Βασιλική Φάλαγγα

Ο Δημήτρης Πλαπούτας, διοικητής της 12ης Τετραρχίας της Φάλαγγας, φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία των μελών της.

Η Βασιλική Φάλαγγα ήταν στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από βετεράνους οπλαρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, το οποίο ιδρύθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1835. Παρά το γεγονός πως η Φάλαγγα τελούσε καθήκοντα στρατιωτικής φρουράς, ωστόσο, επρόκειτο κυρίως για τιμητικής μορφής διορισμό, καθώς και μέσο οικονομικής υποστήριξης βετεράνων αγωνιστών οι οποίοι δεν διέθεταν κάποιας άλλης μορφής εισόδημα.

Το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 (1821-29) κληροδότησε αριθμό ζητημάτων στο νεοϊδρυθέν Βασίλειο της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η οργάνωση ενός νέου και αξιόπιστου τακτικού στρατού, ιδιαιτέρως έπειτα από την αποτυχία παρομοίων προσπαθειών κατόπιν του θανάτου του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια το 1831, καθώς και της περιόδου πολιτικής αναρχίας και εμφυλίων συγκρούσεων η οποία ακολούθησε.[1] Η συγκεκριμένη διαδικασία ξεκίνησε με την άφιξη του Βαυαρού βασιλέα Όθωνα, συνοδευόμενου από βαυαρικά στρατεύματα, το 1833. Το νέο καθεστώς προχώρησε στην κατάργηση των ατάκτων στρατιωτικών δυνάμεων οι οποίες αποτελούσαν κατάλοιπα της περιόδου της Επαναστάσεως του 1821, προχωρώντας, παράλληλα, στην οργάνωση νέου τακτικού στρατού, υπό την από κοινού διοίκηση Ελλήνων και Βαυαρών αξιωματικών.[2]

Ίδρυση της Φάλαγγας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο αγωνιστής και βουλευτής Δημήτριος Τσιγκουράκος Γρηγοράκης το 1846, ως ανθυπολοχαγός της Φάλαγγας, φέρων τα διακριτικά βαθμού του αντισυνταγματάρχη, καθώς και το διακριτικό έμβλημα της Φάλαγγας στο φέσι του.
Στρατηγός φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία της Φάλαγγας, το 1835.

Ακόμη ένα σημαντικό ζήτημα ήταν η τύχη του αριθμού αγωνιστών οι οποίοι πολέμησαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, ωστόσο, μετά το πέρας αυτής, ουδέποτε έγιναν δεκτοί στο νέο στρατό.[3] Καθώς η τέχνη του πολέμου ήταν η μόνη τους γνώση, σε συνδυασμό με την έλλειψη οικονομικών πόρων, το γεγονός αυτό τους καθιστούσε δυνητικά ασταθή στοιχεία, όπως απεδείχθη και από τον αριθμό εξεγέρσεων και εμφυλίων συγκρούσεων οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων ετών.[3] Με απώτερο σκοπό την επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος, στις 18 Σεπτεμβρίου και 11 Οκτωβρίου 1835 δύο βασιλικά διατάγματα εκδόθηκαν με αντικείμενο την ίδρυση της «Βασιλικής Φάλαγγος», το δυναμικό της οποίας θα στρατολογείτο μεταξύ αξίων βετεράνων αγωνιστών της Επανάστασης του 1821.[3] Τα συγκεκριμένα διατάγματα τόνιζαν τον τιμητικό χαρακτήρα της Φάλαγγας, επισημαίνοντας πως το νέο στρατιωτικό σώμα θα προηγείτο οποιουδήποτε άλλου στρατιωτικού σχηματισμού κατά τη διάρκεια παρελάσεων, ενώ, παράλληλα, θα συνόδευε τον βασιλέα.[4] Ως εκ τούτου, αυτομάτως απονεμήθηκε στο σύνολο των μελών της Φάλαγγας ο Αργυρούς Σταυρός της Επανάστασης του 1821, ο οποίος συνεπαγόταν με ορισμένα προνόμια, όπως, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα οπλοφορίας, η απαλλαγή τους από το καθεστώς καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και το δικαίωμά τους να προηγούνται των υπολοίπων κατά τη διάρκεια δημοσίων τελετών.[3][5] Περαιτέρω προνόμια περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα υπηρεσίας σε τοποθεσία πλησίον του τόπου κατοικίας τους, καθώς και το δικαίωμα επιλογής τους, παρά το καθεστώς μισθωτού το οποίο διέθεταν, κατά τη διανομή δημοσίων γαιών οι οποίες προορίζονταν για άπορους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.[6] Παράλληλα, ως επίσημη ενδυμασία του νέου στρατιωτικού σώματος θεσμοθετήθηκε, μέσω σχετικού βασιλικού διατάγματος, η παραδοσιακή ελληνική ενδυμασία της φουστανέλας, η οποία φορείτο προηγουμένως από τα μέλη της κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, αντί των αντιδημοφιλών «στενού τύπου» δυτικοευρωπαϊκής εμπνεύσεως στρατιωτικών ενδυμασιών του τακτικού στρατού. Μόνες προσθήκες ήταν όρθιου τύπου γιακάς φέρων τα βαυαρικής εμπνεύσεως διακριτικά του τακτικού στρατού, καθώς και ειδικό έμβλημα επί του φεσιού, αποτελούμενο από ένα χρυσοκέντητο στεφάνι σε σχήμα καρδιάς, το οποίο περιέβαλε ένα βασιλικό στέμμα.[6][7]

Τα βασιλικά διατάγματα προέβλεπαν πως μόνον βετεράνοι οπλαρχηγοί με άψογη διαγωγή - ως προς τις ταραχές των αμέσως προηγούμενων ετών οι οποίες είχαν συγκλονίσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, το γεγονός αυτό ισοδυναμούσε με δήλωση πίστης προς το βαυαρικό καθστώς - και οι οποίοι ήσαν σε θέση να επιβεβαιώσουν την ενεργό συμμετοχή τους στην Επανάσταση του 1821 ήταν δυνατό να γίνουν δεκτοί. Προηγουμένως, αριθμός αιτήσεων βετεράνων είχε ελεγχθεί από επιτροπή συστειθείσα κατά τη διάρκεια του Μαρτίου του 1833, ωστόσο, νέα, εκτάκτου χαρακτήρα, επιτροπή, αποτελούμενη από τους Ρίτσαρντ Τσωρτς, Νικήτα Σταματελόπουλο, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Νικόλαο Κριεζώτη και Κίτσο Τζαβέλα, σχηματίσθηκε με απώτερο σκοπό την εξέταση των αιτήσεων, ιδιαιτέρως εκείνων οι οποίες αφορούσαν ένταξη στην Φάλαγγα. Σε μια προσπάθεια διασφάλησης της αμεροληψίας της, η συγκεκριμένη νέα επιτροπή συγκροτήθηκε με μέλη προερχόμενα από τις σημαντικότερες πολιτικές παρατάξεις, όπως, μεταξύ άλλων, το Γαλλικό, το Αγγλικό και το Ρωσικό Κόμμα, καθώς και μέλη προερχόμενα από τις διάφορες περιοχές καταγωγής των βετεράνων, συμπεριλαμβανομένων Σουλιωτών και αγωνιστών καταγώμενων από τα Επτάνησα, παρά το γεγονός πως αποτελούσαν εδάφη εκτός της επικράτειας του Βασιλείου της Ελλάδας. Ωστόσο, είναι τεκμηριωμένο το γεγονός πως η διαδικασία επιλογής αποτελούσε, συχνά, αντικείμενο καταχρήσεων, καθώς, σε κοινοβουλευτικές συζητήσεις του 1866, υφίστανται αναφορές για πρόσωπα τα οποία «δεν ήσαν καν γεννημένοι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ή σταβλήτες και μάγειρες», τα οποία, στη συνέχεια, έγιναν δεκτά εντός του σώματος.[8]

Σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα της 11ης Οκτωβρίου 1835, η Φάλαγγα θα διαιρείτο σε τετραρχίες, της καθεμίας εκ των οποίων επικεφαλής θα ήταν ένας λοχαγός υπό τον τίτλο του διοικητή ή τετράρχη, ένας υπολοχαγός, δύο ανθυπολοχαγοί, ένας σημαιοφόρος, τέσσερις αρχιλοχίες, 54 δεκανείς και απλοί φαλαγγίτες, καθώς και ένας σαλπιγκτής. Οι εντός της Φάλαγγας βαθμοί αντιστοιχούσαν στους ανώτερους βαθμούς αξιωματικού εντός του στρατού, με τον λοχαγό να αντιστοιχεί στον συνταγματάρχη, με μηνιαίο μισθό μεταξύ 250 και 300 δραχμών, τον υπολοχαγό (180 δραχμές) να αντιστοιχεί στον αντισυνταγματάρχη, τον ανθυπολοχαγό (140 δραχμές) να αντιστοιχεί στον ταγματάρχη, τον σημαιοφόρο ή αρχιλοχία (90 δραχμές) να αντιστοιχεί στον λοχαγό, τον δεκανέα (60 δραχμές) να αντιστοιχεί στον υπολοχαγό και τον απλό φαλαγγίτη (48 δραχμές) να αντιστοιχεί στον ανθυπολοχαγό. Οι φτωχότεροι, ως προς την μισθοδοσία, βαθμοί διέθεταν, επίσης, δικαίωμα επιπρόσθετου δωρεάν αλευριού, δωρεάν κατάλυμμα προς χρήση των ιδίων κατά τις περιόδους στη διάρκεια των οποίων βρίσκονταν εκτός των στρατώνων τους, καθώς και δωρεάν υγειονομική περίθαλψη.[9]

Κατόπιν ορισμένων καθυστερήσεων, κατά τις απαρχές του 1836, συνολικά, έντεκα επαρχιακές τετραρχίες ιδρύθηκαν, ωστόσο, η πρώτη επίσημης μορφής οργάνωση της Φάλαγγας προήλθε μέσω σχετικού στρατιωτικού διατάγματος της 25ης Απριλίου 1836, το οποίο προέβλεπε την κατανομή, συνολικά, 800 βετεράνων σε 13 τετραρχίες, οι οποίες ήσαν οι κάτωθι:[10]

Τετραρχία Έδρα Διοικητής
Λαμία Νάκος Πανουργιάς
Βόνιτσα Γιώργος Τσόγκας
Ναύπλιο Γιαννάκης Στάικος
Αρεόπολη Γεώργιος Κίτσος
Μεσολόγγι Δημήτριος Μακρής
Ναύπακτος Διαμαντής Ζέρβας
Θήβα Διονύσιος Ευμορφόπουλος
Αθήνα Ιωάννης Μακρυγιάννης
Κόρινθος Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης
10η Πάτρα Βασίλειος Αθ. Πετιμεζάς
11η Σπάρτη Παναγιώτης Γιατράκος
12η Αρκαδία Δημήτρης Πλαπούτας
13η Χαλκίδα Νικόλαος Κριεζώτης

Η οργάνωση και η σύνθεση της Φάλαγγας, καθώς και των τετραρχιών ήταν ιδιαιτέρως ρευστή, γεγονός το οποίο αποτελεί περαιτέρω ένδειξη του ρόλου του συγκεκριμένου σώματος περισσότερο ως τιμητικού διορισμού παρά ως πραγματικής στρατιωτικής μονάδας, ενώ υπέστη αρκετές αλλαγές και τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της.[11] Για παράδειγμα, κατά την 1η Απριλίου 1837 ιδρύθηκαν τρεις νέες τετραρχίες τροποποιημένης σύνθεσης (80 δεκανείς και φαλαγγίτες με 16 αξιωματικούς) για βετεράνους οι οποίοι δεν ήσαν σε θέση να διεκδικήσουν δημόσιες γαιές. Η σύνθεση, καθώς και οι ρόλοι, οι οποίοι είχαν ανατεθεί σε καθεμία εξ'αυτών καταδεικνύουν τον βαθμό στον οποίον ο θεσμός της Φάλαγγας αντικατόπτριζε επί τούτω προτεραιότητες και ανάγκες. Η πρώτη εκ των νέων τετραρχιών, υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Γιατράκου, αποτελείτο από νεαρότερους ηλικιακά βετεράνους, ενώ, παράλληλα, θεωρείτο ως μεταβατική μονάδα προ του επαναδιορισμού σε κάποια εκ των υπολοίπων τετραρχιών. Η δεύτερη εκ των νέων τετραρχιών, υπό τον Νικόλαο Τζαβέλα, αποτελείτο από Σουλιώτες και λοιπούς Ηπειρώτες, καθώς και Αιτωλοακαρνάνες, ενώ, παράλληλα, αποτελούσε την φρουρά της πόλεως της Ναυπάκτου. Η τρίτη εκ των νέων τετραρχιών περιελάμβανε βετεράνους προχωρημένης ηλικίας, οι οποίοι, πλέον, δεν ήσαν σε θέση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες.[12]

Η Βασιλική Φάλαγγα συνέχισε να υφίσταται έως, περίπου, το 1873.[13]

«Προικοδοτημένη Φάλαγγα»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κόστος της Φάλαγγας, ελέω των ευρείας εκτάσεως προνομίων τα οποία παρήχοντο στα μέλη της, σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέστη σημαντικό βάρος για τον προϋπολογισμό του οικονομικώς αγωνιώντως ελληνικού κράτους. Το 1838, πλέον, αριθμούσε, συνολικά, περισσότερα από 900 μέλη, η μισθοδοσία των οποίων απαιτούσε ποσό μεγαλύτερο του ενός εκατομμυρίου δραχμών σε ετήσια βάση.[14] Σε μια προσπάθεια περιορισμού των συγκεκριμένων υπέρογκων δαπανών, κατά την 1η Ιανουαρίου 1838, νέος νόμος πρότεινε την παραχώρηση γαιών σε μέλη της Φάλαγγας τα οποία δεν είχαν άλλη πηγή εσόδων, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, πως θα παραιτούνταν της προϋπάρχουσας μισθοδοσίας τους. Σε περίπτωση αποδοχής της συγκεκριμένης πρότασης, τα μέλη της Φάλαγγας θα λάμβαναν υπό την μορφή κεφαλαίου την μισθοδοσία χρονικής διάρκειας ενός έτους, καθώς και γραμμάτιο για αξία δημοσίας γης, στην απόκτηση της οποίας θα προχωρούσαν κατά τη διάρκεια δημοσίου πλειστηριασμού. Η αξία των υπό παραχώρηση γαιών διαβαθμιζόταν βάσει της μισθοδοσίας, πχ. οι απλοί φαλαγγίτες οι οποίοι λάμβαναν μισθό της τάξεως των 48 δραχμών είχαν δικαίωμα απόκτησης γαιών αξίας 2.880 δραχμών, εκείνοι οι οποίοι λάμβαναν μισθό της τάξεως των 90 δραχμών είχαν δικαίωμα απόκτησης γαιών αξίας 5.440 δραχμών, ενώ εκείνοι οι οποίοι λάμβαναν μισθό της τάξεως των 140 δραχμών και άνω είχαν δικαίωμα απόκτησης γαιών αξίας 8.400 δραχμών, με την μεταξύ τους διαφορά να καταβάλλεται υπό τη μορφή μισθοδοσίας.[15] Οι γαιές οι οποίες θα αποκτούνταν κατά τον συγκεκριμένο τρόπο θα ήταν αναπαλλοτρίωτες για χρονικό διάστημα διάρκειας τριών ετών δίχως προηγούμενη βασιλική έγκριση, ωστόσο ήταν δυνατό να τεθούν υπό καθεστώς υποθήκης. Τα μέλη της συγκεκριμένης «Προικοδοτημένης Φάλαγγας» διατήρησαν τα προνόμια του βαθμού, καθώς και της ενδυμασίας τους, ενώ, παράλληλα, ήσαν διαθέσιμοι για τυχόν διορισμό στο σώμα της Εθνοφυλακής, ενώ όσοι παρέμειναν στο κοινό σώμα της Φάλαγγας βρέθηκαν αντιμέτωποι με περιορισμούς των δικαιωμάτων τους και περικοπές των μισθοδοσιών τους, αν και ήταν δυνατή η μεταφορά τους υπό το καθεστώς πρεσβυτών, το οποίο αφορούσε ιδιαιτέρως διακριθέντες οπλαρχηγούς της Επανάστασης του 1821 οι οποίοι «έχριζαν ιδιαιτέρας βοηθείας».[16]

Αριθμός φαλαγγιτών έκαναν χρήση της συγκεκριμένης διατάξεως, ενώ μεταξύ 1838 και 1843, εκδόθηκαν γραμμάτια συνολικής αξίας της τάξεως των 5.493.639 δραχμών, με τον συνολικό αριθμό των μελών της Φάλαγγας να μειώνεται κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου σε, περίπου, 400. Ωστόσο, καθώς οι περισσότεροι εκ των φαλαγγιτών δεν ήσαν σε θέση, σε επίπεδο οικονομικών δυνατοτήτων, να αποκατασταθούν σε επαρκή βαθμό ως αγρότες, στις περισσότερες των περιπτώσεων τα συγκεκριμένα γραμμάτια δεν χρησιμοποιούνταν για την αγορά γαιών, αλλά μεταπωλούνταν άμεσα έναντι κλάσματος (συνήθως της τάξεως μεταξύ 25%-30%) της αξίας τους, με συνέπεια οι βετεράνοι να παραμένουν άποροι, ενώ οι δημόσιες γαιές να καταλήγουν υπό τον έλεγχο κερδοσκόπων. Ως αποτέλεσμα, η «Προικοδοτημένη Φάλαγγα» απεδείχθη αποτυχημένη, ενώ αριθμός εκ των βετεράνων οι οποίοι εντάχθηκαν στις τάξεις της δεν είχαν άλλη επιλογή από την υποβολή εκ νέου αίτησης - στις περισσότερες των περιπτώσεων με επιτυχία - για την επανένταξή τους εντός της Βασιλικής Φάλαγγας.[17]

  1. Μαλέσης 1993, σελ. 45-52.
  2. Μαλέσης 1993, σελ. 53-141.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Μαλέσης 1993, σελ. 193.
  4. Μαλέσης 1993, σελ. 193-194.
  5. Μυλωνάς 1998, σελ. 226.
  6. 6,0 6,1 Μαλέσης 1993, σελ. 194.
  7. Μυλωνάς 1998, σελ. 225-226.
  8. Μαλέσης 1993, σελ. 195-198.
  9. Μαλέσης 1993, σελ. 198-199.
  10. Μαλέσης 1993, σελ. 199-202.
  11. Μαλέσης 1993, σελ. 202-203.
  12. Μαλέσης 1993, σελ. 203.
  13. Μυλωνάς 1998, σελ. 225.
  14. Μαλέσης 1993, σελ. 205.
  15. Μαλέσης 1993, σελ. 204.
  16. Μαλέσης 1993, σελ. 204, 213 (σημ. 25).
  17. Μαλέσης 1993, σελ. 205-207.
  • Μαλέσης, Δημήτριος (1993). Ο Ελληνικός Στρατός στην πρώτη Οθωνική δεκαετία (1833–1843). Πολιτική οργάνωση και πελατειακές σχέσεις. Πάντειο Πανεπιστήμιο. doi:10.12681/eadd/3258. hdl:10442/hedi/3258Ελεύθερα προσβάσιμο. 
  • Μυλωνάς, Γιάννης (1998). Οι Εύζωνοι. Αθήνα: Εκδόσεις Ιωάννης Φλώρος. ISBN 960-7178-39-4.