Βλαντίμιρ Τκατσένκο | |
---|---|
Προσωπικά στοιχεία | |
Εθνικότητα | Ρωσική |
Γέννηση | 20 Σεπτεμβρίου 1957 Σότσι, ΕΣΣΔ |
Ύψος | 2,21 μ. |
Αθλ. καριέρα | 1974 - 1990 |
Θέση | Σέντερ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
1974–1982Στρόιτελ Κιέβου 1983–1989ΤΣΣΚΑ Μόσχας | |
Εθνικές ομάδες | |
Ως παίκτης: | |
1976 - 1987 | Εθνική Σοβιετικής Ένωσης |
Τίτλοι |
Ο Βλαντίμιρ Πετρόβιτς Τκατσένκο (ρωσικά: Владимир Петрович Ткаченко, γεννήθηκε 20 Σεπτεμβρίου 1957) είναι Σοβιετικός και νυν Ρώσος πρώην καλαθοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν ως σέντερ. Κέρδισε δύο μετάλλια Ολυμπιακών Αγώνων και τρία μετάλλια Παγκοσμίου Κυπέλλου με την Εθνική Σοβιετικής Ένωσης. Ψηφίστηκε ως καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης το 1979 (τίτλοι Euroscar και το Mr Europa). Έγινε μέλος του Hall of Fame της FIBA το 2015.[1]
Γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1957 στο Σότσι. Οι γονείς του δεν ήταν πολύ ψηλοί και στην ηλικία των 12 είχε φτάσει στο ύψος των 1,88 μέτρων. Ως παιδί, προτιμούσε περισσότερο το ποδόσφαιρο, και ήταν ικανός στο σκοράρισμα. Μετά από λίγο καιρό, ο ιδιαίτερα ψηλός έφηβος έγινε αντιληπτός από τον προπονητή μπάσκετ Βλαντιμίρ Γιέλντιν και εισήχθη σε αθλητικό οικοτροφείο στο Σότσι. Ένα χρόνο αργότερα, ο Τκατσένκο ήταν ήδη μέλος της ομάδας νέων της πόλης του Σότσι.[2][3]
Το καλοκαίρι του 1972, στο πρωτάθλημα της επικράτειας του Κρασνοντάρ μεταξύ των μαθητών, με ύψος τότε 2,10 μέτρα αναγνωρίστηκε ως ο καλύτερος ψηλός και ταυτόχρονα έλαβε προσκλήσεις από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, της Σπαρτάκ Λένινγκραντ και της Στρόιτελ Κιέβου (μετέπειτα ΚΚ Μπουντιβέλνικ). Με τη συμβουλή των γονέων του προτίμησε την ουκρανική ομάδα του Κιέβου. Το 1973, ο Τκατσένκο έπαιξε ήδη στην ομάδα νέων του Κιέβου, καθώς και στην ομάδα νέων της ΕΣΣΔ, με την οποία το ίδιο έτος έγινε ο πρωταθλητής Ευρώπης νέων έχοντας 25,5 πόντους στο τελικό τουρνουά. Από το 1974, άρχισε να συμμετέχει σε παιχνίδια με την πρώτη ομάδα της Στρόιτελ, έχοντας σημαντική συμβολή στην κατάκτηση της τρίτης θέσης στο πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ 1973—74.[4][5] Από το 1977 έως το 1982 η ενίσχυση του συλλόγου την οδήγησε σε πέντε δεύτερες θέσεις στο σοβιετικό πρωτάθλημα.[6][7]
Το 1973, σε μία προσπάθεια ανανέωσης της εθνικής ομάδας της ΕΣΣΔ, ο Βλαντίμιρ Κοντράσιν κάλεσε στην ομάδα τον 16χρονο Τκατσένκο. Μετά από τρία χρόνια, ο σοβιετικός γίγαντας έπαιξε ήδη στους πρώτους του Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ, όπου παρά το ύψος των 2,20 μέτρων του, η απειρία του και το ακόμα συγκριτικά αδύνατο σώμα του ήταν αρκετά για να μην δείξει αυτό που μπορούσε. Κέρδισε με την εθνική το χάλκινο μετάλλιο, έχοντας μέσο όρο 11,9 πόντους και 5,6 ριμπάουντ.[4][8][9] Το 1978 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, όπου έγινε ήδη ως ένας από τους κορυφαίους παίκτες στην εθνική ομάδα και ήταν ο πρώτος σκόρερ της με 14,5 πόντους μέσο όρο.[1][10] Στον τελικό η απουσία του από την παράταση (αποβλήθηκε με πέντε φάουλ) έγειρε τις πιθανότητες νίκης προς τη Γιουγκοσλαβία. Αλλά η πρώτη διοργάνωση όπου ο Τκατσένκο εμφανίστηκε εντυπωσιακά ήταν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1979 στην Ιταλία, όπου η ενδυνάμωση του με το βάρος του στα 135 κιλά τον έκανε κυρίαρχο των καλαθιών. Έχοντας μέσο όρο 15,1 πόντων, στον τελικό απέναντι στο Ισραήλ σημείωσε 29 πόντους (αποτέλεσμα 98—76) και ψηφίστηκε ως ο καλύτερος παίκτης στο πρωτάθλημα.[11][12][13] Η εθνική ομάδα της ΕΣΣΔ πήρε το χρυσό μετάλλιο μετά τρεις διοργανώσεις κυριαρχίας των Γιουγκοσλαβών.[2] Την ίδια χρονιά κέρδισε τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου παίκτη (τίτλοι Mr. Europa και Euroscar).[14]
Έξι μήνες πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, έκοψε σοβαρά το δεξί του χέρι στο γυαλί της πόρτας του σπιτιού του, χωρίς να αποκατασταθεί η ευαισθησία τριών δακτύλων. Όπως πίστευε ο ίδιος ο Τκατσένκο, ήταν αυτός ο τραυματισμός που τον έκανε να χάσει στο τέλος της κανονικής διάρκειας στον ημιτελικό με τους Ιταλούς, γεγονός που δεν επέτρεψε στην εθνική ομάδα της ΕΣΣΔ να φτάσει στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων, μένοντας τρίτη με νίκη επί των Ισπανών στο μικρό τελικό.[15][16] Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1981, ο Τκατσένκο έδειξε ξανά τον καλό εαυτό του, έγινε για άλλη μία φορά ο καλύτερος σέντερ στην Ευρώπη, είχε μέσο όρο 10,9 πόντους και για δεύτερη συνεχόμενη φορά βοήθησε την εθνική ομάδα να πάρει εύκολα το χρυσό μετάλλιο αήττητη.[17][18][19]
Το 1982, ο Τκατσένκο έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής, συμβάλλοντας σημαντικά στη νίκη της εθνικής ομάδας της ΕΣΣΔ στον τελικό αγώνα με αντίπαλο την εθνικής ομάδας των ΗΠΑ, ο οποίος έληξε με σκορ 95—94.[4][9] Ο Σοβιετικός γίγαντας μάζεψε το ριμπάουντ από το τελευταίο άστοχο σουτ των Αμερικανών και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.[20] Το 1982 επίσης, μετά την αποφοίτησή του από το Ινστιτούτο Φυσικής Αγωγής του Κιέβου, «στρατεύτηκε στο στρατό» στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας.[3][21] Ως μέρος του στρατού, έπαιξε μέχρι το 1989. Με την ΤΣΣΚΑ έγινε πρωταθλητής της ΕΣΣΔ τέσσερις φορές.[7][22] Δεν πήγε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1983 λόγω τιμωρίας της Ομοσπονδίας. Αλλά αυτό του επέτρεψε να λάβει μέρος στη Σπαρτακιάδα των Λαών της ΕΣΣΔ ως μέλος της εθνικής ομάδας της ΣΣΔ της Ουκρανίας, η οποία κατέλαβε την πρώτη θέση στο τουρνουά, νικώντας την ομάδα της Μόσχας στον τελικό. Με το μπόνους από τη νίκη, αγόρασε στον εαυτό του ένα νέο Βόλγα, το οποίο ταιριάζει στο μέγεθός του και στη συνέχεια διατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύντομα, χάρη στις προσπάθειες του Αλεξάντερ Γκομέλσκι, ο αποκλεισμός του Τκατσένκο άρθηκε.[23] Το 1985, έγινε ξανά πρωταθλητής Ευρώπης έχοντας για συμπαίκτη του τον μεγάλο αντίπαλο στο πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ Άρβιντας Σαμπόνις και το 1986 ασημένιος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος.[15][24]
Στο τέλος του 1987 τραυματίστηκε στη σπονδυλική στήλη, κάτι που δεν του επέτρεψε να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988.[23][25] Τη σεζόν 1989—90, έπαιξε για την ισπανική ομάδα της πρώτης κατηγορίας πρωταθλήματος «Γκουαδαλαχάρα». Η καριέρα στην Ισπανία αποδείχθηκε φευγαλέα. Για μισό χρόνο, η Γκουαδαλαχάρα ήταν στην πρώτη θέση, ενώ ο Τκατσένκο είχε μέσο όρο 15,7 πόντους, 8 ριμπάουντ και ένα κόψιμο. Αλλά σύντομα τα γόνατα του Τκατσένκο άρχισαν να πονάνε και στη συνέχεια η πλάτη του. Ως αποτέλεσμα, ο σύλλογος γύρισε στη μέση της βαθμολογίας και ο Τκατσένκο γύρισε στην πατρίδα του για θεραπεία. Εκεί τελείωσε και η καριέρα του.[2][16]
Ο Τκατσένκο, ένας σέντερ 2,21 μέτρων και βάρους στο τέλος καριέρας του 150 κιλά, ήταν ένας εξαιρετικός αμυντικός. Θα μπορούσε να αποκλείσει 2-3 αντιπάλους για να δώσει την ευκαιρία στους συμπαίκτες του να πάρουν ένα ριμπάουντ. Η επιθετική του ικανότητα ήταν επίσης αξιοσημείωτη, καθώς οι κινήσεις του προς τα επάνω ήταν βασικές, αλλά αποτελεσματικές, και το σουτ του ήταν καλό για έναν παίκτη του μεγέθους του, με εμβέλεια περίπου 5 μέτρων. Ιστορικός είναι ένας αγώνας της ΤΣΣΚΑ με την Μπανταλόνα, το 1987, όπου πέτυχε τρίποντο έξω από τη γραμμή των 6,25 μέτρων, σε μία εποχή που οι σέντερ σχεδόν απαγορευόταν να πάρουν παρόμοιες πρωτοβουλίες. Επιπλέον, η πολύχρωμη εμφάνιση και η ογκώδης σωματική διάπλαση, σε συνδυασμό με την καλή προαίρεση και σχεδόν τη ντροπαλότητα του «αγαθού γίγαντα», δημιουργούσαν συχνά εύθυμο και συχνά κωμικό αποτέλεσμα στους συμπαίκτες του.[5][26][27] Χάρη σε αυτό, μετατράπηκε σε εθνικό ήρωα στον κόσμο του σοβιετικού μπάσκετ, όπου αυτές οι ιδιότητες ήταν συχνά υπερβολικές. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ήταν συγκαταβατικός σε όλες τις χιουμοριστικές και ανέκδοτες καταστάσεις που του συνέβησαν στο περιβάλλον «κοντά στο μπάσκετ».[18]
Στη δεκαετία του 1990, εργάστηκε σε εμπορικές δομές - σε φαρμακείο, σε ταξιδιωτικό γραφείο, σε ταξί, ήταν οδηγός σε τράπεζα. Κατά το 2004 ο επικεφαλής υπηρεσίας μεταφορών δημοτικής επιχείρησης στην περιοχή της Μόσχας.[5][28] Έγινε επίσης επικεφαλής της σχολής μπάσκετ "BASKETBALL SCHOOL TKACHENKO V.P." Στις 19 Σεπτεμβρίου 2015, ο Τκατσένκο εισήχθη στο Hall of Fame της FIBA.[3][29]