Η βιντεοταινία είναι μια καταγραφή εικόνων και ήχων σε μαγνητική ταινία, σε αντίθεση με το φιλμ που χρησιμοποιείται στην κινηματογράφηση. Βιντεοταινίες χρησιμοποιούνται επίσης για την αποθήκευση επιστημονικών ή ιατρικών δεδομένων, όπως τα δεδομένα που παράγονται από ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μια ελικοειδής κεφαλή σάρωσης βίντεο περιστρέφεται κατά την κινούμενη ταινία για να καταγράψει τα δεδομένα σε δύο διαστάσεις, διότι τα τηλεοπτικά σήματα έχουν ένα πολύ υψηλό εύρος ζώνης, και οι στατικές κεφαλές θα απαιτούσαν εξαιρετικά υψηλές ταχύτητες της ταινίας. Βιντεοταινία χρησιμοποιείται στις συσκευές εγγραφής βιντεοταινίας (VTRs) και πιο συχνά και πιο πρόσφατα, στις συσκευές εγγραφής βιντεοκασέτας (VCR) και στις βιντεοκάμερες. Η ταινία αποτελεί μια γραμμική μέθοδο για την αποθήκευση πληροφοριών και δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι εγγραφές βίντεο που γίνονται στις μέρες μας, είναι ψηφιακή απευθείας εγγραφής δίσκων (DDR), η βιντεοκασέτα αναμένεται να χάσει σταδιακά τη σημασία της, καθώς οι μη-γραμμικές/τυχαίας-προσπέλασης μέθοδοι αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων βίντεο, γίνονται πιο συχνές.
Οι αποθηκευμένες πληροφορίες μπορεί να είναι υπό τη μορφή αναλογικού ή ψηφιακού σήματος.
Η είσοδος του βίντεο στους οικιακούς καταναλωτές δημιούργησε μια περίοδο έντονου ανταγωνισμού, για ασύμβατα μεταξύ τους μοντέλα, για το καταναλωτικού επιπέδου αναλογικό βίντεο με βιντεοκασέτα καθώς και τις συσκευές εγγραφής βιντεοκασέτας (VCR), στο τέλος του 1970 και του 1980, κυρίως μεταξύ των φορμά Betamax και VHS. Το VHS τελικά αναδείχθηκε ως το κατεξοχήν φορμά.[1]
Η βιντεοκασέτα είναι μια θήκη που περιλαμβάνει μια βιντεοταινία. Υπάρχουν πολλά ήδη βινετοκασέτας, για επαγγελματική χρήση όπως τα U-matic της Sony και τα MII της Panasonic ή για οικιακή χρήση όπως το VHS ή το DV.
Το VHS (Video Home System)[2][3][4] ή οικιακό σύστημα βίντεο, είναι ένα καταναλωτικού επιπέδου πρότυπο, αναλογικής εγγραφής βιντεοταινίας σε κασέτα, που ανέπτυξε η Ιαπωνική εταιρία JVC.