Η Βουλή των Πεντακοσίων αποτέλεσε νομοθετικό σώμα της Αρχαίας Αθήνας, και άλλων αρχαιοελληνικών πόλεων, που απαρτιζόταν από πεντακόσιους βουλευτές/πολίτες που διορίζονταν για να διευθύνουν τις καθημερινές υποθέσεις της πόλης. Αρχικά, ήταν συμβουλευτικό συμβούλιο του εκάστοτε βασιλέως αποτελούμενο από ευγενείς. Στις περιόδους ολιγαρχίας, οι θέσεις των βουλευτών μπορεί να ήταν κληρονομικές, ενώ κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., επιλέγονταν συνήθως με κλήρωση με θητεία ενός έτους.
Η Βουλή των Τετρακοσίων, κατά την περίοδο του Σόλωνος, λειτουργούσε ως δικαστήριο. Πολίτες των κατώτερων τάξεων δεν υπηρετούσαν σε θέσεις της Βουλής καθώς προορίζονταν για πολίτες των δύο ανωτάτων εισοδηματικών ομάδων.[1]
Μετά την εξέγερση του 508 π.Χ., ο Κλεισθένης ξεκίνησε το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων που έθεσαν τα θεμέλια για την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για την ενίσχυση της κοινής αθηναϊκής ταυτότητας, ο Κλεισθένης επινόησε μια πολιτική διαίρεση της Αθήνας σε δέκα φυλές. Κάθε φυλή θα περιλαμβάνει τοπικούς δήμους από τρεις διαφορετικούς τύπους περιοχών, ονομαζόμενες ως τριττύες. Η "περί το άστυ τριττύα", "παράλια τριττύα" και η "μεσόγεια τριττύα".[2] Ο θεσμός της Βουλής αναμορφώθηκε ανάλογα και ο αριθμός των βουλευτών αυξήθηκε από τετρακόσιους σε πεντακόσιους. Επιλέγονταν πενήντα άνδρες από κάθε φυλή. Επί Κλεισθένη ο Βουλής απέκτησε σημαντικές πολιτικές εξουσίες ως υπεύθυνη για τις ημερήσιες διατάξεις Εκκλησίας του Δήμου καθώς και για την επίσημη εκτέλεση των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται στην Εκκλησία. Ήταν υπεύθυνη για τα μισά περίπου διατάγματα που επικυρώνονταν από την Εκκλησία. Οι εργασίες της Βουλής πραγματοποιούνταν κάθε μέρα εκτός από τις μέρες των εορτών. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Κλεισθένης εισήγαγε τον Βουλευτικό Όρκο. Μόνο οι επιλέξιμοι πολίτες, άνδρες πολίτες ηλικίας 30 ετών και άνω και χωρίς προηγούμενες ποινικές διώξεις, κύριες ποινικές διώξεις αποτελούσαν:Η Δίκη, η Γραφή και η Εισαγγελία. Η ιδιότητα μέλους περιοριζόταν αυτήν τη στιγμή στους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς και τους ζευγίτες αλλά όχι στους θήτες.
Η Βουλή διέθετε μια σειρά από αρχές διασφάλισης που εξασφάλιζαν τη λογοδοσία των μελών της στο ευρύτερο κοινό. Τρεις από τους κύριους μηχανισμούς που ίσχυαν ήταν: παρακολούθηση από άλλους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας και των δικαστηρίων, την απαιτούμενη απόδοση πλήρους απολογισμού του έργου κατά την αποχώρηση, αλλά και κατά τη Δοκιμασία, που θεσμός που προέβλεπε να ελέγχεται ο καθένας που διεκδικούσε δημόσιο αξίωμα, ενώπιον της βουλής. Τα μέλη της βουλής θήτευαν αποκλειστικά για έναν χρόνο. Η ηγεσία της βουλής (η πρυτανεία) εναλλάσσονταν μεταξύ των αντιπροσωπειών της φυλής και μια νέα «πρυτάνια» επιλέγονταν κάθε μήνα με κλήρωση. Ο υπεύθυνος της πρυτανείας αντικαθιστόταν καθημερινά από τα 50 μέλη που επιλέγονταν πάλι με κλήρωση.
Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η βουλή ανέλαβε πολλές από τις διοικητικές και δικαστικές λειτουργίες του Αρείου Πάγου, ο οποίος διατήρησε το παραδοσιακό του δικαίωμα να εκδικάζει υποθέσεις ανθρωποκτονιών. Επόπτευε τα οικονομικά του κράτους, το ναυτικό, το ιππικό, τα θρησκευτικά θέματα, τα οικοδομικά και ναυτιλιακά θέματα και τη φροντίδα αναπήρων και ορφανών, των αδυνάτων. Ανέλαβε την εξέταση των δημοσίων υπαλλήλων τόσο πριν όσο και μετά την αποχώρηση των καθηκόντων του για να εξασφαλίσει έντιμη λογιστική και πίστη στο κράτος. Εξέταζε ορισμένες περιπτώσεις παραπομπής δημοσίων λειτουργών για υψηλά εγκλήματα και κακοδιαχείριση ή παράβαση καθήκοντος.[3] Κατά το 450 π.Χ., καθιερώθηκε η αμοιβή για όσους υπηρετούσαν στη Βουλή. Η βουλή θεωρούνταν ο ακρογωνιαίος λίθος του δημοκρατικού συντάγματος, παρέχοντας έναν τόπο για τις καθημερινές δραστηριότητες και συγκρατώντας τις πολλές διαφορετικές διοικητικές λειτουργίες της κυβέρνησης. Λόγω της εναλλαγής των μελών, θεωρήθηκε ότι η βουλή ήταν απαλλαγμένη από την κυριαρχία των φατριών οποιουδήποτε είδους, αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι πλουσιότεροι πολίτες υπηρέτησαν δυσανάλογα με τους φτωχότερους πολίτες. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη μεγάλη επένδυση χρόνου που απαιτείται, χρόνο που οι φτωχότεροι πολίτες δεν εδύναντο να αφιερώσουν.[4]