Βλαντίμιρ Ασκενάζι | |
---|---|
![]() | |
Γέννηση | 6 Ιουλίου 1937[1][2][3] Νίζνι Νόβγκοροντ[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσία (έως 1962) Ισλανδία (από 1972) |
Σπουδές | Κεντρική Μουσική Σχολή της Μόσχας και Ωδείο της Μόσχας |
Ιδιότητα | κλασικός πιανίστας, διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και πιανίστας |
Τέκνα | Ντιμίτρι Ασκενάζι |
Όργανα | πιάνο |
Είδος τέχνης | κλασική μουσική |
Βραβεύσεις | Τάγμα της Αξίας του Βερολίνου, μετάλλιο Artis Bohemiae Amicis (24 Αυγούστου 2009), Queen Elisabeth Competition laureate (1956), επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, Επίτιμος διδάκτωρ του Βασιλικού Κολεγίου Μουσικής (2015)[5], Μετάλλιο Σιμπέλιους και Ιππότης Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Γερακιού (2018) |
Ιστοσελίδα | Επίσημος ιστότοπος |
![]() | |
Ο Βλαντίμιρ Νταβίντοβιτς Ασκενάζι (ρωσικά: Влади́мир Дави́дович Ашкена́зи, στις 6 Ιουλίου 1937 - ) είναι Ρώσος σόλο πιανίστας, ερμηνευτής μουσικής δωματίου και μαέστρος. Γεννημένος στη Σοβιετική Ένωση, έχει ισλανδική υπηκοότητα από το 1972 και είναι κάτοικος Ελβετίας από το 1978. Ο Ασκενάζι έχει συνεργαστεί με γνωστές ορχήστρες και σολίστ. Επιπλέον, έχει ηχογραφήσει μεγάλο ρεπερτόριο κλασικών και ρομαντικών έργων. Οι ηχογραφήσεις του του έχουν χαρίσει πέντε βραβεία Γκράμι και παράσημο του Τάγματος του Γερακιού της Ισλανδίας.
Ο Βλαντίμιρ Ασκενάζι γεννήθηκε στο Γκόρκι της Σοβιετικής Ένωσης (σημερινή ονομασία: Νίζνι Νόβγκοροντ), από τον πιανίστα και συνθέτη Ντάβιντ Ασκενάζι και την ηθοποιό Γιεβστόλια Γκριγκόριεβνα (το γένος Πλότνοβα). Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια Ρωσοορθοδόξων. Ο Ασκενάζι βαφτίστηκε σε ρωσική ορθόδοξη εκκλησία.[6][7][8] Άρχισε να παίζει πιάνο σε ηλικία έξι ετών και έγινε δεκτός στο Central Music School σε ηλικία οκτώ, σπουδάζοντας με την Αναΐντα Σουμπάτιαν.
Στις συναυλίες του, ο Ασκενάζι ήταν γνωστός για την άρνησή του να φοράει γραβάτα και πουκάμισο με κουμπιά, προτιμώντας ενα λευκό ζιβάγκο, καθώς και για το ότι έτρεχε (δεν παρπατούσε απλώς) τόσο στη σκηνή όσο και εκτός σκηνής. Έχει επίσης ερμηνεύσει και ηχογραφήσει μουσική δωματίου. Επιπλέον, ο Ασκενάζι έχει ηχογραφήσει τις πλήρεις σονάτες του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν για βιολί με τον Ίτζακ Πέρλμαν, καθώς και τις σονάτες για βιολοντσέλο με τον Λιν Χαρέλ και τα τρίο για πιάνο με τους δυο αυτούς καλλιτέχνες.
Στα μέσα της διεθνούς πιανιστικής του καριέρας, ο Ασκενάζι ασχολήθηκε με τη διεύθυνση ορχήστρας. Στην Ευρώπη, ο Ασκενάζι ήταν ο κύριος μαέστρος της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας από το 1987 έως το 1994 και της Τσεχικής Φιλαρμονικής από το 1998 έως το 2003. Ο Ασκενάζι είναι επίσης επίτιμος διευθυντής ορχήστρας της Ορχήστρας Φιλαρμόνια και της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ισλανδίας και μουσικός διευθυντής της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[9] Τον Ιούλιο του 2013, έγινε διευθυντής της Accademia Pianistica Internazionale di Imola, διαδεχόμενος τον ιδρυτή και διευθυντή της Φράνκο Σκάλα.[10] Οι ηχογραφήσεις του ως μαέστρου περιλαμβάνουν πλήρεις κύκλους συμφωνιών του Γιαν Σιμπέλιους και του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, καθώς και ορχηστρικά έργα των Σεργκέι Προκόφιεφ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Αλεξάντρ Σκριάμπιν, Ρίχαρντ Στράους, Ίγκορ Στραβίνσκι, Μπετόβεν και Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι.
Εκτός Ευρώπης, ο Ασκενάζι υπηρέτησε ως μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του NHK από το 2004 έως το 2007. Διετέλεσε επίσης επικεφαλής μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σίδνεϊ από το 2009 έως το 2013.[11]
Ο Ασκενάζι ηχογραφεί για την εταιρεία Decca από το 1963. Το 2013, η Decca γιόρτασε την 50ή του συνεργασία με την εταιρεία με το box set Vladimir Ashkenazy: 50 Years on Decca, με 50 ηχογραφήσεις του Ασκενάζι τόσο ως πιανίστα όσο και ως μαέστρου.[12] Ως μέρος των εορτασμών για τα 80ά γενέθλια του Ασκενάζι, η Decca κυκλοφόρησε τα Complete Piano Concerto Recordings και Ashkenazy on Vinyl τον Ιούλιο του 2017. Παράλληλς, ο Ασκενάζι έχει εμφανιστεί σε πολλές ταινίες με μουσική του Κρίστοφερ Νούπεν. Ερμήνευσε το σάουντρακ της ταινίας Piano no mori (2007). Έχει κάνει επίσης τη δική του ενορχήστρωση της σουίτας πιάνου του Μοντέστ Μουσόργκσκι Εικόνες σε μία έκθεση (1982). Έχει κυκλοφορήσει CD με τα έργα του με το όνομα The Art of Ashkenazy και έχει εκδοθεί μια βιογραφία του με τίτλο Beyond Frontiers.
Στις 17 Ιανουαρίου 2020, το πρακτορείο διαχείρισης καλλιτεχνών Harrison Parrott ανακοίνωσε την αποχώρηση του Ασκενάζι από τις δημόσιες εμφανίσεις.[13]
Ο Ασκενάζι έχει ηχογραφήσει ένα ευρύ φάσμα έργων για πιάνο, τόσο σόλο όσο και κοντσέρτα. Οι ηχογραφήσεις του περιλαμβάνουν τα έργα:
Οι ηχογραφήσεις του κονσέρτων περιλαμβάνουν:
Ο Ασκενάζι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1964 στο Φεστιβάλ Αθηνών.[14]
Έκτοτε, ακολούθησαν και άλλες εμφανίσεις στην Ελλάδα, όπως οι δύο συναυλίες στο Ηρώδειο στις 26-27 Αυγούστου 2008 υπό την αιγίδα του υπουργείου Εξωτερικών εν όψει της ανάληψης από την Ελλάδα της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στις οποίες διηύθυνε την Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.[15]
Πιο πρόσφατα, ο Ασκενάζι διηύθυνε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 16 Μαρτίου 2018 σε μια συναυλία αφιερωμένη στη μνήμη του μουσικού και παιδαγωγού Χαράλαμπου Φαραντάτου. Τα έργα που ακούστηκαν ήταν η 10η Συμφωνία του Ντμίτρι Σοστακόβιτς και το Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα σε λα μείζονα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ με σολίστ τον Σπύρο Μουρίκη.[16]
Ο Ασκενάζι παρακολούθησε το Ωδείο της Μόσχας όπου σπούδασε με τον Λεβ Όμποριν και τον Μπόρις Ζεμλιάνσκι. Κέρδισε το δεύτερο βραβείο στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Σοπέν στη Βαρσοβία το 1955 και το πρώτο βραβείο στον μουσικό διαγωνισμό Βασίλισσα Ελισάβετ στις Βρυξέλλες το 1956. Μοιράστηκε το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι το 1962 με τον Βρετανό πιανίστα Τζον Όγκντον. Ως φοιτητής, όπως πολλοί εκείνη την περίοδο, παρενοχλήθηκε από την KGB για να γίνει «πληροφοριοδότης».[17]
Το 1961, νυμφεύθηκε τη γεννημένη στην Ισλανδία Φόρουν Γιοχάνσντοτιρ, η οποία σπούδασε πιάνο στο Ωδείο της Μόσχας.[6] Για να παντρευτεί τον Ασκενάζι, η Φόρουν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ισλανδική υπηκοότητα και να δηλώσει ότι ήθελε να ζήσει στην ΕΣΣΔ. Το χαϊδευτικό της όνομα είναι Ντόντι,[18] επομένως συχνά αναφέρεται ως Ντόντι Ασκενάζι.[19]
Μετά από πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι σοβιετικές αρχές συμφώνησαν να επιτρέψουν στους Ασκενάζι να πηγαίνουν στη Δύση για μουσικές παραστάσεις και για επισκέψεις στα πεθερικά του μαζί με τον πρώτο τους εγγονό. Στα απομνημονεύματά του, ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ θυμήθηκε ότι, σε μια επίσκεψη στο Λονδίνο, ο Ασκενάζι είχε αρνηθεί να επιστρέψει στη Σοβιετική Ένωση. Ο Χρουστσόφ ανέφερε ότι ο Ασκενάζι ζήτησε τότε συμβουλές από τη Σοβιετική Πρεσβεία στο Λονδίνο, η οποία με τη σειρά της παρέπεμψε το θέμα στη Μόσχα. Ο Χρουστσόφ είπε ότι ήταν της άποψης ότι αν απαιτούσε από τον Ασκενάζι να επιστρέψει στην ΕΣΣΔ θα τον είχε κάνει «αντισοβιετικό». Είπε επίσης ότι αυτό ήταν ένα καλό παράδειγμα καλλιτέχνη που μπορεί να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στην ΕΣΣΔ, κάτι που ο Ασκενάζι χαρακτήρισε κατάφωρη "διαστρέβλωση της αλήθειας".[20] Το 1963, ο Ασκενάζι αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την ΕΣΣΔ, μετακομίζοντας στο Λονδίνο, όπου ζούσαν οι γονείς της συζύγου του.
Το ζευγάρι μετακόμισε στην Ισλανδία το 1968 όπου, το 1972, ο Ασκενάζι έγινε Ισλανδός πολίτης.[21] Το 1970 βοήθησε στην ίδρυση του Φεστιβάλ Τεχνών του Ρέικιαβικ, του οποίου παραμένει επίτιμος πρόεδρος.[22] Το 1978 το ζευγάρι και τα (τότε) τέσσερα παιδιά τους (Βλαντίμιρ, Στέφαν, Νάντια Λίζα, Ντιμίτρι Θορ και Σόνια Έντα) μετακόμισαν στη Λουκέρνη της Ελβετίας. Το πέμπτο τους παιδί, η Αλεξάντρα Ίνγκα, γεννήθηκε το 1979. Ξεκινώντας το 1989, ο Ασκενάζι διέμενε στο Μέγκεν της Ελβετίας, στη λίμνη της Λουκέρνης.[23] Ο μεγαλύτερος γιος τους, Βλαντίμιρ, που χρησιμοποιεί το «Βόβκα» ως καλλιτεχνικό όνομα, είναι πιανίστας, καθώς και δάσκαλος στη Διεθνή Ακαδημία Πιάνου της Ίμολα. Ο δεύτερος γιος του, ο Ντιμίτρι, είναι κλαρινετίστας.
Ο Ασκενάζι είχε εξοχικό σπίτι στην Παλαιά Επίδαυρο Αργολίδας, όπου πήγαινε τα καλοκαίρια επί σειρά ετών.[14] Το σπίτι πουλήθηκε μετά από ατύχημα που έπαθε ο γιος του Ασκενάζι, Ντιμίτρι, κάνοντας κρις κραφτ.[24]
Η εφημερίδα Guardian έγραψε το 2018 ότι ο Ασκενάζι διηύθυνε κομμάτια των Σεργκέι Προκόφιεφ και Ράινχολντ Γκλιερ σαν να είχε «γεννηθεί για να το κάνει» στη διάρκεια μιας σειράς συναυλιών όπου εξερεύνησε τη μουσική απάντηση στην επανάσταση των Μπολσεβίκων του 1917, παίζοντας μεταξύ άλλων το Χαλυβουργείο (1927) του συνθέτη Αλεξάντερ Μοσόλοφ και τη σουίτα από την Κόκκινη παπαρούνα, ένα μπαλέτο σε μουσική του Γκλιερ.[25]