Συντεταγμένες: 45°27′46.994″N 9°11′28.151″E / 45.46305389°N 9.19115306°E
Βασιλικό Παλάτι του Μιλάνου | |
---|---|
Είδος | μουσείο τέχνης, κτήριο μουσείου, βασιλική κατοικία, αστικό ανάκτορο[1], παλάτσο[2] και συγκρότημα κτηρίων[2] |
Αρχιτεκτονική | νεοκλασική αρχιτεκτονική |
Διεύθυνση | piazza Duomo, 12[3] και Piazzetta Reale[2] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 45°27′47″N 9°11′28″E |
Διοικητική υπαγωγή | Μιλάνο[3][2] |
Χώρα | Ιταλία[4][3] |
Ιδιοκτήτης | Comune di Milano |
Όροφοι | 3 |
Αρχιτέκτονας | Τζουζέπε Πιερμαρίνι |
Χρηματοδότης | Μαρία Θηρεσία |
Προστασία | ιταλικό πολιτισμικό αγαθό[3][2] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Βασιλικό Παλάτι του Μιλάνου, ιταλ.: Palazzo Reale di Milano, ήταν η έδρα της κυβέρνησης στην ιταλική πόλη του Μιλάνου για πολλούς αιώνες. Σήμερα λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο και φιλοξενεί διεθνείς εκθέσεις τέχνης. Εκτείνεται σε μια έκταση 7.000 τ.μ. και φιλοξενεί τακτικά έργα σύγχρονης τέχνης και διάσημες συλλογές, σε συνεργασία με αξιόλογα μουσεία και πολιτιστικούς φορείς από όλο τον κόσμο. [5] Περισσότερα από 1.500 αριστουργήματα εκτίθενται ετησίως.
Αρχικά σχεδιάστηκε για να περιλαμβάνει δύο αυλές, αλλά αυτές αργότερα αποσυναρμολογήθηκαν για να δημιουργηθεί χώρος για τον Ντουόμο (Duomo). Το Παλάτσo βρίσκεται στα δεξιά της πρόσοψης (νότια) του Ντουόμο, απέναντι από τη Γκαλερία Βιτόριο Εμανουέλε Β΄ (βρίσκεται βόρεια της πλατείας Ντουόμο). Η πρόσοψη του Παλάτσo δημιουργεί μια εσοχή στην Πιάτσα ντελ Ντουόμο, που λειτουργεί ως αυλή, γνωστή ως Μικρή Βασιλική Πλατεία (Piazzetta Reale).
Η περίφημη Αίθουσα των Καρυάτιδων βρίσκεται στον κύριο όροφο του κτιρίου, που έχει υποστεί μεγάλες ζημιές από τις αεροπορικές επιδρομές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο, το Παλάτσo παρέμεινε εγκαταλελειμμένο για περισσότερο από δύο χρόνια, και η κατάστασή του επιδεινώθηκε περαιτέρω. Πολλοί από τους νεοκλασικούς εσωτερικούς χώρους του Παλάτσo χάθηκαν αυτή την περίοδο.
Το βασιλικό παλάτι έχει αρχαία προέλευση. Ονομάστηκε για πρώτη φορά "Palazzo del Broletto Vecchio" και ήταν η έδρα της κυβέρνησης της πόλης κατά την περίοδο των μεσαιωνικών κοινοτήτων στον Μεσαίωνα.
Το παλάτι έγινε βασικό πολιτικό κέντρο κάτω από τους Οίκους των Toριάνι, Βισκόντι και Σφόρτσα. Μετά την κατασκευή του καθεδρικού ναού Ντουόμo, το Παλάτσo ανακαινίστηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στις προσπάθειες της κυβέρνησης του Φραντσέσκο Α΄ Σφόρτσα.
Μέχρι τις αρχές του 16ου αι. οι δούκες του Μιλάνου είχαν την επίσημη κατοικία τους στο Καστέλο Σφορτσέσκο. Όταν τελείωσε η δυναστεία των Σφόρτσα και οι Γάλλοι εισέβαλαν στο Μιλάνο, αυτό το κάστρο έγινε σταδιακά περισσότερο ένα φρούριο κατάλληλο για πολέμους, παρά μια κομψή κατοικία ευγενών. Υπό τη γαλλική κυριαρχία του Λουδοβίκου ΙΒ΄ και του Φραγκίσκου Α΄, η Αυλή μεταφέρθηκε στο Παλάτσο Ρεάλε.
Το Παλάτσo άκμασε υπό τον κυβερνήτη Φεράντε Α΄ Γκοντζάγκα, ο οποίος το έκανε μόνιμη κατοικία του στο Μιλάνο το 1546. Η οικογένεια Γκονζάγκα ανακαίνισε και μετέτρεψε τη δουκική αυλή σε παλάτι κατάλληλο για κυβερνήτη, με διευρυμένες και πρόσφατα εγκαινιασμένες αίθουσες, αφιερωμένες σε επίσημες λειτουργίες. Για να συνεχίσει αυτές τις επεκτάσεις, ο κυβερνήτης Γκοντζάγκα κατεδάφισε την παλαιά εκκλησία του Σαντ' Αντρέα αλ Μούρο Ρότο, προσαρτώντας τη γη της στο συγκρότημα του Παλάτσo. Ένα εσωτερικό πέρασμα σε μια κλειστή αυλή δημιουργήθηκε, για να συνδέσει το βασιλικό παλάτι με την εκκλησία του Σαν Γκοτάρντo, η οποία έγινε εκείνη την εποχή η επίσημη εκκλησία της Αυλής.
Στα τέλη του 16ου αι. ο κυβερνήτης Aντόνιο ντε Γκουθμάν υ Θουνίγα, μαρκήσιος του Aγιαμόντε, στρατολόγησε τον Πελεγκρίνο Τιμπάλντι για να πραγματοποιήσει περαιτέρω ανακαίνιση στο βασιλικό παλάτι. Ο Τιμπάλντι, ο έμπιστος αρχιτέκτονας του αρχιεπισκόπου Κάρλο Μπορομέο, εργαζόταν εκείνη την εποχή ήδη στο Ντουόμo, στο αρχιεπισκοπικό Ανάκτορο και στην Κορτίλε ντεϊ Κανονίτσι. Μεταξύ 1573 και 1598 συντόνιζε τις εργασίες στο βασιλικό παλάτι, ολοκλήρωσε την αναμόρφωση των εικονογραφικών διακοσμήσεων των στοών των διαμερισμάτων, του ιδιωτικού παρεκκλησίου και της εκκλησίας του Σαν Γκοτάρντo. Αρκετοί σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής παρακολούθησαν αυτό το έργο: ο Aουρέλιο Λουίνι, ο Αμπρότζιo Φιγκίνο, ο Αντόνιο Κάμπι και φυσικά ο ίδιος ο Πελεγκρίνοo Tιμπάλντι. Μερικά γύψινα και γοτθικά έργα δημιουργήθηκαν από τον Βαλέριο Προφονταβάλε, έναν Φλαμανδό καλλιτέχνη-ιμπρεσάριο, που είχε επίσης δουλέψει στα παράθυρα του Ντουόμo.
Σε αυτό το διάστημα ολοκληρώθηκε το Αυλικό Θέατρο, το πρώτο από μια σειρά θεάτρων που κτίστηκαν στο Μιλάνο για να χαθούν από φωτιά και να αντικατασταθούν, μέχρι που τελικά ανεγέρθηκε η Σκάλα τον 18ο αι.
Το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 1695, μια πυρκαγιά κατέστρεψε το Αυλικό Θέατρο. Η ανοικοδόμηση και η επέκταση ενός νέου δουκικού θεάτρου ξεκίνησε μόλις το 1717, υπό την αιγίδα του κόμη του Λέβενσταϊν, του νέου Αυστριακού κυβερνήτη της πόλης του Μιλάνου μετά τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής. Το νέο θέατρο σχεδιάστηκε από τον Φραντσέσκο Γκάλι Μπιμπιένα και τους μαθητές του Τζιαντομένικο Μπαρμπιέρι και Ντομέντικο Βαλμαγκίνι. Το θέατρο ήταν μεγαλύτερο, με τέσσερις σειρές ιδιαίτερων θεωρείων και μια στοά (gallery) σε σχήμα πετάλου. Στο πλάι υπήρχε ένας μικρός ιδιαίτερος χώρος (ridotino) για τυχερά παιχνίδια και ένα μαγαζί για ποτά, γλυκά και κοστούμια. Ολοκληρώθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1717 και εγκαινιάστηκε με την όπερα Koσταντίνo του Φρ. Γκασπαρίνι.
Το 1723 μια νέα πυρκαγιά προκάλεσε ζημιές στις αίθουσες τελετών του παλατιού. Έπειτα ο Αυστριακός αξιωματούχος Βίριχ Φίλιπ φον Ντάουν ανέθεσε τις ανακαινίσεις. Οι πτέρυγες της Αυλής των Τιμών (Cortile d'Onore) ανανεώθηκαν με πιο ζωηρό στυλ, παρουσιάζοντας λευκούς τοίχους και μπαρόκ πλαίσια παραθύρων, που σχεδιάστηκαν από τον Κάρλο Ρινάλντι. Η εκκλησία του Σαν Γκοτάρντo διακοσμήθηκε εκ νέου με ζωγραφική, γυψομάρμαρο και επιχρύσωση και αναβαθμίστηκε για να γίνει ένα σωστό Βασιλικό-Δουκικό Παρεκκλήσιο. Η Αίθουσα Εορτασμών (Salone dei Festini) και η Αίθουσα Ακροάσεων (Salone di Audienzia, τώρα Αίθουσα των Αυτοκρατόρων), και τα δύο στον όροφο των ευγενών (piano nobile), αποκαταστάθηκαν επίσης. Οι πτέρυγες της Αυλής των Τιμών στέγαζαν την καγκελαρία, το διοικητικό και λογιστικό γραφείο και άλλα διοικητικά και οικονομικά γραφεία. Ο Κυβερνήτης και το Ιδιαίτερο Συμβούλιο συναντιόταν σε νέα δωμάτια, που κτίστηκαν στη βόρεια πλευρά του κήπου. Ο Κυβερνήτης στεγαζόταν στις νεόδμητες πτέρυγες βόρεια και νότια της αυλής.
Το 1745 ο Τζιαν Λούκα Παλαβιτσίνι έγινε κυβερνήτης και πληρεξούσιος υπουργός του Μιλάνου. Επιστράτευσε τον διάσημο αρχιτέκτονα Φραντσέσκο Κρότσε του Εργαστηρίου του Καθεδρικού για να ανακαινίσει πλήρως τους εσωτερικούς χώρους του παλατιού (έπιπλα, ασημικά, πορσελάνες και πολυελαίους) με προσωπικά του έξοδα. Ο Κρότσε παρήγγειλε ταπετσαρίες, που αναπαράγουν έργα στο στυλ του Ραφαήλ από τα εργαστήρια Γκομπλέν. Οι αίθουσες των Εορτασμών και των Ακροάσεων συγχωνεύτηκαν, για να δημιουργήσουν μια τεράστια αίθουσα χορού 46 επί 17 μ. (σημερινή Αίθουσα των Καρυάτιδων), που περιλαμβάνει πλαϊνούς ιδιαίτερους χώρους, για να χωρέσει μια ορχήστρα. Ο Παλαβιτσίνι ζήτησε επίσης μια αίθουσα, που προορίζεται να φιλοξενεί εορταστικά δείπνα, μια νέα τάση που ήρθε από τη Γαλλία. Όταν ο Παλαβιτσίνι έφυγε το 1752, πώλησε τα έπιπλα και τη διακόσμησή του στην πόλη του Μιλάνου.
Ο αρχιδούκας Φερδινάνδος της Αυστρίας-Έστε, γιος της Μαρίας-Θηρεσίας της Αυστρίας, νυμφεύτηκε τη Μαρία-Βεατρίκη των Έστε στο Μιλάνο το 1771. Για τον γάμο τους, η όπερα Ο Ασκάνιο στην Άλμπα του Mότσαρτ ανέβηκε στο Παλάτσo. Αρχικά προσφέρθηκε στον Μότσαρτ μια θέση μαέστρου στην αυλή του Μιλάνου, για να απορριφθεί τελικά από την αυτοκράτειρα Μαρία-Θηρεσία. Η Μαρία-Βεατρίκη ήταν κληρονόμος του δουκάτου της Μόντενα και του Ρέτζιο, ενώ ο σύζυγός της έγινε κυβερνήτης του δουκάτου του Μιλάνου. Ο αρχιδούκας Φερδινάνδος ήλπιζε να κτίσει ένα νέο παλάτι, αλλά τελικά συμφώνησε να αναδιαμορφώσει το βασιλικό παλάτι, μεταφέροντας πολλά από τα διοικητικά γραφεία για να αυξήσει το μέγεθος της βασιλικής κατοικίας.
Οι εργασίες ανακαίνισης το 1773 διευθύνθηκαν από τον Τζιουζέπε Πιερμαρίνι σε συνεργασία με τον Λέοπολντ Πόλακ. Ο Πιερμαρίνι είχε επιφορτιστεί με τη δύσκολη δουλειά να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις του αρχιδούκα, ο οποίος δεν ήταν διατεθειμένος να ζήσει στο βασιλικό παλάτι, αν δεν ανακαινιζόταν εκτενώς, και τους οικονομικούς περιορισμούς που επέβαλε η Βιέννη. Για το εξωτερικό επέλεξε μια λιτή εμφάνιση, εγκαταλείποντας το μπαρόκ στυλ και εισάγοντας το νεοκλασικό στο Μιλάνο. Μια σημαντική τροποποίηση ήταν η εξάλειψη της πτέρυγας της αυλής δίπλα στο Ντουόμo, για να δημιουργηθεί η Μικρή Βασιλική Πλατεία (Piazzetta Real), τότε μεγαλύτερη από την πλατεία του Καθεδρικού Ναού. Κατασκεύασε επίσης τη διάσημη νεοκλασική πρόσοψη του Παλάτσo, που μπορεί να θαυμάσει κανείς μέχρι σήμερα.
Πυρκαγιά ξέσπασε ξανά, καταστρέφοντας το Αυλικό Θέατρο στις 26 Φεβρουαρίου 1776. Εκείνη την εποχή αποφασίστηκε ότι το επιρρεπές σε πυρκαγιές Αυλικό Θέατρο επρόκειτο να κτιστεί αλλού: το Tέατρο αλα Σκάλα ανεγέρθηκε, για να γίνει αναμφισβήτητα η παλαιότερη δημόσια όπερα στον κόσμο. Ένα μικρότερο αυλικό θέατρο, τώρα Τέατρο Λύρικο, κτίστηκε πιο κοντά στο Παλάτσο Ρεάλε, αφού κατεδαφίστηκε ένα κοντινό σχολείο.
Σύμφωνα με τις εσωτερικές εργασίες, τα δωμάτια επαναπροσδιορίστηκαν για να ικανοποιήσουν τα αιτήματα του αρχιδούκα. Η πιο αξιοσημείωτη τροποποίηση είναι η δημιουργία της περίφημης Αίθουσας των Καρυάτιδων (που πήρε το όνομά της από ρις 40 γλυπτ,έςά καρυάτιδες του Γκαετάνο Γκαλιάνι). Ταυτόχρονα, το δουκικό παρεκκλήσιο του Σαν Γκοτάρντo εφοδιάστηκε με νέο βωμό και ανακαινίστηκε πλήρως σε νεοκλασικό στυλ. Μόνο το κωδωνοστάσιο διατηρήθηκε χωρίς αλλαγές, θεωρούμενο πρότυπο αρχιτεκτονικής ομορφιάς από τον Aτσόνε Βισκόντι.
Ο αρχιδούκας παρήγγειλε περισσότερες ταπετσαρίες Γκομπλέν, που απεικονίζουν ιστορίες του Ιάσονα, να τοποθετηθούν δίπλα με τις πρωτότυπες από τον Παλαβιτσίνι. Τα δωμάτια ήταν με γύψινες διακοσμήσεις από τον Aλμπερτόλι και τοιχογραφίες από τους Τζιουλιάνο Τραμπαλέζι και Mάρτιν Κνόλερ. Οι εργασίες ανακαίνισης στα δωμάτια του παλατιού συνεχίστηκαν, και τελείωσαν μόνο τον 19ο αι. με τις τελικές συνεισφορές των Aντρέα Απιάνι και Φραντσέσκο Άγιετς.
Ο Πιερμαρίνι ολοκλήρωσε επίσημα το έργο του στις 17 Ιουνίου 1778, οπότε ο αρχιδούκας εγκαταστάθηκε επίσημα στο νέο Παλάτσο Ρεάλε.
Το 1796 ο Ναπολέων Βοναπάρτης -ακόμη στρατηγός του γαλλικού στρατού- κατέλαβε το Μιλάνο και το έκανε πρωτεύουσα της νεοανακηρυχθείσας Δημοκρατίας της Εντεύθεν των Άλπεων, μετά τη νίκη του στη μάχη του Λόντι. Στη συνέχεια, το Παλάτσo μετονομάστηκε σε Εθνικό Παλάτι και έγινε αρχικά η έδρα της στρατιωτικής διοίκησης της Δημοκρατίας της Εντεύθεν των Άλπεων και στη συνέχεια η Διεύθυνσή της. Όταν οι Αυστρο-ρώσοι ανέκτησαν τον έλεγχο του Μιλάνου το 1799, η γαλλική κυβέρνηση γρήγορα δημοπράτησε τα περισσότερα από τα έπιπλα του Παλάτσo και επέτρεψε να λεηλατηθούν τα υπόλοιπα από τον γενικό πληθυσμό.
Αφού υπέστη σημαντικές ζημιές, το Παλάτσo επέστρεψε και μάλιστα ξεπέρασε το παλαιό του μεγαλείο το 1805, όταν τελικά ονομάστηκε «Βασιλικό Παλάτι»: το Μιλάνο είχε γίνει η πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ιταλίας, που κυβερνούσε ο θετός γιος του Ναπολέοντα, Ευγένιος ντε Μπωαρναί, ο οποίος ήταν διορισμένος αντιβασιλιάς και το επέλεξε για επίσημη κατοικία του. Το Μιλάνο ήταν τώρα η πρωτεύουσα ενός τεράστιου βασιλείου, που εκτεινόταν σε όλη τη βόρεια Ιταλία και ως εκ τούτου το Παλάτσο Ρεάλε ανακαινίστηκε, για να διασφαλιστεί ότι ήταν αντάξιο τού τίτλου του.
Οι κατεστραμμένοι εσωτερικοί χώροι επισκευάστηκαν και αντικαταστάθηκαν με νέα και πολυτελή έπιπλα. Ο Aντρέα Απιάνι εργάστηκε σε νέες τοιχογραφίες στις κύριες επίσημες αίθουσες (Sala delle Udienze Solenni, Sala della Rotonda και Sala della Lanterna). Όσον αφορά το εξωτερικό, ο Eυγένιος ντε Μπωαρναί κάλεσε τον Λουίτζι Κανονίκα να δημιουργήσει ένα ολόκληρο νέο μπλοκ, που ονομάζεται Η Ιππέας (La Cavallerizza(, που σήμερα καταλαμβάνεται από τα γραφεία του δημοτικού συμβουλίου). Νέοι στάβλοι, μια μεγάλη σχολή ιππασίας και ένας χώρος για ιππικές δημόσιες παραστάσεις, μαζί με πολλά γραφεία κτίστηκαν στο νέο μπλοκ σε λιτό νεοκλασικό στυλ. Το έργο ολοκληρώθηκε χρόνια αργότερα από τον Τζιάκομο Τατσίνι, ο οποίος εργάστηκε επίσης στην πρόσοψη της Πλατιάς Οδού (Via Larga). Το συγκρότημα συνδέθηκε με το βασιλικό θέατρο (Cannobiana Theatre, εκείνη την εποχή) μέσω μιας γέφυρας στη Via Restrelli.
Με την πτώση του Ναπολέοντα Α΄ το 1814, το βασίλειο της Ιταλίας διαλύθηκε και το τεράστιο Παλάτσo, μαζί με το Μιλάνο, επέστρεψαν στα χέρια των Αυστριακών. Δημιουργήθηκε το βασίλειο της Λομβαρδο-Βενετίας και το βασιλικό ανάκτορο παρέμεινε η επίσημη έδρα εξουσίας ενός ευρύτερου βασιλείου, ακόμη και υπό την αυστριακή κυριαρχία.
Όταν η Λομβαρδία προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Σαρδηνίας το 1859, το βασιλικό παλάτι έγινε η κατοικία του νέου κυβερνήτη του Μιλάνου, Mάσιμο ντ'Ατσέλιο. Ωστόσο, ο ντ'Ατσέλιο μπορούσε να απολαύσει το Παλάτσo μόνο για λιγότερο από ένα χρόνο: μετά τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανακήρυξη του βασιλείου της Ιταλίας το 1861, έγινε η βασιλική κατοικία του μονάρχη της Σαβοΐας, ακόμα και αν δεν κατοικείτο συχνά, μια και η πρωτεύουσα είχε μεταφερθεί στη Φλωρεντία. Ο Ουμπέρτο Α΄ προτίμησε τη Βίλα Ρεάλε ντι Μόντσα από το Παλάτσo και ο γιος του, Βιτόριο-Εμανουέλε Γ΄, απέφυγε το Μιλάνο και επισκεπτόταν το Παλάτσο Ρεάλε μόνο κατά τη διάρκεια επίσημων τελετών. Η τελευταία επίσημη βασιλική δεξίωση που έγινε στο Μιλάνο, ήταν το 1906 κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Έκθεσης.
Το Παλάτσο Ρεάλε επρόκειτο να φιλοξενήσει την τελευταία επίσημη επίσκεψή του το 1919, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γ. Γουίλσον προσκλήθηκε στο Μιλάνο από τον Βίκτωρα-Εμμανουήλ Γ΄ της Σαβοΐας. Αργότερα το ίδιο έτος, στις 11 Οκτωβρίου, το παλάτι πωλήθηκε από τον Οίκο της Σαβοΐας στο ιταλικό κράτος, υπό τον όρο ότι τα διαμερίσματα θα παρέμεναν διαθέσιμα για τη βασιλική οικογένεια της Σαβοΐας, όταν χρειαζόταν. Τα μέλη της οικογένειας, μεταξύ των οποίων κυρίως ο δούκας του Μπέργκαμο, συνέχιζαν να ζουν στο βασιλικό παλάτι μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεγάλες αλλαγές στο Παλάτσo επρόκειτο να ακολουθήσουν την πώλησή του. Το 1850 η πλησιέστερη πλευρά στο Ντουόμo μειώθηκε σε μέγεθος, για να επιτρέψει καλύτερη οδική κυκλοφορία, αλλάζοντας έτσι ριζικά τις μνημειακές διαστάσεις του παλατιού. Μια δεύτερη αναστάτωση σημειώθηκε το 1925, όταν οι Βασιλικοί Στάβλοι κατεδαφίστηκαν και στη συνέχεια ξανά το 1936-37, όταν το λεγόμενο "μακρύ μανίκι" (μία στενή και μακριά πτέρυγα) συντομεύτηκε κατά τουλάχιστον 60 μέτρα, για να κτιστεί το Παλάτσο ντ'Αρενγκάριο.
Ολόκληρο το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές τη νύχτα της 15ης Αυγούστου 1943, όταν η πόλη βρέθηκε σε σφοδρό βομβαρδισμό από τις βρετανικές δυνάμεις. Ακόμα και αν οι βόμβες κτύπησαν μόνο ένα μικρό μέρος της οροφής, οι ζημιές επεκτάθηκαν γρήγορα σε ολόκληρη την κατασκευή, λόγω μιας κολοσσιαίας πυρκαγιάς, που δεν έγινε αντιληπτή και δεν έσβησε εγκαίρως, απόδειξη της γενικής κατάστασης αταξίας του Μιλάνου εκείνη την πολυσύχναστη νύχτα. Όλα τα ξύλινα εξαρτήματα και τα έπιπλα χάθηκαν, αλλά η υψηλή θερμοκρασία κατέστρεψε ακόμη και τους διάσημα γύψινα και τους πίνακες του Aπιάνι, καταστρέφοντας την Αίθουσα των Καρυάτιδων ανεπανόρθωτα. Τα ξύλινα δοκάρια της κατέρρευσαν και oι ζευκτές οροφές έσπασαν στο πάτωμα, προκαλώντας ζημιά μαζί με την αψίδα, το μπαλκόνι και τη στοά. Οι άλλες αίθουσες υπέστησαν επίσης ζημιές από τη διαρροή νερού, αφού πολλά από τα κεραμίδια στέγης χάθηκαν στην επιδρομή.
Μετά από μερικά χρόνια που αφέθηκε στην τύχη του, οι εργασίες επισκευής στο Παλάτσo ξεκίνησαν το 1947, μετά το τέλος του πολέμου. Η Εποπτεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ιταλίας ξεκίνησε την ανακαίνιση του κτηρίου και της Αίθουσας των Καρυάτιδων. Ένας νέος όροφος και μια νέα στέγη κτίστηκαν με πολύ πιο απλό στυλ, αφήνοντας σκόπιμα στην άκρη κάθε περίτεχνη διακόσμηση του παρελθόντος, ως απόδειξη των φρικαλεοτήτων του πολέμου. Ευτυχώς, μπορείτε ακόμα να θαυμάσετε την υπέροχη διακόσμηση της Αίθουσας των Καρυάτιδων πριν την καταστροφή της σε πολλούς πίνακες και φωτογραφίες.
Η Αίθουσα, που στερήθηκε την αρχαία της λάμψη, επανήλθε στη διεθνή προσοχή το 1953, όταν επιλέχθηκε από τον Πικάσο, για να φιλοξενήσει μια έκθεση. Το έργο του Ισπανού καλλιτέχνη Γκερνίκα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της έκθεσης, που εκτέθηκε συμβολικά στην -πλέον πολύ πιο απλή- Αίθουσα των Καρυάτιδων.
Ξεκινώντας το 2000, η ιταλική κυβέρνηση ανέθεσε μια πληρέστερη αποκατάσταση του βασιλικού παλατιού. Η Αίθουσα των Καρυάτιδων δεν ανακαινίστηκε για να επαναφέρει την παλιά της λαμπρότητα, αλλά διατηρήθηκε μόνο συντηρητικά, αφαιρώντας το μαύρο χρώμα στους τοίχους, ενισχύοντας τις δομικές ενότητες και καθαρίζοντας τους υπόλοιπους πίνακες. Σκίτσα της παλαιάς οροφής σχεδιάστηκαν στο εξώφυλλο της νέας λευκής οροφής, για να δώσουν μια εντύπωση του πώς έμοιαζε το δωμάτιο στο παρελθόν.
Στις αρχές του 21ου αι., περισσότερα από πενήντα χρόνια μετά την καταστροφή του, το Παλάτσο Ρεάλε βρήκε έναν νέο κεντρικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή του Μιλάνου. Τρεις φάσεις αποκατάστασης ολοκληρώθηκαν, ακόμη και αν το παλάτι δεν ανακτούσε πλήρως την αρχική του μεγαλοπρέπεια. Ο αρχικός σκοπός των αναστηλώσεων ήταν να δημιουργηθεί ένα "Μουσείο του παλατιού", για να δείξει τις τέσσερις ιστορικές εποχές που πέρασε το Παλάτσο: τη νεοκλασική εποχή, την περίοδο του Ναπολέοντα Α΄, την αποκατάσταση και την ενοποίηση της Ιταλίας. Η πρώτη φάση της αποκατάστασης ανέλαβε το πολύπλοκο έργο της ανακαίνισης των αρχικών επίπλων, για να προσφέρει μια στυλιστική αναπαράσταση της ζωής της Δουκικής Αυλής. Στη συνέχεια, οι νεοκλασικές αίθουσες αναστηλώθηκαν, για να επαναφέρουν το όραμα του Τζουζέπε Πιερμαρίνι και τη λαμπρότητα της εποχής των «πεφωτισμένων ηγεμόνων», όταν η πόλη είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη. Η τρίτη φάση επικεντρώθηκε στο παλαιό Διαμέρισμα Αποθήκευσης (Apartment of Reserve), για να απεικονίσει τη ζωή των αυστριακών βασιλέων του 19ου αι. Δυστυχώς η αρχική ιδέα εγκαταλείφθηκε και το Μουσείο του Παλατιού δεν εγκαινιάστηκε ποτέ, παρά την ολοκλήρωση της τρίτης φάσης αναστήλωσής του το 2008.
Το Βασιλικό Παλάτι είναι πλέον ένα πολιτιστικό κέντρο στην καρδιά του Μιλάνου, που συντονίζεται σε συνδυασμό με τρεις άλλους εκθεσιακούς χώρους: Ροτόντα ντελα Μπεζάνα, Παλάτσο ντελα Ρατζιόνε και Παλάτσο ντελ'Αρενγκάριο.
Το κτίριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική ζωή του Μιλάνου, έχοντας φιλοξενήσει τα τελευταία χρόνια εκθέσεις κύρους, συμπεριλαμβανομένων έργων του Κλωντ Μονέ, του Πάμπλο Πικάσo και άλλων διεθνούς φήμης ζωγράφων και γλυπτών. Σημείο καμπής για το κύρος της ως εκθεσιακού χώρου, ήταν η έκθεση του 2009 για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας του Φουτουρισμού.
Από τις 4 Νοεμβρίου 2013 μια πτέρυγα του παλατιού επαναπροσδιορίστηκε, για να φιλοξενήσει το Μεγάλο Μουσείο του Ντουόμο του Μιλάνου. [6]