Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Βελίκα Κλαντούσα | ||
---|---|---|
| ||
45°10′0″N 15°48′0″E | ||
Χώρα | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | |
Διοικητική υπαγωγή | Velika Kladuša Municipality | |
Διοίκηση | ||
• Δήμαρχος | Fikret Abdić | |
Έκταση | 68 km² | |
Υψόμετρο | 252 μέτρα | |
Πληθυσμός | 4.520 (2013)[1] | |
Ταχ. κωδ. | 77230 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Η Βελίκα Κλαντούσα (βοσνιακά: Velika Kladuša, προφέρεται [vɛ̂likaː klǎduʃa]) είναι μια πόλη και δήμος στα βορειοδυτικά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, και βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Κροατία. Η πλησιέστερη πόλη είναι το Τσάζιν, και λίγο νοτιότερα, οι πόλεις Μπίχατς και Μποσάνσκι Νόβι. Πέρα από τα σύνορα, δεν βρίσκεται μακριά από το Τσέτινγκραντ. Διοικητικά αποτελεί τμήμα του Καντονιού Ούνα-Σάνα της Ομοσπονδίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Ο δήμος Βελίκα Κλαντούσα έχει επίσης πολλές μικρότερες πόλεις και χωριά μέσα όπως το Μάλα Κλαντούσα, το Τοντόροβο, το Πόντζβιζντ, το Σούματατς και Τσρβάρεβατς. Η πόλη της Βελίκα Κλαντούσα είναι το κέντρο του δήμου, διότι τα περισσότερα νοσοκομεία, καταστήματα και κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται εκεί.
Η Βελίκα Κλαντούσα αναφέρθηκε για πρώτη φορά στις 30 Οκτωβρίου 1280 (το έτος αναφέρεται στο εθνόσημο της πόλης) με το όνομα Κλαντόσα. Κατά τη διάρκεια της εποχής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι δεδομένο ότι ο πληθυσμός της πόλης άρχισε σιγά-σιγά να μεγαλώνει. Προς το τέλος του 13ου αιώνα μέχρι το 1464, το Βελίκα Κλαντούσα ήταν υπό τον έλεγχο δύο διαφορετικών Ούγγρων βασιλέων.
Γύρω από το 1464 η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεκτεινόταν προς αυτή την περιοχή. Λεηλατήθηκε το 1558. Η πόλη τελικά καταλήφθηκε το 1633 από τους Οθωμανούς. Η Βέλικα Κλαντούσα αργότερα θα γίνει το κέντρο της Οθωμανικής επέκτασης στη γειτονική Κροατία, καθώς και την υπόλοιπη Ευρώπη. Κατά την έναρξη της κατοχής της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρο-ουγγρική Αυτοκρατορία το 1878, η Βέλικα Κλαντούσα, μαζί με άλλες πόλεις στην περιοχή, έκαναν τη μεγαλύτερη αντίσταση στην περιοχή. Παρ΄όλα αυτά, αναπτύχθηκε με το άνοιγμα των σχολείων, την εισαγωγή κτηματολόγιων, και τη δημιουργία τζαμιού και καθολικής εκκλησίας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου η περιοχή της Βελίκα Κλαντούσα πολέμησε στο πλευρό των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων. Σε ένα σημείο η πόλη άλλαξε συμμαχίες και επέτρεψε στους Ναζί να την καταλάβουν αλλά αυτό ήταν σχεδιασμένο με τους Παρτιζάνους, επειδή τότε έκπληκτοι οι Ναζί ήταν έκπληκτοι λόγω της από κοινού επίθεσης με τους Παρτιζάνους. Οι άνθρωποι στην περιοχή αυτή ήταν πάντα ισχυροί υποστηρικτές του Γιουγκοσλάβου Προέδρου Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και του κομμουνισμού. Ένα καφέ στη Βελίκα Κλαντούσα ονομάστηκε "Τίτο" προς τιμήν του.
Τον Μάιο του 1950, η Βέλικα Κλαντούσα ήταν η σκηνή μιας μεγάλης εξέγερσης αγροτών, όταν συνέβη η εξέγερση του Τσαζίν, μια ένοπλη αντικρατική επανάσταση. Το γεγονός έπληξε περισσότερο το γειτονικό Τσαζίν, καθώς και το Σλούνι, τα οποία ήταν όλα μέρος της Κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Οι χωρικοί εξεγέρθηκαν ενάντια στην αναγκαστική κολλεκτιβοποίηση και τα συλλογικά αγροκτήματα της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης για τους αγρότες της χώρας. Μετά από μια ξηρασία το 1949, οι χωρικοί της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις ρεαλιστικές ποσοστώσεις που καθορίστηκαν από την κυβέρνηση και τιμωρήθηκαν. Η εξέγερση που ακολούθησε την ξηρασία οδήγησε σε δολοφονίες και διώξεις εκείνων που οργάνωσαν την εξέγερση, αλλά και πολλούς αθώους πολίτες. Ήταν η μόνη εξέγερση χωρικών στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη.
Στην εποχή του Γιουγκοσλαβικού σοσιαλισμού η πόλη έγινε η έδρα της Αγκροκομέρτς, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Η εταιρεία ξεκίνησε ως ένα ενιαίο αγρόκτημα παραγωγής τροφίμων και απασχολούσε περίπου 13.000 εργαζόμενους, στο αποκορύφωμά της παραγωγής της. Η Αγκροκομέρτς έκανε τη Βέλικα Κλαντούσα και τις γύρω περιοχές από μία από τις φτωχότερες στη Γιουγκοσλαβία, σε μία από τις πλουσιότερες. Η Βελίκα Κλαντούσα ονομαζόταν σε ένα σημείο και ως "Η Ελβετία της Γιουγκοσλαβίας" χάρη στο μικρό της μέγεθος και τον μεγάλο πλούτο της και σε άλλα σημεία λεγόταν "Οι Νήσοι Κέιμαν των Βαλκανίων".
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, η Αγκροκομέρτς συνέχισε να λειτουργεί καθώς παρήγαγε όλα τα είδη τροφίμων με προορισμό το Ζάγκρεμπ, το Βελιγράδι και σε άλλες περιοχές. Η Αγκροκομέρτς είχε συνεργαστεί με διεθνείς εταιρείες τόσο μακριά όσο το Εκουαδόρ, την Κολομβία, τη Γερμανία και τη Βραζιλία. Σήμερα η Αγκροκομέρτς εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά σε μικρότερη χωρητικότητα από ότι πριν από τον πόλεμο. Υπάρχει συχνή αλλαγή διευθυντών και σήμερα δεν έχει διευθυντή.
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Βοσνίας (1992-1995), η πόλη ήταν η πρωτεύουσα της αυτοαποκαλούμενης Αυτόνομης Επαρχίας της Δυτικής Βοσνίας. Η θέση της κυβέρνησης ήταν στο Κάστρο Στάρι Γκραντ, το οποίο είχε αμυντικές δυνάμεις φύλαξη καθ΄όλη την ημέρα και τη νύχτα. Η ίδια η πόλη δεν υπέστη μεγάλη ζημιά, καθώς ως επί το πλείστον γλίτωσε από μεγάλες μάχες. Μετά το τέλος του Πολέμου της Βοσνίας, η πόλη ήταν το σπίτι της Τσεχικής μονάδας ελικοπτέρων και του στρατοπέδου των Καναδικών Δυνάμεων του ΝΑΤΟ που υποστήριζε τις ειρηνευτικές αποστολές της Δύναμης Εφαρμογών και της Δύναμης Σταθεροποίησης στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη από το 1995 έως το 2003.