποίο ο Γκέρλαχ είχε διεξαγάγει τελικώς μόνος του στις αρχές του 1922 χωρίς την παρουσία του Στερν, ο οποίος είχε ήδη μετακληθεί στο Ρόστοκ, στερώντας έτσι την τιμή από τον Γκέρλαχ.
Το 1925 ο Γκέρλαχ δέχθηκε την πρόσκληση να γίνει τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, ως διάδοχος του Πάσεν. Το 1929 τέλος δέχθηκε την πρόσκληση να γίνει τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου διαδέχθηκε τον Βίλχελμ Βην. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον Μάιο του 1945, οπότε και συνελήφθη αιχμάλωτος από τον αμερικανικό και τον βρετανικό στρατό.[5][7]
Από το 1937 ως το 1945 ο Γκέρλαχ ήταν μέλος του εποπτικού συμβουλίου της «Εταιρείας Kaiser-Wilhelm για την Προαγωγή της Επιστήμης» και μεταπολεμικά συνέχισε να είναι στέλεχος με επιρροή στη διάδοχο Εταιρεία Μαξ Πλανκ για την Προαγωγή της Επιστήμης (MPG), γνωστής από τα 76 Ινστιτούτα Μαξ Πλανκ που διατηρεί.[5]
Την 1η Ιανουαρίου 1944 ο Γκέρλαχ έγινε και επισήμως ο επικεφαλής του τομέως φυσικής του Συμβουλίου Ερευνών του Ράιχ (Reichsforschungsrat, RFR) και Bevollmächtigter (με πλήρη εξουσία) στα θέματα πυρηνικής φυσικής, αντικαθιστώντας τον Α. Εζάου. Τον Απρίλιο του 1944 ίδρυσε τα Reichsberichte für Physik, τα οποία ήταν επίσημες αναφορές εμφανιζόμενες ως ένθετα στο περιοδικό Physikalische Zeitschrift.[5]
Από τον Μάιο του 1945 ο Γκέρλαχ τέθηκε υπό περιορισμό στη Γαλλία και στο Βέλγιο από τον αμερικανικό και τον βρετανικό στρατό στα πλαίσια της Επιχειρήσεως «Άλσος». Από τον Ιούλιο 1945 μέχρι τον Ιανουάριο 1946 βρισκόταν στο Φαρμ Χωλ της Αγγλίας στα πλαίσια της Επιχειρήσεως Έψιλον, την κράτηση δηλαδή σε ένα σπίτι με κρυφά μικρόφωνα 10 Γερμανών φυσικών που πιστευόταν ότι είχαν συμμετάσχει στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, έτσι ώστε από τις μεταξύ τους συζητήσεις να διαλευκανθεί το πόσο κοντά είχε φθάσει το Γ΄ Ράιχ στην παραγωγή ατομικής βόμβας.[5][7]
Με την επιστροφή του στη Γερμανία το 1946, ο Γκέρλαχ έγινε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, ενώ από το 1948 επέστρεψε ως τακτικός καθηγητής της Πειραματικής Φυσικής και πρόεδρος του Τμήματος Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, θέση που κράτησε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1957. Επίσης διετέλεσε πρύτανης του ιδρύματος από το 1948 μέχρι το 1951.[5]
Από το 1949 ως το 1951 ο Γκέρλαχ ήταν πρόεδρος και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Φράουνχοφερ, η οποία προάγει την εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα. Επίσης, από το 1949 ως το 1961, ήταν αντιπρόεδρος της Γερμανικής Ενώσεως για την Υποστήριξη και Προαγωγή της Επιστημονικής Έρευνας (Deutsche Forschungs-Gemeinschaft, DFG).[5]
Το 1957 ο Γκέρλαχ συνυπέγραψε το «Μανιφέστο του Γκέτινγκεν» εναντίον του εξοπλισμού της Δυτικής Γερμανίας με πυρηνικά όπλα.[5]
Ο Βάλτερ Γκέρλαχ πέθανε στο Μόναχο σε ηλικία 90 ετών.