Ο Βλαντίμιρ Αλεξάντροβιτς Αντόνοφ-Οβσέγενκο (ρωσικά: Владимир Александрович Антонов-Овсеенко, ουκρανικά: Володимир Антонов-Овсєєнко, λογοτεχνικό ψευδώνυμο: Α. Γκάλσκι [А. Га́льский], κομματικά ψευδώνυμα: Ξιφολόγχη [Штык] και Νικίτα [Ники́та]) (9 Μαρτίου 1883 – 10 Φεβρουαρίου 1938), ήταν σημαίνων Σοβιετικός Μπολσεβίκος ηγέτης και διπλωμάτης.
Γεννήθηκε στο Τσερνιγκόφ στην οικογένεια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Ήταν Ουκρανικής εθνικότητας.[5]
Το 1903, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο εντάχτηκε στο κόμμα των Μενσεβίκων. Κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, καθοδήγησε μια εξέγερση στη Νοβο-Αλεξάνδρεια στην Πολωνία και στη Σεβαστούπολη στην Κριμαία. Σαν επακόλουθο συνελήφθη και καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια εξορία στη Σιβηρία. Σύντομα δραπέτευσε και μέχρι το 1910 είχε μεταναστεύσει στο Παρίσι.
Σύντομα, μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο έγινε Μπολσεβίκος σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύγκρουση. Τον Μάιο του 1917 επέστρεψε στη Ρωσία, παίρνοντας μέρος στο Οκτωβριανό στάδιο της Μπολσεβίκικης κατάληψης της εξουσίας μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση. Στις 7 Νοεμβρίου (25 Οκτωβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο που ακόμη χρησιμοποιόταν στη Ρωσία εκείνη την εποχή) καθοδήγησε την επίθεση των Μπολσεβίκων για την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων, και συνέλαβε τους υπουργούς της Ρωσικής Προσωρινής Κυβέρνησης (εξαιρουμένου του Πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κερένσκι, ο οποίος είχε διαφύγει πριν την επίθεση). Εξελέγη στη Στρατιωτική Επιτροπή του Σόβναρκομ και αμέσως μετά του δόθηκε υψηλό αξίωμα στον Ερυθρό Στρατό.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1917, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο τοποθετήθηκε επικεφαλής του Ερυθρού Στρατού στην Ουκρανία και τη νότια Ρωσία. Στη συνέχεια ο στρατός κατέλαβε το Χάρκοβο, όπου ανακηρύχτηκε η Σοβιετική εξουσία στην Ουκρανία. Το 1918 και το 1919, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο επέβλεψε την ήττα των δυνάμεων των Ουκρανών Εθνικιστών και του Λευκού Στρατού στην Ουκρανία, εξασφαλίζοντας τη δημιουργία της Ουκρανικής ΣΣΔ.
Ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο, καθώς και ο Σκάτσκο, διοικητής της 2ης Ουκρανικής Σοβιετικής Στρατιάς, τάσσονταν κατηγορηματικά ενάντια στις ενέργειες του Τρότσκι, σχετικά με τη δίωξη και την καταστολή της Μαχνοβτσίνας. Σαν αποτέλεσμα, τον Ιούνιο του 1919, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο απομακρύνθηκε για «ανικανότητα», ενώ ο Σκάτσκο για «αχρηστία».[6]
Προς το τέλος του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο ήταν υπεύθυνος του Κυβερνείου του Ταμπόφ, καταστέλλοντας βίαια την Εξέγερση του Ταμπόφ το 1920-1921, μαζί με τον Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, με τη χρήση χημικών όπλων.[7]
Κατά τη δεκαετία του 1920, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο ήταν στενός σύντροφος του Λέοντα Τρότσκι στη Σοβιετική κυβέρνηση και αργότερα διορίστηκε πρόξενος για την Τσεχοσλοβακία, Λιθουανία και Πολωνία (1930-1934). Το 1934, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο έγινε γενικός εισαγγελέας της Ρωσικής ΣΟΣΔ και αργότερα ειδικός Σοβιετικός πρόξενος στη Βαρκελώνη κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, όπου επέβλεπε την παροχή της Σοβιετικής βοήθειας προς τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία. Ανακλήθηκε στη Μόσχα τον Αύγουστο του 1937, όπου συνομίλησε με τον Ιωσήφ Στάλιν για τα γεγονότα στην Ισπανία. Μετά ένα μήνα χωρίς δουλειά διορίστηκε Λαϊκός Επίτροπος Δικαιοσύνης της Ρωσικής ΣΟΣΔ τον Σεπτέμβριο του 1937.
Συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1938 κατά τη Μεγάλη Εκκαθάριση και εκτελέστηκε. Αποκαταστάθηκε το 1956.