Το βούκινο (λατ. buccina ή būcina) ήταν αρχαίο ρωμαϊκό χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο, το οποίο ήλκε την καταγωγή του από το κέρας. Χρησιμοποιούνταν ευρέως στον ρωμαϊκό στρατό, με τον σαλπιγκτή να λαμβάνει τον τίτλο aeneator (χαλκούχος, από το aes που σημαίνει χαλκός) και ειδικότερα αυτόν του buccinator.
Το βούκινο αποτελούνταν από έναν στενό σωλήνα μήκους περίπου 3,5 μ. ο οποίος ήταν κυρτός σε σχήμα C, με την καμπάνα να περιέρχεται πάνω από το κεφάλι του εκτελεστή. Διέθετε επιστόμιο παρόμοιο μ' αυτό της σύγχρονης τούμπας, ενώ για λόγους στήριξης έφερε και μια μεταλική βέργα στο μέσον περίπου του οργάνου, απ' όπου ο σαλπιγκτής το κρατούσε.
Η κύρια χρήση του ήταν ανάλογη μ' αυτή των νεότερων στρατιωτικών σημάνσεων, αγγέλοντας εγερτήρια, σιωπητήρια και άλλες παρόμοιες σημάνσεις της στρατιωτικής καθημερινότητας. Σταδιακά αντικαταστάθηκε από τη σάλπιγγα και το τρομπόνι, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως η γερμανική λέξη για το τρομπόνι (Posaune) έχει ως ετυμολογική ρίζα το βούκινο.
Το βούκινο αναβίωσε κατά τη Γαλλική Επανάσταση μαζί με το κέρας, επί τη ευκαιρία μιας παράστασης στις 11 Ιουλίου 1791, σε μουσική του Φρανσουά Ζοζέφ Γκοσέκ.[1]
Στη νεότερη εποχή, ο Ιταλός συνθέτης Οτορίνο Ρεσπίγκι σημειώνει στην παρτιτούρα του έργου Τα πεύκα της Ρώμης (1924) την ένδειξη «Buccine», ως ένδειξη για έξι χάλκινα πνευστά διαφορετικής έκτασης. Εντούτοις, ο συνθέτης δεν κυριολεκτεί, αλλά κινείται στο γενικότερο κλίμα του νεοκλασικισμού που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της μουσικής του· στην εκτελεστική πρακτική μιας συμφωνικής ορχήστρας τον ρόλο των buccine αναλαμβάνει συνήθως μια μικρή ομάδα από κόρνα και φλικόρνα.
Στη νεότερη ελληνική γλώσσα απαντάται η φράση «θα σε κάνω βούκινο» ή «το έβγαλε βούκινο», εννοώντας τη δημοσιοποίηση εκμυστηρεύσεων και προσωπικών δεδομένων.[2]