Το βάνδον ήταν η βασική στρατιωτική μονάδα, αλλά και μία διοικητική εδαφική οντότητα της μέσης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το όνομά του, όπως τα λατινικά bandus και bandum ("έμβλημα, λάβαρο"), είχε γερμανική καταγωγή. [1] [2] Προέρχεται από το γοτθικό bandwō, [1] που αποτελεί απόδειξη ξένης επιρροής στο στρατό, τη στιγμή που εξελίχθηκε αυτός ο τύπος μονάδας. [3]
Ο όρος χρησιμοποιείτο ήδη τον 6ο αιώνα και αναφέρεται από τον Προκόπιο [1] ως όρος για ένα λάβαρο μάχης. Σύντομα άρχισε να εφαρμόζεται στη μονάδα, που έφερε το λάβαρο αυτό. [2] Από τη βασιλεία του Νικηφόρου Α΄ (β. 802-811) έγινε το όνομα για μία υποδιαίρεση των βυζαντινών Θεμάτων. [1]
Στον Βυζαντινό στρατό του 8ου-11ου αιώνα, το βάνδον σχημάτιζε τη βασική μονάδα, με 5-7 βάνδα να σχηματίζουν μία Τούρμα, την κύρια υποδιαίρεση ενός Θέματος, μίας επαρχίας με συνδυασμένη τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία. [2] Κάθε βάνδον διοικούνταν από έναν κόμη (comes) και είχε δύναμη: το βάνδο πεζικού 200-400 άνδρες και το βάνδο ιππικού 50-100 άνδρες. [2] [4] Θεωρείται ότι το βάνδον στα Τακτικά (9ος αι.), είναι αυτό που προηγουμένως στο Στρατηγικόν (6ο αι.) αναφέρεται ως τάγμα ή αριθμός. [3]
Το βάνδο πεζικού σχηματιζόταν από 16 λοχαγίες, η καθεμία με 16 άνδρες, διοικούμενες από έναν αξιωματικό, τον λοχαγό (αρχηγό λόχου), ο οποίος επικουρείτο από τον δέκαρχο (αρχηγό 10 ανδρών), τον πένταρχο (αρχηγό 5 ανδρών), τον τέτραρχο (αρχηγό 4 ανδρών) και τον ουραγό (οπισθοφυλακή). [3] Κάθε 4 λοχαγίες σχημάτιζαν ένα αλλάγιον και περίπου τα τρία τέταρτα των ανδρών ήταν σκουτάτοι (ασπιδοφόροι) και το ένα τέταρτο ήταν τοξότες. [3] Κατά τον χρόνο που γράφτηκε το Στρατηγικόν, το βάνδο ιππικού υποδιαιρείτο σε 3 εκατονταρχίες, καθεμία από έναν εκατόνταρχο με ένα ανώτερο ίλαρχο δεύτερο στην ιεραρχία. [3]
Ως τη βασιλεία του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (β. 886-912), η εκατονταρχία εξαφανίστηκε και το βάνδον χωρίστηκε σε 6 αλλαγές (πιθανώς με κυβερνήτη τον πεντηκόνταρχο και κάθε ζευγάρι αλλαγών εδιοικείτο ακόμη από έναν εκατόνταρχο ή κένταρχο [5]. Καθεμία από τις 6 αλλαγές είχε 50 άνδρες, οργανωμένες σε 5 δεκαρχίες από 10 άνδρες η καθεμία. [5] Και οι τέσσερεις αξιωματικοί -δέκαρχος, πένταρχος τέτραρχος, ουραγός- ήταν λογχοφόροι. [5]
Στις αρχές του 10ου αι. η μονάδα πεζικού αποτελείτο από 256 άνδρες (16x16) και η μονάδα ιππικού από 300 άνδρες (6x50), αλλά τα εγχειρίδια δείχνουν ότι η ισχύς της μονάδας κυμαινόταν στην πραγματικότητα μεταξύ 200 και 400 ανδρών. [5] Το έργο Praecepta Militaria (Στρατιωτικοί Κανόνες) του Νικηφόρου Β΄ Φωκά (β. 963–969) δείχνει ότι το βάνδο ιππικού είχε δύναμη μόλις 50 ανδρών. [5] Σε αντίθεση με άλλους μεσο-Βυζαντινούς διοικητικούς και στρατιωτικούς όρους, το βάνδον επέζησε ως στην ύστερη Βυζαντινή περίοδο και παρέμεινε η βασική εδαφική ενότητα της ηγεμονίας της Τραπεζούντας μέχρι την πτώση της. [2]