Βίκτορ Σανέγιεφ | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
1972 | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Προσωπικές Πληροφορίες | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γέννηση | 3 Οκτωβρίου 1945 Σοχούμι, Σοβιετική Ένωση | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Θάνατος | 3 Ιανουαρίου 2022 (76 ετών) Σίδνεϊ, Αυστραλία | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Έτη δραστηριοποίησης | 1963 – 1980 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ύψος | 1,88 μέτρα | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Βάρος | 78 κιλά | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Άθλημα | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Χώρα | Σοβιετική Ένωση | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Άθλημα | Στίβος | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Αγώνισμα | Άλμα τριπλούν | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σύλλογος | Ντιναμό Τυφλίδας | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μετάλλια
|
Ο Βίκτορ Ντανίλοβιτς Σανέγιεφ (ρωσικά: Виктор Данилович Санеев, γεωργιανά: ვიქტორ სანეევი , 3 Οκτωβρίου 1945 – 3 Ιανουαρίου 2022) ήταν Σοβιετικός αθλητής του στίβου στο άλμα εις τριπλούν.[1] Από τους κορυφαίους στην ιστορία του αγωνίσματος και ένας από τους πιο διακεκριμένους αθλητές της σύγχρονης εποχής, κέρδισε τέσσερα ολυμπιακά μετάλλια: τρία χρυσά (1968, 1972 και 1976) και ένα αργυρό (1980). Είναι μέλος του Hall of Fame της IAAF από το 2013.[2][3]
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1945 με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο Σοχούμι της Αμπχαζίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια με πολλές στερήσεις και ο πατέρας του, που ήταν παράλυτος, έφυγε από τη ζωή όταν ο Σανέγιεφ ήταν 15 ετών.[4][5] Ως παιδί αγαπούσε το ποδόσφαιρο και τα πήγε καλά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από την ηλικία των πέντε ετών πήγε σε τμήμα ποδοσφαίρου και μετά την προπόνηση συνέχισε να παίζει στην αυλή με φίλους. Η ομάδα του έγινε γρήγορα η καλύτερη στην περιοχή Γκάγκρα και ο ίδιος έγινε βασικός της παίκτης. Ακολούθησε το μπάσκετ και το 1962 έγινε δεκτός ακόμη και στην αντιπροσωπευτική ομάδα της Αμπχαζίας.[6] Όμως τον τράβηξε τελικά ο κλασικός αθλητισμός και το άλμα εις ύψος, αλλά ένας τραυματισμός στο γόνατο τον ανάγκασε να μεταβεί στα άλματα εις μήκος και τριπλούν.[1] Το 1963 πήρε την τρίτη θέση στο τριπλούν σε σχολικούς αγώνες στη Σοβιετική Ένωση. Η πρώτη επιτυχία του σε αγώνες ανδρών ήρθε το 1968, όταν κέρδισε για πρώτη φορά το ρωσικό πρωτάθλημα.[4][7] Παράλληλα αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Υποτροπικής Γεωργίας του Σοχούμι το 1969 και το Γεωργιανό Ινστιτούτο Φυσικής Πολιτισμού το 1973.[8]
Πριν πάει στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Πόλη του Μεξικού, προετοιμάστηκε για σχεδόν ένα χρόνο. Ο 23χρονος αθλητής ανάρρωσε από έναν σοβαρό τραυματισμό, αλλά είχε ήδη καταφέρει να πείσει το προπονητικό επιτελείο της ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης ότι ήταν έτοιμος να κερδίσει.[9] Στις 17 Οκτωβρίου του 1968, στην Πόλη του Μεξικού, κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο τριπλούν με άλμα 17,39 μ.[4][10] Ήταν το δεύτερο παγκόσμιο ρεκόρ της ημέρας κατά τη διάρκεια ενός επικού τελικού, στον οποίο το παγκόσμιο ρεκόρ βελτιώθηκε τέσσερις φορές. Το παγκόσμιο ρεκόρ πριν τους αγώνες ήταν 17,03 μ. και το κατείχε ο Πολωνός Γιόζεφ Σμιτ από το 1960. Στις 16 Οκτωβρίου 1968 ο Ιταλός Τζιουζέπε Τζεντίλε στον προκριματικό του αγωνίσματος πήδηξε 17,10 μ. και την επομένη, με το πρώτο του άλμα στον τελικό, 17,22 μ., όμως η κορυφαία σύγκρουση στην ιστορία του αγωνίσματος μόλις είχε αρχίσει. Στην τρίτη προσπάθεια ο Σανέγιεφ με 17,23 μ. κάνει νέο παγκόσμιο ρεκόρ, αλλά στην πέμπτη προσπάθεια ο Βραζιλιάνος Νέλσον Προυντέντσιο, από τα 17,05 μ. και την τρίτη θέση, ανέβηκε στην πρώτη, καταρρίπτοντας και πάλι το παγκόσμιο ρεκόρ με 17,27 μ. Στην τελευταία προσπάθεια του αγώνα, ο νικητής, όνομα και πράγμα, Βίκτορ Σανέγιεφ «πέταξε» στα 17,39 μ. και πήρε το χρυσό μετάλλιο. Είχε βελτιώσει κατά 29 εκατοστά το ρεκόρ του Τζεντίλε και κατά 54 εκατοστά το ολυμπιακό ρεκόρ του Σμιτ από το Τόκιο το 1964. Στο Μεξικό, πέντε άλτες σημείωσαν επίδοση καλύτερη από το προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ και έξι (ανάμεσά τους και ο Σμιτ) καλύτερη από το ολυμπιακό ρεκόρ.[11][12][13] Κέρδισε τον πρώτο του ευρωπαϊκό τίτλο στην Αθήνα με επίδοση 17,34 μέτρων (με ευνοϊκό άνεμο) την επόμενη χρονιά και στη συνέχεια στο Μόναχο το 1972 πήδηξε 17,35 μέτρα στην πρώτη του προσπάθεια για να υπερασπιστεί με επιτυχία τον Ολυμπιακό του τίτλο.[14][15]
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ, ο Σανέγιεφ κέρδισε το τρίτο συνεχόμενο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο τριπλούν, ο πρώτος και μόνος μέχρι σήμερα που κατάφερε κάτι τέτοιο.[6][16] Το 1978 ήταν δεύτερος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου και για όγδοη και τελευταία φορά πρωταθλητής Σοβιετικής Ένωσης.[17] Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας ήταν ο προτελευταίος λαμπαδηδρόμος.[11] Προσπάθησε να κερδίσει και τέταρτο χρυσό στο ίδιο αγώνισμα στα 35 του χρόνια, όπως ο Αλ Έρτερ στη δισκοβολία, αλλά δεν το κατόρθωσε, έχοντας έντονο ανταγωνισμό που σχεδόν πάντα τον βοηθούσε να φτάνει στο ύψιστο της απόδοσής του στις μεγάλες διοργανώσεις. Σε έναν ανεκδιήγητο τελικό από άποψη κριτών, κατέλαβε τη δεύτερη θέση με άλμα στα 17,24 μέτρα.[5][18][19] Το άλμα που του χάρισε το μετάλλιο ήταν στην τελευταία του προσπάθεια, κάτι που δεν συνέβη για πρώτη φορά.[12] Η απονομή των μεταλλίων δεν αποτέλεσε την τελευταία πράξη δημοσιότητας του τελικού.[6][16][20] Κατέρριψε τρεις φορές το παγκόσμιο ρεκόρ με καλύτερη επίδοση 17,44 μέτρα το 1972. Ο Σανέγιεφ ήταν επίσης έξι φορές πρωταθλητής Ευρώπης κλειστού στίβου (ακατάρριπτο ρεκόρ) – αποχώρησε από τον ανταγωνιστικό στίβο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980 και συνέχισε να εργάζεται για τον σύλλογο Ντιναμό Τιφλίδας.[14][21]
Το 1983 του απονεμήθηκε το Ολυμπιακό Τάγμα, η ανώτατη αθλητική τιμή.[22] Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση εργάστηκε ως προπονητής στη εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, με τη διάλυση της χώρας να τον φέρνει σε δεινή οικονομική θέση. Μετανάστευσε με την οικογένειά του και εργάστηκε ως προπονητής στην Αυστραλία (κολέγιο Σεντ Τζότζεφ και αργότερα μεταπήδησε στο Ινστιτούτο Αθλητισμού της Νέας Νότιας Ουαλίας[5]). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε αρκετά μυοσκελετικά προβλήματα και υποβλήθηκε σε πολλαπλές ορθοπεδικές επεμβάσεις.[19] Απεβίωσε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας σε ηλικία 76 ετών στις 3 Ιανουαρίου 2022.[1][7][23] Η Ολυμπιακή Επιτροπή της Γεωργίας τον αναγνώρισε ως τον καλύτερο Γεωργιανό αθλητή του 20ού αιώνα.[24]