Βρετανική Ανατολική Αφρική | |||
---|---|---|---|
Πρωτεύουσα | Μομπάσα (1895–1905) Ναϊρόμπι (1905–1920) | ||
Γλώσσα | Αγγλικά (επίσημη) Σουαχίλι, Γκικούιου, Κάμπα, Μέρου, Γκούσιϊ, Λούο, Νάντι-Μαρκουέτα ομιλούνται επίσης | ||
Θρησκεία | Χριστιανισμός, Ισλάμ, Ινδουισμός, παραδοσιακές Αφρικανικές θρησκείες | ||
Κυβέρνηση | Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία | ||
Μονάρχης | * 1895 - 1901 Βασίλισσα Βικτωρία * 1910 - 1920 Γεώργιος Ε΄ | ||
Επίτροπος, Κυβερνήτης |
* 1895 – 1897 Arthur Henry Hardinge * 1919 – 1920 Sir Edward Northey | ||
Ιστορία | * 1 Ιουλίου 1895 Ιδρύθηκε * 23 Ιουλίου 1920 Διαλύθηκε | ||
Επιφάνεια | * 1904[1] 696.447 χλμ.² | ||
Πληθυσμός | * 1904[1] εκτιμ. 4.000.000 Πυκνότητα 5,7 / χλμ.² | ||
Νόμισμα | Ρουπία | ||
Ισοτιμίες | * 1903 - 1919 1 Ρουπία (Rupee) = 100 σεντς (cents) = 16 annas * 1922 - 1 Σελίνι (Shilling) = 100 σεντς (cents) | ||
Σήμερα αποτελεί τμήμα της | Κένυα |
Το Προτεκτοράτο της Ανατολικής Αφρικής (αγγλικά: East Africa Protectorate), επίσης ευρύτερα γνωστό και ως η Βρετανική Ανατολική Αφρική (αγγλικά: British East Africa), ήταν η περιοχή εντός των Αφρικανικών Μεγάλων Λιμνών (αγγλικά: African Great Lakes), η οποία καταλάμβανε προχείρως την ίδια εδαφική έκταση όσο και η σημερινή Κένυα (περίπου 639.209 χλμ.²) από τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού, στην ενδοχώρα, προς την Ουγκάντα και την Κοιλάδα του Μεγάλου Ρήγματος (Great Rift Valley). Παρόλο που μέρος της επικράτειας του Σουλτάνου της Ζανζιβάρης, στα τέλη του 19ου αιώνα, ελέγχονταν από τη Βρετανία· καλλιεργήθηκε από τα Βρετανικά εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή τη δεκαετία του 1880 και παρέμεινε ένα προτεκτοράτο μέχρι το 1920 όταν έγινε η αποικία της Κένυα, σώθηκε μια παράκτια λωρίδα, πλάτους 16 χιλιομέτρων η οποία έγινε το προτεκτοράτο της Κένυας.[2][3]
Ευρωπαίοι ιεραπόστολοι άρχισαν κατά τη δεκαετία του 1840, να εγκαθίστανται στην περιοχή από τη Μομπάσα έως το Όρος Κιλιμαντζάρο, ονομαστικά υπό την προστασία του Σουλτάνου της Ζανζιβάρης. Το 1886, η Βρετανική κυβέρνηση ενθάρρυνε τον William Mackinnon, ο οποίος είχε ήδη συνάψει συμφωνία με τον Σουλτάνο και του οποίου η ναυτιλιακή εταιρεία διαπραγματευόταν εκτενώς στις Αφρικανικές Μεγάλες Λίμνες, να καθιερώσει τη Βρετανική επιρροή στην περιοχή. Σχημάτισε τον Σύνδεσμο Βρετανικής Ανατολικής Αφρικής (British East Africa Association), ο οποίος οδήγησε στην Αυτοκρατορική Βρετανική Εταιρεία Ανατολικής Αφρικής (Imperial British East Africa Company), στην οποία το 1888, παραχωρήθηκαν προνόμια και με δεδομένη την αρχική επιχορήγηση, για τη διαχείριση της εξαρτώμενης περιοχής. Διαχειρίζονταν περίπου 240 χιλιόμετρα της ακτογραμμής που εκτείνεται από τον ποταμό Jubba μέσω της Μομπάσα, στη Γερμανική Ανατολική Αφρική (German East Africa), που εκμισθώθηκαν από τον Σουλτάνο. Η Βρετανική "σφαίρα επιρροής", συμφώνησε στο Συνέδριο του Βερολίνου (Berlin Conference) του 1885, την επέκταση μέχρι την ακτή και εσωτερικά σε ολόκληρη τη μελλοντική Κένυα, επίσης μετά το 1890, συμπεριέλαβε και την Ουγκάντα. Αυτή την εποχή, η Μομπάσα ήταν το διοικητικό κέντρο.[4]
Ωστόσο, η εταιρεία άρχισε να αποτυγχάνει και την 1η Ιουλίου 1895 η Βρετανική κυβέρνηση το ανακήρυξε προτεκτοράτο, με τη διοίκηση να μεταφέρεται στο Υπουργείο Εξωτερικών (Foreign Office). Το 1902 η διοίκηση ξανά μεταφέρθηκε στο Αποικιακό Γραφείο (Colonial Office) και η επικράτεια της Ουγκάντα, επίσης, ενσωματώθηκε ως μέρος του προτεκτοράτου.[5]
Το 1897, ο Λόρδος Delamere (Lord Delamere),[Σημ. 2] ο πρωτοπόρος του λευκού οικισμού, έφτασε στα υψίπεδα της Κένυας, η οποία ήταν τότε μέρος του Προτεκτοράτου. Ο Λόρδος Delamere εντυπωσιάστηκε από τις γεωργικές δυνατότητες της περιοχής. Το 1902, τα σύνορα του Προτεκτοράτου επεκτάθηκαν για να συμπεριληφθεί ό, τι ήταν στο παρελθόν, η Ανατολική επαρχία της Ουγκάντα.[5][6] Επίσης, το 1902, το Συνδικάτο Ανατολικής Αφρικής (East Africa Syndicate) εισέπραξε επιχορήγηση ύψους 1.300 χλμ.², για να προωθήσει τη λευκή εγκατάσταση στα Υψίπεδα. Ο Λόρδος Delamere, τώρα άρχισε εκτεταμένες γεωργικές-κτηνοτροφικές εργασίες και το 1905, όταν μεγάλος αριθμός νέων εποίκων, έφτασε από την Αγγλία και τη Νότια Αφρική, το Προτεκτοράτο μεταφέρθηκε από τη δικαιοδοσία του Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office), σε αυτό του Αποικιακού Γραφείου (Colonial Office).[5] Το 1905, η πρωτεύουσα μετατοπίστηκε από τη Μομπάσα στο Ναϊρόμπι. Μια κανονική Κυβέρνηση και Νομοθετικό σώμα, το 1906, αποτελούνταν από το Διάταγμα του Συμβουλίου.[7] Αυτό διόριζε τον διαχειριστή κυβερνήτη και προνοούσε για νομοθετικά και εκτελεστικά συμβούλια. Ο Αντισυνταγματάρχης J. Hayes Sadler, ήταν ο πρώτος κυβερνήτης και επικεφαλής διοικητής. Υπήρχαν περιστασιακές ταραχές με τις τοπικές φυλές αλλά η χώρα ανοίχθηκε από την Κυβέρνηση και τους αποίκους, με λίγη αιματοχυσία.[5] Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι αγρότες έφτασαν από την Αγγλία και τη Νότια Αφρική και από το 1919, ο Ευρωπαϊκός πληθυσμός εκτιμάτο σε 9.000 εποίκους.[5]
Στις 23 Ιουλίου 1920, οι περιοχές της ενδοχώρας του Προτεκτοράτου, με Διάταγμα του Συμβουλίου, προσαρτήθηκαν στη Βρετανική επικράτεια.[8] Στις 23 Ιουλίου 1920, οι περιοχές της ενδοχώρας του Προτεκτοράτου, με Διάταγμα του Συμβουλίου, προσαρτήθηκαν στη Βρετανική επικράτεια. Εκείνο το τμήμα του πρώην Προτεκτοράτου, ως εκ τούτου, συγκροτήθηκε σε σώμα, ως η Αποικία της Κένυα. Η υπόλοιπη παράκτια λωρίδα των 16 χιλιομέτρων πλάτους (με την εξαίρεση της Βίτουλαντ) παρέμεινε ένα Προτεκτοράτου κάτω από μια συμφωνία με τον Σουλτάνο της Ζανζιβάρης.[9] Αυτή η παράκτια λωρίδα, παραμένοντας κάτω από την κυριαρχία του σουλτάνου της Ζανζιβάρης, συγκροτήθηκε σε σώμα, ως το Προτεκτοράτο της Κένυα το 1920.[3][4]
Μετά το 1896, μετανάστες από την Ινδία ήρθαν στην περιοχή, ως δανειστές χρημάτων, έμποροι και τεχνίτες. Ο φυλετικός διαχωρισμός ομαλοποιήθηκε με τους Ευρωπαίους να εκχωρούν τα Υψίπεδα για τους εαυτούς τους. Άλλοι περιορισμοί περιελάμβαναν, εμπορικούς και οικιστικούς διαχωρισμούς στις πόλεις και τον περιορισμό στην Ινδική μετανάστευση. Παρ' όλα αυτά κατά το 1919, οι Ινδοί γρήγορα βρέθηκαν να υπερτερούν σε αριθμό τους Ευρωπαίους, περισσότερο από δύο προς ένα. Η Ινδία αποτελούσε αποικία τού στέμματος, του οποίου οι πολίτες απολάμβαναν ορισμένα προνόμια, αλλά δεν ήταν σαφές εάν οι Ινδοί των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής, ήταν να αναγνωρισθούν ως πολίτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ή ως μια υποδεέστερη φυλή.
Τον Απρίλιο του 1902, η πρώτη αίτηση για γη στη Βρετανική Ανατολική Αφρική, έγινε από το Συνδικάτο Ανατολικής Αφρικής – μια εταιρεία της οποίας ενδιαφέρονταν οι χρηματοδότες που ανήκαν στην Εταιρεία Βρετανικής Νοτίου Αφρικής – η οποία επεδίωκε χορήγηση 1.300 χλμ.² και αυτή ακολουθήθηκε από άλλες αιτήσεις για τις αξιοσημείωτες περιοχές, συμπεριλαμβάνοντας έναν μεγάλο Εβραϊκό οικισμό. Τον Απρίλιο του 1903, ο Ταγματάρχης Φρέντερικ Ράσελ Μπέρνχαμ (Frederick Russell Burnham),[Σημ. 3] ο διάσημος Αμερικανός πρόσκοπος και μετέπειτα Διευθυντής του Συνδικάτου Ανατολικής Αφρικής (East African Syndicate), έστειλε μια αποστολή αποτελούμενη από τους John Weston Brooke, John Charles Blick, κ. Bittlebank και κ. Brown, για να αξιολογήσουν τον ορυκτό πλούτο της περιοχής. Η ομάδα, γνωστή ως τα "Τέσσερα «B»", ταξίδεψαν από το Ναϊρόμπι δια μέσου του Όρους Έλγκον, βορείως προς τις δυτικές ακτές της Λίμνης Ροδόλφου, βιώνοντας άφθονες στερήσεις από την έλλειψη νερού και τους κινδύνους από τις συναντήσεις με τους Μασσάι.[10] Το 1903, με την άφιξη εκατοντάδων προσδοκώμενων εποίκων, κυρίως από τη Νότια Αφρική, ανέκυψαν ερωτήματα σχετικά με τη διαφύλαξη των Μασσάι για τα δικαιώματά τους στους βοσκότοπους και λήφθηκε η απόφαση, να μην ικανοποιηθούν περισσότερες αιτήσεις για μεγάλες περιοχές γης.
Κατά τη διαδικασία της διεξαγωγής αυτής της πολιτικής του εποικισμού, ανέκυψε μια διαφορά μεταξύ του Sir Charles Eliot,[Σημ. 4] τότε Επιτρόπου της Βρετανικής Ανατολικής Αφρικής και του Λόρδου Lansdowne,[Σημ. 5] του Βρετανού Υπουργού των Εξωτερικών. Ο Lansdowne, θεωρώντας τον εαυτό του δέσμιο των υποσχέσεων που έδωσε προς το Συνδικάτο Ανατολικής Αφρικής, αποφάσισε ότι θα έπρεπε να δοθεί η μίσθωση των 1.300 χλμ.² για την οποία είχαν υποβάλει αίτηση· αλλά μετά από διαβουλεύσεις με τους υπαλλήλους των προτεκτοράτου, εκείνη την εποχή στο Λονδίνο, αρνήθηκε στον Έλιοτ (Eliot) την άδεια να συνάψει μισθώσεις για 130 χλμ.² έκαστο σε δύο αιτούντες από τη Νότια Αφρική. Ο Έλιοτ παραιτήθηκε έπειτα από τη θέση του και σε έναν δημόσιο τηλεγράφημα προς τον Πρωθυπουργό, με ημερομηνία Μομπάσα, 21 Ιουνίου 1904, έδωσε ως αιτιολόγησή του: «Ο Λόρδος Lansdowne, με διέταξε να αρνηθώ επιχορηγήσεις γαιών σε ορισμένους ιδιώτες, ενώ παράλληλα, έδινε το μονοπώλιο της γης, με αδικαιολόγητα ευνοϊκούς όρους προς το Συνδικάτο Ανατολικής Αφρικής. Αρνήθηκα να εκτελέσω αυτές τις οδηγίες, τις οποίες θεωρώ άδικες και ασύνετες». Την ημέρα κατά την οποία ο Sir Charles έστελνε αυτό το τηλεγράφημα, ο διορισμός του Sir Donald William Stewart, του Επικεφαλής Επιτρόπου του Ashanti (Γκάνα), ανακοινώθηκε να τον διαδεχθεί.
Η επικράτεια είχε τα δικά της νομίσματα, κέρματα και από τη δεκαετία του 1890, τη δική της ταχυδρομική υπηρεσία.
|publisher=
(βοήθεια)