Βασίλειο του Νεπάλ नेपाल अधिराज्य (Νεπάλ Αντιράτζια) | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Πρωτεύουσα | Κατμαντού | |||||
Γλώσσες | Νεπαλική | |||||
Θρησκεία | Ινδουισμός Ανιμισμός | |||||
Πολίτευμα | Απόλυτη Μοναρχία (1768–1990, 2002–2006) Συνταγματική Μοναρχία (1990–2002, 2006–2008) | |||||
Ιστορία | ||||||
- | Ενοποίηση υπό τον Πρίθιβι Ναραγιάν Σαχ | 25 Σεπτεμβρίου 1768 | ||||
- | Κυρίαρχη μοναρχία | 1768–1793 & 1923–2008 | ||||
- | Προτεκτοράτο της δυναστείας Τσινγκ | 1793–1815 | ||||
- | Προτεκτοράτο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών | 1815–1858 | ||||
- | Προτεκτοράτο της Βρετανικής Ινδίας | 1858–1923 | ||||
- | Εγκαθίδρυση Δημοκρατίας | 28 Μαΐου 2008[1][2][3] | ||||
Νόμισμα | Νεπαλικό μοχάρ (1768–1932) Νεπαλική Ρουπία (1932–2008) | |||||
Σήμερα | Νεπάλ |
To Βασίλειο του Νεπάλ (नेपाल अधिराज्य), επίσης γνωστό ως Βασίλειο του Γκόρκα (गोर्खा अधिराज्य), ήταν βασίλειο που σχηματίστηκε το 1768[4] με την ενοποίηση του Νεπάλ. Ιδρυτής του ήταν ο Πρίθιβι Ναραγιάν Σαχ, Γκορκαλέζος μονάρχης Ρατζπούτ καταγωγής[5] και διατηρήθηκε επί 240 χρόνια έως την κατάργηση της μοναρχίας του Νεπάλ το 2008. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, το Νεπάλ ήταν τυπικά υπό την κυριαρχία της δυναστείας των Σαχ, που ασκούσε διάφορους βαθμούς εξουσίας κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του βασιλείου.
Παρά την ταπεινωτική ήττα που υπέστη από την Κίνα μετά από την αποτυχημένη εισβολή στο Θιβέτ κατά την δεκαετία του 1790, η οποία οδήγησε το Νεπάλ να γίνει προτεκτοράτο της κινεζικής αυτοκρατορίας, το Νεπάλ ανέκτησε με επιτυχία τα εδάφη του τα επόμενα έτη. Εντούτοις, στις αρχές του 19ου αιώνα, η επέκταση της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών οδήγησε στον αγγλονεπαλικό πόλεμο κατά την περίοδο (1814-1816), με αποτέλεσμα την ήττα του Νεπάλ. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Σουγκάουλι το βασίλειο διατήρησε την ανεξαρτησία του, αλλά έγινε de facto προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας με αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις που ισοδυναμούσαν με το ένα τρίτο της νεπαλικής επικράτειας.
Η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε τον πόλεμο οδήγησε στην ανάδειξη της προέλευσης της δυναστείας Ράνα, Κας, Τσέτρι και Ρατζπούτ καταγωγής, η οποία κατέστησε το αξίωμα του πρωθυπουργού του Νεπάλ κληρονομικό για τον επόμενο αιώνα, από το 1843 ως το 1951. Ξεκινώντας από τον Γιουνγκ Μπαχαντούρ, τον πρώτο της ηγέτη, η δυναστεία Ράνα μείωσε τον ρόλο του μονάρχη. Η συνολική διακυβέρνηση της δυναστείας χαρακτηρίστηκε από τυραννία, εξαθλίωση, οικονομική εκμετάλλευση και θρησκευτικές διώξεις.[6][7].
Περί τα μέσα του εικοστού αιώνα εκκίνησε εποχή τάσεων εκδημοκρατισμού του Νεπάλ. Το 1923 η Βρετανία αναγνώρισε επίσημα την κυριαρχία του Νεπάλ, αλλά εξακολούθησε να ασκεί πολιτική επιρροή μέσω των κυβερνώντων Ράνα και της κυριαρχίας της στο βρετανικό Ρατζ στην Ινδία, η οποία έληξε το 1947. Τον Ιούλιο του 1950 η Ινδία υπέγραψε την Ινδονεπαλική συνθήκη ειρήνης και φιλίας, στην οποία τα δύο έθνη συμφώνησαν αμοιβαίο σεβασμό στα κυριαρχικά δικαιώματα των δύο χωρών. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, η Ινδία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη του βασιλέα Τριμπχούβαν, τον οποίο ο ηγέτης της δυναστείας Ράνα Μοχάν Σαμσέρ Γιανγκ Μπαχαντούρ Ράνα προσπάθησε να απομακρύνει και να τον αντικαταστήσει με τον εγγονό του βασιλέα Γκυανέντρα. Με την υποστήριξη της Ινδίας για μια νέα κυβέρνηση που θα αποτελείτο κυρίως από το Κογκρέσο του Νεπάλ, ο βασιλέας Τριμπχούβαν έκλεισε τον κύκλο διακυβέρνησης της δυναστείας Ράνα το 1951.
Πραγματοποιήθηκαν ανεπιτυχείς προσπάθειες για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και τη δημιουργία συντάγματος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και της δεκαετίας του 1970. Η οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του '80 οδήγησε σε λαϊκό κίνημα το οποίο απαίτησε κοινοβουλευτικές εκλογές και την υιοθέτηση της συνταγματικής μοναρχίας το 1990. Η δεκαετία του 1990 ήταν η αρχή του εμφύλιου πολέμου του Νεπάλ (1996-2006), με συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αντάρτικων δυνάμεων του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ. Η κατάσταση αποσταθεροποιήθηκε περαιτέρω από την βασιλική σφαγή του Νεπάλ το 2001, κατά την διάρκεια της οποίας πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν δέκα άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του βασιλέα Μπιρέντρα, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε θανάσιμα από υποτιθέμενο αυτοπυροβολισμό.
Ως αποτέλεσμα της σφαγής, ο βασιλέας Γκυανέντρα επέστρεψε στον θρόνο. Η επιβολή της του νέου βασιλέα το 2005 προκάλεσε την αντίδραση του δημοκρατικού κινήματος που ένωσε τους μαοϊκούς μαχητές και τους υποστηρικτές της δημοκρατίας. Τελικά ο Γκυανέντρα αναγκάστηκε να αποκαταστήσει την Βουλή των Αντιπροσώπων του Νεπάλ, η οποία ενέκρινε το 2007 προσωρινό σύνταγμα, περιορίζοντας σημαντικά τις εξουσίες της μοναρχίας του Νεπάλ. Μετά τις εικλογές, η Νεπαλέζικη Συντακτική Συνέλευση κατάργησε επίσημα την μοναρχία κατά την πρώτη σύνοδο της 28ης Μαΐου 2008, με την οποία κήρυξε την έναρξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας του Νεπάλ.
Μέχρι την κατάργηση της μοναρχίας, το Νεπάλ ήταν η μοναδική χώρα του κόσμου που είχε τον Ινδουισμό ως επίσημη κρατική θρησκεία. Σήμερα η χώρα είναι επίσημα κοσμικό κράτος.[8][9]
Το Βασίλειο του Νεπάλ είχε περίπου τραπεζοειδές σχήμα μήκους 800 χιλιομέτρων και πλάτους 200 χιλιομέτρων, έκτασης 147.181 τετραγωνικών χιλιομέτρων (56.827 τετραγωνικά μίλια). Το τραπεζοειδές χωρίζεται συνήθως σε τρεις φυσιογραφικές περιοχές: τις ορεινές περιοχές, τις λοφώδεις περιοχές και τις περιοχές Τεράι. Αυτές οι οικολογικές ζώνες λειτουργούν από ανατολικά προς δυτικά και διχοτομούνται από τα μεγάλα ποτάμια συστήματα του Νεπάλ. Το Νεπάλ είναι περίπου το ίδιο μέγεθος με την αμερικανική πολιτεία Αρκάνσας ή την Αγγλία.
Οι πεδιάδες Μαντέσι που συνορεύουν με την Ινδία είναι μέρος του βόρειου χείλους της ινδογκανγκετικής πεδιάδας. Δημιουργήθηκαν και τροφοδοτούνται από τρεις μεγάλους ποταμούς: τον ποταμό Κόσι, τον ποταμό Ναραγιάνι (ποταμός Γκάντακ της Ινδίας) και τον ποταμό Καρνάλι. Η συγκεκριμένη περιοχή διαθέτει ζεστό και υγρό κλίμα.
Η λοφώδης ζώνη (Παχάντ) καταλήγει στα βουνά και κυμαίνεται από τα 1.000 έως τα 4.000 μέτρα (3.300-13.125 ft) σε υψόμετρο. Στην περιοχή κυριαρχούν δύο χαμηλές οροσειρές, οι Μαχαμπαράτ Λεκ και η Οροσειρά Σιβαλίκ (επίσης οροσειρά Κούρια). Η λοφώδης ζώνη περιλαμβάνει την κοιλάδα του Κατμαντού, την πιο γόνιμη και αστικοποιημένη περιοχή της χώρας. Σε αντίθεση με τις κοιλάδες Μπίτρι Ταράι Ουπτιάκα, τα υψόμετρα άνω των 2.500 μέτρων (8.200 πόδια) είναι αραιοκατοικημένα.
Η ορεινή ζώνη περιέχει την υψηλότερη περιοχή στον κόσμο. Το υψηλότερο βουνό του κόσμου, το Όρος Έβερεστ (Σαγκαρμάθα στα Νεπαλικά) στα 8.850 μέτρα (29.035 πόδια) βρίσκεται στα σύνορα με την Κίνα. Οκτώ ακόμη από τα δέκα υψηλότερα βουνά στον κόσμο βρίσκονται στο Νεπάλ: το Λότσε, το Μακάλου, το Τσο Ογιού, το Κανγκτσενγιούνγκα, το Νταουλαγκίρι, η Ανναπούρνα και το Μανασλού. Η αποδάσωση αποτελεί σημαντικό πρόβλημα σε όλες τις ορεινές περιοχές, με αποτέλεσμα την διάβρωση και την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων.
Το Νεπάλ διαθέτει πέντε κλιματικές ζώνες, οι οποίες αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό σε διαφορετικά υψόμετρα. Οι τροπικές και υποτροπικές ζώνες βρίσκονται κάτω από 1.200 μέτρα (3.940 πόδια), η εύκρατη ζώνη από τα 1.200 έως 2.400 μέτρα (3.900-7.875 πόδια), η ψυχρή ζώνη από τα 2.400 έως τα 3.600 μέτρα (7.875-11.800 πόδια), η υποαρκτική ζώνη 3.600 έως 4.400 μέτρα ( 11,800-14,400 ft) και η αρκτική ζώνη πάνω από τα 4.400 μέτρα (14.400 πόδια). Το Νεπάλ βιώνει πέντε εποχές: το καλοκαίρι, τους μουσώνες, το φθινόπωρο, τον χειμώνα και την άνοιξη. Τα Ιμαλάια εμποδίζουν τους χειμωνιάτικους ανέμους από την Κεντρική Ασία τον χειμώνα και αποτελούν το βόρειο όριο των μοντέλων ανέμου των μουσώνων.
Αν και το Νεπάλ δεν μοιράζεται σύνορα με το Μπαγκλαντές, οι δύο χώρες χωρίζονται από μια στενή λωρίδα γης πλάτους περίπου 21 χιλιομέτρων (13 μίλια), που ονομάζεται Λαιμός του Κοτόπουλου. Καταβάλλονται προσπάθειες για να καταστεί αυτή η περιοχή ζώνη ελεύθερου εμπορίου.
Το Νεπάλ χωρίστηκε σε 14 ζώνες και 75 περιφέρειες, συγκεντρωμένες σε 5 αναπτυξιακές περιοχές. Σε κάθε περιοχή ήταν επικεφαλής αξιωματούχος, υπεύθυνος για την διατήρηση του νόμου και της τάξης και για τον συντονισμό του έργου των τοπικών υπηρεσιών των διαφόρων υπουργείων. Οι 14 ζώνες είναι:
|