Βασίλειο της Νορβηγίας (872-1397)

Βασίλειο της Νορβηγίας (872-1397)
8721397

Σημαία

Έμβλημα
Ίδρυση872
Ο θυρεός της Νορβηγίας.
Η επικράτεια της Νορβηγίας.

Ο όρος Βασίλειο της Νορβηγίας (παλαιά νορβηγικά: *Noregsveldi, Μποκμάλ: Norgesveldet, Nυνόρσκ: Noregsveldet) και Παλαιό Βασίλειο της Νορβηγίας αναφέρονται στην κορυφή της εξουσίας του Βασιλείου της Νορβηγίας τον 13ο αι. μετά από μια μακρά περίοδο εμφύλιου πολέμου πριν από το 1240. Το βασίλειο ήταν ένα χαλαρά ενοποιημένο έθνος, που περιλάμβανε το έδαφος της σύγχρονης Νορβηγίας, το σύγχρονο σουηδικό έδαφος Γιέμτλαντ, Χαργιεντόλεν, Ράνρικε (Μπούχουσλεν) και Ίντρε και Σέρνα, καθώς και τις υπερπόντιες ιδιοκτησίες της Νορβηγίας, που είχαν εγκατασταθεί από Νορβηγούς ναυτικούς για αιώνες, πριν προσαρτηθούν ή ενσωματωθούν στο βασίλειο ως "αστικές περιοχές". Βόρεια, η Νορβηγία συνόρευε επίσης με εκτεταμένα φορολογήσιμα εδάφη στην ηπειρωτική χώρα. Η Νορβηγία, η οποία ξεκινά από την ίδρυση του βασιλείου το 872, έφτασε στο αποκορύφωμα της εξουσίας της μεταξύ του 1240 και του 1319.

Στην κορυφή της νορβηγικής επέκτασης πριν από τον Εμφύλιο πόλεμο (1130-1240), ο Σίγκουρντ Α΄ ηγήθηκε της Νορβηγικής Σταυροφορίας (1107-1110). Οι σταυροφόροι κέρδισαν μάχες στη Λισαβόνα και τις Βαλεαρίδες. Στην πολιορκία της Σιδώνας πολέμησαν μαζί με τον Βαλδουίνο Α΄ και τον Ορτελάφο Φαλιέρ, και η πολιορκία οδήγησε στην επέκταση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ.[1] Ο Λέιφ Έρικσον, Ισλανδός νορβηγικής καταγωγής και επίσημος μισθωτής του βασιλιά Όλαφ Α ́ της Νορβηγίας, εξερεύνησε την Αμερική 500 χρόνια πριν από τον Κολόμβο. [2] Ο Αδάμ της Βρέμης έγραψε για τα νέα εδάφη στο "Gesta Hammaburgensis ecclesiae pontificum" (1076), όταν συναντήθηκε με τον Σβεν Α΄ της Δανίας, αλλά καμία άλλη πηγή δεν δείχνει, ότι αυτή η γνώση πήγε πιο μακριά στην Ευρώπη από τη Βρέμη της Γερμανίας. Το βασίλειο της Νορβηγίας ήταν η δεύτερη ευρωπαϊκή χώρα μετά την Αγγλία, που επέβαλε έναν ενιαίο κώδικα δικαίου, ο οποίος εφαρμοζόταν σε ολόκληρη τη χώρα, που ονομαζόταν Magnus Lagabøtes Landslov (1274).

Η κοσμική δύναμη ήταν στην ακμή της κατά το τέλος της βασιλείας του βασιλιά Χάακον Χάακονσον το 1263. Ένα σημαντικό στοιχείο της περιόδου ήταν η εκκλησιαστική υπεροχή της αρχιεπισκοπής του Νίνταρος από το 1152. Δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές για το πότε η Γιέμτλαντ τέθηκε υπό τον αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας. Η Ουψάλα ιδρύθηκε αργότερα, και ήταν η τρίτη επισκοπή στη Σκανδιναβία μετά το Λούντ και το Νίνταρος. Η εκκλησία συμμετείχε σε μια πολιτική διαδικασία τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της Ένωσης του Κάλμαρ, που είχε ως στόχο τη σουηδική πλευρά, για να δημιουργήσει μια θέση για τη Σουηδία στο Γιέμτλαντ.  Αυτή η περιοχή ήταν συνοριακή χώρα σε σχέση με το Σουηδικό βασίλειο, και πιθανότατα σε κάποιο είδος συμμαχίας με το Tρέντελαγκ, όπως και με την Χελόγκαλαντ.

Ένα ενωμένο βασίλειο ξεκίνησε από τον βασιλιά Χάραλντ Α΄ τον 9ο αι. Οι προσπάθειές του για την ενοποίηση των μικροσκοπικών βασιλείων της Νορβηγίας, οδήγησαν στην πρώτη γνωστή νορβηγική κεντρική κυβέρνηση. Η χώρα, όμως, σύντομα κατακερματίστηκε και συγκεντρώθηκε ξανά σε μια ενότητα στο πρώτο μισό του 11ου αι. Η Νορβηγία είναι μοναρχία από την εποχή του Χάραλντ Α΄, και πέρασε από διάφορες εποχές.

Όταν ο Χάραλντ Χορφάγκρε (Ξανθόμαλλος) έγινε βασιλιάς της Νορβηγίας μετά τη μάχη στο Χάφρσφιορντ (παραδοσιακή ημερομηνία: 18 Ιουλίου 872), είδε προς τα δυτικά νησιά, που είχαν αποικιστεί από τους Νορβηγούς εδώ και έναν αιώνα, και το 875 τα Βόρεια Νησιά των Όρκνεϋ και των Σέτλαντ είχαν τεθεί υπό την κυριαρχία του, και είχαν δοθεί στον Ράγκνβαλντ Εϋστεϊνσον, γιάρλ του Μέρε.

Η Ισλανδία ήταν πιο απρόθυμη να εγκαταλείψει την ανεξάρτητη κυριαρχία της, οπότε ο συγγραφέας της ισλανδικής ιστορίας Σνόρι Στούρλουσον έλαβε μια βασιλική πρόσκληση στην Αυλή του βασιλιά Χάακον Χάακονσον και εκεί πείστηκε ότι η Ισλανδία είναι από την αρχή Νορβηγική. Έτσι άρχισε η Εποχή των Στούρλουνγκ, μια εποχή πολιτικών συγκρούσεων στην Ισλανδία. Οι Στούρλουνγκ εργάστηκαν για να φέρουν την Ισλανδία κάτω από τη νορβηγική κυριαρχία, διαδίδοντας προπαγάνδα μέσω των θέσεων τους στο Αλθίνγκ και ακόμη προσφεύγοντας στη βία, πριν υπογραφεί Η Παλαιά Συνθήκη το 1262, η οποία έφερε την πλήρη Νορβηγική εξουσία στο νησί.

Στο Ρανρίκι η Κονουνγκέλα κτίστηκε ως βασιλική πόλη μαζί με το Τούνσμπεργκ και το Μπιόργκβιν. Παρέμεινε Νορβηγική μέχρι τη συνθήκη του 1658 στο Ρόσκιλντ. Το Χεργιάρνταλρ έγινε νορβηγικό κατά τον 12ο αι. και παρέμεινε έτσι για πέντε αιώνες. Το Γιάμταλαντ άρχισε να πληρώνει φόρους στη Νορβηγία κατά τη διάρκεια του 13ου αι., και αργότερα απορροφήθηκε ως ένα μέρος της ηπειρωτικής επικράτειας τον ίδιο αιώνα. Κατελήφθη από τους Σουηδούς κατά τη διάρκεια του Βορειοαμερικανικού Επταετούς Πολέμου, αλλά αργότερα επέστρεψε στη Δανία-Νορβηγία ως αποτέλεσμα της συνθήκης του Στέτιν του 1570. Το Ίντρε και η Σέρνα, Νορβηγικά από τον 12ο αι., κατακτήθηκαν από τη Σουηδία κατά τη διάρκεια της διαμάχης του Αννίβα. Τα Ρανρίκι, Χεργιάρνταλρ, Γιάμταλαντ, Ίντρε και Σέρνα παραδόθηκαν μόνιμα στη Σουηδία από την Ειρήνη του Μπρέμσεμπρο στις 13 Αυγούστου 1645.

Το νότιο τμήμα της ηπειρωτικής Νορβηγίας.
Το βόρειο τμήμα της ηπειρωτικής Νορβηγίας.

Διοικητικές διαιρέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βίκεν, κομητείες του Μπόργκαρδινγκ:

Όπλαντ, επαρχίες που υπάγονται στο Χέιδσεβισθινγκ:

Βέστλαντετ επαρχίες του Γκούλαθινγκ:

Τρέντελαγκ, επαρχίες του Φρόσταθινγκ:

Στην υπόλοιπη Νορβηγία, κομητείες που δεν συνδέονται με θίνγκ:

Φόρου υποτελής περιοχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Το Φίννμορκ, ως οι παράκτιες περιοχές βόρεια του φγιόρντ Mάλανγκεν, το σημερινό Μούρμανσκ στη Ρωσία και τμήματα της βόρειας Λάπλαντ στη Φινλανδία.   [<span title="This claim needs references to reliable sources. (October 2016)">citation needed</span>]

Επανάσταση και ενοποίηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνεπώς, οι πληθυσμοί των νησιών είχαν νορβηγική καταγωγή, οι οποίοι διατηρούσαν επαφή με την πατρίδα πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα. Αυτοί οι Νορβηγοί είχαν τους δικούς τους αρχηγούς ή βασιλείς στη νορβηγική παράδοση, και υπόκεινταν στη Νορβηγική βασιλική εξουσία όταν τελικά αυτή ανέπτυξε ένα κεντρικό κράτος. Συχνά, οι Νορβηγοί βασιλείς είχαν αρκετά να αντιμετωπίσουν στην ηπειρωτική χώρα, οπότε η τοπική εξουσία στα χωριά ήταν συχνά στα χέρια των τοπικών κομήτων (jarls), που λειτουργούσαν για λογαριασμό του βασιλιά.

Οι κτήσεις στη Σουηδία ήταν σε διαφορετικό βαθμό νορβηγικές. Κατά τον 9ο και τον 10ο αι., είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο πληθυσμός του Μπάχουσλεν, Γιέμτλαντ και Χερτζεντάλεν δεν είχε εθνική σχέση με τη Νορβηγία, τη Σβέαλαντ ή το Γκέτλαντ. Η δημιουργία αυτής της εξουσίας ήταν στα καθήκοντα τής ολοένα και πιο κεντρικής μοναρχίας, η οποία έπρεπε να εδραιώσει το δικαίωμά της στις συνοριακές περιοχές επάνω από τα γειτονικά βασίλεια. Η Νορβηγία ήταν τότε η πρώτη, που ενσωμάτωσε αυτές τις περιοχές στο βασίλειό της.

Εξαρτησίες του στέμματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύρια λήμματα: Earldom of Orkney και Magnus Barefoot
  • Ίσλαντ (Ισλανδία)
  • Γκρένλαντ (Γροιλανδία)
  • Φερέυαρ (νήσοι Φερόες)
  • Μανν (νήσος του Μαν)
  • Χγιλτλαντ (Σέτλαντ)
  • Όρκνεγιαρ (νήσοι Όρκνεϋ)
  • Σούδρεγιαρ (νήσοι Εβρίδες)

Η Ισλανδία, τα νησιά Φερόες και η Γροιλανδία παρέμειναν υπό νορβηγική διοίκηση μέχρι το 1814.

Η Συνθήκη του Περθ (1266) αποδέχτηκε την νορβηγική κυριαρχία επάνω στα Σέτλαντ και Όρκνεϋ.

Υποτελείς που προσαρτήθηκαν από τον βασιλιά Μάγκνους Γ΄ το 1098.

Ιρλανδία

  • Ντύφλιν (βασίλειο του Δουβλίνου) [3]

Σκωτία

  • Κάτανες (Κάιθνες), Σούδρλαντ (Σούδερλαντ) [4] [5] [6] [7] και Γκάλογουέι . [8]

Ουαλία

Άγαλμα του Ρόλο στο Άλεσουντ της Νορβηγίας.

Περιφέρειες που διέπονται από Νορβηγούς ανεξάρτητους από το Βασίλειο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγγλία

  • Νορθούμπρια

Ο Έρικ Α ́ Χάραλντσον της Νορβηγίας κυβερνούσε τη Νορθούμπριαα για δύο ξεχωριστές περιόδους. Η Νορθούμπρια κυβερνιόταν επίσης από τη Νορβηγία υπό τον Κνουτ τον Μεγάλο, καθώς και από τους δυτικούς Νορβηγούς των Βρετανικών Νήσων. Η πιο σημαντική πόλη ονομάστηκε Γιόρβικ (Υόρκη).

Γαλλία

  • Νoρμανδία

Το δουκάτo της Νορμανδίας κυβερνήθηκε από Νορβηγούς και Δανούς Βίκινγκς, υπό την ηγεσία του Ρόλλο. Μετά από εκτεταμένες επιδρομές στο Παρίσι και σε τεράστιες περιοχές της Γαλλίας, το δουκάτο ιδρύθηκε το 911. Ο κύριος σκοπός ήταν να κερδίσει γη για ανεξάρτητους Βίκινγκς σε αυτή την περιοχή, γι' αυτό ο Ρόλλο ορκίστηκε να είναι υποτελής της Γαλλίας, και όχι της Νορβηγίας ή της Δανίας. Αν και η καταγωγή του Ρόλλο αμφισβητείται, είναι πλέον κοινό μεταξύ Βρετανών, Γάλλων και Νορβηγών επιστημόνων η γνώμη ότι, κρίνοντας από τις πηγές και τις δύο πιθανές εναλλακτικές, περισσότερες πηγές δείχνουν Νορβηγική καταγωγή. [9] Ο απόγονός του, Ο Γουλιέλμος Α΄ ο Κατακτητής και ο Νορμανδικός στρατός του, κατέκτησαν την Αγγλία το 1066, αφού ο βασιλιάς Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας είχε αποτύχει το ίδιο έτος.

Σκωτία

Ηγεμόνες του κληρονομικού βασιλείου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Χάραλντρ Χάλφντανσον, πρώτος μονάρχης της δυναστείας τού Χόρφαγκρε (Ξανθομάλλη).

Δυναστεία Ύνγκλινγκ / Χόρφαγκρε (Ξανθομάλλη)

Ζωγραφική με τον Αγ. Όλαφ. Βρίσκεται στον Σαν Κάρλο αλ Κόρσο στη Ρώμη, Ιταλία. Πίους Βελόνσκι, Σάντ' Όλαβ ντι Νορβέτζια (1893).

Δυναστεία Λάντε

Δυναστεία Τρύγκβασον

Δυναστεία Λάντε (2η φορά)

Δυναστεία του Αγίου Όλαφ

Δυναστεία Λάντε (3η φορά)

Δυναστεία του Αγίου Όλαφ (2η φορά)

Ο Χάραλντρ Σίγκουρντσον, πρώτος μονάρχης της δυναστείας Χάρνταραντα.

Δυναστεία Χάρνταρα

Ο Χαράλντ Γκίλλι, πρώτος μονάρχης της δυναστείας των Γκίλε.

Δυναστεία Γκίλλε

Δυναστεία Χάρνταρα (εκ θηλυγονίας)

Ο Σβέριρ Σίγκουρντσον, πρώτος μονάρχης της δυναστείας Σβέρε.

Δυναστεία Σβέρε

Δυναστεία Γκίλλε (εκ θηλυγονίας)

Δυναστεία Σβέρρε (2η φορά)

Εποχή εμφύλιου πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εποχή του εμφύλιου πολέμου ξεκίνησε το 1130 και τελείωσε το 1240. Σε αυτή την περίοδο της νορβηγικής ιστορίας, περίπου είκοσι αντίπαλοι βασιλείς και διεκδικητές διεξήγαγαν πολέμους για να διεκδικήσουν τον θρόνο της Νορβηγίας. Η περίοδος του εμφύλιου πολέμου μπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις: η πρώτη φάση είναι η σποραδική διαμάχη μεταξύ των βασιλέων από το 1130 έως την δεύτερη φάση, όπου υπάρχουν εκτεταμένες μάχες μεταξύ τους από το 1160 έως το 1184, και η τελική φάση στην οποία οι Μπίρκεμπεϊνερ νικούν τους υπόλοιπους το 1240.

Μάχη τού Μίνε (1137) μεταξύ των στρατευμάτων του Σίγκουρντ Σλέμπε και του Ίνγκε Κρόκρυγκ.

Ελλείψει επίσημων νόμων που να διέπουν τις διεκδικήσεις για εξουσία, άνδρες που είχαν κατάλληλη καταγωγή και ήθελαν να γίνουν βασιλείς ερχόταν και υπέγραφαν ειρηνικά, αν και φορτισμένα, συμφωνίες για να αφήσουν έναν άνθρωπο να γίνει βασιλιάς, να δημιουργήσουν προσωρινές γραμμές διαδοχής, να κυβερνήσουν με σειρά ή να μοιραστούν την εξουσία ταυτόχρονα. Το 1130, με το τέλος του βασιλιά Σίγκουρντ του Σταυροφόρου, ο μάλλον ετεροθαλής αδελφός του, Χάραλντ Γκίλλε, έσπασε τη συμφωνία που αυτός και ο Σίγκουρντ είχαν κάνει, για να περάσει ο θρόνος στον μοναδικό γιο τού Σίγκουρντ, τον νόθο Μάγκνους. Σε κακή σχέση ήδη πριν το τέλος του Σίγκουρντ, οι δύο άνδρες -και οι φατρίες που ήταν πιστές σε αυτούς- πήγαν στον πόλεμο.

Στις πρώτες δεκαετίες των εμφύλιων πολέμων, οι συμμαχίες άλλαξαν και επικεντρώθηκαν στο πρόσωπο ενός βασιλιά ή ενός διεκδικητή. Ωστόσο, προς το τέλος του 12ου αι., δύο αντίπαλα κόμματα, ο Μπίρκεμπέινερ και οι Μπάγκλερ, εμφανίστηκαν. Ο ανταγωνισμός για την εξουσία διατηρούσε την συμβολική του δύναμη, αλλά έκλινε να προσαρμοστεί στην πραγματική επιλογή των μερίδων αποτελεσματικών ηγετών, για να πραγματοποιήσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες. Όταν συμφιλιώθηκαν το 1217, ένα πιο διαταγμένο και κωδικοποιημένο κυβερνητικό σύστημα ελευθέρωσε σταδιακά τη Νορβηγία από τους πολέμους, για να υπάρχει νόμιμος διάδοχος. Το 1239, ο δούκας Σκούλε Μπάρντσον έγινε ο τρίτος υποψήφιος να διεξάγει πόλεμο εναντίον του βασιλιά Χόακον Δ΄ Χόακονσον. Ο δούκας Σκούλε νικήθηκε το 1240, με αποτέλεσμα να τερματιστούν περισσότερα από 100 χρόνια εμφύλιου πολέμου.[11]

Αρχαία και μεσαιωνική αριστοκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αριστοκρατία της Νορβηγίας αναφέρεται στη σύγχρονη και Μεσαιωνική αριστοκρατία στη Νορβηγία. Επιπλέον, υπήρξαν οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ, που -σε σχέση με τις κύριες γραμμές της Ιστορίας της Νορβηγίας- είναι γενικά αποδεκτές ως ονομαστικές πρόδρομες των ανωτέρω. Από τον 16ο αι., η σύγχρονη αριστοκρατία είναι γνωστή ως ευγενείς (Νορβηγικά: adel).

Η πρώτη αριστοκρατία στην σημερινή Νορβηγία εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού (1800 π.Χ.-500 π.Χ.). Αυτή η αριστοκρατία του χαλκού αποτελούσε αρκετές περιφερειακές ελίτ, οι πρώτες γνωστές υπάρξεις των οποίων χρονολογούνται το 1500 π.Χ. Μέσα από παρόμοιες δομές στην Εποχή του Σιδήρου (400 π.Χ.-793 μ.Χ.), αυτές οι οντότητες επανεμφανίστηκαν ως μικροσκοπικά βασίλεια πριν και κατά τη διάρκεια της Εποχής των Βίκινγκς (793-1066). Εκτός από έναν αρχηγό ή μικρό βασιλιά, κάθε βασίλειο είχε τη δική του αριστοκρατία.

Μεταξύ του 872 και του 1050, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης διαδικασία ενοποίησης, άρχισε να αναπτύσσεται η πρώτη εθνική αριστοκρατία. Οι περιφερειακοί μονάρχες και οι αριστοκράτες που αναγνώριζαν τον βασιλιά Χάραλντ Α΄ τον Ξανθομάλλη ως τον υψηλό τους βασιλιά, συνήθως λάμβαναν τίτλο ως υποτελείς, όπως κόμης (jarl). Όσοι αρνήθηκαν, ηττήθηκαν ή επέλεξαν να μεταναστεύσουν στην Ισλανδία, καθιερώνοντας εκεί ένα αριστοκρατικό, κυβερνημένο από φυλές κράτος. Η μετέπειτα αριστοκρατία των lendman στη Νορβηγία -ισχυροί φεουδάρχες και οι οικογένειές τους- κυβερνούσαν τις αντίστοιχες περιοχές τους με μεγάλη αυτονομία. Η θέση τους δεν ήταν κατά κανόνα ίση με εκείνη των σύγχρονων ευγενών· ήταν σχεδόν μισή βασιλική. Για παράδειγμα, η Ίνγκεμπγιεργκ Φίννσντοτιρ της δυναστείας Άρνμεντλινγκ ήταν παντρεμένη με τον βασιλιά Μάλκομ Γ΄ της Σκωτίας. Κατά τη διάρκεια τού εμφύλιου πολέμου (1130-1240), οι παλαιοί lendman εξασθένησαν σοβαρά, και πολλοί εξαφανίστηκαν. Αυτή η αριστοκρατία τελικά νικήθηκε από τον βασιλιά Σβέρέ Α΄ και τους Μπίρχλεγκς, και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από υποστηρικτές του Σβέρε Α΄.

Περιοχές της Νορβηγικής επικράτειας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Νορβηγική αποικιακή αυτοκρατορία στην εποχή των Βίκινγκ, από το Ιστορία του Νορβηγικού Λαού (1915) του Γκγιέρσελ.
  • Όρκνεϋ και Σέτλαντ
  • Εβρίδες
  • Νήσος του Μαν
  • Νήσοι Φερόες
  • Ισλανδία
  • Γροιλανδία
  • Γιέμτλαντ
  • Έργιενταλεν
  • Φινλανδία και Λάπλανντ
    Η φορολογική περιοχή Φίννμαρκ, που εκτείνεται επάνω από το Βόρειο Ακρωτήριο.
    Κόλα (Μουρμάνσκ)
Ο Ερικ ο Ερυθρός (Eiríkur rauði). Ξυλογραφία από την ισλανδική έκδοση (1688) του Gronlandia (Γροιλανδία) του Aρνγκριμουρ Τζόνσον. Ισλανδική Συλλογή Φίσκε.

Μποχούσλαν

Τέλος της αυτοδιοίκησης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την εξαφάνιση των άρρενων απογόνων της θεωρούμενης δυναστείας Χόρφαγκρε (Ξανθομάλλη) το 1319, ο θρόνος της Νορβηγίας πέρασε στον εκ θηλυγονίας απόγονο Μάγκνους Ζ΄, ο οποίος την ίδια χρονιά εκλέχθηκε βασιλιάς ως Μάγκνους Δ΄ της Σουηδίας επίσης. Το 1343 ο Μάγκνους Δ΄ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την εξουσία του βασιλιά της Νορβηγίας υπέρ του νεότερου γιου του, του Χάακον ΣΤ΄ της Νορβηγίας. Ο μεγαλύτερος γιος, ο Έρικ, εξαιρέθηκε από την μελλοντική γραμμή διαδοχής της Νορβηγίας. Παραδοσιακά, οι Νορβηγοί ιστορικοί έχουν ερμηνεύσει αυτόν τον σαφή διαχωρισμό από προηγούμενες διαδοχές, ως προερχόμενο από την δυσαρέσκεια μεταξύ των νορβηγών ευγενών με τη νεότερη θέση της Νορβηγίας στην ένωση. Ωστόσο, μπορεί επίσης να είναι το αποτέλεσμα των δυναστικών πολιτικών του Μάγκνους Δ΄. Είχε δύο γιους και δύο βασίλεια, και ίσως να ήθελε να κληρονομήσουν ένα ο καθένας, αντί να αρχίσουν να πολεμούν για την κληρονομία. Ο Μάγκνους Δ΄ προσπαθούσε ταυτόχρονα να εξασφαλίσει την μελλοντική εκλογή του Έρικ ως βασιλιά της Σουηδίας (έγινε ο Έρικ ΙΒ΄ της Σουηδίας).

Η Επιδημία πανώλης του 1349-1351 ήταν ένας παράγοντας, που συνέβαλε στην πτώση της νορβηγικής μοναρχίας, καθώς οι ευγενείς οικογένειες και ο πληθυσμός γενικά επηρεάστηκαν σοβαρά. Αλλά ο πιο καταστροφικός παράγοντας για τους ευγενείς και την μοναρχία στη Νορβηγία ήταν η απότομη πτώση των εσόδων από τις κτήσεις τους. Πολλές αγροτικές εκμεταλλεύσεις εγκαταλείφθηκαν, έτσι μειώθηκαν τα ενοίκια και οι φόροι. Αυτό άφησε την νορβηγική μοναρχία αδύναμη, όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, την υποστήριξη των ευγενών, την αμυντική ικανότητα, και την οικονομική δύναμη. [12] Ο πανώλη κατέληξε να μειώσει τον πληθυσμό κατά 65%, από περίπου 350.000 σε 125.000.[13]

Μετά το τέλος τού Χάακον ΣΤ΄ της Νορβηγίας το 1380, ο γιος του Όλαφ Δ΄ της Νορβηγίας τον διαδέχτηκε και στον θρόνο της Δανίας (είναι ο Όλαφ Β΄ της Δανίας) και διεκδίκησε επίσης το βασίλειο της Σουηδίας, κατέχοντας ήδη τις δυτικές επαρχίες του. Μόνο μετά το τέλος του σε ηλικία 17 ετών, η μητέρα του Μαργαρίτα Α΄ της Δανίας κατάφερε να διώξει τον αντίπαλό τους, τον βασιλιά Αλβέρτο, από τη Σουηδία, ενώνοντας έτσι τα τρία σκανδιναβικά βασίλεια σε προσωπική ένωση κάτω από ένα στέμμα, στην Ένωση του Κάλμαρ. Με το τέλος του Όλαφ Δ΄ εξέλειπε ακόμη ένας νορβηγικός βασιλικός Οίκος από άρρενες. Ήταν επίσης ο τελευταίος Νορβηγός βασιλιάς που γεννήθηκε σε νορβηγικό έδαφος για τα επόμενα 567 χρόνια.[12]Μετά το τέλος του Όλαφ Δ΄ της Νορβηγίας το 1387, ο πιο κοντινός στη σειρά της διαδοχής ήταν ο Σουηδός βασιλιάς Αλβέρτος από τον Οίκο του Μεκλεμβούργου. Ωστόσο, η διαδοχή του ήταν πολιτικά απαράδεκτη για τους Νορβηγούς και τους Δανούς. Στη σειρά ακολουθούσαν οι απόγονοι του γένους του Σούντρεϊμ, απόγονοι του Χάακον Ε΄ της Νορβηγίας, από την νόθη, αλλά αναγνωρισμένη κόρη του Άγκνες Χάακοναρντοτιρ, κυρία του Μπόργαρσισελ. Ωστόσο, ο υποψήφιος από αυτό το γένος εγκατέλειψε την αξίωσή του για τον θρόνο υπέρ τού Έρικ της Πομερανίας, του αγαπημένου υποψήφιου της βασίλισσας Μαργαρίτας. Το δικαίωμα διαδοχής αυτού του γένους επανεμφανίστηκε το 1448 μετά το θάνατο του βασιλιά Χριστοφόρου , αλλά ο πιθανός υποψήφιος, ο Σίγκουρντ Γιόνσον, ξανά εγκατέλειψε την υποψηφιότητά του (βλέπε αξίωση των Σούντρεϊμ). Η διαδοχή του Έρικ ήταν μία, από μια σειρά διαδοχών, που δεν ακολουθούσε με ακρίβεια τους νόμους της διαδοχής, αλλά απέκλειε έναν ή λίγους ανεπιθύμητους κληρονόμους, οδηγώντας στη Νορβηγία να γίνει επίσημα εκλογικό βασίλειο το 1450.[14]

Ξεκινώντας από τη Μαργαρίτα Α΄ της Δανίας, ο θρόνος της Νορβηγίας κατεχόταν από μια σειρά από μη Νορβηγούς βασιλείς, που συνήθως θεωρούνται Δανοί, οι οποίοι κατείχαν τον θρόνο σε μία, δύο ή και στις τρεις Σκανδιναβικές χώρες.

  1. Thomas Madden, The New Concise History of the Crusades (Rowman and Littlefield, 2005), pp. 40–43.
  2. Bandlien, Bjørn, επιμ. (31 January 2020). «Leiv Eiriksson» (στα no). Leiv Eiriksson. https://snl.no/Leiv_Eiriksson. Ανακτήθηκε στις 1 February 2020. 
  3. The Norwegian Domination and the Norse World, C.1100-c.1400 by Steinar Imsen p. 118-119
  4. Imsen, Steinar (11 June 2010). The Norwegian Domination and the Norse World, C.1100-c.1400. Tapir Academic Press. ISBN 9788251925631. Ανακτήθηκε στις 21 June 2022.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  5. «When Caithness Became Scottish « Ramscraigs – A Caithness Story». ramscraigs.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. 
  6. Oram, Richard (21 February 2011). Domination and Lordship. Edinburgh University Press. ISBN 9780748687688. Ανακτήθηκε στις 21 June 2022.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  7. «The Northern Earldoms - Orkney and Caithness from AD 870 to 1470». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. 
  8. "Vikings in Scotland: An Archaeological Survey" by James Graham-Campbell and Colleen E. Batey (1998) p. 106-108
  9. "The Normans" ep.
  10. "Scandinavian Scotland" by B.E. Crawford (1987) p. 57 and 65
  11. Sawyer, Birgit (2003): "The 'Civil Wars revisited", in Historical Journal, volume 82, s-43-73
  12. 12,0 12,1 «A Short History of Norway». Royal Norwegian Embassy in London. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2020. 
  13. Brothen, James A. (1996). «Population Decline and Plague in late medieval Norway» (στα γαλλικά). Annales de démographie historique 1996 (1): 137–149. doi:10.3406/adh.1996.1915. PMID 11619268. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 January 2018. https://web.archive.org/web/20180118032034/http://www.persee.fr/doc/adh_0066-2062_1996_num_1996_1_1915. Ανακτήθηκε στις 4 November 2017. 
  14. Hødnebø, Finn, επιμ. (1974). Kulturhistorisk leksikon for nordisk middelalder, bind XVIII. Gyldendal norsk forlag. σελ. 691.