Βίλλεμ Καλφ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Willem Kalf (Ολλανδικά) |
Γέννηση | 1619[1][2][3] Ρότερνταμ[4] |
Θάνατος | 31 Ιουλίου 1693[5][6][7] και 3 Αυγούστου 1693[8] Άμστερνταμ[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ολλανδική Δημοκρατία |
Ιδιότητα | ζωγράφος[8][4], καλλιγράφος[4], έμπορος έργων τέχνης[4] και glass engraver[4] |
Σύζυγος | Cornelia Pluvier (από 1651)[4] |
Κίνημα | ζωγραφική της "Χρυσής ολλανδικής εποχής" |
Είδος τέχνης | Νεκρή φύση, ρωπογραφία[4] και fruit painting[4] |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | ζωγραφική της "Χρυσής ολλανδικής εποχής" |
Σημαντικά έργα | Still Llife with a Roemer, Still Life with Shells και Still Life with a Chinese Porcelain Jar |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Βίλλεμ Καλφ (ολλανδικά: Willem Kalf, 1619 – 31 Ιουλίου 1693) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της Χρυσής Ολλανδικής Εποχής στη ζωγραφική, ο οποίος ειδικευόταν στην απεικόνιση νεκρών φύσεων και σήμερα θεωρείται από τους κορυφαίους Ολλανδούς καλλιτέχνες του είδους[9]. Αργότερα ασχολήθηκε με το εμπόριο έργων τέχνης αλλά και την εκτίμηση πινάκων.
Ο Βίλλεμ Καλφ γεννήθηκε στο Ρόττερνταμ το 1619[10] και βαπτίστηκε στις 3 Νοεμβρίου 1619 στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Λαυρεντίου της πόλης.[11][9] Πατέρας του ήταν ο Γιαν Καλφ, εύπορος έμπορος, ο οποίος επίσης κατείχε και κυβερνητικά αξιώματα στο Ρόττερνταμ, και μητέρα του η Μάχτελτ Χέρριτς (Machtelt Gerris ή Geere), η οποία απέκτησε επτά τουλάχιστον παιδιά.[11] Ο Βίλλεμ μεγάλωσε στο πατρικό της οικογένειας στη Hoogstraat του Ρόττερνταμ, απέναντι από το τότε Δημαρχείο.[12] Η μητέρα του απεβίωσε όταν ο Βίλλεμ ήταν 18 ετών και, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Χόβερτς ορίστηκαν διαχειριστές της περιουσίας της. Ο Χόβερτς απεβίωσε τον Μάρτιο του 1642 ενώ βρισκόταν σε πλοίο εν πλω για τις Δυτικές Ινδίες, αλλά εκείνο το διάστημα ο Βίλλεμ βρισκόταν ήδη στο Παρίσι[11], διαμένοντας στην περιοχή του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε[9] έχοντας σπουδάσει ζωγραφική πιθανότατα με τον Χέντρικ Σοργκ (Hendrick Sorgh, 1609/11-1670), ο οποίος ζωγράφιζε νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες και θαλασσογραφίες,[12] ενώ η υπόθεση ότι είχε σπουδάσει με τον Χέντρικ Ποτ, όπως αναγράφεται σε άλλες πηγές,[13] πιθανότατα πρέπει να απορριφθεί.[9] Είναι, εν τούτοις, πιθανόν να σπούδασε ζωγραφική και με τον Φρανσουά Ράικχαλς (François Rykhals).[9] Στο Παρίσι βρισκόταν πιθανόν από το 1639 και παρέμεινε εκεί, συναναστρεφόμενος τον κύκλο των εκεί Φλαμανδών ζωγράφων, διαμένοντας στην περιοχή Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, ως το 1646. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ωστόσο, καταγράφεται στο Ρόττερνταμ[11], αλλά καθώς δεν υπάρχει καμία αναφορά γι' αυτόν κατά το χρονικό διάστημα 1647 - 1650, ενώ δεν είναι κανένα έργο εκείνης της περιόδου γνωστό, ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι στο Ρόττερνταμ εγκαταστάθηκε ξανά το 1653,[14] ενώ άλλες αναφέρουν ότι από το 1546 είχε εγκατασταθεί στο Χόορν του Φρίσλαντ, λίγο βορειότερα του Άμστερνταμ, όπου αργότερα νυμφεύτηκε.[9]
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι ζωγράφιζε μικρών διαστάσεων έργα με εσωτερικά οικιών του χωριού, αλλά άρχισε να ζωγραφίζει και μικρές "σπουδές" νεκρών φύσεων, ενώ κάποιες από τις πρώτες αυτές προσπάθειες απεικόνιζαν πανοπλίες και ασπίδες σε διαστάσεις μέχρι και δύο μέτρων ύψους. Ταυτόχρονα, όμως, ζωγράφιζε και μικρότερες σπουδές, στις οποίες περιλάμβανε και μερικές φιάλες από κασσίτερο.[12] Οι μεγάλου μεγέθους δημιουργίες του έχουν συγκριθεί με αυτές του δασκάλου του, Ράικαλς, αλλά και του Άντριεν φαν Ούτρεχτ.[9] Αν και οι εικόνες αυτές δημιουργήθηκαν από τον καλλιτέχνη στο Παρίσι, εντάσσονται στην παράδοση της φλαμανδικής ζωγραφικής των αρχών του 17ου αιώνα, σαν τις δημιουργίες καλλιτεχνών όπως ο Ντάβιντ Τένιερς ο νεότερος.[10] Η μόνη ένδειξη ότι οι πίνακες αυτοί δημιουργήθηκαν στο Παρίσι είναι το γεγονός ότι απεικονίζουν αντικείμενα που οι Φλαμανδοί ζωγράφοι ουδέποτε περιέλαβαν στα δικά τους έργα.[10]
Έγγραφο με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1651 αναφέρει: "Ο Βίλλεμ Γιανς Καλφ, εργένης από το Ρόττερνταμ, και η Κορνέλια Πλουβιέρ (Cornelia Pluvier), άγαμη από το Φόλλενχοφε (Wollenhove), που ζουν στην πόλη μας, το Χόορν, παντρεύτηκαν". Η σύζυγος του Καλφ ήταν μια νεαρή γυναίκα γνωστή για την ποίηση, την καλλιγραφία της και την εγχάραξη γυαλιού καθώς και τη σύνθεση μουσικής, καθώς έπαιζε βιργινάλι.[11] Η θεία της συζύγου του, Μαρχαρίτα Πλουβιέρ, είχε παντρευτεί έναν σημαντικό έμπορο του Άμστερνταμ, τον Γιόχαν Λε Τορ (Johan Le Thor) και στην απογραφή της περιουσίας του, το 1653, αναγράφεται ως μάρτυρας "ο Βίλλεμ Καλφ, εξάδελφος της οικογένειας". Πρόκειται για την πρώτη καταγραφή του καλλιτέχνη στο Άμστερνταμ, αν και πιθανότατα αυτός και η σύζυγός του είχαν εγκατασταθεί στην πόλη λίγο μετά τον γάμο τους.[11] Νέα αναφορά στον καλλιτέχνη γίνεται επίσης το 1653, όταν σε συνεργασία με τους Μπαρτολομέους Μπρέινμπερχ, Μπαρτολομέους φαν ντερ Χελστ, Φίλιπς Κόνινκ και τον τοπικό ζωγράφο νεκρών φύσεων Σίμον Λούτιχαους (Simon Luttichuys) πιστοποίησαν την αυθεντικότητα ενός πίνακα του Πάουλ Μπριλ για λογαριασμό του εμπόρου έργων τέχνης του Ντελφτ Άμπραχαμ ντε Κόοχε (Abraham de Cooge).[11]
Ο Καλφ πιθανότατα έγινε μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά του Άμστερνταμ περί το 1651, αλλά η ακριβής εγγραφή του δεν είναι δυνατόν να πιστοποιηθεί, καθώς τα αρχεία της περιόδου αυτής έχουν χαθεί. Μαζί με τους Ρέμπραντ, Χόφερτ Φλινκ, Φέρντιναντ Μπολ, Φίλιπς Κόνινκ, Μπαρτολομέους φαν ντερ Χελστ και άλλους ζωγράφους της εποχής, αναφέρεται στο ποίημα του Γιαν Φος (Jan Vos) Zeege der Schilderkunst (Ο Θρίαμβος της Ζωγραφικής) του 1654.[11] Άρχισε, επίσης, να συμμετέχει σε κρίσεις σχετικά με την αυθεντικότητα έργων άλλων δημιουργών. Το 1661 συμφώνησε με τους Γιάκομπ φαν Ράουσντελ, Μέιντερτ Χομπέμα και Άλλαρτ φαν Έφερντινγκεν απορρίπτοντας την απόδοση ενός πίνακα στον Γιαν Πορσέλλις, ενώ ήταν μέλος της περίφημης επιτροπής που, τον Μάιο του 1672, κλήθηκε να εξετάσει την αυθεντικότητα δεκατριών πινάκων Ιταλών ζωγράφων, που κατείχε ο έμπορος έργων τέχνης Χέρριτ Όιλενμπουργκ (Gerrit Uylenburgh). Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής αυτής συγκαταλέγοντας καλλιτέχνες νεκρών φύσεων, όπως οι Βίλλεμ φαν Ελστ, Όττο Μαρσέους φαν Σρικ και Μέλχιορ ντ' Οντεκούτερ, καθώς και ο Ζεράρ ντε Λαιρές και μερικοί επίσης τοπιογράφοι. Το 1686 ο Καλφ απέρριψε ένα έργο του Τιτσιάνο ως αντίγραφο.[11]
Σε έγγραφο του Ρόττερνταμ με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1690 αναφέρεται ότι ο "επιφανής ζωγράφος Βίλλεμ Καλφ του Άμστερνταμ αποποιήθηκε του οικογενειακού του τάφου στη Χρότε Κερκ στη γενέτειρα πόλη του προς όφελος ενός ανεψιού του". Ο Καλφ τάφηκε στη Ζούιντεκερκ του Άμστερνταμ στις 3 Αυγούστου 1693. Στην ίδια θέση τάφηκε, λίγους μήνες αργότερα, η θυγατέρα του Κορνέλια και, το 1711, η χήρα του. Από τα αρχεία βαπτίσεων είναι γνωστό ότι η οικογένεια είχε τρία ακόμη τέκνα, τη Σοφία (γενν. 1657), τον Γιοχάννες (γενν. 1660) και τον Σάμουελ (γενν. 1664).[11] Κύριοι μαθητές του διετέλεσαν οιΒίλλεμ φαν Ελστ, Γιούριεν φαν Στρέικ (Juriaen van Streeck), Κρίστιεν φαν Στριπ (Christiaen van Striep) και Μπάρεντ φαν ντερ Μέιρ (Barend van der Meer).[9]
Στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Καλφ ζωγράφιζε εσωτερικούς χώρους χωριάτικων οικιών με στοιχεία από νεκρές φύσεις, με συνθέσεις που προσομοιάζουν με αυτές των Πίτερ ντε Μπλόοτ, Κορνέλις Σαφτλέφεν, Βίλλεμ Σαφλέφεν και Χέντρικ Σοργκ, καθώς και με τις συνθέσεις του Φρανσουά Ράικχαλς, ζωγράφου από το Μίντελμπουρχ, ο οποίος έχει προταθεί και ως δάσκαλός του. Είναι περίπου εξήντα τα γνωστά έργα του αυτής της περιόδου του στο Παρίσι.[11] Άρχισε, επίσης, να ζωγραφίζει και νεκρές φύσεις, στις οποίες περιλάμβανε πανοπλίες και ασπίδες, ορισμένες από τις οποίες φθάνουν σε ύψος τα δύο μέτρα. Ταυτόχρονα άρχισε να ζωγραφίζει και μικρές σπουδές σε νεκρές φύσεις, απεικονίζοντας και παγούρια από κασσίτερο.[12] Οι πρώτες αυτές δημιουργίες του διαφέρουν σημαντικά από αυτές που θα ακολουθούσαν.[13] Μετά τον γάμο του στο Χόορν, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, όπου ο Καλφ ξεκίνησε να ζωγραφίζει σπουδές στον τύπο της νεκρής φύσης που αποκαλείται pronkstilleven (νεκρή φύση της αφθονίας), στις οποίες απεικόνιζε πλούσιες ομάδες αντικειμένων από χρυσό και άργυρο, δηλαδή σπάνια και ιδιαίτερα ακριβά αντικείμενα, ενώ παράλληλα βελτιώθηκε τόσο καλλιτεχνικά όσο και στην τεχνική του, καθώς άρχισε να "παίζει" με τις ποικίλες προσπτώσεις του φωτός.[12] Ως προς τη σύνθεσή τους, οι νεκρές του φύσεις δεν παρουσιάζουν μεγάλες δομικές διαφορές, ενώ σε αρκετές απεικονίζει τα ίδια αντικείμενα υπό άλλη γωνία[10]. Συνήθως, πάνω σε δαμασκηνό ύφασμα, στρωμένο σε τραπέζι, απεικονίζονται σκεύη τραπεζιού με χρυσά και ασημένα αντικείμενα, πολλά από τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι είναι δημηιουργήματα γνωστών χρυσοχόων όπως ο Γιοχάννες Λούτμα. Συνήθως απεικονίζεται και ένα μπολ από κινεζική πορσελάνη, γυρισμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα φρούτα να προεξέχουν από αυτό. Τα έργα του πλέον χαρακτηρίζονται από λιγότερα αλλά πολύ προσεκτικά επιλεγμένα αντικείμενα, τα οποία τοποθετεί στην επιφάνεια τραπεζιού σε σκούρο παρασκήνιο. Τα αντικείμενα είναι είτε όρθια είτε γυρμένα στη μια τους πλευρά και ο φωτισμός που επιλέγει ο καλλιτέχνης τους προσδίδει ένα μυστηριακό αποτέλεσμα. Επιπλέον, ο Καλφ επετύγχανε αξιοσημείωτα αποτελέσματα τόσο με τις ανακλάσεις όσο και με τη διάχυση του φωτός που προσπίπτει στις επιφάνειές τους, σημείο που μελέτησε με επιστημονική ακρίβεια. Κατά την ίδια περίοδο ξεκίνησε να δημιουργεί συνθέσεις σε σειρές, κάτι που έγινε χαρακτηριστικό της τέχνης του, αναδιατάσσοντας και αναταξινομώντας αντικείμενα στην ίδια αρχική σύνθεση, δίνοντας διαφορετικές ερμηνείες στο ίδιο θέμα. Οι τελευταίες του νεκρές φύσεις περιλαμβάνουν και κοχύλια, στην απεικόνιση των οποίων οι πινελιές του γίνονται πιο πλούσιες και περισσότερο ακριβείς. Από το 1663 η παραγωγικότητά του ελαττώνεται και ο τελευταίος του πίνακας χρονολογείται το 1680.[9] Λόγω της εξαίρετης χρήσης του φωτός, τα έργα του Καλφ έχουν παραλληλιστεί με ανάλογα έργα του Γιοχάνες Βερμέερ. Τα έργα του Χέραρντ τερ Μπορχ έχουν, εν τούτοις, μεγαλύτερη ομοιότητα σε ύφος. Μαζί με τον Βίλλεμ φαν Ελστ ο Καλφ θεωρείται ο πλέον επιτυχημένος καλλιτέχνης του είδους των "πλούσιων" νεκρών φύσεων, που ικανοποιούσαν το κοινό αίσθημα του πλούτου και της αφθονίας που επικρατούσε στο Άμστερνταμ της εποχής.[11] Το 1797, ο Γερμανός ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε έγραψε ότι μέσω των έργων του Καλφ "κάποιος μπορεί να αντιληφθεί κατά ποιαν έννοια η τέχνη υπερέχει της φύσης και πώς το ανθρώπινο πνεύμα μεταδίδεται σε αντικείμενα, όταν κάποιος τα βλέπει υπό το πνεύμα της δημιουργίας... αν έπρεπε να διαλέξω μεταξύ των χρυσών αντικειμένων που απεικονίζονται στον πίνακα και του ίδιου του πίνακα, θα επέλεγα τον πίνακα".[14]
Ανάμεσα στα πολλά μουσεία που διαθέτουν έργα του Καλφ, τα κυριότερα είναι:
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Willem Kalf στο Wikimedia Commons