Βραχμά ονομάζεται στον βουδισμό ένα είδος ανώτερων θεοτήτων χωρίς πάθη και επιθυμίες. Οι Μπραχμά παρουσιάζονται ως υπεράνθρωπα πλάσματα, που όμως είναι δυνατό να γεννηθεί κανείς στον κόσμο τους ακολουθώντας τις Βουδιστικές πρακτικές.[1]
Το όνομα πηγάζει από τη βεδική παράδοση, όπου ο Βράχμα παρουσιάζεται ως δημιουργός του κόσμου. Αντιθέτως, στα βουδιστικά κείμενα περιγράφονται πολλοί διαφορετικοί "Βράχμα" που συνυπάρχουν στον ίδιο κόσμο και πολλοί από αυτούς πιστεύουν πως είναι παντοδύναμοι δημιουργοί, αλλά ο Βούδας τους διορθώνει. Ωστόσο, οι μύθοι και οι ιδιότητες αυτών των Βραχμά είναι διαφορετικές από το βεδικό Βράχμα[2], αν και τουλάχιστο ένας από τους Βραχμά περιγράφεται ως το αντικείμενο της λατρείας προ-βουδιστικών θρησκειών. Ο ίδιος ο Βούδας περιγράφει τον Βεδικό Βράχμα ως μια παρεξηγημένη έννοια ή ανάμνηση των πολλών βουδιστικών Βραχμά στο κείμενο της Βραχμαγιάλα Σούττα.
Στα βουδιστικά κείμενα κατονομάζονται πολλοί Βραχμά, αλλά λόγω της αμφισημίας του όρου η ακριβής τοποθέτηση καθενός στη βουδιστική κοσμολογία δεν είναι απλή.
Ο Μπακά παρουσιάζεται στη Σούττα Πιτάκα του βουδισμού Τεραβάντα και είναι μία θεότητα που πιστεύει πως ο κόσμος του είναι αμετάβλητος, χωρίς φθορά και αθάνατος και πως κατά συνέπεια δεν υπάρχουν ανώτεροι από αυτόν. Ο Βούδας ανατρέπει την πεποίθησή του, αναλύοντας την έννοια της παροδικότητας, αλλά κάποιος από τους ακόλουθους του Μπάκα (επηρεασμένος από το δαίμονα Μαρά) επιμένει πως ο Μπάκα είναι ο μέγας δημιουργός και πως όσοι τον ακολουθήσουν θα ανταμειφθούν, ενώ όσοι τον απορρίψουν θα τιμωριθούν. Ο Βούδας τότε αναγνωρίζει το δαίμονα ως πραγματικό ομιλητή και αρνείται την επίδρασή του.
Ο Μπακά ισχυρίζεται πως ο Βούδας δεν θα μπορέσει ποτέ να φύγει από το βασίλειό του (μιας και αυτό είναι όλος ο κόσμος) και άρα υπόκειται στους νόμους του, αλλά ο Βούδας αποδεικνύει πως βρίσκεται πέρα από τις δυνάμεις του Μπακά (επειδή γνωρίζει και περί άλλων βασιλείων) και εν τέλει τον πείθει τόσο επιδεικνύοντας τις υπερφυσικές του ιδιότητες, όσο και εξηγώντας του τις προηγούμενες ζωές του Μπακά.
Ο Μπακά, όπως του εξηγεί ο Βούδας, ήταν κάποτε άνθρωπος, ένας ασκητής με το όνομα Κεσάβα. Λόγω της εξαιρετικής του ικανότητας στο διαλογισμό και επειδή έσωσε πολλούς ανθρώπους, μετά το θάνατό του έγινε ντέβα, αλλά αργότερα, αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις, έπεσε χαμηλότερα στην κλίμακα του κόσμου κι έγινε Μπραχμά.
Ο Σαχαμπάτι θεωρείται ο Χαμαβραχμά (Μέγα Βραχμά) που ήταν παρών κατά τη φώτιση του Σιντάρτα Γκαουτάμα και τον παρότρυνε να διδάξει στους ανθρώπους. Ήταν επίσης παρών τη στιγμή του θανάτου του και από όλες τις θεότητες Βραχμά, είναι αυτή που στέκει πιο κοντά στο Βούδα. Όταν υπήρξε άνθρωπος, ήταν ένας μοναχός ονόματι Σαχάκα, μαθητής του Βούδα Κασυάπα.
Ο Σανατακουμάρα (που σημαίνει "πάντα νέος") λέγεται πως δημιούργησε μια οπτασία του εαυτού του, ώστε να γίνεται αντιληπτός στους κατώτερους κόσμους και με αυτό τον τρόπο κατεύθυνε τις θεότητες που ζούσαν εκεί και τις συμβούλευε να ακολουθήσουν τις διδαχές του Βούδα
Το "Μαχαβραχμά" είναι περισσότερο τίτλος παρά όνομα και εμφανίζεται σε πολλά κείμενα με διάφορους χαρακτηρισμούς όπως "παντεπόπτης", "παντοδύναμος", "κύριος", "δημιουργός" κλπ. Είναι ένα πλάσμα ανώτερο των Βραχμά, που όμως η ουσία του μπορεί να φθαρεί και να ξαναγεννηθεί μόνο του στο κατώτερο επίπεδο του Βραχμά, ξεχνώντας την προηγούμενη ύπαρξή του και πιστεύοντας πως είναι μοναδικό. Πλάσματα που γεννιούνται από τον κόσμο του Βραχμά στον κόσμο των ανθρώπων πιστεύουν πως αυτός είναι ο δημιουργός του κόσμου.